*
του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
~.~
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Ἀπὸ κοντὰ ἡ Καταστροφὴ σοῦ μοιάζει.
Χαμογελάει μ’ εὐγένεια, σοῦ εἶναι συμπαθής.
Δικαιολογεῖται, κόπτεται, μορφάζει :
«Ἐγὼ ; Ὄχι βέβαια ! Οἱ συνθῆκες οἱ ἐπαχθεῖς . . . »
Συχνὰ σοῦ ὁρκίζεται. Μὲ ὕφος καμικάζι
ποὺ θυσιάστηκε, ἀπαιτεῖ νὰ τῆς σταθεῖς :
«Τῆς μηχανῆς ἤμουν ἐγὼ τὸ τελευταῖο γρανάζι !
Κι ὁ θάνατος ; Ἀπὸ καιρὸ προαναγγελθείς . . . »
Ἀπό κοντὰ ἡ Καταστροφὴ σοῦ μοιάζει.
Μιλάει τὴ γλώσσα τῆς βλακείας φαρσί.
Πιστεύει στ’ ἄστρα, παραμύθια ἀναχαράζει,
ἔχει ἕνα βλέμμα τόσο ἀθῶο καὶ θρασύ . . .
Εἶναι γιὰ λύπηση – κι ὡστόσο σ’ ἀηδιάζει.
Ἀπό κοντὰ ἡ Καταστροφὴ εἶσαι Ἐσύ.
2012
~.~
ΤΙ ΒΡΗΚΑΝ ΠΑΝΩ ΤΟΥ ΜΕΤΑ
Nairobi, Kenya, 21 September 2013 :
Ghanaian Poet Kofi Awoonor Killed in a Terror Attack
Ἕνα φθαρμένο δελτίο ταυτότητας
μὲ κάτι ὠχρὰ πλὴν ἀπαραίτητα ψηφία
(ἄνω δεξιά, στιγμὴ τῆς ματαιότητας,
ἡ εὔγλωττη πόζα στὴ βουβὴ φωτογραφία).
Ἕνα κάμποσο φουσκωμένο πορτοφόλι,
ὄχι μὲ χρήματα ὅμως – μὲ χαρτιά,
κάρτες διάφορες (τοῦ καθεμέρα οἱ ρόλοι),
σημειώσεις, πιστοποιητικά.
Ἕνα μολύβι. Ἕνα δελτίο εἰσόδου.
(Εἰσόδου ἄραγε ποῦ;) Ἕνα δικό της μήνυμα.
Ἕνα, πιὰ τώρα, ἀχρείαστο κλειδί.
Ἕνα μαντήλι μὲ τὸ κέντημα ἑνὸς ρόδου.
Ἕνα χειρόγραφο (ὁ τίτλος : «Νέο ξεκίνημα»).
Ἕνα εἰσιτήριο χωρὶς ἐπιστροφή.
2013
~.~
PLAGE D’EUROPE
της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου
Ὅταν ἡ Εὐρώπη πρωτοῆρθε στὴν Εὐρώπη
ἦταν ἀρχὲς τῆς θερινῆς σαιζόν. Ὁ “Δίας”
ἔριξε ἄγκυρα ἀνοιχτὰ μιᾶς παραλίας
κι οἱ παπαράτσι ὅλοι τὴν πῆραν τὸ κατόπι.
Στὰ ρεπορτὰζ τό ’χαν προβλέψ’ οἱ οἰωνοσκόποι
ὅτι θὰ ρθεῖ· «στὰρ ἀπ’ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας»
γράφαν οἱ τίτλοι στὸ γυαλὶ τῆς τηλοψίας,
στάζαν οἱ πόζες της στὰ φλὰς μέλι, σιρόπι.
Τάχα ἀπὸ ἔμπνευση, ὑστεροβουλία, ζῆλο ;
εἶπε κι ὁ δήμαρχος ἐκεῖ νὰ τὴν τιμήσει,
μὲ τ’ ὄνομά της τὸ εὐγενὲς ν’ ἀναβαπτίσει
μιὰ τέτοια πλάζ, ποὺ φιλοξένησε ἕναν θρύλο.
Τό ’πε καὶ τό ’κανε. Κι ἔγινε ἀμέσως στάτους.
Οἱ τόποι ἀξίζουν τελικὰ τὰ ὀνόματά τους.
2014
~.~
ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑ
καλεῖσθαι δὲ χελιδόνα καὶ τοῦ ἀνθρώπου
τὸ ἄνωθεν τοῦ ἀγκῶνος τὸ κατὰ τὰς καμπὰς
ΣΟΥΔΑ
Ἱδρῶτας στάζει, ὑγραίνει τοὺς λαγόνες,
ποτίζει κνῆμες, γόνατα καὶ ἰγνύες,
τὶς διψασμένες τοῦ κορμιοῦ σου ὑδρίες
ἀπ’ τὶς μασχάλες μέχρι τοὺς βουβῶνες.
Τρυποῦν τὸ στρῶμα πιὸ σκληροὶ οἱ ἀγκῶνες,
σκιρτοῦν καὶ τρέμουν σκοτεινοὶ ἀστερίες
τὰ βλέφαρά σου, μελιχρὲς λυχνίες
φεγγρίζουν τῶν χεριῶν σου οἱ χελιδόνες.
Φλοισβίζουν τώρα τὰ κρυφά σου χείλη,
μέσα τους σφίγγουν τοῦ λευκοῦ μιὰ στήλη,
τοῦ ἀτμοῦ μιὰ ἀνάσα ποὺ σὲ βάθη μπλάβα,
πνεῦμα θαμμένο κάτω ἀπὸ τὴν ὕλη,
ποθεῖ νὰ τιναχτεῖ καὶ ν’ ἀνατείλει.
Κι ἐσύ, κρατῆρας ποὺ ρουφᾶς τὴ λάβα.
2016
~.~
Η ΑΚΤΗ ΚΑΙ Ο ΓΛΑΡΟΣ
Παρεμβολὴ σ’ ἕναν διάλογο τῶν Ἴλια Κούτικ καὶ Λὰρς Γκούσταφσον
Τὸ κῦμα γλείφει ἀπ’ τὴν ἀκτὴ τὴν ἄμμο,
σπυρὶ σπυρὶ συνέχεια τὴ ραμφίζει.
Ὀρθὸς στὴ σημαδούρα του ἀτενίζει
τὸν κόσμο ὁ γλάρος – μιὰ ψηλά, μιὰ χάμω,
στὰ γύρω του στραμμένος τα συμβάντα,
τῆς φύσης τὸ βιβλίο διαβάζει.
. Κι ὅμως,
τοῦ ἀνάλλακτου ἐδῶ πέρα ἰσχύει ὁ νόμος,
κι εἶν’ ἕνα ψέμα ὅτι ρεῖ τὰ πάντα:
τὸ κάθε κῦμα τὸ παλιὸ ἀντιγράφει.
Τὴν κόπια μόνο τῆς ἀκτῆς κοιτάζει
κόπια τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του ὁ γλάρος,
ἐμπρός του ἡ κόπια τοῦ ἴδιου ἀφροῦ παφλάζει.
Κι ὁ χρόνος; Λέξη ἀνούσια, δίχως βάρος,
ποὺ ἡ θάλασσα ὅλο γράφει καὶ ξεγράφει.
2016
~.~
ΤΟ ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ
Ηλία Λάγιου, «Τὸ προτελευταῖο ποίημα», 21.7.1992
Νύχτα. Κι ἐκεῖνος εἶχεν σκύψει στὰ χαρτιά του
καὶ προσπαθοῦσε (πλήρης μνήμης) νὰ τῆς γράψῃ
κάτι σὰν ποίημα, μὲ τοῦ κόκκινου τὴ βάψη
καρδιᾶς ποὺ αἱμάσσει πιὰ στὰ πρόθυρα τοῦ ἀβάτου.
Κι ἦταν ἐκεῖθεν, ὑποκείμενος θανάτου
(κάτω ἤδη ὁ δαίμονας τὶς δάδες εἶχε ἀνάψει
ὅλη τὴν κάποτε χαρὰ μεμιᾶς νὰ κάψῃ)
ποὺ αἴφνης τὸ ἐρώτημα ἐννόησε τοῦ Πιλάτου :
«Μαριάννα, ἴσως ἀπόψε μ’ ἔχετε προδώσει,
ἴσως καὶ νά ’χετε ξεχάσει τ’ ὄνομά μου,
ἴσως καὶ να… Μὰ τί ὠφελεῖ !… Μοῦ φτάνει ἡ γνώση
ποὺ πιὰ στὸ κοῖλο οἰκῶ τοῦ νεκρικοῦ θαλάμου·
ποὺ πιὰ δὲν θὰ σᾶς ξαναδῶ, κι ὅλος ὁ χρόνος
θά ’ναι ἕνας γέροντας – κατάκοιτος καὶ μόνος».
21.7.2017
*
*
*
