Σαρκοχώραφα

ΕΞΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΠΟΤΑΡΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΧΩΡΑΦΑ, ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2024

~.~

ΓΡΑΦΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Γράφω ποιήματα για τρυφερά πουλιά,
στα ζωηρά μιλώ του αγρού κρινάκια.
Φιλώ τα σκουληκάκια στην αγριομηλιά,
στο κρύο φίδι πλέκω ζιπουνάκια.

Κι είμαι η χαρά στης πεταλούδας το φτερό,
στης αλεπούς το μάτι η φλογίτσα.
Κράτα με, Θέ μου, του χελιδονιού ιερό,
λειώσε με ζάχαρη σε αηδονιού γλωσσίτσα.

Κάνε με πάχνη, εσάρπα του χιονιού,
ζέστα παχνιού στον ύπνο του αρνιού.
Απλώνω στο μαχαίρι τον λαιμό μου:
αν τρέξει αθώο αίμα, να ’ν’ δικό μου.

Δώσε μου, Θέ μου, αγνότη και θυσία
και του έρωτα την μόνη αθανασία!

 

ΘΕΛΩ

( Να με πλάσεις όπως θέλεις )

Σαν το φίδι που ελλοχεύει κουλουριάσου στην κοιλιά μου
ή σαν γάτας το βελούδο άστραψε και γυάλισέ με
ή σκουλήκι αδηφάγο καλοθρέψου απ’ τα μεριά μου
ή σαν ύαινα βρωμιάρα με ασέβεια δάγκωσέ με.
Με του πυρετού τον πάγο έλα έρημος και πόλος,
στα ζεστά τα κόκκαλά μου σάρκα ξαναφύτευσέ με,
ω! και τώρα είμαι μπόρα, είμαι πέλαγο βρασμένο,
κατρακύλα ποταμέ μου σε αυλάκι πλατεμένο,
κατρακύλα ποταμέ μου, ξαμολήσου θάλασσά μου,
χαλικάκι σήκωσέ με, σκάψε στα βαθιά νερά μου.

Μην διστάσεις έρωτά μου, ντύμα μου εσύ και δέρμα,
να με πλάσεις όπως θέλεις. Κι αν ακόμα δεν χορτάσεις,
έλα πάνω μου σαν τίγρης που ορέγεται το αίμα,
φάε την σάρκα μου, τα νύχια, τα μαλλιά μου να θηλάσεις,
να με στήσεις στο κρεβάτι, σαν να φύτευες δενδράκι,
να με πιεις, να με ρουφήξεις και κρασί να μ’ απολαύσεις,
σαν οχιά πάνω μου σούρσου, σαν την γάτα νύχιασέ με,
σαν την ύαινα οσφράνσου, σαν σκουλήκι αφάνισέ με.

Σύμπαν είμαι γκαστρωμένο, που ακράτητο αδειάζει,
ένα «θέλω» φουσκωμένο, ένα «θέλω» που σπαράζει,
ένα «θέλω» πια πρησμένο, που στα έσχατα με φτάνει,
ένα «θέλω», που το θέλω έρωτα να με ξεκάνει.

 

ΑΓΡΙΟΓΙΔΑ

Μ’ αποτρελαίνει ο έρωτάς σου, μ’ αφιονίζει,
αγριόγιδα στριφνή να μ’ έχεις ημερέψει,
να με ταΐζεις χλωρολούλουδα, ν’ αφρίζει
ο πόθος μου, και πριν τον πιεις να ’χει στερέψει.

Ο έρωτάς σου ορμητικός στ’ αγκάθια πάνω,
στις φλούδες, στο χορτάρι, στου γκρεμού το φρύδι,
παντού με χύνεις, κι όπου χύνεσαι βλαστάνω
θεότητά σου, φίδι, ρόδο, άγριο γίδι.

 

ΕΡΩΤΙΚΗ ΓΗΤΕΙΑ

Έσκυψα πάνω σε πανέρια μ’ ανατολής μπαχαρικά
και μοσχοβόλησα τα στήθια μ’ αρώματα βασιλικά.
Φόρεσα πέπλα και πορφύρα, διάφανα και μεταξωτά,
έλουσα τα μαλλιά με μύρα, στην πλάτη τα ’ριξα λυτά.

Μ’ ώριμου κίτρου πυρετό έλαμψα των ματιών τ’ ασπράδι,
τα τοξωτά φρυδιών γιοφύρια σκίασε δάφνης ανθοκλάδι.
Η λακκουβίτσα στον λαιμό μου ήπιε γαρδένιας ευωδία
κι ο απαλός λοβός τ’ αυτιού μου ντύθηκε ηλίανθου μανδύα.

Στα μάγουλά μου κοκκινάδι της παπαρούνας η φωτιά,
φράουλας άπλωσα το λάδι στων δυο χειλιών την πυροστιά.
Το στήθος φούσκωσα με ρόδου οργασμική ανατολή
και γυάλισα τον αφαλό μου μ’ αψύ κρασί που πυρπολεί.

Μα ό,τι κι αν κάνω, αγαπημένε, λίγο φαντάζει και τρωτό.
Ίσως τα μάγουλα, που καίνε, το πιο γλυκό να ’ναι πιοτό
κι ίσως τα χείλη, που αφρίζουν μέλι τον πόθο μου για σε,
να ’ναι μπαχάρια που αχνίζουν στων λαγονιών μου τον μπαχτσέ.

Έτσι, λοιπόν, θα με προσφέρω στου έρωτά σου την πυρά,
άλλη γητειά εγώ δεν ξέρω που θα μ’ ανάψει αιματηρά.
Ένα ποτάμι που αφρίζει απ’ των ποδιών μου την πηγή,
όλη την δίψα σου δροσίζει, που όλη την φλόγα μου είχε πιει.

 

ΣΑΝ ΑΛΟΓΟ ΠΥΡΡΟΤΡΙΧΟ

Σαν άλογο πυρρότριχο και κοκκινοφλογάτο
με χαίτη χρυσαχτίδωτη, μακρύ τ’ ανέμου κρόσσι,
π’ ανάβει σ’ ουρανούς φωτιές και σβει όλα τ’ αστέρια,
που πελαγίζει αδάμαστο σαν βουερό ποτάμι
με τα ρουθούνια ορθάνοιχτα, με ήλιους μες στα μάτια
κι όπου περνάει ανατολή, ανάβει καντηλέρι
κι όπου σταθεί βασίλεμα, λυχνάρι αργοσβήνει
κι αφροχτυπώντας όλο φως ξυφαίνει το σκοτάδι
κι όπου τ’ αρέσει, ακράτητο ορμάει κι αγριοβατεύει
κι όπου αγαπάει καυτή φωτιά, την λαμπροηνιοχεύει•

έτσι κι εσύ ακράτητος όρμησες πάνωθέ μου
και ζουρλαμένος έπεσες μέσα στην αγκαλιά μου•
σαν άλογο πυρρότριχο και η αγάπη, Θέ μου,
π’ ανάβει σ’ ουρανούς φωτιές και ρίχνει τ’ άστρα χάμου.

 

ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΥΣΣΙΝΙ

Να μ’ αγαπάς απλά και τρυφερά, με δίχως νεύρο και καρδιά
δεν το μπορώ, σ’ εξάντληση σκληρή με βάνει, μ’ ερημώνει.
Είναι μια τέτοια αγάπη το νερό, π’ αντί να θρέφει την σοδειά,
φαρμάκι ξεγελά της ρίζας δίψα και χαρά και την νεκρώνει.

Αγάπα με ποτάμι βουερό, π’ ακράτητο τρομάζει τα πουλιά
σαν καίγονται δροσιά να πιουν μα να ζυγώσουν δεν τολμάνε.
Και σφίξε με φριχτά, καλοτυλίξου όπως του βόα η θηλιά
τα κόκκαλα του ελαφιού καθώς μετρά που ένα-ένα σπάνε.

Να μ’ αγαπάς στο μαύρο και στο βυσσινί επειδή βαθιά πονάς.
Όχι με σιγουριάς ανυποψίαστη κι αθώα γαλήνη
στ’ ουράνιου τόξου το λευκό, το σιελ, το φιστικί, όταν περνάς
πουλί με άβρεχτα φτερά, που πέταξε απάνω απ’ το μπουρίνι.

Να μ’ αγαπάς με την καρδιά σφαγμένη, με τα μάτια σου τυφλά,
με το φιλί σου αηδόνι που γεράκι πιάνει και κλωσάει.
Και φύγε αν δεν μπορείς, μην με δικάσεις να πετώ στα χαμηλά.
Μικρή η ζωή, κι αλίμονο σ’ όποιον ριγάει αντί να σπαρταράει.

ΣΟΦΙΑ ΠΟΤΑΡΗ

~.~

*

*

*