*
Δραματουργός, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, ο Μπότο Στράους ανήκει στις διαπρεπέστερες φωνές που ανέδειξε η γερμανική λογοτεχνία μεταπολεμικά. Εφέτος συμπληρώνει τα 80 του χρόνια. Με αφορμή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε εδώ από το έντυπο ΝΠ (τχ. 3, 2015), το περίφημο (και εντελώς προφητικό, όπως ιδίως σήμερα διαπιστώνει κανείς) δοκίμιό του για την μισαλλοδοξία και τις ενδιάθετες ολοκληρωτικές τάσεις του Δυτικού φιλελευθερισμού. Το δοκίμιο πρωτοείδε το φως στο περιοδικό DER SPIEGEL, το 1993, πυροδοτώντας μια έριδα που ώς σήμερα δεν εννοεί εντελώς να κοπάσει.
~.~
Μετάφραση
ΠΕΤΡΟΣ ΓΙΑΤΖΑΚΗΣ
Κάποιος ποὺ αἰσθάνεται δέος ἐμπρὸς στὴν ἐλεύθερη κοινωνία, ἐνώπιον τοῦ μεγέθους καὶ τῆς ὁλότητάς της, ὄχι ἐπειδὴ κρυφὰ τὴν βδελύσσεται ἀλλά, ἀντιθέτως, ἐπειδὴ τρέφει μέγιστο θαυμασμὸ γιὰ τὶς τρομερὰ περίπλοκες διεργασίες καὶ διευθετήσεις της, γιὰ τὴν μεγαλειώδη καὶ εὐαίσθητη ὀργάνωση τοῦ κοινοῦ της βίου, ὁργάνωση ποὺ οὔτε ὁ πιὸ πολύπλευρος καλλιτέχνης, οὔτε ὁ πλέον χαρισματικὸς κυβερνήτης δὲν θα μπορούσε νὰ ἐπινοήσει ἢ νὰ διευθύνει. Κάποιος ποὺ παρακολουθεῖ σχεδὸν ἐμβρόντητος, γεμάτος σέβας, πῶς οἱ ἄνθρωποι, παρ’ όλη τὴν κακότητά τους στὸ βάθος, ἀντιπαρέρχονται ἐντέλει τόσο ἀνάλαφρα ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὸ ὅτι μποροῦν νὰ συμβιοῦν μεταξύ τους. Ἐκεῖνος ποὺ παρατηρεῖ παντοῦ στὶς ὑποθέσεις καὶ στὶς κινήσεις τοὺς τὴν ἰσορροπία, τὴν χορευτικὴ ἑτοιμότητα, τὴν παιγνιώδη διάθεση, τὴν πανούργα ὑποκριτική, τὴν καλλιτεχνικὴ μανιέρα – γιατὶ βέβαια αὐτὴ ἡ συμβίωση πρέπει νὰ φαντάζει στὰ μάτια καθενός ἀποστασιοποιημένου παρατηρητῆ, ἐὰν δὲν ἔχει προσβληθεῖ ἀπὸ πολιτικὴ ἀσθένεια, πολὺ περισσότερο σὰν ἀσύλληπτο τέχνασμα παρὰ σὰν καζάνι ποὺ κοχλάζει, σὰν «κόλαση τῶν ἄλλων»…
Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως τοῦ φαίνεται τώρα σὰν νὰ ἀκούει τὶς συναρμογὲς στὰ θεμέλια νὰ τριζοβολοῦν, σὰν νὰ βλέπει ἀκόμη ἐμπρός του τοὺς ἔσχατους ποὺ κατόρθωσαν νὰ ξεφύγουν καὶ νὰ καταφύγουν κάτω ἀπὸ μιὰ στέγη, σὰν νὰ διαισθάνεται τὸ ἀδιόρατο σφάλισμα, τὸ σιγαλὸ κλείδωμα μιᾶς θύρας. Ἔπειτα, τὸ μόνο ποὺ ἀντιλαμβάνεται πιά, εἶναι τὸ ἠχηρὸ σπάσιμο τῶν σχοινιῶν, ὁ βίαιος χωρισμὸς τῶν χεριῶν ποὺ ἦταν μεταξύ τους πιασμένα, τὸ σπάσιμο τῶν νεύρων, ἡ διάρρηξη τῶν συμβολαίων, τῶν δικτύων καὶ τῶν ὀνείρων.
Πόσες μεταμορφώσεις ἐπιδέχεται πλέον τὸ Οἰκεῖο, ὁ κόσμος ποὺ διαπλάσαμε ἐμεῖς; Κατὰ τὰ φαινόμενα, καμία. Ἔχουμε εἰσέλθει στὴν στατικὴ σταθερότητα ἐνὸς αὐτορρυθμιζόμενου συστήματος. Εἴτε ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ δημοκρατία εἴτε μὲ μιὰ μορφὴ δημοκρατισμοῦ: ἂν πρόκειται γιὰ μοντέλο τῆς κυβερνητικῆς, γιὰ ἐπιστημονικὸ λόγο, γιὰ πολιτικοτεχνικὸ ὀργανισμὸ αὐτοεπιτήρησης, τοῦτο τὸ ἐρώτημα μένει νὰ ἀπαντηθεῖ στὸ μέλλον. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι αὐτὸ τὸ μόρφωμα ἔχει ἀνάγκη ἀδιαλείπτως, καθὼς φυσικὸς ὀργανισμός, τὴν ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ πίεση τοῦ κινδύνου, τοῦ ρίσκου, ἀκόμη καὶ τὴν παροδικὴ σοβαρὴ ἐξασθένιση, γιὰ νὰ συγκεντρώσει ἐκ νέου τὶς δυνάμεις του ποὺ τείνουν νὰ διασπαροῦν σὲ χίλιες δυὸ δευτερεύουσες κατευθύνσεις. Τὸ σύστημα αὐτὸ τῶν ἐργαλειακῶν ἐλευθεριῶν παραμένει μέχρι τοῦδε ἐκτὸς συναγωνισμοῦ, οὔτε ὁ ὁλοκληρωτισμὸς οὔτε ἡ θεοκρατία κατόρθωσαν ποτὲ νὰ μᾶς προσφέρουν κάτι ἀνώτερο πρὸς ὄφελος τῆς εὐημερίας τῆς πλειονότητας τῶν ἀνθρώπων.
Φυσικὰ τοῦτο ἰσχύει ὅσο εἴμαστε πεπεισμένοι ὅτι μόνο ἡ οἰκονομικὴ ἐπιτυχία διαμορφώνει, ἑνοποιεῖ καὶ διαφωτίζει τὶς μάζες. Ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση τῶν πραγμάτων ὡστόσο, ψυχανεμίζονται ἐν τῷ μεταξὺ κάποιοι ὅτι κοινωνίες στὶς ὁποῖες ὁ οἰκονομισμὸς δὲν ἵσταται στὸ ἐπίκεντρο ὅλων τῶν κινητήριων δυνάμεων καὶ ποὺ οἱ ἀνάγκες τους εἶναι περιορισμένες ἐπειδὴ στηρίζονται στὴν πίστη, θὰ διατηρήσουν σὲ περίπτωση κρίσεως σημαντικὴ ἰσχὺ ἢ θὰ ἀποκτήσουν ἀκόμη καὶ τὴν ὑπεροχή.
Ὅταν ἐμεῖς οἱ πλούσιοι χάνουμε τὸ παραμικρὸ ποσοστὸ τοῦ πλούτου μας, αὐτὴ ἡ ἀπώλεια προκαλεῖ στὸ εὐερέθιστο νευρικό μας σύστημα ὄχι μόνο ἐσωτερικὲς πολιτικὲς συνέπειες, ἀλλὰ προπάντων μιὰ ἀπότομη ἐκδήλωση πολιτικῆς ἐσωστρέφειας, μιὰ παρορμητικὴ ἔκρηξη δυσανεξίας καὶ ἐπιθετικότητας.
Κρούομε ὅλο αὐταρέσκεια τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου γιὰ τὰ ἐθνικιστικὰ ρεύματα στὰ καινούργια κράτη τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης καὶ τῆς κεντρικῆς Ἀσίας. Δὲν κατανοοῦμε καθόλου πιὰ πῶς κάποιος στὸ Τατζικιστὰν μπορεῖ νὰ θεωρεῖ ὡς πρώτιστο πολιτικό του μέλημα τὴν διατήρηση τῆς γλώσσας του ὅπως ἐμεῖς θέλουμε νὰ προστατεύσουμε τὰ ὕδατά μας. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας λαὸς ἐπιδιώκει νὰ διαφυλάξει τὸν ἠθικό του νόμο ἀπέναντι σὲ ἄλλους ἠθικοὺς κώδικες καὶ εἶναι γι’ αὐτὸ διατεθειμένος νὰ κάνει αἱματηρὲς θυσίες, μᾶς εἶναι πλέον ὅλως διόλου ἀκατανόητο καὶ τὸ θεωροῦμε μέσα στὴν φιλελεύθερη-ἐλευθεριάζουσα ἐγωκεντρικότητά μας ὡς κάτι πλανημένο καὶ ἀποδοκιμαστέο.
Ἔρχονται ὅμως στὴν ἐπιφάνεια συρράξεις ποὺ δὲν γίνεται πιὰ νὰ κατευνασθοῦν μὲ οἰκονομικὰ μέσα. Σ’ αὐτὲς τὶς συγκρούσεις θὰ μποροῦσε νὰ παίξει ἐπιζήμιο ρόλο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ εὔπορος Δυτικοευρωπαῖος ἔζησε οὕτως εἰπεῖν καὶ στὸν τομέα τῆς ἠθικῆς πολὺ πιὸ πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις του. Εἶναι ἀδιάφορο πὼς τὸ ἀξιολογοῦμε, ὅμως εἶναι δύσκολο νὰ ἀντιπαρέλθουμε τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ παλαιὰ πράγματα δὲν ἔχουν ἔτσι ἁπλὰ ἐκμετρήσει τὸν βίο τους, ὅτι δὲν εἶναι νεκρά, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, τὸ μεμονωμένο ἄτομο ὅσο καὶ αὐτὸς ποὺ ἀνήκει σὲ ἕνα ἔθνος, δὲν ἀνήκει ἁπλὰ καὶ μόνο στὸ ἐφήμερο σήμερα. Ἀνάμεσα στὶς δυνάμεις τῆς παράδοσης καὶ στὶς δυνάμεις τῆς ἀσίγαστης προόδου, τῆς κατάργησης καὶ τῆς ἐξάλειψης πρόκειται νὰ ξεσπάσει πόλεμος.
Τὴ μάχη γιὰ τὸν οἰκεῖο μας κόσμο τὴ δίνουμε μόνο στὸ ἐσωτερικό. Δὲν προκαλούμαστε ἀπὸ ἕναν κατακτητὴ, ἕναν ἐξωτερικὸ ἐχθρό. Ἡ πρόκληση ποὺ ἀντιμετωπίζουμε εἶναι νὰ φερθοῦμε μὲ συμπόνοια καὶ ἀλληλεγγύη στὶς στρατιὲς τῶν καταδιωγμένων ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν μείνει ἀνέστιοι, ὁ νόμος μας ποὺ μᾶς ὑποχρεώνει νὰ δείξουμε καλωσύνη. Ὄμως γιὰ νὰ ἐμβαπτίσουμε αὐτὴ τὴν ἐπιταγὴ ὣς μέσα στὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων (καὶ ὄχι μόνο τῶν ψηφοφόρων), θὰ χρειαζόμασταν τώρα πιὰ ἕναν ἐπανεκχριστιανισμὸ τῆς μοντέρνας ἐγωιστικῆς εἰδωλολατρίας μας. Μιᾶς καὶ ἡ Ἱστορία δὲν ἔχει σταματήσει νὰ κάνει τὶς τραγικὲς διευθετήσεις της, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ προβλέψει ἂν ἡ ἄρνηση τῆς βίας ἀπὸ τὴν πλευρά μας δὲν μεταθέτει ἁπλῶς τὸν πόλεμο στὰ παιδιά μας.
Ἡ ὑποκρισία τῆς δημόσιας ἠθικῆς ποὺ πάντοτε ἀνεχόταν (ὅταν δὲν προωθοῦσε ἡ ἴδια) τὸν χλευασμὸ τοῦ ἔρωτα, τοῦ χλευασμὸ τοῦ στρατιώτη, τὸν ὀνειδισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, τῆς παράδοσης καὶ τῆς αὐθεντίας, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἀπορεῖ, ὅταν ἐμπρὸς στὴν ἀνάγκη τὰ λόγια της δὲν ἔχουν πιὰ κανένα κύρος. Ἀλλὰ σὲ τίνος τὸ χέρι, σὲ ποιό στόμα θὰ βροῦμε τὴν δύναμη καὶ τὸν λόγο ποὺ μποροῦν νὰ ἀποσοβήσουν γιὰ χάρη μας τὰ χειρότερα;
Ὑπὸ τὶς συνθῆκες αὐτές, μοιάζει ἀδιανόητο νὰ λέμε ὅτι ἡ δική μας ἐκδοχὴ τῆς κοινωνικῆς συμβίωσης εἶναι ἡ ἀνώτερη καὶ ἡ καλύτερη δυνατή. Ποιός μπορεῖ νὰ ἀποδώσει πιὰ ἔκφραση ἀξιόπιστη στὴν ἀπολογητική της ἐκκρεμότητας, στὴν προοπτικὴ τοῦ στιγμιαίου;
Ἀπὸ τὴν ἀπαρχή της (στὸν Χίτλερ) ἡ γερμανικὴ μεταπολεμικὴ διανόηση ἐπιμένει μὲ πεῖσμα ὅτι δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τῆς ἀθλιότητας τῶν κυρίαρχων κοινωνικῶν σχέσεων. Ἐπεχείρησε μάλιστα νὰ μᾶς πείσει γιὰ τὶς πιὸ ἀμφίβολες ἐναλλακτικὲς ἐπιλογὲς καὶ μᾶς προσέφερε τὸ ἀπόλυτο Ἀγαθὸ καὶ τὸ ἀπολύτως Ἄλλο στὴν μορφὴ μιᾶς ἐκκοσμικευμένης ἐσχατολογίας. Αὐτὴ ἡ ἐσχατολογία ἔχει ἐν τῷ μεταξὺ καταρρεύσει τόσο παταγωδῶς, ὅσο κάποιες ἐπαγγελίες θρησκευτικῶν αἰρέσεων γιὰ τὴν ἐγγύτητα τοῦ τέλους τοῦ κόσμου.
Ὁ φιλελεύθερος δὲν φαίνεται πιὰ φιλελεύθερος ἀπὸ τὴ δράση του, ἀλλὰ ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ ἀπὸ τὴν ἀντίδρασή του στὸν ἀντιφιλελευθερισμό. Καὶ στὴν ἀντιπαλότητά του αὐτὴ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἀποφασιστικά, ὅλο καὶ πιο ἀκραῖα φιλελεύθερος. Γι’ αὐτὸν ἰσχύει ὅτι εἶναι φιλελεύθερος, ὅτι ἔχει ἀποκτήσει ἰσχὺ ὡς τέτοιος, καὶ ὅτι αὐτὴν του τὴν ἰσχὺ ἐπιδιώκει ἐμμονικὰ μέσα ἀπὸ τὴ δημόσια παρουσία του νὰ τὴν αὐξήσει – ἔτσι ποὺ στὸ τέλος καταλήγει νὰ εἶναι ὅλο καὶ πιὸ ἀδυσώπητα φιλελεύθερος: ἕνας εὐερέθιστος ἱεροκήρυκας ποὺ ρητορεύει διαρκῶς, ἕνας ὀρκισμένος πολέμιος κι ὅμως στὸ φέρσιμό του ὅμορος γείτονας τοῦ ἀντιφιλελευθερισμοῦ.
Κάποια στιγμὴ θὰ πρέπει νὰ ἐξετάσουμε τί εἶναι γνήσιο καὶ αὐτοτελὲς στὴν ἀνοχή μας καὶ ποιό μέρος της ὀφείλεται στὴν ἀπωθημένη μας γερμανικὴ αὐτοαπαξίωση καὶ αὐτοβδελυγμία, ποὺ καλωσορίζει τοὺς ξένους γιὰ νὰ ἀποκαλύψει ἐπιτέλους ἐκείνη τὴν περίφημη «φασιστοειδῆ» ταυτότητα τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, ἡ ὁποία ἦταν κάποτε (καὶ ὑποδόρια παραμένει) τὸ σύμβολο στὴν ἐγκληματικὴ διαλεκτικὴ τῆς ἀριστερῆς τρομοκρατίας.
Οἱ διανοούμενοι εἶναι φιλικοὶ στὸ Ξένο ὄχι χάριν αὐτοῦ καθαυτοῦ τοῦ Ξένου, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι ἐξαγριωμένοι ἐνάντια στὸ Οικεῖο καὶ καλοδέχονται ὁτιδήποτε μπορεῖ νὰ τὸ καταστρέψει. Ὅπου ἀνιχνεύεται μιὰ τέτοια πνευματικὴ διαστροφή, καὶ αὐτὸ συμβαίνει ὑπολανθανόντως σὲ πολλὲς μεριές, αὐτὸς ὁ στρεβλὸς ἀπορριπτισμὸς μοιάζει ὁλοπρόθυμος νὰ ταιριάξει μὲ τὴν ἀκροδεξιὰ ἀνωμαλία τῆς κτηνώδους κατάφασης.
Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἔχουμε κάθε δικαίωμα νὰ εἴμαστε ἐξοργισμένοι ἐνάντια στὸν «κοινωνικὸ τύπο» τοῦ μέσου Γερμανοῦ ὡς ἐκπροσώπου τῆς πλειοψηφίας τοῦ πληθυσμοῦ. Τὴν ἀξιοπρέπεια τῆς τσιγγάνας ποὺ ζητιανεύει τὴν βλέπω κι ἐγὼ μὲ τὴν πρώτη ματιά. Γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια ὅμως –ὢ δάνεια πομφόλυξ ἀπὸ τὴν αὐλὴ τοῦ ἡγεμόνα!– τοῦ ἀποχαλινωμένου, τοῦ γλεντοκόπου συμπατριώτη μου μὲς σ’ ὅλη τὴν ξεδιαντροπιὰ τῶν ἀξιώσεών του πρέπει νὰ ψάξω ἐπὶ μακρόν, ἂν ὄχι ματαίως. Πῶς θὰ φάνταζε, συλλογιέμαι συχνά, ὁ Πλησίον μου ὁ τόσο ἐπηρμένος, ἂν τὸν ἔπληττε ἐξαίφνης ὀξὺς πόνος καὶ ἔγνοια; Ἴσως ἐρχόταν τότε στὸ φῶς ἡ ἀξιοπρέπειά του. Γιατὶ θὰ ἔπρεπε ἴσως νὰ τὴ δοῦμε ἔστω καὶ μιὰ φορά, προτοῦ τὴν περιλάβουμε στὸ νομοθετημένο πιστεύω μας.
Οἱ περισσότεροι ἰδεολόγοι γύρω μας σήμερα φαίνεται ὅτι γνωρίζουν τὸν Πλησίον ἀποκλειστικὰ ὡς παρακαθήμενο σ’ ἕνα μεγάλο, κοινὸ talk-show κάτω ἀπὸ τοὺς ἐκτυφλωτικοὺς προβολεῖς. Εἶναι φανερὸ ὅτι ἔχουν ἀπολέσει τὸ αἰσθητήριο ὄργανο τὸ ἀναγκαῖο γιὰ νὰ ἀναγνωρίζουν –καὶ τοῦτο σημαίνει συχνά: γιὰ νὰ ἀντιστρατεύονται καὶ νὰ ἀπεχθάνονται– τὴν ἑτερότητα καὶ ἀλλοτριότητα κάθε ἄλλου ἀνθρώπου, τῶν συμπατριωτῶν μας συμπεριλαμβανομένων.
Εἶναι παράδοξο πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ αὐτοαποκαλεῖται «ἀριστερὸς», ὅταν ἀπὸ τὰ ἀρχαία χρόνια ἡ ἀριστερὴ πλευρὰ ὑπῆρξε τὸ συνώνυμο γιὰ κάθε ἀστοχία καὶ πλάνη. Ἀναδεχόμαστε λοιπὸν τὸ σημάδι τοῦ ἀλλοπαρμένου καὶ τοῦ διαστροφικοῦ διότι θέλουμε, ἔμπλεοι διαφωτιστικῆς ἀλαζονείας, νὰ θεμελιώσουμε τὴν πολιτική μας στὴν ἀπόδειξη πόσο ἀνίσχυρες εἶναι οἱ μαγικὲς ἀντιλήψεις τοῦ περελθόντος περὶ τάξεως.
Τὸ νὰ εἶμαι δεξιός, ὄχι ἐξαιτίας μιᾶς φθηνῆς ἰδεολογίας οὔτε ἀπὸ ταπεινὰ κίνητρα, ἀλλὰ μ’ ὅλο μου τὸ εἶναι, σημαίνει ὅτι νιώθω τὴν ὑπεροχὴ τῆς Μνήμης ποὺ συνεπαίρνει τὸν ἄνθρωπο, ὄχι τόσο τὸν πολίτη, ποὺ τὸν ξεμοναχιάζει καὶ τὸν συνταράσσει ἐν τῷ μέσῳ τῶν μοντέρνων, πεφωτισμένων σχέσεων μέσα στὶς ὁποῖες διάγει τὴν συνηθισμένη ζωή του. Αὐτὴ ἡ πλήρωση δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸ ἀποκρουστικὸ καὶ γελοῖο μασκαραλίκι τῆς μιμητικῆς δουλοπρέπειας, τὴν πραμάτεια ἀπὸ δεύτερο χέρι ποὺ πουλοῦν τὰ φτηνομάγαζα τῆς Ἱστορίας τοῦ Κακοῦ.
Πρόκειται ἐδῶ γιὰ μιὰ ἄλλη ἐξέγερση: ἐξέγερση ἐνάντια στὴν ὁλοκληρωτικὴ τυραννία τοῦ παρόντος, ποὺ θέλει νὰ καταληστεύσει τὸ ἄτομο καὶ νὰ ἐξαλείψει ἀπὸ πάνω του κάθε ἴχνος τοῦ ἀδιαφώτιστου παρελθόντος, τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι καὶ τοῦ μυθικοῦ χρόνου. Ἀλλιώτικα ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ φαντασία ποὺ παρωδεῖ τὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας, ἡ δεξιὰ φαντασία δὲν φαντασιώνεται τὴν μέλλουσα οἰκουμενικὴ βασιλεία, δὲν ἔχει ἀνάγκη καμιὰ οὐτοπία, ἀλλὰ ἀναζητεῖ τὴν ἐπανασύνδεση μὲ τὴν μακρᾶ διάρκεια, τὸν ἀκίνητο χρόνο καὶ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της μνήμη ἐκ βαθέων καὶ κατὰ τὸ μέτρο αὐτὸ θρησκευτικὴ ἢ πρωτοπολιτικὴ μύηση. Εἶναι πάντοτε καὶ ὑπαρξιακὰ μιὰ φαντασία τῆς ἀπώλειας καὶ ὄχι μιὰ φαντασία τῆς (γήινης) ἐπαγγελίας. Εἶναι δηλαδὴ ἡ φαντασία τοῦ ποιητῆ, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ἕως τὸν Χαίλντερλιν.
Ὁ δεξιὸς ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια εἶναι τόσο ἀπομακρυσμένος ἀπὸ τὸν νεοναζὶ ὅσο ὁ ποδοσφαιρόφιλος ἀπὸ τὸν χούλιγκαν, μάλιστα ἀκόμη περισσότερο: ὁ ὀλετήρας αὐτὸς ποὺ θίγει τὰ ζωτικά του συμφέροντα τοῦ γίνεται ὁ πιὸ δεινὸς καὶ ἐπίμονος ἐχθρός. (Βέβαια: γίνεται νὰ κάνουμε ἐχθροὺς τὰ ἔκθετα ποῦ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχουμε ἐγκαταλείψει;)
Ὁ δεξιός – μὲ δυὸ λόγια: ὁ ἄνθρωπος τοῦ περιθωρίου. Αὐτὸ ποὺ τὸν χωρίζει βαθύτατα ἀπὸ τὸν προβληματικὸ κόσμο, εἶναι ἡ απάθεια αυτοῦ τοῦ τελευταίου, ἡ ἀνόσια αὐτοαναφορικότητά του, ὁ γελοίος ἀλλὰ ἐν ταυτῷ καὶ βδελυρὸς κολλεκτιβισμὸς τοῦ πόνου καὶ τῆς εὐδαιμονίας.
Ὅ,τι κι ἂν γίνεται στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, ἐδῶ σὲ ἐμᾶς ἡ ἀριστερὰ βρίσκεται ὅπως καὶ πρῶτα ἐκεῖ ὅπου κινεῖται ἡ πλειοψηφία τῶν διανοουμένων. Δίχως μεγάλες διαφορὲς στοὺς κόλπους της, εἶναι ἡ δημόσια ἰντελιγκέντσια, εἶναι οἱ πανοῦργοι καὶ συντετριμμένοι ὑποτίθεται χωροφύλακες τῆς ἠθικῆς συνείδησης, ποὺ πορευόνται ἀλύγιστοι καὶ ἄτεγκτοι ὥσπου νὰ βροῦν καὶ νὰ ἀδράξουν τὸ πλησιέστερο μικρόφωνο ἢ δημόσιο βῆμα. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ἀναλάβει συλλογικὰ τὸ ἐμμονικὸ ἐγχείρημα νὰ τελέσουν ἕναν ἐξορκισμὸ μὲ ὀρθολογικὰ μέσα, σὰν νὰ διεκδικοῦσαν, τουλάχιστον γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ γιὰ τὸν λόγο τους, νὰ ἀποκτήσουν ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν μαγικὴ καὶ ἱερατικὴ αὐθεντία, τὴν ὁποία πολεμοῦν δριμύτατα ὡς ἀδέκαστοι χωροφύλακες τῆς συνείδησης.
Ἡ νεωτερικότητα δὲν θὰ περατωθεῖ μὲ τοὺς ἁβροὺς μεταμοντέρνους ἐπιγόνους της, ἀλλὰ θὰ ἀνακοπεῖ μὲ ἕνα πολιτισμικὸ σόκ. Ἕνα πολιτισμικὸ σὸκ ποὺ δὲν θὰ πλήξει τοὺς ἀγρίους, ἀλλὰ αὐτοὺς τοὺς ψυχικὰ δηωμένους ἐπιλήσμονες.
Ἡ ὑπόκωφη χλαπαταγὴ ποὺ διαισθανόμαστε τώρα, ἡ ἀρνητικὴ εὐαισθησία τῶν ἐχθρικῶν ἀντιδράσεων, ποὺ γίνονται πάραυτα τυφλὴ λύσσα μίσους, εἶναι σεισμικὰ προμηνύματα, προοιωνισμοὶ μιᾶς μεγαλύτερης δοκιμασίας, ποὺ προαναγγέλεται μέσω ἐκείνων ποὺ θὰ τὴν ὑποστοῦν περισσότερο ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους. Ἡ γερμανικότητα ποὺ ὑπονοοῦν, εἶναι μονάχα ἕνα κωδικοποιημένο σύνθημα, μέσα στὸ ὁποῖο ἔχουν κρυπτογραφηθεῖ: οἱ παγκόσμιοι ἱστορικοὶ κλυδωνισμοί, ἡ ὁλοκληρωτικὴ πίεση τῆς ἀδυναμίας, ὁ πατροκτονικὸς καὶ ἀντιπατροκτονικὸς ἀναβρασμὸς τῆς δεύτερης μεταπολεμικῆς γενιᾶς, ἡ προσβολὴ τῶν ταμποὺ καὶ ἡ χειραφέτηση σὲ ὄψιμο χρόνο καὶ κάτω ἀπὸ ἀντεστραμμένα πρόσημα, ἡ ἀνασφάλεια καὶ ἡ χειροτέρευση τῶν ἀμεσότερων βιοτικῶν συνθηκῶν, ἡ ἄνοδος δηλαδὴ τοῦ «καιροῦ τῶν ἰσχνῶν ἀγελάδων» σύμφωνα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ βιβλικοῦ λόγου. Αὐτὴ εἶναι ἡ τρομοκρατία τοῦ προαισθήματος.
Μετὰ ἀπὸ δεκαετίες ὁλόκληρες τῆς κοινωνικῆς πολιτισμικῆς παράστασης ποὺ φέρει τὸ ὄνομα «νεανικότητα», βρισκόμαστε τώρα ἐμπρὸς στὴ διασπαθισμένη οὐσία τῆς νεότητας, τελευταίας ἐπιγόνου τῆς μεταπολεμικῆς ἐποχῆς, ἡ παράδοση καὶ ἡ ψυχικὴ διάθεση τῆς ὁποίας εἶναι μιὰ ἱστορία ἀρνήσεων καὶ πατρομαχίας, δύσμορφος καρπὸς τῆς ἔνωσης τοῦ ἐντεταλμένου καὶ τοῦ ἐλευθεριάζοντος, ἀκόμη καὶ ψυχοπαθολογικοῦ ἀντιφασισμοῦ.
Ἡ κοινωνία φταίει! Ἡ παιδεία ἀπέτυχε! ἀκοῦμε τοὺς show-master, ἡγήτορες τῆς κοινῆς γνώμης, νὰ φωνάζουν ἀσυγκίνητοι μὲ τὸ παλαιομοδίτικο ὕφος τους. Πόσο τυφλοὶ καὶ ἀδέξιοι φαίνονται τώρα οἱ κριτικῶς πεφωτισμένοι, ποὺ δὲν διαθέτουν κανένα ἔνστικτο γιὰ τὸ ἄγος καὶ τὴν τραγωδία, ποὺ χαιρέτιζαν τὴν δυναμικὴ ἁλυσίδα τῶν ἀπελευθερώσεων κατὰ τὴν ἐναλλαγὴ τῶν γενεῶν, ἀλλὰ καὶ κάθε στασιαστική, ἐπαναστατικὴ δύναμη, ἕως τὴν στιγμὴ ποὺ αὐτὴ ἀποκάλυψε τὸν γυμνὸ καὶ οὐδέτερο πυρήνα της: τὸ κτηνῶδες μίσος.
Οἱ παραβιάσεις τῆς αἰδοῦς ποὺ διέπραξε ἡ πρώτη ἀναρχοαφελὴς νεολαία γύρω στὸ 1968, ἔχουν τώρα κληροδοτηθεῖ στὴν ἄκρα δεξιά. Αὐτοὶ οἱ καινούργιοι νεολαῖοι δὲν κάνουν κατ’ ἀρχὰς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν προκάτοχο γενιά τους – κι ἐκεῖνοι ἐναβρύνονται καὶ καμαρώνουν, γιορτάζουν τὴν μύησή τους στὴν ἐφηβία μέσα ἀπὸ τὴν συντριβὴ ὅλων τῶν ταμπού.
Τὰ ἐγκλήματα τῶν ναζὶ εἶναι τόσο πελώρια ποὺ οὔτε ἡ ἠθικὴ καταισχύνη οὔτε ὁ ἀστικὸς συναισθηματισμὸς μπορεὶ ποτὲ νὰ τὰ ἀντισταθμίσει. Θέτουν τὸν Γερμανὸ σὲ συγκλονισμὸ καὶ τὸν ἀφήνουν ἐκεῖ, ὑπὸ τὸ δέος τοῦ tremendum. Εἶναι ἀπολύτως ἀδιάφορο ποῦ θὰ στραφεῖ αὐτὸς μὲ τὸ δέος καὶ τὸν τρόμο του, τὸν κλαυθμὸ καὶ τὸν τριγμὸ τῶν ὀδόντων· μιὰ ἐνοχὴ ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ἀνθρώπινα μέτρα δὲν δύναται νὰ «ἐξοφληθεῖ» μέσα σὲ μία ἢ δύο γενιές. Πρόκειται ἐδῶ γιὰ ἕνα ἄγος, γιὰ ἕνα μίασμα μὲ τὴ θρησκευτικὴ διάσταση τῆς λέξης, ὄχι ἁπλῶς γιὰ ἕνα ταμποὺ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ συγκρίνουμε μὲ ἐκεῖνα τὰ ταμποὺ ποὺ χρησιμεύουν γιὰ τὴν προστασία κάποιων συγκεκριμένων διανθρώπινων μορφῶν συμπεριφορᾶς ἢ γιὰ τὴν προστασία τῆς μύχιας ἰδιωτικῆς σφαίρας.
Κατὰ συνέπεια, οἱ βεβηλώσεις στὶς ὁποῖες ἐπιδίδονται τώρα οἱ νεοναζιστὲς καὶ ἰδίως οἱ ἀντισημιτικές τους βιαιοπραγίες, δὲν ἔχουν σὲ τίποτε νὰ κάνουν μὲ τὸν πολεμικὸ ἀντιδιαφωτισμό. Αὐτός, μὲ τὴν αὐστηρή του ἔννοια, θὰ παραμείνει ἐσαεὶ ὁ ὕψιστος προστάτης τοῦ ἀνεξιχνίαστου, τοῦ ταμποὺ καὶ τοῦ δέους, ἡ τρώση καὶ ἡ προσβολὴ τῶν ὁποίων ἦταν ἐπὶ μακρὸν τὸ πρόγραμμα τῶν στρατηγῶν τῆς κριτικῆς ἀποφενάκισης. Προξενεῖ λύπη πὼς ὅλα αὐτὰ εἶναι γνωστὰ καὶ ἡ ἀρχαία σοφία εἰσέτι ἐξοβελιστέα.
Στὴ σαγήνη τοῦ προαισθήματος. Ἂν φανταστοῦμε μιὰ φυσικὴ μικρῶν καὶ ἐλαχίστων δαιμονίων, ἄυλων ὑποκινητῶν τοῦ ὀλέθρου, τότε παντοῦ γύρω μας θὰ πετοῦσαν σμήνη ὁλόκληρα ἀπὸ δρομολογητές, ἐπιταχυντές, ἀποστακτῆρες τῆς κοινῆς γνώμης (παράγοντες σὲ μιὰ ἀσθμαίνουσα ἐξέλιξη). Ὅπως λ.χ. ὅταν μας πληροφορεῖ ὁ εἰδησεογραφικὸς show-master μὲ ἱερὴ ἀγανάκτηση ὅτι ἡ Γερμανία (λόγω τῶν ἀλλαγῶν στὸ δίκαιο τοῦ ἀσύλου) κινδυνεύει νὰ γίνει στὴν Εὐρώπη ἡ χώρα τῶν περισσότερων ἐκτοπισμῶν! Αὐτὸ κι ἂν συνιστᾶ βεβήλωση τῶν ἐννοιῶν…
Γενικότερα, εἶναι πικάντικο νὰ βλέπει κανεὶς πὼς τὸ mainstream προσπαθεῖ διαρκῶς νὰ βαθύνει καὶ νὰ πλατύνει τὸ ἀκροδεξιὸ ρυάκι, πῶς ἀγωνίζεται νὰ καταδικάσει καὶ νὰ ἐξορκίσει γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ ἤδη καταδικασμένο, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ διοχετεύσει καινούριο νερὸ στὴν κοίτη του, γιατὶ βέβαια θέλει νὰ τὸ δεῖ νὰ φουσκώνει, ὅλη αὐτή του ἡ ἔξαψη πρέπει καὶ ν’ ἀξίζει τὸν κόπο. Ὅσα δὲν ἐγκρίνει τὸ mainstream, τὰ γαλουχεῖ, τὰ ἀνατρέφει μὲ μητρικὴ στοργή, τὰ κακομαθαίνει, κάποιες φορὲς τὰ ἐξαγοράζει κιόλας καὶ τὰ σπιτώνει σὰν ἐρωμένες. Τὸ φαινομενικὰ ἀπαθὲς pokerface τῶν μαζικῶν μέσων ἐνημέρωσης καὶ τὸ παραμορφωμένο ἀπὸ τὸ μίσος πρόσωπο τοῦ ξενόφοβου καὶ τοῦ ρατσιστῆ συνιστοῦν μαζὶ τὶς δυὸ ὄψεις τῆς πολιτικῆς κεφαλῆς τοῦ Ἰανοῦ. Στὸ πολιτικὸ πεδίο ἄλλωστε ὅλα μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸ ἀντεστραμμένο εἴδωλό τους σὲ μία καὶ μοναδικὴ κεφαλή.
Βαθιὰ καὶ καθολικὴ ἀσυμφωνία ὑπάρχει σήμερα κατὰ βάσιν μόνο ἀνάμεσα στὴν αὐτοκρατορία ποὺ ἐπιζητεῖ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ἡγεμονία ἐπὶ τοῦ πνεύματος, τῆς ἠθικῆς, τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς πίστης καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, στὴν ἀποφασιστικὴ ἀμφισβήτηση ὅλων αὐτῶν τῶν ἡγεμονικῶν ἀξιώσεων. Ὑπάρχει τρόπον τινὰ ἕνα πολιτικὸ externum, μιὰ σφαίρα ἔξωθεν τῆς πολιτικῆς, γιὰ τὴν καταπολέμηση καὶ τὴν ἄρνηση τῶν παντοκρατορικῶν ἀξιώσεων τῆς πολιτικῆς. Ὑπάρχει μιὰ πνευματικὴ ἐφεδρεία, ποὺ ἐν ὀνόματι τῆς σοφίας τῶν λαῶν, στὸ ὄνομα τοῦ Σαίξπηρ, στὸ ὄνομα τοῦ ὑποβιβασμοῦ τῆς ἐγκοσμιότητας, στὸ ὄνομα τῆς ἐνίσχυσης τῆς ἀνθρώπινης καρτερίας πολεμᾶ ἐνάντια στὶς πολιτικὲς σχετικεύσεις τῆς ὕπαρξης.
Γιὰ τὴν μορφὴ τῆς ἐπερχόμενης τραγωδίας δὲν γνωρίζουμε τίποτε. Ἀφουγκραζόμαστε μοναχὰ τὸν ὅλο καὶ πιὸ ἔντονο θρόο τῶν Μυστηρίων, ἀκοῦμε τὴν ὠδὴ τοῦ τράγου ὥς τὰ ἔγκατα τῆς πράξης μας. Διαισθανόμαστε τοὺς θυσιαστήριους ὕμνους, ποὺ διογκοῦνται στὰ μύχια τοῦ κόσμου ποὺ φτιάξαμε. Ἡ τραγωδία μᾶς ἔδινε τὸ μέτρο γιὰ νὰ νιώσουμε τὴν συμφορά, ὅπως καὶ γιὰ νὰ διδαχθοῦμε νὰ τὴν ὑπομένουμε. Ἡ τραγωδία ἀπέκλειε τὴν δυνατότητα νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ὕπαρξη τοῦ Κακοῦ, νὰ τὸ παραπέμψουμε στὴν ἀρμοδιότητα τῆς πολιτικῆς ἢ τῆς ἀνακύκλωσης τῶν κοινωνικῶν ἀπορριμμάτων. Διότι το Κακὸ παραμένει ἀνάκεθεν τὸ ἴδιο· μόνο ποὺ ὅσοι ὑφίστανται τὸ πλήγμα του τώρα τὸ ἀντιλαμβάνονται, τὸ δέχονται διαφορετικά, καὶ τὸ ὀνομάζουν μὲ στρογγυλεμένα ὀνόματα.
Ὁ ρατσισμὸς καὶ ἡ ξενοφοβία εἶναι πανάρχαια τελεστικὰ πάθη τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ποὺ εἶχαν πρωταρχικὰ ἱερουργικὸ νόημα τὸ ὁποῖο θεμελίωνε τὶς σταθερὲς ἐνὸς συντεταγμένου καὶ ἔλλογου κόσμου. Στὸ βιβλίο του Ἡ βία καὶ τὸ ἱερὸ ὁ Ρενὲ Ζιρὰρ γράφει: «Ἡ ἱεροτελεστία εἶναι ἡ ἐπανάληψη τοῦ ἀρχέγονου αὐθόρμητου φόνου, μετὰ τὸν ὁποίο ἐπικρατοῦσε καὶ πάλι τάξη στὴν κοινότητα…» Ὁ ξένος, ὁ μέτοικος συλλαμβάνεται καὶ λιθοβολεῖται, ὅταν ἡ πόλις εἶναι σὲ ἀναβρασμό. Ὁ ἀποδιοπομπαῖος τράγος ὡς θύμα τῆς ἰδρυτικῆς βίας δὲν εἶναι ὅμως ποτὲ ἁπλῶς καὶ μόνον ἀντικείμενο μίσους, ἀλλὰ εἶναι ἐξίσου καὶ πλάσμα ποὺ ἀπολαμβάνει θρησκευτικοῦ σεβασμοῦ: συμπυκνώνει καὶ συγκεντρώνει πάνω του τὸ ὁμόθυμο μίσος τῶν πάντων, γιὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσει ἀπὸ αὐτό. Ὁ ἀποδιοπομπαῖος τράγος εἶναι ἕνας διάμεσος, ἕνα σκεῦος κοινωνικοῦ μεταβολισμοῦ.
Ἀλλοῦ, αὐτὴ τὴν δυναμική της σωτηρίας τὴν ἀναλαμβάνει ὁ ἀρχηγὸς τῆς φυλῆς, ὁ βασιλέας. Ὁ βασιλέας ἐνσαρκώνει τὴν δύναμη τοῦ σκότους, ἑλκύει ὅλο τὸ κακὸ ἐπάνω του, γιὰ νὰ τὸ μεταμορφώσει μετὰ σὲ σταθερότητα καὶ γονιμότητα. Ὁ ἴδιος ὁ ἡγεμόνας ἀναλαμβάνει ἐδῶ τὸν ρόλο τοῦ τελετουργικοῦ θύματος. (Κάπως ἔτσι, ἡ ἀριστερὴ τρομοκρατία στὸ play of kingship ὅπου πρωταγωνιστεῖ, κατευθύνει τὸ μίσος της ἀποκλειστικὰ στοὺς ἡγεμόνες καὶ ἐπιλέγει τὰ θύματά της μέσα ἀπὸ τὶς τάξεις τους. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δὲν ἐπέφερε τὴν ἀταξία στὴν κόλπους τῆς κοινότητας, ἀλλὰ τουναντίον τὴν σχεδὸν ὁμόθυμη ἐνίσχυση τῆς καθεστηκυίας τάξεως. Στὴν ἀκροδεξιὰ βία, ποὺ μὲ τοὺς τηλεκατευθυνόμενους πυροκροτητὲς τῶν «ἄνανδρων φόνων» της ἐπανέκαμψε στὸ κοινὸ λυντσάρισμα, στὸν κατασπαραγμὸ τοῦ θύματος ὑπὸ τοὺς θεῖους πατάγους, ὑπάρχει πάντα ὁ κίνδυνος πὼς δὲν θὰ κατορθώσει νὰ ξεσηκώσει οὔτε κὰν αὐτὴν τὴν ἀρνητικὰ ὁμοθυμη ἄρνηση τῆς βδελυρότητας καὶ ὅτι ἐντέλει ἀπὸ τὸ ἄλγος δὲν θὰ ξεπηδήσει κανενὸς εἴδους ἀγαθό. Τὸ φοβόμαστε μέν, θέλουμε νὰ τὸ ἀποσοβήσουμε μὲ ὅλη τὴν δύναμη ποὺ μᾶς ἔχει ἀπομείνει, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε βέβαια κανένα ἀσφαλὲς μέσο ἄμυνας ὅταν στὸν ἀφηρημένο μας κόσμο μᾶς κεραυνοβολεῖ ξαφνικὰ ὁ Βρόμιος, ὁ ἐκκωφαντικὸς πανικός, καὶ ἀπὸ τὴν μιὰ μέρα στὴν ἄλλη κλυδωνίζεται καὶ παραπαίει ὅλο τὸ ὑποτίθεται τόσο στερεὸ γύρω μας οἰκοδόμημα, ποὺ χειραγωγεῖ τὴν πραγματικότητα μὲ τὶς ἀπομιμήσεις καὶ μὲ τοὺς προσομοιωτές του. Ἡ πραγματικότητα αἱμορραγεῖ στ’ ἀλήθεια τώρα.)
Ὁ πεσσιμιστὴς θεωρεῖ τὴν καταστροφὴ ἀναπόφευκτη. Ὁ δεξιὸς ἐλπίζει ἀντιθέτως σὲ μιὰ γεννημένη ἐν κινδύνοις ριζικὴ ἀλλαγὴ τῆς νοοτροπίας, στὸν ὁριστικὸ καὶ τελεσίδικο τερματισμὸ αὐτῆς τῆς ἑκατοντάχρονης ἤδη ἀντίληψης ποὺ βλέπει τὸν πολιτισμὸ ὡς «ἐχθρὸ τῆς θεοσέβειας» (Οὔγκο Μπάλ), ἀντίληψης ποὺ ἀκολουθώντας τὸν Νίτσε πλημμυρίζει τὸν πνευματικό μας κόσμο μὲ ἀναρίθμητους χλευαστές, ἀθεϊστὲς καὶ κούφους ἐπαναστάτες καὶ ἔχει καλλιεργήσει μιὰν ἰδιαίτερη, φαρισαϊκὴ εὐσέβεια ἀπέναντι στὴν πολιτικὴ, τὴν κριτικὴ καὶ τὴν ἀμφισβήτηση τῶν πάντων.
Πρῶτοι οἱ οἰκολόγοι διεκήρυξαν δημόσια καὶ ἐντυπωσιακὰ ὅτι ἡ κατάσταση αὐτὴ δὲν δύναται νὰ συνεχιστεῖ ἐπ’ ἀόριστον κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, καὶ τὴν ἐπισήμανσή τους αὐτὴ τὴν ἐνέγραψαν μὲ κάποια ἐπιτυχία στὴ συλλογικὴ συνείδηση. Ἡ ρήση γιὰ τὰ πεπερασμένα ὅρια τῆς ἀνάπτυξης μπορεῖ νὰ μεταφερθεῖ σὲ πολιτικά, ἠθικά, ἀσφαλῶς καὶ κοινωνικοοικονομικὰ συμφραζόμενα. Τὰ ὅρια τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἐπιτρεπτικότητας διακρίνονται καθαρὰ στὸν κόσμο ποὺ δημιουργήσαμε.
Ἔχουμε δώσει καὶ τὴν ἔσχατη ἰκμάδα μας γιὰ τὴν ἐνίσχυση τοῦ συστήματος καὶ γιὰ τὴν ἐξισορρόπηση τῶν φυγόκεντρων δυνάμεων. Ἂν αὐτὴ ἡ συστημικὴ ἰσορροπία διαταραχθεῖ αἰσθητά, τότε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θὰ ἀπομείνουμε δίχως δική μας δύναμη. Οὔτε τὰ μεμονωμένα ἄτομα οὔτε τὸ πλῆθος διατηροῦν πιὰ τὸν παραμικρότερο σύνδεσμο μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς ἀσκητικῆς λιτότητας καὶ τῆς διακονίας ἢ τὶς ὑπόλοιπες λεγόμενες «πρωσσικὲς ἀρετές», τὶς ὁποῖες ἐκμεταλλεύθηκε ἀκόμα καὶ ἕνας Χίτλερ. Αὐτὴ ἡ χώρα θὰ τελειώσει μᾶλλον μ’ ἕναν λυγμὸ (πίσω ἀπὸ μιὰ ἄλλη παρόμοια ἴσως) παρὰ μὲ μιὰ μεγάλη ἔκρηξη, μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Φύρερ. Τὸ πιὸ πιθανό εἶναι ὅτι ἡ καταρρέουσα κοινωνία, δίχως νὰ παρατήσει τὸ σύστημά της, θὰ πέσει στὰ χέρια μιᾶς σκιώδους κάστας ποὺ θὰ ἐργάζεται γιὰ τοὺς σκοπούς του. Πίσω ἀπὸ τοὺς ἀνίσχυρους ἰθύνοντες θὰ ἀναδυθοῦν στὰ παρασκήνια ἄλλοι ἰσχυρότεροι καὶ θὰ τοὺς παρασύρουν στὴν τροχιά τους.
Ἂς ἀναλογιστοῦμε πόσο γρήγορα μεγεθύνεται ὁ πυρωμένος κομήτης τῶν εὐτράπελων ἀνοησιῶν καὶ προσεγγίζει τὸν μικροσκοπικὸ πλανήτη τοῦ πνεύματος. Αὔριο ἴσως θὰ μᾶς ἔχει κάνει ἤδη ὅλους παρανάλωμα καὶ μοναχὰ ἡ γλώσσα θὰ συνεχίζει χαρωπὴ τὴ φλυαρία της, δίχως νὰ τῆς δίνουμε πιὰ καμία σημασία, ὁ καθένας μας ἔχει καταστεῖ πιὰ ξόανο τῆς διασκέδασης, φάντασμα τῆς εἰδησεογραφικῆς ψυχαγωγίας. Ἴσως ὅμως ὁ πυρωμένος κομήτης νὰ περάσει μὲ τὴν ἰλιγγιώδη του ταχύτητα ξυστὰ δίπλα μας.
Ἀνέκαθεν ὁ ἀναχωρητὴς περιβαλλόταν καὶ ὑπέφερε ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῆς ἀνοησίας, ποὺ εἶχαν ἀποχαλινωθεῖ στὴν ἐποχή του. Σήμερα οἱ δυνάμεις αὐτὲς ἔχουν γίνει ἁπλῶς πιὸ φορτικὲς καὶ ἐπιθετικές, κραυγάζουν ἀπ’ ὅλες τὶς γωνιές – βέβαια ὑπάρχουν ἀκόμη ἀρκετὲς στεγανὲς στοὺς θορύβους. Ὁλόκληρη αὐτὴ ἡ μεταβολὴ ἔγκειται κατὰ βάσιν στὸ ὅτι ἡ διαφήμιση, μὲ τὴν ὁποία τὸ ἀνούσιο ἐπιχειρεῖ νὰ μᾶς κινήσει τὸ ἐνδιαφέρον, ἔχει κάνει τόσο σημαντικὲς προόδους στὴν ἐκλέπτυνση καὶ στὴν τακτικὴ τοποθέτηση τῶν προϊόντων της.
O ἥρωας τοῦ περιθωρίου ὅμως σήμερα καὶ στὸ μέλλον θὰ φέρει γνωρίσματα διαφορετικὰ ἀπὸ τὸν πανταχοῦ θαυμαζόμενο καὶ ἀναγνωριζόμενο poète maudit ἢ τὸν ἐλευθεριακό ἀντάρτη, ἀκριβῶς ἐπειδὴ πρώτον δὲν ὑπάρχουν πιὰ καθόλου φαρισαΐζοντες ἀστοί, ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς τρομάξει, καὶ δεύτερον ἐπειδὴ γιὰ τὸν πολίτη τῆς μηντιακῆς ἐποχῆς κάθε νοητὸς τρόμος χρησιμεύει γιὰ τὴν διασκέδασή του. Τὸ ἀπαγορευμένο μποροῦμε νὰ τὸ ἀναζητήσουμε ὅπως καὶ τὸ μαγικὸ – εἶναι δύσκολο ὅμως νὰ τὸ ἀνεύρουμε ἐκεῖ ὅπου ἤδη τὸ βρήκαμε ἅπαξ.
Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τρέφουμε τὴν (ἀναιμικὴ) ἐλπίδα ὅτι τὸ ρεῦμα θὰ γράψει ἕνα μεγάλο τόξο καὶ θὰ ἀφήσει πίσω του τὴν ἀσφυκτική, κορεσμένη σύμβαση τοῦ νοησιαρχικοῦ προτεσταντισμοῦ, ποὺ εἶναι τὸ μόνο πρωτότυπο πνευματικὸ γέννημα τῆς σημερινῆς Γερμανίας. Ὅτι ἡ φράση ποὺ εἰκάζεται ὅτι εἶπε κάποτε ὁ Μὰξ Φρὶς σὲ συνάδελφό του –«Μὴν γίνεις τώρα στὰ γεράματα σοφός, μεῖνε ὀργισμένος»– θὰ γίνει ἐπιτέλους κατανοητὴ ὡς κοινοτοπία τῆς κριτικιστικῆς ραθυμίας, ὅπως πράγματι εἶναι. Καὶ τί δὲν πρέπει νὰ ἐπωμισθεῖ ἕνας ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνει σοφός! Γιὰ πόσα πράγματα πρέπει νὰ ἀδιαφορήσει, γιὰ νὰ συντηρήσει ζωντανὴ τὴν ὀργή του!
Ἡ ἀλλαγὴ παραδείγματος, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει γίνει ἐδῶ καὶ καιρό, δὲν θὰ γίνει ποτέ. Δὲν θὰ φθάσουμε ποτὲ στὴν ἀποκαθήλωση τῆς σαθρῆς μαγείας τῆς ἀπελευθέρωσης, τοῦ κὶτς τῆς ἀνατρεπτικῆς αἰσθηματολογίας. Ὅλα τοῦτα μέσω τῆς συνεχοῦς τεχνικῆς ἐπεξεργασίας τους ἐπιμηκύνονται εἰς τὸ διηνεκές.
Παρὰ ταῦτα: ὑπάρχουν τόσοι ὑπέροχοι ποιητές γιὰ νὰ διαβάσει κανείς, τόσο ὑλικὸ καὶ τόσα πρότυπα γιὰ ἕναν νέο ποὺ θέλει νὰ πάρει τὸν μοναχικὸ δρόμο. Πρέπει ὅμως νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἐπιλέξουμε. Τὸ μόνο ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη εἶναι τὸ θάρρος γιὰ τὴν ἀπόσχιση, γιὰ τὴν μεταστροφὴ ἀπὸ τὸ mainstream. Εἶμαι πεπεισμένος ὅτι αὐτοὶ οἱ μαγικοὶ τόποι τοῦ ἀναχωρητισμοῦ, αὐτὴ ἡ διάσπαρτη δράκα τῶν ὑψηλόπνοων ἐκείνων ἀνθρώπων ποὺ δὲν συμμορφοῦνται πρὸς τὰς ὑποδείξεις εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ γιὰ τὴν διατήρηση τοῦ συστήματος τῆς καθολικῆς συνεννόησης. Ἄν βρισκόμαστε τώρα ἐμπρὸς σὲ ἕναν γιγάντιο ὄγκο ἀδιαφορίας μεταξὺ τῶν νέων, εἶναι ἐπειδὴ ἡ πολιτικοποιημένη κοινωνία ἀσχολήθηκε ἀποκλειστικὰ μὲ τὶς συντεχνιακὲς μειοψηφίες καὶ δὲν προσέφερε κανενὸς εἴδους πρότυπα στὸ ἄτομο, στὸν μοναχικὸ ὁδοιπόρο.
Ὅσοι εἶχαν στὸν καιρό μου τὰ κότσια γιὰ νὰ πορευθοῦν ἔξω ἀπὸ τὸ mainstream, συναντήθηκαν τάχιστα σὲ μιὰ κοίτη κοινὴ, ἀκόμα κι ἂν αὐτὴ τὴν σφράγιζε μιὰ «ἄλλη ἀποδοχὴ» ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὁποία ἐξέφρασε ἡ πλειονότητα τοῦ μέσου ὅρου. Ἦταν ἡ ἐποχὴ τοῦ συλλογικοῦ ρεύματος τῆς ρὸκ καὶ τῆς ἀντεργκράουντ σκηνῆς, τοῦ πολιτικοῦ ἀναρχισμοῦ κ.λπ. Σήμερα πλειοψηφία καὶ μειοψηφία, ἀδιάκριτα, χρησιμοποιοῦν τὰ ἴδια κομφορμιστικὰ συνθήματα περὶ ἐξεγέρσεως καὶ δικαιωμάτων.
Ἀπέναντι σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση θὰ χρειαστοῦμε αὐστηρότερες μορφὲς ἀπόκλισης καὶ διαφυγῆς. Θὰ καταστεῖ ἀναγκαῖο νὰ θυμηθοῦμε ὅτι σὲ φλύαρους καιρούς, σὲ ἐποχὲς γλωσσικῆς ἀδυναμίας, ἡ γλώσσα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ καινούριες ζῶνες προστασίας· ἔστω καὶ μόνο μέσα στὸν κῆπο τῶν φίλων, ἐκεῖ ὅπου δύναται νὰ ἀνθίσει ἀκόμη κάτι ἄξιο νὰ κληροδοτηθεῖ περαιτέρω, στὸν hortus conclusus, τὸν κεκλεισμένο κῆπο τοῦ Ἆσματος, ἐκεῖνον τὸν παράδεισο ποὺ εἶναι προσιτὸς μόνο στοὺς λίγους καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ὁποῖο δὲν ἐκχέεται τίποτα ποὺ θά εἶχε κάποια ἀξία γιὰ τὴ μάζα. Εἶναι ἀπολύτως ἀδιάφορο τί θὰ ἐκπέμπουν οἱ ἀναρίθμητοι τηλεοπτικοὶ σταθμοὶ ὅταν τὰ σχοινιὰ τῆς διαμεσολάβησης θὰ ἔχουν πιὰ διαρραγεῖ. Καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ ἀνάγκη γιὰ παράπονα, καταγγελίες ἢ θρήνους.
Ὅλοι τοῦτοι ἀδολεσχοῦν μὲ τὶς σκέψεις ποὺ τώρα δὰ ὑπαινιχθήκαμε, σχηματοποιοῦν καὶ γεμίζουν τὸν τηλεοπτικὸ χρόνο μὲ ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα δὲν θέτουν ποτὲ στοὺς ἑαυτούς τους οἱ σχολιαστές, οἱ συζητητές, οἱ δημοσιολογοῦντες διασκεδαστές τους. Παίρνουν καὶ ἐνσωματώνουν ἀκόμη καὶ αἰνίγματα καὶ ἱερογλυφικὰ στὴν ρηχὴ καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς μεριὲς διάφανη γλώσσα τους, τοῦτοι οἱ μεσολαβητές, οἱ κομφερασιέ ποὺ λουστράρουν τὸν κόσμο. Γιατὶ τὸ ὄνειδος τοῦ σύγχρονου κόσμου δὲν εἶναι ἡ πληθώρα τῶν τραγωδιῶν του, σὲ τοῦτο διαφέρει ἐλάχιστα ἀπὸ τοὺς προηγούμενους, ἀλλὰ μονάχα αὐτὸ τὸ ἀνήκουστο λοῦστρο, ὁ ἀπάνθρωπος μετριασμὸς τῆς τραγωδίας ἀπὸ τὴν μεσολάβηση.
Οἱ αἰσθήσεις μπορεῖ βέβαια νὰ ναρκώνονται, δὲν γίνεται ὅμως νὰ ἀπονεκρωθοῦν. Κάποτε θὰ καταλήξουμε σὲ μία γιγαντιαίων διαστάσεων ἔκρηξη ἐνάντια στὸ πλάνεμα τῶν αἰσθήσεων. Μόνο ποὺ ἃς μὴν μιλοῦν πιὰ γιὰ τὰ «Μέσα», ἀλλὰ γιὰ τὴν ἠλεκτρονικὴ βιομηχανία τοῦ θεάματος, μιὰ βιομηχανία ποὺ παρουσιάζει στὸ κοινό της τὸν κόσμο στὴν πιὸ ἀκραία δυνατὴ ψευδαισθητικότητα. Ἀλλὰ κάποια μέρα θὰ συμβεῖ, ἐν μιᾷ νυκτί, σὰν σὲ παγκόσμια μετάλλαξη, καὶ οἱ τηλεθεατὲς θὰ ἀπολέσουν συλλήβδην τὴν πίστη τους στὴν τηλεοπτικὴ ὀθόνη· καὶ θὰ δοῦμε αἴφνης τὰ Μέσα νὰ ἐπιδίδονται στὸν πιὸ σοβαρὸ ἀγώνα γιὰ νὰ αἰχμαλωτίσουν καὶ πάλι τὸ κοινό, γιὰ νὰ τὸ παραπλανήσουν ἐκ νέου, γιὰ νὰ τὸ συντονίσουν ἐκ νέου στὶς ἰσοπεδωτικές τους συχνότητες. Ὅμως αὐτὲς οἱ συχνότητες δὲν θὰ ἔχουν πιὰ δέκτες. Ἡ παγκόσμια βιομηχανία τοῦ θεάματος θὰ μοιάζει ξαφνικὰ κατασκονισμένο τσίρκο, θὰ χάσει μονομιᾶςμὲ ὅλη τὴν ὑποβλητικὴ δύναμη ποὺ κατακερματίζει τὴν πραγματικότητα. Ἀπὸ τὰ τηλεοπτικὰ κουτιὰ θὰ μᾶς πολιορκοῦν ἀκόμα μὲ γητειές, μὲ πανικόβλητες χειρονονομίες καὶ ἀπόπειρες – ἀλλὰ τὸ κοινὸ θὰ χαμογελᾶ ἄτεγκτο καὶ συνάμα ἐπιεικές: τὸ κοινὸ θὰ πιστεύει πλέον μιὰ ἄλλη πίστη.
Ἡ εὐφυΐα τῶν μαζῶν ἔχει φθάσει πιὰ σὲ σημεῖο κορεσμοῦ. Ἀπίθανο νὰ πάει παραπέρα, νὰ ὑπερβεῖ τὸν ἑαυτό της καὶ νὰ καταστήσει τὰ δέκα ἑκατομμύρια τηλεθεατὲς τοῦ RTL μαθητὲς τοῦ Χάιντεγγερ. Ὁ ἐξυπνακισμὸς εἶναι ἡ μικρόνοια τῶν ἡμερῶν μας. Ἡ εὐφυΐα τοῦ high touch, ὅπου ὅλοι μὲ ὅλους βρίσκονται πάντοτε σὲ στενὴ ἐπαφή, δὲν κάνει πιὰ διαχωρισμὸ μεταξὺ τοῦ ὁπλίτη καὶ τοῦ στρατηλάτη. Ὅ,τι ἦταν πρῶτα ἡ ἀπαθὴς μάζα, εἶναι σήμερα ἡ ἀπαθὴς μάζα τῶν πεφωτισμένων.
Ἀνάμεσα στοὺς εἰκονικοὺς διαλόγους τῆς τηλεόρασης καὶ στὶς εἰκονικὲς δίκες τῶν ὁλοκληρωτικῶν καθεστώτων, διακρίνω μόνο ποσοτικὲς διαφορὲς στὸν διασυρμὸ τῶν συκοφαντουμένων. Ὅποιος ἐπιτρέπει σὲ μιὰ ἰδιωτική του συζήτηση νὰ τὸν χαζεύουν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, τραυματίζει τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὸ θαῦμα τοῦ διαλόγου, τῆς συνομιλίας ἀπὸ πρόσωπο σὲ πρόσωπο, καὶ θὰ πρέπει νὰ τιμωρεῖται μὲ ἰσόβια στέρηση τῆς ἰδιωτικῆς του σφαίρας. Τὸ καθεστὼς τῆς τηλεκρατίας στὴ δημόσια σφαίρα εἶναι ἡ πιὸ ἀναίμακτη τυραννία καὶ συνάμα ὁ πιὸ καθολικὸς ὁλοκληρωτισμὸς τῆς ἱστορίας. Τὸ καθεστὼς αὐτὸ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀποκεφαλισμούς, τοὺς καθιστᾶ περιττούς. Δὲν γνωρίζει ὑπηκόους, οὔτε καὶ ἐχθρούς. Γνωρίζει μόνο συμπαῖκτες, κομπάρσους ποὺ ὑποτάσσονται στὸ σύστημα. Κατὰ συνέπεια, κανεὶς δὲν ἀντιλαμβάνεται πιὰ ὅτι ἡ ἰσχὺς τῆς συναίνεσης τὸν καταχρᾶται, τὸν ἐκμεταλλεύεται καὶ τὸν ἀκρωτηριάζει μέχρι τοῦ σημείου νὰ μὴν μοιάζει πιὰ μὲ ἄνθρωπο.
Κυριαρχεῖ ἡ μηχανικὴ ρουτίνα τοῦ παροδικοῦ καὶ ἐφήμερου, ἐνάντια στὴν ὁποία κανεὶς θεσμὸς καὶ καμία ἐξουσία στὸν κόσμο δὲν δύναται νὰ ἐξεγερθεῖ. Αὐτὴ ἡ ρουτίνα γίνεται οὐσιαστικὰ δυνατὴ μὲ «τεμάχια», μὲ στιγμιότυπα. Τὰ τεμάχια ὅμως αὐτὰ δὲν ἔχουν –παρὰ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τῆς λέξης– τίποτε τὸ διαχωριστικό, ἀντιθέτως δημιουργοῦν τὰ ἴδια μιὰ ἀτέρμονη ἁλυσίδα ἐπαφῶν καὶ διαδραστικῶν σχέσεων, ὅπου σὲ τελικὴ ἀνάλυση τᾶ πάντα ἐφάπτονται μὲ τὰ πάντα.
Ἀκόμη καὶ ἡ παρεξήγηση, ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο μεγάλο κόστος, ἀποσυντίθεται σχεδὸν μέσα στὸ δοῦναι καὶ λαβεῖν τῆς κοινῆς γνώμης. Οἱ πάντες κατανοοῦν τὸν ἀλλόγνωμο. Τίποτα πιὰ δὲν χρήζει ἑρμηνείας. Ἡ δημοσιότητα συγκεφαλαιώνει καὶ συμψηφίζει τὶς πιὸ ἀντιφατικὲς καὶ ἀσύμβατες συχνότητες – σὲ ἕναν ἀκατάληπτο θόρυβο, ἕνα πανδαιμόνιο ἀλληλοκατανόησης. Τὸ παρεξηγήσιμο γίνεται ἔτσι ὅλο καὶ περισσότερο προνόμιο τοῦ ἔργου τέχνης, ποὺ ἐπιζητεῖ τὴν ἑρμηνεία καὶ δὲν ἔχει γνώμη.
Δὲν ἔχω καμία ἀμφιβολία ὅτι γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ δεσμευθοῦν, ἡ αὐθεντία, ἡ ἀριστοτεχνία ὁδηγεῖ σὲ μιὰ έκδίπλωση πολὺ ἀνώτερη ἀπὸ τὴν χειραφέτηση ποὺ κερδήθηκε πρόωρα καὶ εὔκολα. Ἡ ἀδέσποτη, ἡ δίχως ἀντιστάσεις παιδεία δὲν ὑπῆρξε ποτὲ καλὴ γιὰ κανέναν, γεννᾶ μόνο τὴν αὔξηση τῆς ἀδιαφορίας, τὴν νεανικὴ κόπωση.
Εἶναι κρίμα, εἶναι ἁπλούστατα κρίμα γιὰ τὴν παράδοση ποὺ πιὰ ἀποσυντέθηκε. Μάλιστα, ἡ παράδοση αὐτὴ σαπίζει ἔξω ἀπὸ τὶς πύλες ὅπως ἕνα φορτίο πολύτιμης τροφῆς, τὸ ὁποῖο ὁ λαὸς καλεῖται νὰ ξεχάσει ἐξαιτίας μιᾶς τελωνειακῆς ἐκκρεμότητας. Ἡ παράδοση ἐκπνέει ἐμπρὸς στὰ μεθοριακὰ κιγκλιδώματα τῆς ὑβριδικῆς ὑπερτίμησης τῆς συγχρονίας, ψοφᾶ ἐμπρός στὴν πολιτικοποιημένη ἀπαιδευσία τῶν ἐκπαιδευτικῶν καὶ μορφωτικῶν ἱδρυμάτων τῶν μπουκωμένων ἀπὸ φοιτητὲς γιὰ μιὰ καὶ δυὸ γενιές. Τὰ καθιδρύματα αὐτά, φωλεὲς τοῦ πιὸ σκοταδιστικοῦ διαφωτισμοῦ, βρίσκονται σὲ ἕναν ἐς ἀεὶ ἀμφίρροπο ἀγώνα ἕλξης καὶ ἄπωσης ἐνάντια στὸ φάσμα τῶν ἐπαναλήψεων τῆς ἱστορίας: «Ἀντισταθεῖτε στὶς ἀπαρχές!»… Ἄχ! Δημιουργῆστε οἱ ἴδιοι λοιπὸν μιὰ καινούργια, καὶ τελεσφόρα!
Δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι μποροῦμε νὰ ζοῦμε συγχρόνως εὐτυχεῖς καὶ ἀπελπισμένοι, ενθουσιώδεις καὶ πεφωτισμένοι ὅπως ἄλλοτε, στὴν πραγματικότητα ὅμως μόνο ἔξω ἀπὸ τὴν κυρίαρχη ἔννοια τῆς κουλτούρας. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ἐνδυναμωθεῖ εἶναι τὸ ξεχωριστό, τὸ ἰδιαίτερο. Τὸ γενικὸ εἶναι ἰσχυρὸ ἀλλὰ καὶ ἀσθενὲς συνάμα. Ἡ ἀντίσταση εἶναι δυσχερέστερη σήμερα, ὁ κομφορμισμὸς εἶναι εὐφυής, πολυποίκιλος, πιὸ δόλιος καὶ πιὸ ἄπληστος ἀπὸ ποτέ, οἱ καλὲς προθέσεις εἶναι εὐτελέστερες ἀπὸ τὴν δημόσια βλακεία ἐνάντια στὴν ὁποία ἐκδηλώναμε παλιότερα τὴν ἀντιπολίτευση ἢ τὴν ἀποστροφή μας.
Ἂς σταματούσαμε τουλάχιστον νὰ μιλᾶμε γιὰ «κουλτούρα», κι ἂς διακρίναμε ἐπιτέλους κατηγορηματικὰ αὐτὸ ποὺ κρατάει τὶς μάζες εὐδιάθετες ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἀνήκει στοὺς διεσπαρμένους (ποὺ οὔτε κὰν κοινότητα μεταξύ τους δὲν συγκροτοῦν), καὶ ποὺ ἀνάμεσά τους χαίνει γιὰ πάντα ἡ ἁπλὴ ἔννοια τοῦ ὑπονόμου, τοῦ τηλεοπτικοῦ βοθροκάναλου… Ἂς λαμβάναμε ἔστω ὑπ’ όψιν μας ὅτι ἐδῶ δὲν ἔχουμε πιὰ νὰ κάνουμε μὲ τὸ κοινὸ πεπρωμένο μιᾶς κουλτούρας – ἴσως τότε νὰ γλυτώναμε ἐπιτέλους ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀναρίθμητες ἐπιφυλλίδες ποὺ κόπτονται γιὰ τὴν «κριτικὴ τοῦ πολιτισμοῦ».
*
*
*
