Λιποβαρής στοχασμός, μετέωρη φόρμα

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Ειρήνη Ρηνιώτη,
Κόκκινη γραμμή,
Άγρα, 2023

Η Ειρήνη Ρηνιώτη καλλιεργεί μια γραφή ελλειπτική, σε απλή γραμματική φόρμα, υπαινικτικά υπόφωτη. Αυτή η φόρμα απέδωσε ικανοποιητικά αποτελέσματα στο προηγούμενο βιβλίο της μέσω της οικονομίας του υπαινιγμού και της απέριττης στοχαστικότητας. Στο πρώτο ποίημα της νέας της συλλογής μοιάζει να ακολουθεί αυτή την πορεία, όπως δείχνει το εναρκτήριο κείμενο της πρώτης από τις τέσσερις ενότητες του βιβλίου:

Συνάντηση

Στη μνήμη του πατέρα μου

Συναντηθήκαμε στις όχθες τ’ ουρανού. Πλάνιζε τον κορμό μιας λεύκας. Με ροκανίδια ύφαινε διάστικτο ρούχο, όπου επάνω του κεντούσαν οι μοδίστρες των νεφών σκίουρους, πουλιά και φύλλα.

Σαν έρθει η ώρα το φοράς, είπε. Ν’ απλώσεις ρίζες μες στη γη. Να γίνεις δέντρο.

Εδώ κινείται στην προνομιακή της περιοχή, την διακριτική απόδοση της μελαγχολίας της ύπαρξης μέσω της εικόνας και ενός λεπταίσθητου λόγου εν μέσω της περιρρέουσας σιωπής και της έρρυθμης παύσης, τη χρήση της οποίας η Ρηνιώτη γνωρίζει καλά να χειρίζεται. Η ένδυση όμως ενός λεπτού ποιητικού σώματος με το περικείμενο κενό της σελίδας μπορεί να είναι ένδειξη ποιητικής νοημοσύνης ή αμηχανίας. Η λιτότητα, για να αποδώσει, χρειάζεται μεστή συμπύκνωση, ειδάλλως αποβαίνει ισχνό χνάρι μιας σκέψης που πριν διαπιστωθεί στην ολότητά της σβήνει, εκβάλλοντας έναν μικρό σπινθήρα εκεί που θα περίμενε ο αναγνώστης μια ακαριαία πυράκτωση. Είναι μεγάλη γοητεία να μπορεί το μόλις ειπωμένο να αναδίδει τις υπόρρητες τροπές του κόσμου που υποδηλώνει μπροστά στα μάτια σου. Στο νέο της βιβλίο η Ρηνιώτη δεν κατορθώνει κάτι τέτοιο. Η σάρκα του στοχασμού είναι λιποβαρής, μετέωρη στη μινιμαλιστική φόρμα. Αυτό διαφαίνεται περισσότερο στα είκοσι τέσσερα «Στιγμιότυπα» της τρίτης ενότητας όπου παρατάσσονται ολιγόλογες σκέψεις που πριν αρθρωθούν εκπνέουν:

10.
Οι στρατιές του εφήμερου παρελαύνουν μπροστά στο ποίημα που σπαρταράει στην αγχόνη.

15.
Μεσάνυχτα· σπάζουν τα ελατήρια της μνήμης. Εκτροχιάζεται ο συρμός.

17.
Όταν σου μιλώ, νιώθω πως είμαι εσύ που διαρκώς μου διαφεύγεις.

19.
Οι προσδοκίες στήνουν ξόβεργες για να με παγιδεύσουν.

Σε αρκετά ποιήματα επίσης παρατηρείται μια κάποια αναλυτικότητα που κι αυτή αποβαίνει σε βάρος του ποιητικού αποτελέσματος, γιατί καταφεύγει σε περιττές επεξηγήσεις. Αυτό αρχικά παίρνει την μορφή ενός αχρείαστου πλατειασμού:

Όσο κι αν πάσχιζα να σε κρατήσω, σκάλιζες με τα νύχια σου τα σπλάχνα μου, ώσπου, τελείως τυφλός, πέρασες την κόκκινη γραμμή με μια ιδιοτέλεια που κραύγαζε την απληστία επηρμένων φωνηέντων, κι ας ασφυκτιούσαν τα σύμφωνα σφαδάζοντας με συριγμούς. Δε θέλω να θυμάμαι. Δε θέλω να θυμάμαι. Πενθώ μ’αγκάθια θρύψαλα.

Άλλοτε παίρνει τη μορφή μιας κυριολεξίας που δεν συστοιχεί με το ονειρικό περικείμενο. Παράδειγμα, το επόμενο κείμενο που ξεκινά αναπλάθοντας το σκηνικό του γνωστού παραμυθιού:

Κάποτε όταν ήμασταν παιδιά είδαμε κρεμασμένα στον τοίχο του σπιτιού τον κόκκινο σκούφο του κοριτσιού, τη νυχτικιά της γιαγιάς, τη μουσούδα του λύκου και το ψαλίδι του κυνηγού.

Η συνέχεια όμως γίνεται περιττά αναλυτική:

Η περιέργεια της ηλικίας και το ρίσκο του παιχνιδιού μας οδήγησαν ενστικτωδώς στο μοίρασμα των ρόλων, ενώ η μαγεία του μύθου και η εμπειρία της μεταμόρφωσης δημιούργησαν τον εθισμό μας στην υποκριτική.

Για να επανέλθει στο τέλος στη σωστή ρότα συμπεραίνοντας:

Από τότε, υποδυόμαστε τακτικά και εναλλάξ τα πρόσωπα της ιστορίας, πότε καταπίνοντας και πότε ελευθερώνοντας ο ένας τον άλλον.

Τρίτον, η υποβλητικότητα που επιδιώκεται μέσα από την λιτή εικονοποιία υπονομεύεται από την έλλειψη συνεκτικότητας μεταξύ των επιμέρους εικόνων του κειμένου. Παράδειγμα από την δεύτερη, ομότιτλη της συλλογής, ενότητα:

Θεριεύει στο νου το χορτάρι της θύμησης. Στων εγχόρδων το ρυθμό ψηλώνει η χλόη, καθώς κρυβόμασταν παιδιά πίσω από τις ροδιές, κρυφακούγοντας το σκίρτημα της ρίζας στον αναστεναγμό των καρπών.

Έως εδώ συνθέτει μια μνημονική εικόνα που αποδίδει τη μουσική της ανάμνησης. Η συνέχεια τώρα:

Τώρα σωπαίνουμε με κομμένη την ανάσα στα χαρακώματα, αντικρίζοντας στο πρόσωπό μας τον εχθρό· γιατί είσαι ο εχθρός που καθρεφτίζεται στο βλέμμα μου, γιατί είσαι ο εχθρός και το γνωρίζεις.

Εδώ η ατμόσφαιρα της πρώτης ενότητας διαλύεται, ξεστρατίζοντας σε μια αλλότρια με τα άνωθεν συνθήκη. Το ίδιο και στο επόμενο ποίημα που η εκτύλιξή του δεν υπακούει σε μια εσωτερική αλληλουχία αλλά κινείται κεντρόφυγα:

Γιατί επιστρέφεις στο μέλλον που αρνήθηκες, εσύ, που έφυγες νωρίς -χωρίς να πεις μια λέξη-βάφοντας τα σεντόνια μου στο γκρίζο της σκιάς, πετώντας ως εξιλέωση της επαιτείας το κέρμα, μια αμοιβή χωρίς αντίκρισμα για τον βαρκάρη που ανάβει τα φανάρια των νερών στην άλλη όχθη τ’ ουρανού για να περάσω.

Εδώ, παρά το ετερόκλητο των επιμέρους εικόνων, όλα μαζί τα υλικά συνθέτουν μια κάποια αχλύ λυρικής νοσταλγίας στο τέλος. Στη συνέχεια όμως κινούμαστε σε άλλο χώρο πάλι και τα δυο μέρη του κειμένου δεν επικοινωνούν:

Έρχονται μέρες που δεν ξέρω ποια είμαι. Διασχίζουν τον ύπνο μου αλλόφρονα ζαρκάδια. Ξέσπασε πυρκαγιά στην πλαγιά. Δάσος είμαι.

Τέταρτον, σε αρκετά σημεία ενδίδει στην ευκολία του κλισέ και των ποιητικών αυτοματισμών. Για να προσλάβει μια μονοκοντυλιά σκέψης το κύρος ενός αφορισμού, χρειάζεται η πρωτοτυπία της σύλληψης, αλλιώς, αντί να παράγει αιφνιδιασμό, γίνεται κοινότοπη και φραστικά αναμενόμενη. Παράδειγμα:

Γιατί μονάχα εκεί μέσα στην πτώση, ως αναπόφευκτη προϋπόθεση κάθε ανύψωσης

Ή:

Προσηλωμένοι μονομερώς στην ύπαρξή μας, αναζητούμε σε ημιτελείς αυτοπροσωπογραφίες το πρόσωπό μας, ζωγραφίζοντας πιθανές εκδοχές του εαυτού μας σε πορτρέτα μελλοθανάτων.

Πιο ευτυχή βρήκα κάποια ποιήματα όπως τα «Ρουλέτα», «Ανάφλεξη», «Εμφύλιος», «Υπέρβαση». Νομίζω ότι σε αυτόν τον τρόπο βρίσκει τον σωστό της βήμα η ποίηση της Ρηνιώτη. Στην συνεπή αναδιάταξη της πραγματικότητας μέσω της διαθλασμένης, στην ποιητική φαντασία, εικόνας που χωρίς να καταφεύγει στην περιγραφή ή την αυτοανάλυση ζητά την απόσταξη του θραυσματικού λόγου. Ο λιτός λόγος για να γίνει πυκνός πρέπει να αρδεύεται από την πιο γυμνή περιοχή του ψυχικού φάσματος. Η απολέπισή του όμως από το περιττό ενέχει τον κίνδυνο της στεγνότητας, του μετεωρισμού στην ασάφεια ή της ανακύκλωσης του προφανούς. Εκεί μένει να αναμετρηθεί κανείς με την άβολη μετατόπιση από τις ευκολίες του.

Τέλος, μιας και ο λόγος περί ευκολίας, αλγεινή εντύπωση δημιουργεί το γεγονός ότι στο τέλος του βιβλίου κρίθηκε σωστό να παρατεθούν αποκλειστικά επαινετικές κρίσεις επί του έργου της ποιήτριας που έχουν γίνει κατά καιρούς από ομοτέχνους, έκτασης τεσσάρων και ημίσειας σελίδων. Αναρωτιέται κάποιος, ποιος ο λόγος να συνοδευτεί αυτό που θα έπρεπε να είναι το μόνο μέσο επικοινωνίας σε ένα ποιητικό βιβλίο, ο λογοτεχνικός λόγος δηλ., από αλλότρια διαπιστευτήρια; Ένα τέτοιο πατρονάρισμα υποτιμά τον αναγνώστη, προσπαθώντας να προκαταλάβει την κρίση του και εκθέτει τον δημιουργό, αποκαλύπτοντας την αγχώδη φιλοδοξία του που αν υπερβεί τα επιτρεπτά όρια κινδυνεύει να αποβεί ματαιοδοξία.

*

*

*