*
του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ
H ταινία αρχίζει με ένα παράθεμα από την Ουτοπία του Τόμας Μορ, το οποίο μιλά για καταβροχθιστικά πρόβατα, και με εικόνες από τα εν λόγω ζώα να προχωρούν σε κοπάδια. Αυτά, με τον γνωστό ισχυρό χριστιανικό συμβολικό τους χαρακτήρα, χρησιμοποιούνται εδώ βάσει μιας συγκεκριμένης διαλεκτικής: είναι τα ήμερα και άκακα πλάσματα, πρόσφορα για εικόνες αθωότητας και υποταγής, αλλά και ισοδυναμούν με αντικείμενα εκμετάλλευσης, χάρη στο μαλλί τους, και στο κρέας τους βέβαια, μιας εκμετάλλευσης που θα χαρίσει ζωτική ορμή στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος. Οι εικόνες συνεχίζονται με εκείνη του μιγάδα Σεγκούντο να ξεκοκαλίζει το κρέας τους, κάτι που αντιτίθεται πάλι διαλεκτικά στην εικόνα αυτού του ίδιου, προς το τέλος της ταινίας, κοντά στην παραθαλάσσια καλύβα του, να δηλώνει ότι είναι η θάλασσα εκείνη που τον θρέφει: η «ήπια» δραστηριότητα του ψαρέματος αντιτίθεται σε εκείνη την επιθετική του κυνηγιού, που καταλήγει στην κατανάλωση του κόκκινου κρέατος, μια αντίθεση, γνωστή στην ανθρωπολογία, που αντιστοιχεί σε εκείνη της φυσικής εκμετάλλευσης των ιθαγενών πληθυσμών απέναντι στην καταχρηστική εκμετάλλευση των «πολιτισμένων» Ευρωπαίων.
Oι ταινίες, όπως οι Άποικοι του Φελίπε Γκαλβέζ, που ασχολούνται με την αποικιοκρατία, τον ρατσισμό, τη γενοκτονία των αυτοχθόνων δεν είναι λίγες. Ως μυθοπλαστικό περιεχόμενο οι παραπάνω έννοιες έχουν βρει επαρκώς τις αντίστοιχές τους εικόνες. Αυτό που κάνει τους Αποίκους να διαφέρουν είναι ό,τι αποκαλείται «μορφή του περιεχομένου» τους. Η διευθέτηση της μυθοπλαστικής σειράς δηλαδή με φόντο την αποικιοκρατία και τις σύστοιχες έννοιες. Το φόντο στήνεται εξαρχής: μια φεουδαρχικής οργάνωσης φάρμα, η εκτροφή προβάτων με τις παρεπόμενες οικονομικές συνδηλώσεις της, ο αυταρχικός και αδίστακτος φεουδάρχης, οι λευκοί και οι ιθαγενείς, ή σχεδόν ιθαγενείς, υποτακτικοί του. Κι όλα αυτά, στις αρχές του 20ού αιώνα, στη Νότια Αμερική, στη Γη του Πυρός, μέσα στον ιστορικό πυρετό εκείνον από τον οποίο ξεπήδησε η εμπέδωση της σύστασης εθνικών κρατών όπως η Χιλή και η Αργεντινή.
Η υπόθεση της ταινίας αρχίζει ως μια ηρωική περιπέτεια, με την εντολή που δίνει ο φεουδάρχης Μενέντες στον κεντρικό ήρωα, τον Μακ Λέναν, που αναγνωρίζεται με το προσωνύμιο «λοχαγός». Θα πρέπει να περάσει δύσβατες περιοχές, μέσα από τα σύνορα της Αργεντινής για να φτάσει στις ακτές του Ατλαντικού, μέσα από φυλές εχθρικών ινδιάνων και λοιπών κακοποιών και τυχοδιωκτών, προκειμένου να ανιχνεύσει έναν ασφαλή δρόμο για τη μεταφορά των κοπαδιών. Φαινομενικά έχουμε δηλαδή ένα γουέστερν με αντίστροφη φορά, όχι προς δυσμάς αλλά προς ανατολάς, προς τον Ατλαντικό, προς την «πολιτισμένη» Ευρώπη, προς τα εκεί δηλαδή όπου έχουν ήδη διαδραματισθεί οι κοσμογονικές ανακατατάξεις που ονομάζονται κεφαλαιοκρατικό σύστημα και σύσταση εθνικών κρατών· έχουμε τρόπον τινά ένα road movie με άλογα, όπου η απόσταση που πρέπει να διανυθεί είναι, θα λέγαμε, η λείανση και η ομογενοποίηση του διαστήματος που θα αποτελέσει τη χωρική μήτρα, όπως θα έλεγε ο Νίκος Πουλαντζάς, εκείνου που θα ονομασθεί εθνικό κράτος.
Κι αυτό, είναι κάτι που ο σκηνοθέτης θα μας δώσει να καταλάβουμε σιγά σιγά διότι, όπως προαναφέραμε, η υπόθεση αφορά αρχικά σε ένα ηρωικό επίτευγμα, στην εκτέλεση μιας εντολής που δίνεται από ένα πανίσχυρο άτομο, για τον οποίο η σύσταση του εθνικού κράτους της Χιλής αποτελεί έναν θανάσιμο κίνδυνο εφόσον απειλεί την ακεραιότητα της δικής του εδαφικής επικράτειας. Βέβαια, ο «ήρωας» της ταινίας γρήγορα θα αποδειχθεί «αντιήρωας»: μπορεί να έχει την πυγμή του ηγέτη, μπορεί να ξέρει να επιβάλλεται, μπορεί να χρησιμοποιεί τις γνώσεις του για να πετύχει τους στόχους της ομάδας, μπορεί να είναι σωματικά και μυϊκά ικανός να εξοντώσει με τα χέρια του τους αντιπάλους που θα συναντήσει, ώστε να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους κατωτέρους του, είναι όμως βίαιος απέναντι στους συντρόφους του, όπως απέναντι στον νεαρό μιγάδα που θα επιλέξει ως βοηθό στην εκστρατεία του, ανελέητος απέναντι στους αδύναμους, όπως στη στάση του απέναντι στη βιασμένη ινδιάνα· επιπλέον, έχει ένα σκοτεινό παρελθόν: αποδεικνύεται ότι δεν είναι λοχαγός αλλά ένας απλός στρατιώτης, και, τελικά,… βιάζεται: όλη η αφηγηματική δομή του ηρωικού άθλου ανατρέπεται, δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει προφανώς την ιστορία της ταινίας.
Παρεκβατικά, να σχολιάσουμε εδώ ότι οι διάφορες τυπολογίες που έχουν προταθεί για τα παραμύθια, τους μύθους, τα έπη, το μυθιστόρημα, τα κινηματογραφικά σενάρια και κάθε λογής μυθοπλαστικών μορφωμάτων υποδεικνύουν σε αφηρημένο επίπεδο την ύπαρξη ενός «ήρωα» που επιτελεί έναν «άθλο», πάντα όμως με την παράλληλη ύπαρξη ενός «βοηθού» ή «βοηθών», που του είναι απαραίτητοι. Ο απόλυτος ηρωισμός δηλαδή δεν υπάρχει σε καμιά «ηρωική» αφήγηση, ο ήρωας δεν είναι αποκλειστικός κάτοχος της ηρωικής ιδιότητας, ο ηρωισμός δεν υποστασιοποιείται σε μια μόνο μυθοπλαστική μορφή: η βαθύτερη δομή του μύθου διαψεύδει την ύπαρξη ενός υπερανθρώπινου ηρωικού στοιχείου, αποτελώντας, έτσι, μια σοφία από μόνη της. Οι αποικιοκράτες εν προκειμένω εξαρτούν τον όποιον ηρωισμό τους από τους ιθαγενείς.
Κι αν θέλαμε να δούμε τις μορφές που ενσαρκώνουν του βοηθούς του ήρωα «λοχαγού»: είναι ένας λευκός ονόματι Μπιλ, που φαίνεται να γνωρίζει την περιοχή την οποία πρόκειται να διασχίσουν και που επιβάλλεται τρόπον τινά από τον φεουδάρχη: η ενοχλητική και πλεονάζουσα παρουσία του θα γίνει γρήγορα αισθητή, ενώ το βίαιο τέλος του θα ακυρώσει την «αλήθεια» του ως μάρτυρα· από την άλλη, ένας κρίσιμος βοηθός είναι ο μιγάδας Σεγκούντο, που θα ακολουθήσει τον «λοχαγό»: είναι καλός στο σημάδι, και ως μιγάδας μπορεί να χρησιμεύσει ως «μεσάζων» με τους ινδιάνους, μπορεί να αποτελέσει ένα πολύτιμο πληροφοριοδότη για τους τρόπους τους και τις κινήσεις τους. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι η υπόστασή του ως «μιγάδα» θέτει από μόνη της ένα πρόβλημα, αποτελεί μια δυσαρμονία, όπως καθετί που παραβιάζει τα όρια μιας υποτιθέμενης καθαρότητας, μιας φαντασιακής ακεραιότητας, θεωρείται επικίνδυνο και αποτελεί πηγή άγχους. Η σιωπηλή παρουσία του μιγάδα, η άγρυπνη παρακολούθηση εκ μέρους του των τεκταινομένων, η αμφίθυμη στάση του την ώρα της συμπλοκής με τους ινδιάνους, όλα αυτά θα συντείνουν στην αγχογόνο αυτή μορφή που συνοδεύει τους δύο άλλους άνδρες.
Οι σχέσεις τους εξάλλου είναι σχέσεις αμοιβαίας καχυποψίας και λεκτικής βίας. Ο Μακ Λέναν δεν ανέχεται μύγα στο σπαθί της ηγετικής του θέσης, ο Μπιλ υποψιάζεται συνεχώς τον Σεγκούντο: είναι ανιχνευτής ινδιάνων, ένας μισός ινδιάνος όμως βρίσκεται κάτω από τη μύτη του, τη «σπάει» με τη μυρωδιά του, ακυρώνοντας την απόσταση που θα απαιτούσε η ικανότητά του και η χρησιμότητά του μέσα στην ομάδα. Ο φακός του σκηνοθέτη εστιάζει, βέβαια, με επίμονα γκρο πλαν στις αντιδράσεις του Σεγκούντο: είναι μάρτυρας των γεγονότων, σιωπηλός τιμητής τους αλλά και αυτός που τα υπόκειται. Το εν λόγω άτομο θα σωθεί από την περιπέτεια και θα εγκατασταθεί μόνιμα σε μια καλύβα, μακριά από τα κέντρα εξουσίας του χιλιανού έθνους-κράτους. Η αμφίρροπη στάση του κατά τη μάχη θα είναι αντιπροσωπευτική μιας ολόκληρης μερίδας πληθυσμού, αυτής για την οποία η ίδρυση ενός εξορθολογισμένου, συγκεντρωτικού, ομογενοποιητικού έθνους-κράτους δεν σημαίνει και πολλά πράγματα, είναι ένας περιττός και σχεδόν ακατανόητος ταυτοτικός προσδιορισμός, εφόσον η καταπίεση και η εκμετάλλευση στην οποία υπόκειται απλώς θα αλλάξει χέρια· από τα χέρια του φεουδάρχη θα περάσει στα χέρια της δημοκρατικής εξουσίας.
Ο σκηνοθέτης επιμένει στις σκηνές όπου ο μιγάδας διστάζει για τον ποιον θα πυροβολήσει, διστάζει απλώς να πυροβολήσει, κι όταν ερωτάται από τον «λοχαγό» για τους πόσους σκότωσε, η σκηνή εκλύει μιαν αγωνία για τη στάση του αλλά και για τη μοίρα του· το ίδιο και στη σκηνή που αρνείται να βιάσει την αιχμαλωτισμένη ινδιάνα και την πυροβολεί για να βάλει τέρμα στο μαρτύριό της.
Η παρέμβαση του βρετανού συνταγματάρχη που εμφανίζεται απροσδόκητα με τους στρατιώτες του, η οποία, ουσιαστικά, αποκαλύπτει την ταυτότητα του «λοχαγού», θα δώσει μιαν απότομη τροπή στην ιστορία: δεν πρόκειται για κάποιο ούτε καν αντι-ηρωικό επίτευγμα: καθώς περνούν τα σύνορα Χιλής και Αργεντινής, οι ήρωες, για να εκτελέσουν την αποστολή τους, θέτουν το ζήτημα της σύγκρουσης ανάμεσα στα εθνικά κράτη και στα όρια της φεουδαρχικής επικράτειας, επισημαίνουν το ποιος έχει εδώ την εξουσία, καταγράφουν μια μεταβατική ιστορική στιγμή. Καθώς μάλιστα στο πέρασμα από τα σύνορα της Χιλής στην Αργεντινή οι τρεις ήρωες θα συναντήσουν ένα απόσπασμα του αργεντινού στρατού και θα ακολουθήσει μια αγωνιστική αναμέτρηση στη χειροπάλη και στην πυγμαχία μεταξύ τους, βλέπουμε τη σύσταση των εθνών να κρατών να είναι παράλληλη με την πυροδότηση των εθνικών ανταγωνισμών. Όμως η ισχυρή θέση του βρετανού συνταγματάρχη, που θα συναντήσουν κατόπιν οι ήρωες, υποδηλώνει ότι η βρετανική αυτοκρατορία ήταν τη συγκεκριμένη εποχή υπεράνω συνόρων, υπεράνω του ερωτήματος για το ποιος κατέχει την ισχύ· η αχανής και παντοδύναμη αυτοκρατορία συναιρούσε εντός της τα ζητήματα αυτά. Ο βιασμός του «λοχαγού» από τον συνταγματάρχη δείχνει την ωμότητα της εν λόγω εξουσίας και εκτρέπει την κατεύθυνση της μυθοπλασίας.
Κι όλα αυτά, με τη μουσική, όπου κυριαρχούν τα τύμπανα, να υποκρούει εικαστικά πανοραμικά πλάνα φυσικών τοπίων με φόντο τις Άνδεις, τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τα γκρο πλαν τόσο του νεαρού Σεγκούντο, που παρακολουθεί άγρυπνα τα τεκταινόμενα, όσο και με εκείνα των αλόγων. Με τη λάμψη της νύχτας να σπιθίζει μες στα μάτια των ζώων υπογραμμίζεται η «φυσική» αθωότητά τους απέναντι στην ανθρώπινη διαστροφή.
Το δεύτερο μέρος της ταινίας, που διακρίνεται με βάση τον χρόνο της υπόθεσης (εκτυλίσσεται εφτά χρόνια μετά), θα βρει το ζήτημα που τέθηκε στο πρώτο μέρος διευθετημένο. Η κεντρική χιλιανή εξουσία έχει πλέον εδραιώσει την ισχύ της και την εμβληματική της αξία. Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης επισκέπτεται τον φεουδάρχη Μενέντες, κρατώντας όλους τους τύπους της δημοκρατικότητας, στην ουσία όμως προκειμένου να τον ενοχοποιήσει για τη σφαγή των αυτοχθόνων. Αυτοί οι τελευταίοι δεν πρέπει μόνο να ενσωματωθούν στο ενιαίο εθνικό κράτος, δεν πρέπει μόνο να χτίσουν την εθνική τους συνείδηση, αλλά πρέπει και να αναγνωρίσουν την κεντρική εξουσία ως έναν φορέα προστασίας της ύπαρξής τους και των δικαιωμάτων τους. Με σκοπό την καταδίκη του Μενέντες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα «στήσει» μια έρευνα που θα τεκμηριώνει τα εγκλήματα και την αντιδημοκρατικότητα του φεουδάρχη. Και η έρευνα αυτή θα γίνει μέσω του Τύπου βέβαια, μέσω εκείνης της εξουσίας που ο Μενέντες δηλώνει απερίφραστα ότι περιφρονεί διότι αυτή εκφράζει την κοινή λογική του «μέσου όρου», του δημοκρατικού μέσου όρου πάνω στον οποίο στηρίχθηκαν τα εθνικά κράτη: ο Τύπος ως παράγοντας ομογενοποίησης και συνοχής του εθνικού κράτους είναι ένας κοινός τόπος πλέον της ιστορικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης. Και μάλιστα, ο Τύπος με τις εικόνες, και δη με τις φωτογραφίες και τον κινηματογράφο. Η ανατέλλουσα εποχή της εικόνας θα είναι ένα από τα ισχυρά όπλα της ιδέας ότι το έθνος αποτελεί ένα τεράστιο σύσσωμο οργανισμό.
Η φωτογράφιση, φυσικά, των ιθαγενών θα είναι σκηνοθετημένη. Θα στηθούν ο άνδρας μιγάδας μαζί με τη γυναίκα του μπροστά στην καλύβα τους και θα προσποιηθούν ότι πίνουν τσάι, μια καθαρά δυτική τελετουργική συνήθεια. Έχουν ήδη ομολογήσει αυτά που επιθυμεί η έρευνα του κυβερνητικού εκπροσώπου μέσω της συνέντευξης, ενός εθνογραφικού, αλλά και ανακριτικού, μέσου, μέσου της αστικής Δικαιοσύνης, αυτής που είναι ακατανόητη για τους ιθαγενείς. Θα ομολογήσουν ό,τι θα δώσει τη χαριστική βολή στα φεουδαρχικά κατάλοιπα: πρέπει όμως να δείξουν και ότι ζουν ευτυχισμένοι υπό την προστασία της κεντρικής εξουσίας: πρέπει να προσποιηθούν ότι πίνουν τσάι.
Παρά τις επίμονες προτροπές όμως του κυβερνητικού εκπροσώπου, η γυναίκα του μιγάδα θα αρνηθεί να πάρει το φλιτζάνι με το τσάι στα χείλη της. Παραμένει σιωπηλή και ανέκφραστη, ενώ ο φακός εστιάζει πάνω της. Αποτελεί άραγε μια «σιωπή» της ιστορίας όπως έλεγαν οι ιστορικοί της σχολής των Annales; Εκφράζει με τον τρόπο της τη δυσπιστία της απέναντι σε μια καινούργια εξουσία που προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την εικόνα της, που της προτείνει την ιδεολογική λειτουργία ενός καινοφανούς τεχνικού μέσου όπως ήταν τη δεδομένη στιγμή η κινηματογραφική μηχανή; Ξέρει ότι, όποιο παιχνίδι και να παίζεται, εκείνη είναι χαμένη, ότι η νέα εξουσία τής είναι εξίσου αδιάφορη αφού δεν γνωρίζει καν το όνομα του Προέδρου της Δημοκρατίας; Ο σκηνοθέτης προτιμά να μας αφήσει χωρίς απάντηση μπροστά στο βλέμμα της. Ο μετασχηματισμός του έθνους κράτους έλυσε κάποια προβλήματα με ορθολογικό τρόπο και προκάλεσε αρκετά θύματα μέσα από τη σαρωτικά αφομοιωτική του τάση.
Η ταινία θα αποκαλύψει έτσι το πραγματικό της θέμα. Τα τοπία που μας έδειξε ήταν αυτά που θα προσαρτούσε το χιλιανό έθνος, ήταν απλώς μια εξουσιαστική χωρική επικράτεια. Οι κίνδυνοι που διέσχισαν οι ήρωες μέσα από τις απειλητικές νύχτες θα εξαφανιστούν κάτω από το ισοπεδωτικό φως του φωτογραφικού φλας, ενώ τα πρόβατα, αυτά τα πρωτογενή σύμβολα, αυτά που αποτελούν πηγή πλούτου για το φεουδαρχικό, αλλά και το κεφαλαιοκρατικό-δημοκρατικό, καθεστώς, θα δώσουν με το μαλλί τους, που δεν πρέπει να ματώσει από άλλα θύματα ιθαγενών, μια κινητήριο ώθηση στην καπιταλιστική οικονομική μηχανή, που, βέβαια, έχει ανάγκη, ή είχε ανάγκη στις πρώτες της φάσεις, την ενοποιημένη εθνική αγορά.
Ωστόσο, ο σκηνοθέτης, κατά βάθος, αρνείται να κατανείμει το καλό και το κακό: οι αντιθέσεις της ιστορίας του διακρίνονται από διαλεκτική ένταση: ο Μακ Λέναν βιάζει αλλά και βιάζεται, για να εξολοθρεύσει αργότερα τους Ινδιάνους· υποπτεύεται τον μιγάδα ότι τον παρακολουθεί συνεχώς αλλά και τον προστατεύει· ο τελευταίος είναι αμφίθυμος και επικριτικός απέναντι στους λευκούς αλλά συνεργάζεται για την εξόντωση των Ινδιάνων, έστω κι αν έχει τύψεις, όπως δείχνει το νυχτερινό όραμα που βλέπει. Το τραγούδι στην κατοικία του Μενέντες, το πιάνο, τα παιδιά με την πρέπουσα αστική ανατροφή, η πολύτιμη μικροτεχνία των φωτιστικών και των μπιμπελό έρχονται σε αντίθεση με τις ρατσιστικές πεποιθήσεις της οικογένειας, η οποία όμως ασκεί το φιλανθρωπικό της έργο απέναντι στους ανηλίκους που η ελευθερία της δημοκρατικής πρωτεύουσας αφήνει απροστάτευτους στους επισφαλείς δρόμους της. Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης είναι διανοούμενος και εθνικιστής, μια αντίθεση που τη δεδομένη ιστορική στιγμή δεν αποτελούσε αντίφαση. Η δημοκρατική κυβέρνηση θέλει να ελέγχει αλλά και ανέχεται την εξουσία του Μενέντες. Η κυριαρχία αυτού του τελευταίου ξεπερνά τα σύνορα Χιλής και Αργεντινής, δεν καταλαβαίνει από τέτοιες διακρίσεις. Το ίδιο και οι Άνδεις, απρόσιτο και αγέρωχο σκηνικό, μπορεί να φαντάζουν απρόσβλητες από τις ανθρώπινες διακρίσεις, είναι όμως διαφορετικές, «όχι τόσο ψηλές» λέει κάποιος ήρωας, υπό το πρίσμα της φεουδαρχικής και εθνικής κυριαρχίας.
~.~
ΘΑΥΜΑΤΟΤΡΟΠΙΟ
Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που οι άνθρωποι οδηγούνται σε κλοπές. Υπάρχει κι άλλος λόγος, όπως το βλέπω εγώ, που προσιδιάζει ειδικά σε σας τους Άγγλους”. “Ποιος είναι αυτός;” είπε ο καρδινάλιος. “Τα πρόβατά σας”, είπα, “συνήθως είναι τόσο πειθήνια και τρώνε τόσο λίγο· τώρα, καθώς ακούω, έχουν γίνει τόσο άπληστα και άγρια που καταβροχθίζουν ακόμη και τους ανθρώπους. Καταστρέφουν και ερημώνουν λιβάδια, σπίτια και πόλεις. Δείτε σε ποιες περιοχές παράγεται το καλύτερο και πιο ακριβό μαλλί από τα αρνιά, εκεί όπου οι αριστοκράτες και οι γαιοκτήμονες, ναι, ακόμη και πολλοί καλοί ηγούμενοι ―άγιοι άνθρωποι— δεν ικανοποιούνται από τα παλιά ενοίκια που έδινε η γη στους προκατόχους τους. Ζώντας άνετη και τρυφηλή ζωή χωρίς να κάνουν κανένα καλό στην κοινωνία, πλέον δεν τους ικανοποιεί τίποτα· πρέπει να κάνουν κακό. Γιατί δεν αφήνουν καθόλου ελεύθερη γη για καλλιέργεια: περιφράσσουν κάθε εκτάριο για βοσκότοπο· γκρεμίζουν σπίτια και ξεριζώνουν πόλεις διατηρώντας μόνο τις εκκλησίες — αλλά μόνο για αχυρώνες.
Τόμας Μορ, Ουτοπία,
Μετάφραση Γ. Πλεξίδας, Public Classics, 2018.
~.~
Η ΖΩΗ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΣΙΝΕΜΑ
Επιμέλεια στήλης
Βασίλης Πατσογιάννης
*
*
*
