*
ΣΤΑΓΟΝΑ
Μονάχα η θάλασσα του διάβρωνε τη θλίψη·
στο τραύμα το αίμα τού το ξέραινε τ’ αλάτι.
Ξάπλωνε το κορμί του στη νερένια πλάτη·
ήξερε· κείνη δεν θα τον εγκαταλείψει…Παιδί ερωτεύτηκε το βότσαλο, το φύκι
την αχιβάδα που ανοιγόκλεινε τα χείλη·
το λάγνο κάλεσμα στο ξύπνημα του Απρίλη:
«Δώς’ μου τα μάτια σου να πλύνω από τη φρίκη…»Εκεί τ’ ακούμπαγε τα μαύρα μυστικά του
κι αυτή τον βάφτιζε πάλι άνθρωπο· και πάλι·
και τού ’παιρνε μέχρι τον φόβο του θανάτου!‘Ώσπου μία μέρα, μια μορφή στην υγρή αγκάλη·
ήταν του Αλέξανδρου του βασιλιά η γοργόνα!
Τα χέρια του άπλωσε και γίνηκε σταγόνα…~.~
ΤΡΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΝΟΣ
Απόβραδο του κόψανε το γέλιο·
ο Ήθος, ο Συμφέρον και ο Πρέπει,
σε μια γωνιά που μάτι δεν τη βλέπει
τσακίσανε τα κόκαλα του Θέλω.Τον είχαν πολλαπλώς προειδοποιήσει·
την αριθμητική υπεροχή τους
όφειλε να ’χει σεβαστεί· ντροπή τους
λογάριαζαν την έκλυτή του φύση.Τώρα, ευτυχώς, η τάξις επεβλήθη!
Σέρνουν οι τρεις αιμόφυρτο το θύμα·
περήφανα φουσκώνουνε τα στήθη:«δε φταίμ’ εμείς, δικό του όλο το κρίμα!
Μεγαλοπιάστηκε…» Τώρα, του μέλλει
το δικαστήριο και το τσιγκέλι.~.~
ΑΠΟΘΗΚΗ
Άκου· στο υπόγειο της ψυχής, υπάρχει μι’ αποθήκη
οπού ’χει αρμάρια μ’ αντοχή, κιούπια μ’ ελεημοσύνη,
βαρέλια μ’ έλεος ξέχειλα κι υπομονή· σ’ αφήνει
την ύπαρξη της ν’ αγνοείς κι ας είσαι ο που του ανήκει.Απώλεια λεν τη θύρα της· πληγές τα σκαλοπάτια·
κι είναι το κεφαλόσκαλο το στερεμένο δάκρυ·
κλειδί, ζωή πού στου γκρεμού νυχοπατάει την άκρη
και το καντήλι που φώτα, τυραννισμένα μάτια…Το μυστικό μου πρόδωσαν, μάνα στου γιου το μνήμα·
φαντάρος μέσα στον γυλιό που στρίμωξε τη φρίκη
και κάποιο προσφυγόπουλο που ξέβρασε το κύμα…Πάντα το χέρι τ’ αδειανό θα βρει την αποθήκη
κι η μνήμη ας μπήγει αλύπητα τα νύχια της στη σκέψη…
Είθε κανείς να μη βρεθεί σε χρεία να τη γυρέψει!~.~
Η ΝΥΧΤΑ
Η μέρα είναι για τον κόσμον όλο,
μα η νύχτα είναι για καθέναν χώρια.
Σε φράζει στου εαυτού τα περιθώρια,
σε ξεγυμνώνει απ’ του φώτος τον ρόλο.Οι μοναξιές, στης νύχτας ζουν τα μέρη,
γειτόνισσες στριφνές και μαλωμένεςˑ
αντάμα οι σκέψεις· πόρνες και παρθένες
κι οι μνήμες, με ανθό ή σπαθί στο χέρι.Χωρίζεσαι για λίγο από τους άλλους
καθώς σε σπαργανώνει το σκοτάδι,
συνταξιδιώτες, φίλους κι αντιπάλους·κι είν’ η στιγμή καθείς να καταλάβει
πως πέρα απ’ του μυαλού τις αντιρρήσεις
η νύχτα σε καλεί να σε γνωρίσεις…ΑΝΝΑ ΣΠΥΡΑΤΟΥ
~.~
Από τη συλλογή Καραμελωμένα ξυράφια, 2021.
*
*
*
