*
Η εκτίμησή μας ότι ο συντηρητισμός είναι ένα σαφώς διακριτό, αναγνωρίσιμο και από μακρού περατωμένο κοινωνικoπνευματικό φαινόμενο της περιόδου κατά την οποία συντελέστηκε η μετάβαση από την societas civilis στον δυαδισμό κράτους και κοινωνίας, μπορεί να πιστοποιηθεί από το γεγονός ότι όσοι σήμερα καλούνται ή αυτοαποκαλούνται «συντηρητικοί», ελάχιστα κοινά έχουν με τους αρχικούς φορείς του ονόματος, αφού προσδίδουν στους παλαιούς συντηρητικούς κοινούς τόπους, όσο αυτοί παραμένουν ακόμη σε χρήση, νέο ουσιαστικά περιεχόμενο.
Κανείς σχεδόν σημερινός «συντηρητικός» δεν επιζητεί να ανατρέψει τον θεμελιώδη χωρισμό κράτους και κοινωνίας (ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει), κανείς σχεδόν δεν αμφισβητεί την ισονομία ή τα «ανθρώπινα δικαιώματα» (κάθε άλλο μάλιστα), και κανείς σχεδόν δεν διανοείται να καταργήσει τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου ή νομιμότητας και ηθικής, τα οποία πρωτοχαράχτηκαν στον αγώνα κατά της societas civilis· ακόμη και οι σχέσεις ατόμου και ομάδας ή ζητήματα όπως η ελευθερία της πνευματικής δημιουργίας, λ.χ., κατανοούνται συνήθως από τους σημερινούς «συντηρητικούς» με τρόπο ολότελα διαφορετικό από εκείνον των υποτιθέμενων προδρόμων τους. Αν όμως τα πράγματα έχουν έτσι, τότε το πραγματικό μέλημα της επιστημονικής έρευνας δεν είναι να εξηγήσει την επιβίωση και διάρκεια του συντηρητισμού ως κοινωνικού φαινομένου, αλλά αντίθετα να καταστήσει κατανοητό γιατί ο συντηρητισμός ως έννοια παραμένει ακόμη σε χρήση, ποιες δηλαδή πολεμικές και ιδεολογικές ανάγκες ωθούν στην καταφυγή σ’ αυτόν.
Ας σημειωθεί εκ προοιμίου ότι η χρήση της έννοιας του συντηρητισμού από σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά ρευμάτα που ελάχιστη σχέση έχουν με τον συντηρητισμό ως ιστορικό φαινόμενο και μάλιστα βρίσκονται στους αντίποδές του, συσκοτίζει ακόμη περισσότερο τη φύση του τελευταίου. Έτσι, πάνω στο ιστορικό φαινόμενο του συντηρητισμού προβάλλονται θέσεις και επιθυμίες (κατά πολύ) μεταγενέστερες, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν έχουν σχέση μ’ αυτόν τον ίδιο αλλά με την (επίσης κατά πολύ μεταγενέστερη) χρήση της έννοιάς του. Το ότι σημερινοί «συντηρητικοί», που κατά κύριο λόγο αγωνίζονται ενάντια στον επαναστατικό «ολοκληρωτισμό», παρουσιάζουν τους αντεπαναστάτες της εποχής γύρω στο 1800 ως εκφραστές της δικής τους αντίληψης περί ελευθερίας, ενίοτε μάλιστα και ως υπερόπτες και επιφυλακτικούς θιασώτες του όψιμου φιλελευθερισμού, παρεμβάλλει χωρίς αμφιβολία σημαντικά προσκόμματα στην κατανόηση του συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα του συντηρητικού φαινομένου.
Αλλά ας περάσουμε δίχως χρονοτριβή in medias res. Αν παραβλέψουμε κάποια απολιθώματα περασμένων καιρών, από ιστορικής και πολιτικής πλευράς ανάξια λόγου, «συντηρητικοί» αυτοαποκαλούνται σήμερα όσοι φιλελεύθεροι απορρίπτουν τη διολίσθηση (μιας πτέρυγας) του φιλελευθερισμού στις θέσεις της κοινωνικής δημοκρατίας, διολίσθηση που συντελέσθηκε υπό τις συνθήκες της βιομηχανικής μαζικής κοινωνίας σε διαφορετικό εκάστοτε μέτρο και ρυθμό. Τούτη η διολίσθηση έγινε εμφανής ήδη τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα –για τον λόγο αυτό άλλωστε, όπως πρόκειται να δούμε, βασικά μοτίβα της συγκαιρινής μας «συντηρητικής» σκέψης έλκουν την καταγωγή τους από εκείνη την εποχή– και έκτοτε έθεσε σε δεινή δοκιμασία το εσωτερικό μερικών φιλελεύθερων κομμάτων.
Μια ικανοποιητική έκθεση αυτής της εξέλιξης θα απαιτούσε την ουσιαστική συγκεφαλαίωση όλης της ιστορίας του φιλελευθερισμού από την οπτική γωνία ενός κεντρικού του γνωρίσματος. Εδώ αρκούμαστε κατ’ ανάγκην στην επισήμανση ενός νευραλγικού σημείου. Η ιδεολογική (συχνά και πολιτική) ώσμωση μιας πτέρυγας του φιλελευθερισμού με την κοινωνική δημοκρατία πραγματοποιήθηκε όχι ως ανοιχτή ρήξη με τη φιλελεύθερη παράδοση, αλλά από την παρακαμπτήριο της μεθερμηνείας των βασικών παραδοχών του φιλελευθερισμού.
Έτσι η θεμελιώδης αξία του ατόμου διατηρεί την κορυφαία της θέση· ενώ όμως ο παλαιός φιλελευθερισμός αγωνίζεται κυρίως για το απαραβίαστο των δικαιωμάτων και της ιδιοκτησίας του ατόμου, έχοντας κατά νουν, σιωπηρά ή μη, όσα άτομα διαθέτουν ήδη ιδιοκτησία, οι θιασώτες του κοινωνικά προσανατολισμένου φιλελευθερισμού στρέφουν την προσοχή τους ως επί το πλείστον στους μη προνομιούχους, και ερμηνεύουν την απόλυτη αξία και αξιοπρέπεια του ατόμου ως υποχρέωση της κοινωνίας να μη τους εγκαταλείπει στην τύχη τους. Με άλλα λόγια, η ελευθερία ως τυπικό δικαίωμα κρίνεται πλέον ανεπαρκής για να αποτελέσει κοινωνικό βάθρο του ατομικισμού, μολονότι εξακολουθούν να τη θεωρούν αναφαίρετο αγαθό και μάλιστα την υπερασπίζουν, έστω και στα λόγια, απέναντι στους κάθε λογής κολλεκτιβισμούς.
Όμως το τυπικό δικαίωμα οφείλει πλέον να διασφαλιστεί και ουσιαστικά-υλικά, και ακριβώς αυτή η διασφάλιση στήνει την αποφασιστική γέφυρα προς την κοινωνική δημοκρατία, πόσο μάλλον όταν η τελευταία, ιδίως στη μαρξιστική της εκδοχή, διακήρυξε εξ αρχής ότι πρόθεσή της δεν ήταν να παραμερίσει τα τυπικά δικαιώματα που προπαγάνδιζε ο φιλελευθερισμός, αλλά να τους προσδώσει ουσιαστικό-υλικό περιεχόμενο. Και επειδή πάλι μόνο το σύγχρονο κοινωνικό κράτος προνοίας με τη διοικητική του γραφειοκρατία μπορούσε πρακτικά να αναλάβει ρόλο εγγυητή των ουσιαστικών δικαιωμάτων, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός –αν μπορούμε χάριν συνεννοήσεως να τον αποκαλέσουμε έτσι–, βασιζόμενος ακριβώς στις γενικές αρχές του φιλελευθερισμού και του ατομικισμού, οδηγήθηκε στο αίτημα για περισσότερο κράτος ή για μια μαζική δημοκρατία με περισσότερη ισότητα· για τον σκοπό αυτό (μεθ)ερμήνευσε κοινούς τόπους της φιλελεύθερης παράδοσης και συνθήματα από την ηρωική εποχή του φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα με ούτως ή άλλως «προοδευτικό» άκουσμα.
Εδώ χωρίζουν φυσικά οι δρόμοι των θιασωτών του κοινωνικού φιλελευθερισμού από τους παλαιοφιλελεύθερους, οι οποίοι έβλεπαν στα ουσιαστικά δικαιώματα το τέλος των τυπικών δικαιωμάτων (καθώς και το τέλος όσων κοινωνικών διαφορών προκάλυπταν ή ευνοούσαν οι τύποι) και, ώς ένα βαθμό τουλάχιστον, δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν ούτε να συμβιβαστούν πολιτικά με το κοινωνικό κράτος και την μαζική κοινωνία ούτε να αποδεχθούν την προϊούσα και ασυγκράτητη πλέον αποσύνθεση του οικείου τους και, κατά την κρίση τους, συνειδητού αστικού τρόπου ζωής.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες προκύπτουν δύο σημαντικά σημεία επαφής ανάμεσα στους σημερινούς παλαιοφιλελεύθερους και τους αντεπαναστάτες συντηρητικούς του 19ου αιώνα – όπου βέβαια οι διδασκαλίες των τελευταίων λαμβάνονται υπόψη μόνο στην ονομαστική τους αξία και αποκόπτονται από τη συγκεκριμένη ιστορική τους συνάφεια. Πρώτον ανακαλούν στη μνήμη τις προειδοποιήσεις των τοτινών συντηρητικών ότι ο συνεπής φιλελευθερισμός κυοφορεί αναγκαία την εξισωτική και τυραννική δημοκρατία, ότι φιλελευθερισμός και δημοκρατία είναι από καταβολής συγγενικά στην υφή τους φαινόμενα· και δεύτερον, συνδέεται με την αρχικά συντηρητικής προέλευσης κριτική του πολιτισμού, η οποία ακούγεται εξίσου προφητική μέσα στο ετερόκλιτο πανδαιμόνιο της δημοκρατικής μαζικής κοινωνίας.
Ωστόσο θα ήταν εσφαλμένη η εντύπωση ότι αυτή η αρκετά ελεύθερη υπόμνηση από τους παλαιοφιλελεύθερους ορισμένων ιδεών πράγματι συντηρητικών στις καταβολές τους αποδεικνύει την αδιάκοπη και ευθύγραμμη επιβίωση του συντηρητισμού τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του 19ου και 20ού αιώνα. Η σημερινή ευχρηστία του όρου δεν οφείλεται στην κοινωνική και πνευματική συνέχεια του πραγματικού, ιστορικού συντηρητισμού, αλλά αντίθετα στην μετεξέλιξη και διάσπαση του φιλελευθερισμού· πρώτα αυτή η μετεξέλιξη δημιούργησε την ατμόσφαιρα που κατέστησε δυνατή μια νέα αποτίμηση ορισμένων συντηρητικών ιδεών, αποσπασμένων βέβαια πλέον από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Είναι δυνατόν να καταδειχθεί ότι η κοινότοπη σήμερα κριτική κατά της εξισωτικής μαζικής κοινωνίας και του κοινωνικού κράτους προνοίας έλκει την καταγωγή της όχι από τους συντηρητικούς stricto sensu, οι οποίοι άλλωστε δεν είχαν ακόμη υπ’ όψιν τους αυτά τα φαινόμενα, αλλά επινοήθηκε από τους παλαιοφιλελεύθερους· επομένως, οι σύγχρονοι εκείνοι «συντηρητικοί», που επικαλούνται αυτή την κριτική και την ανανεώνουν, στην πραγματικότητα ανατρέχουν σε ιδέες γνήσια φιλελεύθερες – άσχετα αν το γνωρίζουν ή όχι.
Και για να παρακάμψουμε τούτη τη φορά την υποχρεωτική παραπομπή στον Tocqueville: διδακτικότατη θα ήταν από αυτήν την άποψη η μελέτη όσων έργων δημοσίευσαν κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αίωνα έργων οι βικτωριανοί επικριτές των δημοκρατικών γνωρισμάτων του φιλελευθερισμού, ιδίως εκείνων των J. Stephen, Λόρδου Acton, H. Maine και W. Lecky. Τα κείμενα αυτά γεννήθηκαν ως ευθεία απάντηση σε θεωρητικούς της εποχής, όπως ήταν για παράδειγμα ο Green και ο Bradlaugh, οι οποίοι στη διαδοχή του J. S. Mill επιχειρούσαν να εμπλουτίσουν τον φιλελευθερισμό ως αισιόδοξη ενεργητική πολιτική της απεριόριστης προόδου με την ιδέα του κράτους προνοίας, η οποία επιτρέπει χάριν της προστασίας και της ευημερίας του συνόλου των ατόμων τις επεμβάσεις σε όλες τις σφαίρες του κοινωνικού βίου. Οι συγκεκριμένοι συγγραφείς αποκρούουν την αντίληψη αυτή, συγκρίνοντας αυτόν τον ριζοσπαστικό κοινωνικό φιλελευθερισμό, που ωστόσο εξακολουθεί να παρουσιάζεται εν ονόματι του ατόμου, με τον ιακωβινισμό που κατά τη γνώμη τους επιδιώκει να υποτάξει την κοινωνία σε αφηρημένα πρότυπα και έτσι οδηγεί αναπόδραστα στην τυραννία.
Αυτή η ρητή, άκρως συμβολική περιχαράκωση απέναντι στον ιακωβινισμό αφήνει βέβαια να διαφανούν κάποια κοινά σημεία με τον αντεπαναστατικό συντηρητισμό, μολονότι απουσιάζει εδώ κάθε αναφορά σε συντηρητικούς θεωρητικούς· όμως επίσης δείχνει ότι ούτε ο φιλελευθερισμός καταδικάζεται in toto, ούτε το ancien régime εξιδανικεύεται ρομαντικά. Δύο προ πάντων σημεία του ριζοσπαστικού κοινωνικού φιλελευθερισμού αποδοκιμάζουν οι παλαιοφιλελεύθεροι αυτοί: τον ακραίο ατομικισμό του, ο οποίος επικαλούμενος την απόλυτη αξία κάθε ατόμου και το χρέος της κοινωνικής του προστασίας που απορρέει από αυτήν οδηγεί πρακτικά στην αποκοπή του ατόμου από τις ρίζες του· και την ακραία ωφελιμιστική σκέψη του που διέπεται αποκλειστικά από οικονομικούς και διοικητικούς-τεχνικούς υπολογισμούς.
Η αποκοπή του ατόμου από τις ρίζες του και ο ωφελιμιστικός υπολογισμός σχηματίζουν και εδώ τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αφού απογυμνώνουν την κοινωνία από τη σταθερή της πρόσδεση στις παραδεδομένες αξίες, έτσι που στο τέλος ως μόνη δύναμη που συνέχει -ή μάλλον αποσυνθέτει- την κοινωνία δεν απομένει παρά ο χυδαίος ευδαιμονισμός και η ψυχικά και πολιτισμικά ολέθρια εγωιστική σκοπιμοθηρία. Ως μέσο άμυνας κατά του εξισωτικού κράτους προνοίας και του συναφούς με αυτό πολιτισμικού και πνευματικού εκφυλισμού καθώς επίσης κατά της ακραίας εξατομίκευσης της κοινωνίας σε διάφορες μορφές συνιστάται εδώ αφ’ ενός η επανάκαμψη σε υψηλές πνευματικές αξίες, ιδίως χριστιανικές, ικανές με την αυθεντία τους να εμπεδώσουν τις ιεραρχίες, και αφ’ ετέρου η ενδυνάμωση των υπερατομικών κοινωνικών (μη κρατικών) μορφωμάτων, αρχής γενομένης από την οικογένεια.
Παραπλήσιες ή και ταυτόσημες αντιλήψεις διέπουν την κοινωνικοπολιτική σκέψη του λεγόμενου «νεοφιλελευθερισμού», που εμφανίστηκε προγραμματικά κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ή λίγο πρωτύτερα, και του οποίου οι περισσότερο ή λιγότερο τυπικοί εκπρόσωποι και οπαδοί αποτελούν ως επί το πλείστον τη μεγαλύτερη μερίδα όσων αυτοαποκαλούνται σήμερα «συντηρητικοί». Καθώς διαμορφώθηκε θεωρητικά σε όχι μικρό βαθμό μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της οικονομικής κρίσης του 1929, ο «νεοφιλελευθερισμός» όφειλε, σε αντίθεση με τους συνειδητούς ή ασύνειδους προδρόμους του, να καταπιαστεί ειδικά με τα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας και να προτείνει σειρά μετρών για την άμβλυνση των κρίσεων από τις διακυμάνσεις των αγορών (αποκέντρωση της βιομηχανίας, διεύρυνση της ιδιωτικής μέριμνας του κάθε ατόμου, ενίσχυση της αγροτικής συνιστώσας στην εθνική οικονομία).
Όμως κατά τα λοιπά οι κύριοι στόχοι της πολεμικής του παραμένουν σε γενικές γραμμές οι ίδιοι: αφ’ ενός η μαζικοποίηση και αφ’ ετέρου η πολιτισμική και ηθική «παρακμή». Η μαζικοποίηση παρουσιάζεται βεβαίως ως συνοδό φαινόμενο του εξισωτισμού και του γραφειοκρατικού κράτους προνοίας, το οποίο εν μέρει προωθεί την εξέλιξη προς την εξισωτική μαζική δημοκρατία και εν μέρει την ενσαρκώνει. Στις ρίζες της «παρακμής» δεν μπορεί πάλι παρά να βρίσκεται το στενά ορθολογιστικό, ήτοι γυμνά χρησιμοθηρικό και ωφελιμιστικό πνεύμα. Αποφυάδες του είναι ο επιστημονισμός, ο θετικισμός και ο τεχνικισμός που από την υφή τους αυτονομούνται από τις ηθικές αξίες, αφού προηγουμένως με την μόνιμη κριτική τους τις έχουν καταλύσει και υπονομεύσει· ο ορθολογισμός με άλλα λόγια καταλύει τις αξίες με το να τις θεωρεί όλες ως ίσης σημασίας αναλόγως του τόπου και του χρόνου, ήτοι εξίσου κατάλληλες για ορισμένες κοινωνικές λειτουργίες, και οδηγείται στον σκεπτικισμό ακριβώς με την απόπειρα να εκτείνει την αρχή της φιλελεύθερης ανοχής σε όλες τις αξίες.
Ανάμεσα σ’ αυτόν τον φιλελεύθερο ορθολογισμό και την αποκοπή των μελών της μαζικής κοινωνίας από την παράδοση και τις στέρεες, και δη θρησκευτικές αξίες υπάρχει συνεπώς εσωτερική συνάφεια· το χειροπιαστό αποτέλεσμα είναι ο οικονομισμός και η γενική στροφή προς τον χυδαίο ευδαιμονισμό της κατανάλωσης. Ο ορθολογικός επιστημονισμός είναι εν ολίγοις εγωμανής, ιδιοτελής και χωρίς πνευματικές ρίζες, πάει να πει εκ πεποιθήσεως εξισωτικός και επαναστατικός, και αποτελεί την πρακτικιστική και ωφελιμιστική ιδεολογία της μαζικής κοινωνίας· ώστε η άρνηση της εξισωτικής μαζικής κοινωνίας και του γραφειοκρατικού κράτους προνοίας πρέπει να συνοδεύεται από την απόρριψη του ορθολογισμού με αυτή του την έννοια. Προκειμένου, τώρα, να πάρει τη θέση της κρατικής γραφειοκρατίας μια αποκεντρωμένη κοινωνία, όπου τα άτομα θα συνδέονται κατά τρόπο ελεύθερο και οργανικό σε διαφανείς συλλογικές συνομαδώσεις και όπου το χάρισμα και το προσφερόμενο έργο θα ορίζουν τις φυσικές και υγιείς διαβαθμίσεις ανάμεσα στα υποκείμενα, απέναντι στον ξηρό ορθολογισμό πρέπει να ανατρέξουμε στη βοήθεια πνευματικών και ηθικών αξιών.
Αντιμέτωποι με τις έσχατες λογικές και πρακτικές συνέπειες ορισμένων βασικών αιτημάτων της ιδρυτικής περιόδου του φιλελευθερισμού, οι νεοφιλελεύθεροι νιώθουν τώρα την ανάγκη να διαφορίσουν τη θέση τους από αυτόν και να δηλώσουν αυτή την εμφαντική απόπειρα διφορισμού με τη χρήση του επιθέτου «συντηρητικός». Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αναστήσει το συγκεκριμένο περιεχόμενο του ιστορικού συντηρητισμού· στην πραγματικότητα συγκρούονται εδώ μόνο δύο διαφορετικές εκδοχές του φιλελευθερισμού. Εξού και ο Röpke, για παράδειγμα, όταν αυτοχαρακτηρίζεται «συντηρητικός», συναρτά αυτόν τον όρο με το κάλεσμα για την υπεράσπιση «ενός πολιτισμού της ελεύθερης προσωπικότητας», πράγμα που στην πραγματικότητα αποτελεί αξιολογική αντίληψη του κλασσικού φιλελευθερισμού, για να προσθέσει αμέσως μετά ότι κατανοεί σε όχι μικρότερο βαθμό τον εαυτό του ως «φιλελεύθερο αναθεωρητή», που τίποτα δεν του είναι περισσότερο ξένο από την ιδέα μιας προγραμματικής καταπολέμησης του φιλελευθερισμού καθ’ εαυτόν· ως ιδεολογία μιας «μη κολλεκτιβιστικής και μη φεουδαλικής-μεσαιωνικής κοινωνίας» ο φιλελευθερισμός παραμένει αναγκαίος και το μόνο ζητούμενο είναι ο παραμερισμός «ενίων προγραμματικών πλανών του ιστορικού φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα» σαν αυτές που προαναφέραμε και οι οποίες άνοιξαν τον δρόμο στην «καθαρή δημοκρατία».
Το σκεπτικό των άλλων εκπροσώπων αυτής της κατεύθυνσης δεν διαφέρει ουσιαστικά, όσο κι αν διαφωνούν μεταξύ τους σε επιμέρους σημεία και την ορολογία που χρησιμοποιούν ή εξαιτίας των διαφορετικών πνευματικών τους καταβολών.
Panajotis Kondylis, Konservativismus: Geschichtlicher Gehalt und Untergang, 1986.
Μετάφραση Βασίλης Πράτσικας, Νέο Πλανόδιον, τχ. 1, χειμώνας 2013-2014.
*
*
*
