Νημερτής (διήγημα, μέρος β΄)

*

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ

Συνέχεια από το α΄ μέρος  ]

XI

Αχ, ο Μαρκιανός του πρώτου ορόφου, άναψε το φως της κουζίνας του. Τώρα τραβάει τα κουρτινάκια από το παράθυρο. Θα το ανοίξει; Δυστυχώς, θα το ανοίξει.

«Νημερτή, εσείς είστε;»

«Ναι, Μαρκιανέ, εγώ. Καλησπέρα.»

«Καλησπέρα. Έχουμε καιρό να συναντηθούμε. Μου φαίνεται από τότε που άλλαξε ο χρόνος δεν ειδωθήκαμε καθόλου. Καλή χρονιά!»

«Καλή χρονιά!»

«Είχα αρπάξει ένα γερό κρύωμα, που μου βούλωσε τ’ αφτιά για είκοσι μέρες. Τις περισσότερες ώρες ήμουν κρεβατωμένος. Ούτε κι εγώ ξέρω πώς κατάφερνα και περιποιούμουν τη Ριρή. Νιαούριζε συνέχεια τσαντισμένη. Η Ράνια, ξέρετε η κοπέλα που έρχεται πότε πότε και με βοηθάει, είχε πάει στο χωριό της να περάσει τις γιορτές. Είπε πως το νοστάλγησε.»

«Ανθρώπινο είναι.»

«Τον Άση τον είδα το πρωί. Ήταν βιαστικός. Πήγαινε να παραδώσει μια παραγγελία. Τις περάσατε καλά τις γιορτές;»

«Ναι, καλά!»

«Ήταν κι ο μικρός;»

«Όχι. Έλειπε με τη Δήμητρα στα χιόνια.»

«Ασχολείται ακόμη με τα πλήκτρα;»

«Ναι, πάντα.»

«Έχει έφεση. Σε ποιον έμοιασε;»

«Μάλλον σ’ εμένα. Μην ξεχνάτε πως κι εγώ δουλεύω με πλήκτρα!»

«Άνοιξα το παράθυρο γιατί μια διαβολεμένη μύγα μπήκε στο σπίτι τριγυρίζοντας όλα τα δωμάτια. Μπορείς να μου πεις πού βρέθηκε μύγα μες στο Γενάρη; Σα να το έκανε επίτηδες για να εκνευρίσει τη Ριρή. Δε νιαούρισε, αλλά την κατάλαβα. Κουνούσε την ουρά της κι όλο άλλαζε θέση. Με τα πολλά, κατάφερα ν’ απομονώσω τη μύγα στην κουζίνα. Έκλεισα αμέσως την πόρτα και τώρα έχει κολλήσει ψηλά, στο ταβάνι. Σκέφτηκα ν’ ανοίξω το παράθυρο, να σβήσω το φως κι έτσι να πάρει δρόμο.»

«Πολύ καλά σκεφτήκατε.»

«Το έχω ξαναδοκιμάσει. Ζω μόνος σ’ ένα τεράστιο σπίτι που όλα πρέπει να τα σκέφτομαι χωρίς να περιμένω βοήθεια από πουθενά. Η Ράνια ό,τι προλαβαίνει κάνει, και πάντως αφού της το έχω υποδείξει. Καμιά φορά θυμάμαι με πόσους ανθρώπους ζούσα άλλοτε και με πιάνει φρίκη. Θέλω να πω, ότι μάλλον είναι καλύτερα να μη ζει κανείς μόνος.»

«Τα καταφέρνετε όμως μια χαρά, Μαρκιανέ.»

«Λέτε; Είμαι όμως δυσαρεστημένος μ’ αυτά που βλέπω να γίνονται γύρω μας, Νημερτή. Η οικονομική κρίση μάς έχει αποκάμει. Συμφωνείτε;»

«Συμφωνώ. Εξανεμίστηκε κάθε βεβαιότητα για το οτιδήποτε.»

«Κυρίως απορρυθμίστηκε η βεβαιότητά μας για το χρόνο. Ο καθένας για τον εαυτό του ήταν βέβαιος για το τι θα του συνέβαινε το καλοκαίρι ή για το τι θα του συνέβαινε το χειμώνα. Ήταν βέβαιος για το τι θα γινόταν στην οικογένειά του σε πέντε ή σε δέκα χρόνια. Εσείς, λόγου χάρη, Νημερτή, δεν είχατε ποτέ κάποια βεβαιότητα για το τι θα γίνει στο σπίτι σας μελλοντικά;»

«Μάλλον είχα.»

«Βλέπετε; Αυτό λοιπόν πώς θα το βγάλετε τώρα από το μυαλό σας;»

«Έχετε δίκιο, Μαρκιανέ. Όλες οι βεβαιότητές μου κλονίστηκαν. Εσάς;»

«Προτιμώ να μη σκεφτώ τι θα μου συμβεί σε πέντε ή σε δέκα χρόνια. Βγαίνω στο μπαλκόνι και κοιτάζω στο απέναντι μαγαζί τη φωτεινή επιγραφή που πότε δείχνει τη θερμοκρασία, πότε γράφει “Ευχαριστούμε που μας προτιμάτε”, και πότε δείχνει μια χρονολογία.»

«Α, κατάλαβα. Λέτε για τη φωτεινή επιγραφή που υπάρχει στο κρεοπωλείο και που πότε δείχνει τη θερμοκρασία, πότε γράφει “Ευχαριστούμε που μας προτιμάτε” και πότε δείχνει την ώρα, Μαρκιανέ, όχι τη χρονολογία.»

«Μα όχι, Νημερτή, στην πραγματικότητα δε δείχνει την ώρα.»

«Όχι;»

«Όχι! Δείχνει κάποιες χρονιές που πέρασαν και κάποιες χρονιές που θα έρθουν. Να, για παράδειγμα, προηγουμένως που βγήκα έδειχνε δεκατέσσερα πενήντα. Ξέρετε να έγινε κανένα σπουδαίο γεγονός το 1450, Νημερτή;»

«Όχι, Μαρκιανέ.»

«Ούτε κι εγώ.»

«Και τώρα ποια χρονιά έχουμε;»

«Μια στιγμή να δω.»

Άραγε, θα θυμηθεί να κοιτάξει αν έφυγε η μύγα;

«Αν είδα καλά, τώρα έχουμε δεκαπέντε σαράντα ένα. Ξέρετε αν έγινε κάτι το αξιοσημείωτο το 1541, Νημερτή;»

«Όχι, Μαρκιανέ.»

«Ούτε κι εγώ. Όταν η επιγραφή δείχνει τις χρονολογίες που έχω ζήσει, ξεχνιέμαι. Έχει συμβεί να προσπεράσω ολόκληρη δεκαετία, απορροφημένος από κάποιο γεγονός. Αλλά τι να τα θυμάται κανείς; Το πιθανότερο είναι ότι σε λιγότερο από τετρακόσια χρόνια θ’ αρχίσουμε πάλι από το μηδέν. Θα μπορούσα να κάνω κάποια χειρωνακτική εργασία, αλλά δεν έκανα ποτέ και μάλλον είναι αργά για ν’ αρχίσω τώρα. Αν ήμουν στην ηλικία σας, μπορεί να το σκεφτόμουν.»

«Νομίζετε ότι στην ηλικία μου μπορεί να ξεκινήσει κανείς κάτι;»

«Βεβαιότατα! Δηλαδή δεν το πιστεύω, γιατί τότε θα το είχα κάνει κι εγώ πριν από δύο δεκαετίες. Αλλά, λένε, πως όλοι οι κανόνες έχουν την εξαίρεσή τους. Εσείς τι νομίζετε;»

«Αυτό νομίζω κι εγώ.»

«Τις προάλλες λογοφέραμε με τη Σαλώμη. Την ξέρετε. Είναι η κυρία που έχει το καπνοπωλείο στη γωνία. “Πού θα πάει αυτή η κατάσταση, Μαρκιανέ;” με ρώτησε. “Εσάς τι σας νοιάζει, Σαλώμη;” της είπα. “Είστε ογδόντα πέντε χρόνων”. “Πώς τι με νοιάζει; Έχω παιδιά, έχω εγγόνια. Πολύ φοβάμαι ότι εκεί που φτάσαμε δε θα προλάβω να χαρώ δισέγγονο. Τώρα τελευταία μ’ όλα αυτά δε νιώθω καλά”. Η καψερή! Είχε τη βεβαιότητα πως φεύγοντας η ίδια από το μάταιο τούτο κόσμο, όλα θα εξακολουθούσαν να συμβαίνουν όπως συνέβαιναν. Τώρα άρχισε ν’ αμφιβάλει. “Αν ο Αρχάγγελος σας ρωτούσε: Θέλετε να έρθετε μαζί μου ή να ζήσετε κι άλλο, αλλά να απαρνηθείτε τους ανθρώπους σας; τι θ’ απαντούσατε, Σαλώμη;” της είπα. Με κοίταξε δίβουλα. Να μου πει ότι την πρόσβαλα και να μου κόψει την καλημέρα ή να με ρωτήσει τι εννοώ, πράγμα που θα έδειχνε ότι είχε κιόλας απαντήσει; Τελικά προτίμησε να μου επιτεθεί: “Δεν ξέρετε τι είναι να είσαι με την οικογένειά σου, Μαρκιανέ” μου είπε. Κι εσείς αυτό θα μου λέγατε, Νημερτή;»

«Σίγουρα όχι, Μαρκιανέ.»

«Έχετε ακούσει να μιλάνε για το θάνατο οι άνθρωποι της ηλικίας μου;»

«Νομίζω πως δεν έχω ακούσει.»

«Μήπως έχετε ακούσει ν’ αυτοκτονούν;»

«Ούτε. Πιστεύω ότι εσείς θα θεωρείτε την αυτοκτονία αμάρτημα.»

«Καθόλου. Αμάρτημα ίσως να τη θεωρούν εκείνοι που μιλάνε για το θεό. Είναι όμως υποκρισία. Ο θεός χωρίζει τους ανθρώπους και ο διάβολος τους ενώνει προσωρινά. Ωστόσο, αν δεν υπάρχει ο θεός, δεν είναι ανάγκη να βαλθούμε ν’ αποδείξουμε πως υπάρχει ο διάβολος. Στην εποχή μου, η διάσημη ηθοποιός Μάρτζι Ίνγκλις, που είχε αποσυρθεί από το θέατρο λόγω γηρατειών, έπαθε κατάθλιψη. Ήθελε ν’ αυτοκτονήσει, όμως, δεν το τολμούσε. Έτσι, υποχρέωσε κάποιο φίλο της θεατρικό συγγραφέα να της γράψει ένα μονόλογο και στο φινάλε να βάλει την ηρωίδα ν’ αυτοκτονεί. Στην πρεμιέρα, προτού η ηρωίδα αυτοκτονήσει, η Μάρτζι Ίνγκλις πρόσθεσε τη φράση: “Μόνο κοιτώντας με οι άλλοι θα μπορούσα να το κάνω”. Κι έβαλε τέλος στη ζωή της στ’ αλήθεια. Και να σκεφτείτε πως όλες οι παραστάσεις ήταν sold-out! Εσείς θα μπορούσατε ν’ αυτοκτονήσετε, Νημερτή;»

«Αν δεν είχα άλλη επιλογή, ναι, Μαρκιανέ.»

«Ώστε έτσι. Και ποιον τρόπο θα διαλέγατε;»

«Μα νομίζω να κρεμαστώ. Ωστόσο δε σκέφτομαι κάτι τέτοιο.»

«Λένε ότι ο τρόπος αυτοκτονίας αποκαλύπτει το χαρακτήρα του αυτόχειρα. Θυμάμαι πάντα ένα απόφθεγμά σας: “Η μεγαλύτερη κατάκτηση του ανθρώπου είναι η πραότητα”. Γύρω μας συναντάμε άφθονους, που νιώθουν πετυχημένοι, αλλά αγριεμένους ανθρώπους. Το εξοργιστικό είναι ότι κάποτε οι σημερινοί έφηβοι θα νοσταλγούν αυτή την εποχή! Χμ! Μου φαίνεται ότι κι εγώ στην ουσία δεν έχω κατακτήσει την πραότητα. Τι λέτε, Νημερτή;»

«Εσείς ξέρετε, Μαρκιανέ.»

«Για να δω. Εντάξει, έφυγε η μύγα. Με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να κλείσω γιατί μπαίνει κρύο. Η Ριρή έχει αρχίσει και γκρινιάζει. Με σκουντάει με το κεφαλάκι της.»

«Και βέβαια να κλείσετε.»

«Καλό βράδυ, Νημερτή.»

«Καλό βράδυ, Μαρκιανέ.»

XII

Αναρωτιέμαι αν εδώ στο φωταγωγό είμαι στο σωστό μέρος. Μάλλον δε γίνεται να δουλέψω έτσι. Μήπως πρέπει ν’ ανέβω; Θα μιλήσω στον Άση και θα καταλάβει. Αλλά χρειάζεται πια να καταλάβει; Γίνεται; Άραγε, ο Άσης τι θα είχε να πει για τη ζωή μας;

Έχω την αίσθηση πως ο αέρας λιγοστεύει. Να φωνάξω για βοήθεια; Το πρωί ο Άσης είπε ότι θ’ αργήσει. Το να αρνείσαι τη βοήθεια κάποιου είναι ένα είδος χωρισμού. Καμιά φορά, χωρισμός σημαίνει ανακωχή.

Ο Άσης συγχέει αυτό που ήμουν όταν με γνώρισε μ’ αυτό που είμαι σήμερα. Γι’ αυτό και μπερδεύεται, ξαφνιάζεται από τις αντιδράσεις μου. Όπως εμένα με τρομάζει η αλαζονεία του. Ως πότε θα συρρικνώνομαι από τον Άση;

Τι θ’ απογίνουν, Άση, τα βιβλία που διαβάσαμε κι οι μουσικές που ακούσαμε; Θέλαμε να μιλήσουμε για τόσο όμορφα και σπουδαία πράγματα, όμως τώρα τα βλέπουμε να ρίχνονται στον υπόνομο ή να θάβονται στο χώμα. Από δω και μπρος θα είμαστε κλεισμένοι κάτω από τις αισθήσεις μας. Θ’ ανακαλύψουμε πως ζήσαμε σαν απόηχος εκείνων που ονειρεύτηκαν και πως σήμερα ζούμε σαν τις ηδονές μας που χάθηκαν οριστικά. Φαίνεται πως οι σκέψεις μας αποτυπώνονται στην άλλη όψη του νομίσματος, στη μεριά όπου το πολύμορφο περιβάλλον που αγαπάμε αγνοεί την οδυνηρή πραγματικότητα. Καταφέραμε να γίνουμε περιττοί, ρημαγμένοι, και στα μάτια των νέων υπαίτιοι για τη φρεναπάτη που στερούνται.

Προσπαθήσαμε, Άση, να έχουμε μεταξύ μας την επικοινωνία που δεν είχαμε με τους άλλους. Δεν τα καταφέραμε. Νικηθήκαμε δίχως πόλεμο. Δεν άντεξαν οι μνήμες μας. Δε βάστηξαν τα λόγια μας. Δεν αγκαλιάστηκαν τα φτιαξίματά μας. Δε χώρεσαν πουθενά οι ενθουσιασμοί μας.

ΧΙΙΙ

Το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής, ο Άσης γύρισε στο σπίτι με ένα laptop. Είχα τελειώσει τη δουλειά μου λίγο πριν και τώρα ετοίμαζα τη σαλάτα. Ο Άσης μπήκε κάπως κλεφτά. «Πεινάω σα λύκος» είπε προσπερνώντας με και πήγε στον πάγκο του. Προτίμησα να τον κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, όχι για να του δώσω την ευκαιρία να εξηγηθεί, αλλά επειδή ένα δυσάρεστο προαίσθημα με τρομοκράτησε. Ο Άσης δε μιλούσε. Ακούμπησε το laptop πάνω στον πάγκο και κάθισε στη θέση του αναποφάσιστος. «Έχασα το ταλέντο μου, Νημερτή» μου είπε ξαφνικά, κάνοντάς με να διακόψω αυτό που έκανα και να στραφώ προς εκείνον. «Τώρα; Καθώς ερχόσουν;» ήθελα να τον ρωτήσω, αλλά το μούγγωσα. Μπορούσαμε να τσακωθούμε αργότερα. Ο Άσης περίμενε την αντίδρασή μου. Είχε πάρει το ύφος ενός παραδομένου ανθρώπου που γυρεύει τον οίκτο του άλλου. «Τι είναι αυτά που λες, Άση;» είπα σα να είχα ταραχτεί. «Τι έχεις;» ρώτησα. Ο Άσης αναστέναξε. «Κι όμως είναι μια μεγάλη αλήθεια, Νημερτή. Το τρόπαιο που είναι να παραδώσω σε λίγες ημέρες το τελειώνω με κόπο, δίχως μεράκι. Με το στανιό.»

Πήγα κοντά του. Πλησιάζοντάς τον, ο Άσης μαζεύτηκε, αλλά, όταν κάθισα, εκείνος σηκώθηκε με φόρα και δυο φορές πήγε πάνω-κάτω. Τον τελευταίο καιρό είναι πράγματι ανήσυχος και δεν έχει πολλή όρεξη για δουλειά. Είπα, όμως, ότι όλοι μας περνάμε κάποτε τέτοιες φάσεις. Ξοδεύει τη μέρα του σκοτώνοντάς τη. Όσο είναι στο σπίτι, καθαρίζει τα εργαλεία του, και όταν του τη δίνει, πηγαίνει να δει κανένα φίλο του. Έπειτα, δε μιλάει πια πολύ. Ποιος; Ο Άσης. Που ο καλύτερος γι’ αυτόν συνομιλητής είναι εκείνος που κάθεται βουβός και ακούει με εγκαρτέρηση τις ιστορίες που διηγείται. Που ο λόγος του είναι χειμαρρώδης και ανεξάντλητος. Που σπάνια κολλάει σε καμιά λέξη, κι αυτό εξαιτίας της ναρκισσιστικής αφήγησής του, και που, όταν είμαι πλάι του, με ρωτάει: «Νημερτή, πώς το λέμε αυτό;»

«Φοβάμαι πως ο κύκλος του τροπαιοποιού έκλεισε δια παντός» μου είπε απολογητικά. Πριν προλάβω να μιλήσω, συνέχισε: «Ξέρεις καλά ότι είναι μια δουλειά που πέρα από την τεχνική απαιτεί ταυτοχρόνως καλλιτεχνική έμπνευση. Όταν το σκέλος αυτό χαθεί, πάει, η δουλειά καταντά να γίνει μονότονη διεκπεραίωση. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσα να εξακολουθήσω να κάνω κάτι που στην πραγματικότητα δε με αφορά; Θα ήταν σα να πρόδιδα τον εαυτό μου. Θα με αμφισβητούσαν όλοι.»

Εκείνη τη στιγμή πίστεψα ότι ο Άσης ξαναβρήκε τη χαμένη λογοδιάρροιά του, όμως όχι. Σταμάτησε απότομα να μιλάει και κάθισε στη θέση του με την κούραση ενός ανθρώπου που όλη μέρα έχει ρίξει σκληρή δουλειά. «Δεν περίμενα ποτέ ότι θ’ ακούσω κάτι τέτοιο, Άση. Μήπως να έδινες στον εαυτό σου άλλη μια ευκαιρία; Νομίζω πως το αξίζεις.» «Καλή μου, Νημερτή! Έδωσα. Είναι καιρός τώρα που αυτό κάνω. Προσπαθώ να πάρω κουράγιο από το οτιδήποτε, να βρω τη δύναμη να συνεχίσω, αλλά μάταια. Ώρες ώρες νιώθω πως ο τροπαιοποιός όχι μόνο μ’ έχει εγκαταλείψει, αλλά στέκει παράμερα και με κοιτά χαμογελώντας ειρωνικά. Κοντολογίς, σα να μου λέει: ή θα σταματήσεις ή μονάχα θα ανακυκλώνεσαι.» «Φτωχέ μου, Άση! Προσπαθώ, στ’ αλήθεια, να καταλάβω το πώς αισθάνεσαι. Θα μπορούσα να σε βοηθήσω άραγε;»

Φευγαλέα κοίταξα το laptop. Κάτι έλεγε μέσα μου πως ο Άσης είχε βρει τη λύση στο αδιέξοδό του. Χωρίς να μου απαντήσει, ξανασηκώθηκε. Η προσφορά μου για βοήθεια του ήρθε κουτί. Όλη την ώρα φαινόταν πως κάτι παραπάνω ήθελε να μου πει αλλά δυσκολευόταν. «Τι καλά που τα καταφέρνεις εσύ, Νημερτή» μου είπε με μια σταγόνα ζήλειας κάνοντάς με να μαρμαρώσω. Το ξέρετε πια: κάθε απόφαση του Άση καλύπτει, κυρίως, τις δικές του ανασφάλειες και, παράλληλα, δυναμιτίζει τη σχέση μας. «Βρίσκεσαι στο αποκορύφωμα της παραγωγικότητάς σου» συνέχισε. «Τα χρόνια δε σε πήραν από κάτω ούτε οι αντιξοότητες. Έχεις μια δουλειά που την αγαπάς και δυο ανθρώπους που σε αγαπάνε. Δείχνεις πολύ ικανοποιημένη με αυτά. Ακόμη κι ο αποχωρισμός μας με το Νικηφόρο δεν επηρέασε τη δουλειά σου. Είμαι σίγουρος ότι έτσι ατάραχη θα παραμείνεις και μετά τη δική μου ατυχία.»

Έβλεπα να έρχεται καταιγίδα χωρίς να υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να μας προφυλάξει από αυτήν. «Τι αγόρασες, Άση;» τον ρώτησα άτολμα. Ο Άσης κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να μιλήσει. «Πάντως, όχι σκοινί για να κρεμαστώ!» μου είπε βάζοντας τα γέλια. Ούτε καν χαμογέλασα και ο Άσης σοβάρεψε. Αλλά ήξερε από πού έπρεπε να συνεχίσει. «Είμαι σίγουρος ότι θα ενθουσιαστείς, Νημερτή. Η βοήθεια που θέλεις να μου προσφέρεις, δε θα πάει χαμένη.» «Δηλαδή;» «Αγόρασα ένα laptop.» «Ένα laptop;» «Ναι, ένα laptop. Δεν το βρήκα σωστό να χρησιμοποιώ το δικό σου.» «Το δικό μου;» Μιλιά ο Άσης. «Και τι βοήθεια θέλεις, Άση; Να σε μάθω τυφλό σύστημα;» «Μμμ! Και αυτό. Ξέρεις, σκέφτηκα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου στ’ αποφθέγματα! Αφού τα κατάφερες εσύ, θα τα καταφέρω κι εγώ.»

«Έφτασε, λοιπόν, ως εκεί;» αναρωτήθηκα. «Αποφθέγματα;» τον ρώτησα σα να είχα ακούσει μια κακιά λέξη. Τι χαζή αντίδραση! Του άφηνα ακόμη λίγο χώρο, όχι λίγο, όλον. «Ναι, Νημερτή.» «Μα πώς σου ήρθε;» «Γιατί όχι; Άλλωστε πάντα κάτι έγραφα στα τρόπαια, όταν ο πελάτης το ζητούσε.» «Δε φέρνω αντίρρηση, αλλά έγραφες δυο στιχάκια που να ταιριάζουν με το τρόπαιο.» «Κι εγώ δε φέρνω αντίρρηση, αλλ’ αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορώ να φτιάξω ένα απόφθεγμα δικής μου έμπνευσης.»

Είχε νόημα να συνεχίσω; Νομίζω πως δεν είχε. Τα πράγματα είχαν ήδη πάρει το δρόμο τους. Κοίταξα το laptop με το φόβο μήπως ο Άσης έχει αρχίσει να χάνει τα λογικά του. Αλλά όχι, φυσικά. «Θα πρέπει να κάνεις χώρο στον πάγκο σου» του είπα σα να το είχα έγνοια! «Δε χρειάζεται» είπε ο Άσης προτού καλά καλά τελειώσω τη φράση μου. «Θα δουλεύω στο υπνοδωμάτιό μας, στο γραφειάκι σου. Τις ώρες που δε θα δουλεύεις εσύ, Νημερτή, θα κλείνεις το δικό σου laptop και θα το βάζεις πάνω στη σιφονιέρα.» «Στη συρταριέρα, όπως σου αρέσει να τη λες.» «Ακριβώς! Τότε εγώ θ’ ανοίγω το δικό μου laptop και, όταν θα θέλεις να δουλέψεις, θα το μαζεύω. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι ν αδειάσουμε τ’ αντικείμενα που είναι πάνω στη συρταριέρα.» «Ναι, Άση, μονάχα αυτό χρειάζεται να γίνει» είπα ηττημένη επικυρώνοντας τη συμφωνία μας, «μονάχα αυτό.»

XΙV

Το κινητό! Καλά που το έβαλα στο αθόρυβο. Ποιος να ’ναι; Ο Νικηφόρος!

«Έλα, παιδί μου!»

«Γεια σου, μαμά!»

«Τι ευχάριστη έκπληξη!»

«Ενοχλώ;»

«Καθόλου.»

«Πού σε βρίσκω;»

«Γιατί ρωτάς; Πήρες στο σταθερό;»

«Όχι.»

«Είμαι στο σπίτι. Εσύ; Πώς και πήρες; Δε μ’ έχεις συνηθίσει σε κάτι τέτοια.»

«Πάλι παράπονα, Νημερτή; Αν εννοείς μήπως έχω κάτι να σου ζητήσω, σου λέω πως όχι. Ήθελα να σ’ ακούσω. Θα σ’ έπαιρνα από μέρες. Δεν ξέρω γιατί το έκανα τώρα.»

«Πώς είσαι;»

«Είμαι καλά. Εσύ;»

«Κι εγώ το ίδιο. Η Δήμητρα;»

«Νομίζω πως είναι καλύτερα απ’ όλους μας. Την περασμένη εβδομάδα ήρθε ο διορισμός της. Ειρηνοδίκης στην επαρχία!»

«Συγχαρητήρια! Είχε δώσει εξετάσεις;»

«Εδώ και χρόνια. Ήταν ένα από τα όνειρά της…»

«…που τώρα πραγματοποιήθηκε. Οι γονείς της τι λένε που θα τη χάσουν;»

«Καμαρώνουν για την επιτυχία της κόρης τους. Δεν πρόκειται να πάει στην άκρη της γης. Η μάνα της προθυμοποιήθηκε να μας βοηθήσει να μαζέψουμε τα πράγματά μας.»

«Τα πράγματά σας;»

«Ναι, Νημερτή, τα πράγματά μας.»

«Δηλαδή θέλεις να πεις ότι θα φύγεις μαζί της;»

«Φυσικά, δεν πάει για λίγο καιρό. Πώς θα ζήσουμε χώρια; Η δική μου δουλειά μπορεί να γίνει από οπουδήποτε.»

«Αρκεί ένα laptop!»

«Μα τι λες; Και βέβαια δεν αρκεί. Δε θα πιάσουμε κανένα τεράστιο σπίτι, αλλά θα φροντίσουμε να μας χωράει. Μην ανησυχείς, θα γυρίσουμε για να παντρευτούμε κοντά σας.»

«Γάμο ακούω!»

«Όταν έρθει η ώρα του.»

«Είναι έγκυος;»

«Ασφαλώς και όχι. Θα το ήξερες.»

«Εγώ έμεινα έγκυος αμέσως μετά το γάμο μου με τον πατέρα σου. Πόσο ευτυχισμένοι ήμαστε τότε! Ήσουν το κερασάκι στη χαρά μας.»

«Ναι, ξέρω, Νημερτή, τα έχεις ξαναπεί. Ήμουν το πρώτο μωρό που γεννήθηκε εκείνη τη χρονιά. Μου φερόσουν σα να ήμουν κούκλα.»

«Μόνο σ’ εσένα είχα το νου μου. Ο πατέρας σου μας απολάμβανε.»

«Ναι, ξέρω, δεν ασχολιόταν και πολύ.»

«Είχε δουλειά. Μην ξεχνάς ότι ανήκει στους πρωτεργάτες του είδους του. Τότε δε συνηθιζόταν να φτιάχνουν οι άνθρωποι τρόπαια για τους εαυτούς τους.»

«Με σκεφτήκατε αλλιώς, μαμά. Έτσι δεν είναι;»

«Μα όχι, Νικηφόρε. Ο πατέρας σου κι εγώ σου λέγαμε πάντοτε πως η ζωή σου πρέπει πρώτα να ενδιαφέρει εσένα και μετά εμάς τους υπόλοιπους. Για πρώτη φορά έφυγες από το πλάι μου όταν τα έφτιαξες μ’ εκείνη τη συμμαθήτριά σου. Ύστερα έλειψες από το σπίτι όταν πήγες φαντάρος. Ύστερα εγκατέλειψες το δωμάτιό σου, χωρίς να το νοσταλγήσεις ποτέ, και μένεις χωριστά. Και τώρα…»

«Τι έπαθες, Νημερτή; Πρόκειται γι’ ανασκόπηση;»

«…και τώρα φεύγεις γι’ άλλη πόλη. Σε τράβηξε η Δήμητρα. Είσαι σίγουρος γι’ αυτό που πας να κάνεις; Εδώ οι προοπτικές για τη δουλειά σου είναι πολύ περισσότερες. Άσε που δεν είναι ακόμη στρωμένη.»

«Μην αγχώνεσαι. Θα τα βολέψουμε.»

«Ναι, εσείς θα τα βολέψετε. Μονάχα εμένα θα με αφήσεις με τον πατέρα σου.»

«Δες το σαν ευκαιρία να θυμηθείτε πόσο ευτυχισμένοι ήσαστε κάποτε.»

«Αχ, Νικηφόρε! Κάποιοι άνθρωποι ξαναβρίσκουν την ευτυχία μονάχα μέσα από τα παιδιά τους.»

«Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, μαμά. Κοίτα μην αρρωστήσεις. Θα προτιμούσες να χωρίσω;»

«Όχι, παιδί μου, και βέβαια όχι. Αυτό που στ’ αλήθεια προτιμώ είναι να φύγεις χωρίς κανένα συννεφάκι στη σχέση μας. Να δώσεις στη Δήμητρα συγχαρητήρια εκ μέρους μου. Να έχετε την ευχή μου. Και καλή τύχη.»

«Μα δε φεύγουμε ακόμη, μαμά. Θα περάσουμε να σας δούμε πρώτα.»

«Όπως το έχετε σχεδιάσει.»

«Όπως το έχουμε σχεδιάσει. Σ’ αφήνω τώρα. Βιάζομαι. Είμαι στο δρόμο.»

«Γεια σου, παιδί μου.»

«Γεια σου, μαμά… Μαμά, κλαις;»

XV

«Νημερτή! Τι σου ήρθε να κατέβεις εκεί κάτω; Τουλάχιστον, ζεις;»

Θεέ μου, ο Άσης! Με ανακάλυψε. Τι να κάνω τώρα; Θα μ’ εξαναγκάσει ν’ ανέβω.

«Νημερτή, μ’ ακούς; Νημερτή! Μπήκα στην κουζίνα για να φτιάξω τηγανίτες και δεν πίστευα στα μάτια μου. Μ’ ακούς, Νημερτή;»

«Ναι, Άση, σ’ ακούω. Και πολύ καλά μάλιστα. Νομίζω πως δε χρειάζεται να κάνεις έτσι.»

«Πιάσε το σκοινί να σε τραβήξω.»

«Εντάξει, Άση.»

«Ή μήπως χωράς να βγεις από την κουζίνα του Μαρκιανού; Θα είναι πιο εύκολο για σένα.»

«Όχι, Άση, προτιμώ ν’ ανέβω από δω.»

«Τότε κρατήσου καλά.»

«Ναι, Άση.»

«Όταν είσαι έτοιμη να μου πεις.»

«Μισό λεπτό, Άση.»

Ώστε μέχρι εδώ ήταν; Αυτό δεν το είχα υπολογίσει. Αλλά, συχνά, γίνονται εκείνα που δεν έχουμε υπολογίσει.

«Πάντως, μου έδωσες μια καταπληκτική ιδέα, Νημερτή. Αν ποτέ μου παραγγείλουν κανένα πανύψηλο τρόπαιο, τώρα ξέρω πού θα το βολέψω μέχρι να το παραδώσω.»

Τρέμω. Δε γίνεται να γυρίσω εκεί μέσα. Μου φαίνεται πως ήρθε η ώρα να γίνει αυτό που δεν είχα σχεδιάσει. Ας φτιάξω με την άκρη του σκοινιού μια γερή θηλιά. Σε λίγο ο Άσης θ’ αρχίσει να μαζεύει το σκοινί για να με σώσει, αλλά δε θα ξέρει ότι, καθώς το μαζεύει, ολοένα θα με πνίγει.

«Έγιναν τόσα σήμερα όλη τη μέρα, Νημερτή, που δεν μπορείς να φανταστείς. Ήταν η πρώτη παραγγελία που παρέδωσα με αλλεπάλληλα απρόοπτα. Ήταν ικανοί να με κρατήσουν περισσότερο, όμως, ξαφνικά, ένιωσα έντονη την επιθυμία να σε δω. Έκλεισα κι άλλη δουλειά. Θέλουν να είναι έτοιμη ως το Μάρτιο. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, πρέπει να στρωθώ. Ίσως χρειαστεί να μη βλεπόμαστε. Ελπίζω να μην αρχίσεις να γκρινιάζεις πάλι. Τυχερή! Για δυο μήνες δε θα ενοχλείσαι από το laptop μου!»

Η θηλιά είναι έτοιμη. Ας την περάσω τώρα στο λαιμό μου. Εντάξει. Μήπως πρέπει να τον αποχαιρετίσω; Εσείς τι λέτε; Να πω: «Αντίο, Άση»; Ή να πω: «Έχε γεια, Άση»; Όχι! Έτσι θα επιμηκύνω το χρόνο που με παιδεύει. Καλύτερα ας μην πω τίποτε.

Δε θα ήταν όμορφο, ν’ ακούγεται από κάπου μουσική, καθώς το σώμα μου θα υψώνεται; Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει τίποτε άλλο έξω από τη μουσική.

«Άντε, Νημερτή. Ακόμη;»

Βιάζεται!

«Εντάξει, Άση. Είμαι έτοιμη.»

Νικηφόρε, συγχώρεσέ με. Μόνο με τη βοήθεια του Άση θα μπορούσα να το κάνω.

«Μπράβο, Νημερτή! Μπράβο, καλό μου κοριτσάκι. Κρατήσου καλά. Γερά! Σκοτεινιάζει. Αμέσως όλα θα τελειώσουν.»

«Ναι, Άση, αμέσως όλα θα τελειώσουν. Επιτέλους, μια βεβαιότητα, Άση. Σκοτεινιάζει.»

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Ι. ΤΖΑΝΟΣ

~.~

Η α΄ γραφή του διηγήματος περιλαμβάνεται
στη συλλογή
Λαβή, Ηριδανός, Αθήνα 2011.

*

*

*