*
του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ
[ Συνέχεια στο β’ μέρος ]
I
Ξέχασα να σας πω το πιο ουσιώδες: το να βρεθώ εδώ μέσα, κλεισμένη στο φωταγωγό, ήταν η μόνη επιλογή που είχα, αφού τη λύση του λουτρού την απέρριψα προτού καν τη σκεφτώ. Στην αρχή μου φάνηκε ακατόρθωτο, μα στο τέλος λογάριασα πως δε θα δυσκολευτώ να το κάνω. Ένα κατάλληλο σκοινί από τα «Είδη Ναυτιλίας» ήταν αρκετό. Χωρίς πολύ ψάξιμο, σήμερα το πρωί βρήκα ακριβώς αυτό που γύρευα. Έτσι, πριν από λίγο, έδεσα τη μια άκρη του σκοινιού στο ψυγείο, και πολύ πολύ προσεκτικά άρχισα να κατεβαίνω. Κατάλληλα ρούχα, κατάλληλα παπούτσια. Και να ’μαι! Ο ιδανικός τόπος για δουλειά! Καλά που τον σκέφτηκα!
Πρώτα πρώτα, ν’ ακουμπήσω κάπου το φακό και να βγάλω από την πλάτη μου το σακίδιο με το laptop. Ωραία!
Για ν’ αποφύγω τις περιττές κουβέντες με κάποιους γείτονες, έδωσα στην υπάλληλο του καταστήματος με τα «Είδη Ναυτιλίας» λεπτομερείς οδηγίες για τη συσκευασία. Ωστόσο η διαχειρίστρια από το δεύτερο όροφο παραφύλαγε στην είσοδο. «Βλέπω, Νημερτή, πως αγοράσατε καινούργιο πλυντήριο» μου είπε. «Είχατε προβλήματα με το παλιό σας;» Τη διαβεβαίωσα ότι δεν αγόρασα κανένα πλυντήριο, και τότε η διαχειρίστρια με κοίταξε στα μάτια. Γέλασε πονηρά, με κάποια ντροπή, όπως κάνουν οι άνθρωποι που αμφιβάλλουν για το φέρσιμό τους. Με το κεφάλι της μου έδειξε συνωμοτικά την κούτα μισοκλείνοντας το ένα της μάτι, σα να μου έλεγε: «Κι εδώ μέσα; Τι άλλο μπορεί να υπάρχει;» Κούνησα κι εγώ το κεφάλι μου, όπως εκείνη, δείχνοντας την κούτα. «Εδώ;» ρώτησα. «Έχει είκοσι τέσσερα μέτρα χοντρό σκοινί.» Η διαχειρίστρια ξεκαρδίστηκε. «Πάντα με το χιούμορ σας, Νημερτή» μου είπε. Αντί να της απαντήσω, γύρισα προς το μεταφορέα. «Στον πέμπτο, παρακαλώ» είπα και κάλεσα τον ανελκυστήρα.
Δεν ξέρω για τον δικό σας, αλλά αυτός εδώ ο φωταγωγός ξεκινάει από τον πρώτο όροφο. Είναι αρκετά καθαρός, τουλάχιστον όσο πρόκειται για έναν τέτοιο χώρο. Σε κάθε όροφο, στις δύο από τις τέσσερις πλευρές του, έχει από ένα μικρό παράθυρο. Τα βλέπετε άλλωστε. Έν’ από δω, στο αριστερό μου χέρι, κι έν’ από κει, στο δεξί. Το ένα είναι της κουζίνας, το άλλο, του μπάνιου. Ο τρίτος τοίχος πίσω μου είναι σοβαντισμένα τούβλα. Μέχρι πρότινος η πλευρά μπροστά μου ήταν ανοιχτή. Όμως, τελευταία, χτίστηκε δίπλα μας μια πολυκατοικία δίχως φωταγωγό. Στην αρχή ο μουλωχτός μηχανικός θέλησε ν’ αφήσει παραθυράκια στην οικοδομή του, εκμεταλλευόμενος το φωταγωγό μας, αλλά του κόψαμε το βήχα αμέσως. Είμαστε όλοι ιδιοκτήτες. Κάθε όροφος και διαμέρισμα.
Συνήθως, οι φωταγωγοί είναι τα πιο σκοτεινά μέρη μιας οικοδομής, έτσι λέει ο Άσης. Ο Άσης είναι ο άντρας μου. Όμως αυτός ο φωταγωγός νομίζω ότι διαφέρει. Μας αρέσει να λέμε ότι τα δικά μας πράγματα είναι τα καλύτερα. Έτσι δεν είναι; Ο φωταγωγός μας είναι από εκείνους που διαθέτουν αρκετό φως που, βέβαια, προς τα κάτω λιγοστεύει. Όταν ο ήλιος φτάσει ψηλά, μια ηλιαχτίδα καταφέρνει να τρυπήσει τη διαφανή οροφή του και διοχετεύεται μέχρι κάτω. Περίπου. Γιατί ο πρώτος όροφος, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Άση, βρίσκεται στο έρεβος.
Τώρα που κοντεύει να νυχτώσει μονάχα από τα μικρά παράθυρα μπαίνει φως. Πότε φωτίζεται το ένα και πότε το άλλο, δίχως σειρά, ή μάλλον δίχως σειρά. Στο ίδιο μοτίβο εναλλάσσονται κι οι ήχοι. Ωστόσο η φωνή μου δεν πηγαίνει πουθενά. Παραδόξως πνίγεται. Κι ο αέρας είναι ελάχιστα καθαρός. Η μυρωδιά από τη μούχλα ανακατεύεται με διάφορες δυσοσμίες, και το να ξεπέσει κανείς σε μια τέτοια θέση είναι, στ’ αλήθεια, μεγάλη ατυχία. Για να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου, πρέπει να φανταστείς ότι βρίσκεσαι μέσα σ’ ένα ασανσέρ που χάλασε και περιμένεις υπομονετικά να σε απεγκλωβίσουν. Πάντως, το να βρεθείς σε μια τέτοια θέση σε απαλλάσσει από το άγχος ποιο δρόμο να τραβήξεις!
II
Συγκρίνω τις κατευθύνσεις που ο Άσης ακολουθεί καθημερινά στο διαμέρισμά μας με τις δικές μου. Του Άση υπερτερούν. Γενικώς, ο Άσης κινείται περισσότερο στο χώρο. Μερικές κατευθύνσεις, βέβαια, τις έχουμε κοινές. Κάθε φορά, η κατεύθυνση του Άση μ’ εμποδίζει ν’ ακολουθήσω την κατεύθυνση που θέλω. Και δεν είναι τεχνικής φύσεως θέμα. Οι κατευθύνσεις του Άση γίνονται, συχνά, με διαφορετικές διαθέσεις, οι δικές μου έχουν πάντα την ίδια διάθεση. Και τον ίδιο σκοπό.
Ο Άσης διαθέτει τεράστια ποικιλία διαθέσεων. Αλλά λίγες φορές με αφήνει να καταλάβω πώς νιώθει πραγματικά. Με οποιαδήποτε διάθεση νομίζει πως κάνει ένα βήμα προς την αθανασία. Το ζήτημα είναι το πώς αντιδρώ από την πλευρά μου. Μπορεί να δεις τον Άση να κατευθύνεται προς τον πάγκο του, αλλά δεν μπορείς να καταλάβεις αν θέλει να δουλέψει ή αν, απλώς, θέλει την ησυχία του. Φαινομενικά δεν αλλάζει τίποτε πάνω του. Ούτε στο πρόσωπό του ούτε στις κινήσεις του. Καμιά φορά ούτε και στη φωνή του.
Για να μη βρισκόμαστε σε λόγια, προσαρμόζω τις κατευθύνσεις μου σύμφωνα με τη διάθεση του Άση. Σα να λέμε, κάθε φορά επιχειρώ ν’ απαντήσω σε μια σειρά από ερωτήματα: «Τι πρόκειται να κάνει τώρα ο Άσης;» «Τι επιθυμεί;» «Τι ύπουλα προστάζει;» Αν καταφέρω ν’ απαντήσω μ’ επιτυχία, έχω τη δυνατότητα να κατευθυνθώ κάπου όπου δε θα τον ενοχλώ.
Ο Άσης είναι τροπαιοποιός και του χρειάζεται αρκετός χώρος για να κάνει τη δουλειά του σωστά. Σ’ αυτό δεν αντιλέγω. Αλίμονο! Όσο για μένα, είμαι αποφθεγματογράφος και δε μου χρειάζεται καθόλου παραπάνω χώρος απ’ όσο πιάνει ένα laptop. Ομολογώ ότι ο Άσης είναι αξιοθαύμαστος τροπαιοποιός και τότε που γνωριστήκαμε πίστεψα ότι θα κάναμε καλή ζωή μαζί.
Για κάμποσα χρόνια δουλεύαμε στο καθημερινό δωμάτιο. Πρόκειται για μια ευρύχωρη κάμαρα εξήντα τετραγωνικών όπου, εκτός από το αναπαυτικό καθιστικό και το δικό μου μικρό γραφειάκι, ο Άσης είχε βολέψει σε καλή θέση ό,τι του ήταν απαραίτητο για τη δουλειά του: εργαλεία, καινούργια ή μεταχειρισμένα υλικά, και λογιών λογιών καλούπια.
Αλλά, βέβαια, δεν καταφέρνω πάντα ν’ απαντάω σωστά σχετικά με τη διάθεση του Άση. Έτσι, μια φορά, καθώς πήγαινε προς τον πάγκο με τα εργαλεία του, νόμισα πως ήθελε ν’ απομονωθεί, να κλειστεί στον εαυτό του. Κι αυτό το συμπέρανα επειδή ήξερα ότι δεν έχει καμιά παραγγελία να ετοιμάσει. Δίχως δεύτερη σκέψη, χώθηκα αθόρυβα στην κουζίνα. Η κουζίνα βρίσκεται πλάι στο καθημερινό δωμάτιο και ο απορροφητήρας δεν εμποδίζει τον Άση να κλειστεί στον εαυτό του.
Όμως είχα πάρει λάθος δρόμο! Ο Άσης δε ζήταγε να μείνει μόνος, ήθελε να τηλεφωνήσει. Από το σταθερό. Η φασαρία του απορροφητήρα τον εκνεύρισε. «Σα να το κάνεις επίτηδες, όταν πάω να τηλεφωνήσω» μου είπε μετά. «Μα όχι, Άση, γίνεσαι άδικος» του είπα ήρεμα. «Δεν κατάλαβα ότι ήθελες να μιλήσεις στο τηλέφωνο.» Ύστερα ένιωσα την ανάγκη ν’ απολογηθώ: «Και δε νομίζω να έχει ξανασυμβεί» είπα κοφτά.
Η αυτοεκτίμηση του Άση εξαρτάται από το πόσο τον θαυμάζουν οι άλλοι. Ή από το πόσο τον καμαρώνουν. Γι’ αυτό, αγαπάει όσους δείχνουν πως τον θαυμάζουν πολύ, ακριβώς γιατί αν τον θαύμαζαν λιγότερο, εκείνος θα ήταν αναγκασμένος να μην εκτιμά τον εαυτό του υπερβολικά, κι αυτό για τον Άση θα ήταν σα να του έλεγες πως έχει ήδη πεθάνει – δίχως υστεροφημία.
Ο Άσης είναι πολυσύνθετος χαρακτήρας. Θα του ταίριαζε η φράση: «Δε θα μπορούσα να κοιμηθώ κοντά σ’ ένα ηφαίστειο που εκρήγνυται, επειδή μου αρέσει να κοιμάμαι στο σκοτάδι.» Καμιά φορά, θυμώνει χωρίς σοβαρό λόγο. Αυτό συμβαίνει επειδή κατά βάθος κρύβει μέσα του τον τροπαιοφόρο, που από δειλία δεν εκδηλώνει, παρά μονάχα σπάνια, δηλαδή κάθε φορά που νομίζει ότι είναι η ώρα να δώσει ένα καλό μάθημα στους συναδέλφους του. Προτιμά τα επιτεύγματα του τροπαιοποιού. Αυτά τον καταπραΰνουν, συμπληρώνουν το κύρος που θα του έλειπε αν ήταν μόνο τροπαιοφόρος.
III
Πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια στο διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου. Είναι αλήθεια πως τον ερωτεύτηκα τον Άση και δέχτηκα ολόψυχα να ζήσουμε μαζί. Τον καιρό εκείνο δε δίναμε καθόλου χρόνο ούτε στον εαυτό μας ούτε στους άλλους. Απαντούσαμε προτού καλά καλά τελειώσει ο συνομιλητής μας, χωρίς πολλή σκέψη, και αντιδρούσαμε ακαριαία. Ίσως έτσι κάναμε περισσότερα λάθη, αλλά διατηρούσαμε τον αυθορμητισμό μας.
Μολονότι τότε δυσπιστούσαμε σε όλα αυτά, τηρήσαμε τους κοινωνικούς κανόνες στο σύνολό τους: Μεταπτυχιακά, στρατιωτική θητεία του Άση, δουλειά που έπρεπε να βρεθεί για να τακτοποιηθούμε, γάμος. «Να ζήσετε!» εύχονταν κάθε τόσο οι γονείς μας υψώνοντας το ποτήρι τους. Κι ευφραίνονταν. Μας είχαν αποδεχτεί χωρίς ενδοιασμούς, ανυπόκριτα, δίχως γκρίνια, κι αυτό μας είχε προφυλάξει όλους από λόγια και απωθημένα.
Τα χρόνια που θα έρχονταν μας υπόσχονταν ευδαιμονία, κι εμείς, για να τη διασφαλίσουμε, είπαμε να κρατήσουμε τους γονείς μας σε απόσταση. «Ο καθένας στο σπίτι του» λέγαμε. Ο δικός μου χαρακτήρας δεν άλλαξε μετά το γάμο. Στον Άση, όμως, συνέβη κάποια μεταβολή. Ένιωσε αφέντης και ήθελε να περνάει το δικό του. Μου έδωσε το ρόλο της φιλοξενούμενης, όπως καμιά φορά δίνουμε στα παιδιά μας. Ωστόσο ήμαστε ερωτευμένοι, έτσι, ζούσαμε περισσότερο με τη φαντασία. Η ερωτική μας ορμή είχε ικανοποιηθεί.
Βιαστήκαμε να φέρουμε στον κόσμο ένα παιδί. Είχαμε τη σιγουριά πως θα το μεγαλώσουμε υποδειγματικά. Δεν πιστεύαμε ότι αρκούσε να προσθέσουμε ακόμη έναν άνθρωπο στον πληθυσμό της γης. Για δύο λόγους: πρώτα επειδή θεωρούσαμε ότι το είδος μας δεν υπολογίζεται με αριθμούς, τόσες αντιλόπες, τόσοι άνθρωποι, τόσα ακτινίδια, κι ύστερα επειδή, αν ήταν έτσι, ποιο λόγο ύπαρξης θα είχαμε; Τουλάχιστον, αυτό μας άρεσε να πιστεύουμε για τους εαυτούς μας. Ο υπέρηχος έδειξε πως θα έκανα αγόρι και τώρα είχα μεγαλύτερη λαχτάρα να το γεννήσω.
Ο Άσης θεώρησε το Νικηφόρο ως ένα από τα καλύτερα τρόπαιά του. Εντελώς αμερόληπτα, είπαμε ότι είναι το πιο έξυπνο, το πιο δυνατό και το πιο όμορφο αγόρι! Ήταν το πρώτο μωρό που γεννήθηκε εκείνη τη χρονιά! Ξεχνάω τώρα τ’ όνομα του πλοίου που μπήκε πρώτο στο λιμάνι. Καθώς ο Νικηφόρος μεγάλωνε, ο Άσης κι εγώ συμπεράναμε, μάλλον αυθαίρετα και χωρίς το παιδί να το υποπτεύεται, ότι διαθέτει κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα. Ο Άσης προέβλεψε κλίση στη μουσική. Εγώ, πάλι, ήθελα το Νικηφόρο διάσημο οικονομολόγο.
Παραξενεύτηκα που ο Άσης δεν προέβλεψε στο μικρό τις ικανότητες ενός τροπαιοποιού. Αυτό, όμως, είχε την εξήγησή του. Ο Άσης φοβήθηκε μήπως ο Νικηφόρος, μαθαίνοντας να φτιάχνει τρόπαια, γίνει καλύτερος από εκείνον, οπότε η δική του φήμη θα ελαττωνόταν. Ένα βράδυ, με το πρόσχημα ότι η δουλειά του τροπαιοποιού έχει φοβερό άγχος, ο Άσης έβαλε κρυφά στο δωμάτιο του μικρού μια μελόντικα. Ο Νικηφόρος την πήρε για παιχνίδι, την αγάπησε, κι έτσι μεγάλωσε μ’ αυτή.
Τα πράγματα ξεκαθάρισαν από νωρίς. Ο Νικηφόρος, ορθά κοφτά, μας δήλωσε ότι δε θα γίνει οικονομολόγος, θα γίνει μουσικός. Θα συνέθετε τραγούδια με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Του δείξαμε ότι χαρήκαμε με την απόφασή του και τον γράψαμε σε μουσικό γυμνάσιο. Ωστόσο, εκτός από τις γνώσεις που τελικά απόκτησε γύρω από τη μουσική, ο Νικηφόρος δεν έχει ιδιαίτερο ταλέντο στη σύνθεση.
Ο Άσης ενθουσιάστηκε με την επιλογή του Νικηφόρου. Είπε ότι έτσι θα είχαμε και τρίτο καλλιτέχνη στην οικογένειά μας. Τον τελευταίο καιρό, όμως, ο Άσης δείχνει απογοητευμένος, επειδή ο Νικηφόρος δεν μπόρεσε να γίνει ούτε αυτό που είχε φανταστεί για το παιδί: ένας μέτριος μουσικός. Αν γινόταν σπουδαίος μουσικός, ο Άσης δε θ’ απογοητευόταν μονάχα, θα τον ζήλευε. Η υστέρηση του μικρού προβλημάτισε τον Άση, αλλά έριξε την ευθύνη σ’ εμένα. Ο Άσης πίστευε ότι ο Νικηφόρος θα τον θαύμαζε για πάντα. Γελάστηκε. «Θα θυμάσαι πως δεν ήταν δική μου η ιδέα να στραφεί στη μουσική» είπα στον Άση σ’ έναν από τους διαπληκτισμούς μας, που, με οποιαδήποτε αφορμή, ολοένα και πλήθαιναν. «Ναι, γιατί στους αριθμούς θα διέπρεπε» σχολίασε ο Άσης δηκτικά. «Ξεχνάς ότι αυτά τα δύο συνδέονται;» συμπλήρωσε.
IV
Για χρόνια, ο Άσης κι εγώ δουλεύαμε ο ένας απέναντι από τον άλλο, μα σε αρκετή απόσταση. Καμιά φορά, ο Άσης παραπονιόταν ότι το τρόπαιο που του παράγγειλαν δε θα έχει το αποτέλεσμα που φαντάστηκε και περνούσε μια μικρή περίοδο που το παράταγε. Ύστερα, όμως, από κάπου έπαιρνε κουράγιο και το συνέχιζε με περισσότερη όρεξη.
Όσο για μένα, ήμουν από τότε στο ίδιο περιοδικό που εργάζομαι μέχρι σήμερα, δίνοντας κάθε μέρα μια σειρά από αποφθέγματα.
Η δουλειά του Άση πήγαινε πολύ καλά. Οι παραγγελίες για τρόπαια έρχονταν η μια μετά την άλλη. Όμως, λίγα χρόνια μετά, η παρουσία μου άρχισε να τον ενοχλεί. Είπε ότι δεν μπορεί να εργαστεί έχοντας έναν άνθρωπο απέναντί του, ακόμη κι αν αυτή ήμουν εγώ, ακόμη κι αν το πληκτρολόγιο του laptop ήταν αθόρυβο.
Μια φορά, ένας συνάδελφος μου έγραψε κάτι πολύ αστείο και, βλέποντάς το στην οθόνη, έβαλα τα γέλια. Ο Άσης εκνευρίστηκε. Είπε ότι με τόση φασαρία δεν μπορεί να εργαστεί και πέταξε στο πάτωμα το δίσκο με το γύψο.
Λυπήθηκα. Αλλά κι ο Άσης, είναι αλήθεια, ήταν λυπημένος με τα προβλήματα που μας δημιουργούσε η καθημερινότητα. Μου είπε ότι δε γίνεται να δουλεύουμε στον ίδιο χώρο και γύρισε το κεφάλι του σε όλο το σπίτι. Συμφώνησα με τη σκέψη του, γιατί πότε πότε κι εμένα μ’ ενοχλούσε ο Άσης, όταν, για παράδειγμα, χρησιμοποιούσε κανένα σφυράκι ή κανένα πριόνι. Ωτασπίδες; Κάντε μας τη χάρη!
Εντούτοις δεν υποπτεύθηκα ότι ο Άσης τα είχε λογαριάσει από πριν! Μου πρότεινε να μεταφερθώ στην κουζίνα. Αν βολευόμουν εκεί, θα δουλεύαμε κι οι δύο καλύτερα. Σύμφωνα με τον Άση δεν υπήρχε άλλη λύση. Για μένα το να βγαίνω από την κουζίνα και να πηγαίνω να εργαστώ σ’ έναν άλλο χώρο, ακόμη κι αν αυτός ήταν τόσο κοντά, δηλαδή το καθημερινό δωμάτιο, ήταν μια καλή αλλαγή. Ωστόσο στην κουζίνα, εκτός από το ψυγείο, είχε πράγματι ησυχία. Αλλά όχι, στην αρχή αρνήθηκα. Πώς θα δούλευα στην κουζίνα; Βέβαια, θα μου πείτε, και πού να πήγαινα; Να εξακολουθήσουμε να δουλεύουμε στον ίδιο χώρο ήταν αδύνατο. Όπως ήταν επίσης αδύνατο να φύγει ο Άσης από το καθημερινό δωμάτιο.
«Άλλοι άνθρωποι δεν έχουν τις ανέσεις που έχουμε εμείς και δεν γκρινιάζουν» είπε ο Άσης σε μια τελευταία προσπάθεια να με πείσει. Η αλήθεια είναι ότι δε με έπεισε, ωστόσο έτσι το είχε σκεφτεί, έτσι έγινε. Αν έφερνες αντίρρηση στον Άση, θα χαλούσες την τάξη που είχε στο μυαλό του και δε θα μπορούσε να σε καταλάβει! Το πιο αποστομωτικό από τα επιχειρήματα του Άση ήταν ότι ένα απόφθεγμα μπορούσα να το γράψω οπουδήποτε, ενώ τα τρόπαιά του ήθελαν χώρο για να γίνουν, και μάλιστα χώρο που καμιά φορά ανάλογα με την παραγγελία δεν έφτανε όσος κι αν ήταν αυτός. Γι’ άλλη μια φορά είχε δίκιο!
Έτσι, αναγκάστηκα να μετακομίσω από το καθημερινό δωμάτιο στην κουζίνα. Εξάλλου είναι μεγάλη, καμιά εικοσαριά τετραγωνικά. Ταχτοποίησα το laptop στον πάγκο δίπλα από το πλυντήριο πιάτων. Έκτοτε ήταν ο χώρος μου. Ο Άσης πιστεύει ότι όλα βολεύονται, αρκεί να έχουμε τη διάθεση για κάτι τέτοιο. Εκείνος θα χρησιμοποιούσε το καθημερινό δωμάτιο κι εγώ, εκτός από την κουζίνα, θα είχα τη δυνατότητα να χρησιμοποιώ βοηθητικά και τους άλλους χώρους. Και φυσικά θα μπορούσα να πηγαίνω και στο καθημερινό δωμάτιο, όταν ο Άσης δε δούλευε. Βλέπετε, πάντα υπάρχουν περιθώρια για να είναι κανείς ευτυχισμένος! Αρκεί να συναρτά την ευτυχία του με τα όρια που του θέτει ο άλλος.
Δεν ξέρω αν ήταν ιδιοτροπία μου, όμως είχα αρχίσει να νιώθω το σπίτι ξένο. Κάποτε μου πέρασε η σκέψη να μπορούσαμε να βρούμε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα, αλλά αναρωτήθηκα μήπως τελικά δεν ήταν θέμα χώρου. Το άκληρο ζευγάρι στο ρετιρέ έχει στριμώξει τα δεκάδες έπιπλά του στα τρία από τα τέσσερα δωμάτια του διαμερίσματος και δεν τους φαίνεται περίεργο που έχουν ένα δωμάτιο αδειανό.
Μετά τη μετακόμισή μου στην κουζίνα, ο Άσης έγινε λιγότερο τρυφερός μαζί μου και περισσότερο στοργικός. Σύμπτωση; Όμως κι εγώ, χρόνια τώρα, είχα μεταφέρει στο Νικηφόρο την τρυφερότητα που πριν έδειχνα στον Άση.
V
Ένα απόγευμα, κατέβηκε στον Άση μια ιδέα που όσο τη σκεφτόταν τόσο περισσότερο τον ενθουσίαζε. Πριν ακόμη μου την αποκαλύψει, τον έβλεπα από την κουζίνα όπου δούλευα τ’ αποφθέγματα της επόμενης μέρας. Ο Άσης κοιτούσε επίμονα τον τοίχο απέναντί του κι η ευχαρίστηση που ένιωθε μεγάλωνε από λεπτό σε λεπτό. Υπέθεσα ότι φανταζόταν κάποιο τρόπαιο κι έπαψα να τον προσέχω.
«Νημερτή!» μου φώναξε έξαφνα πανευτυχής. «Ορίστε, Άση» έκανα τάχα ανύποπτη. «Αν δε σε καθυστερώ, έλα ν’ ακούσεις κάτι που σκέφτηκα. Θα σε ενθουσιάσει.»
Η αλήθεια είναι ότι πολλές από τις ιδέες που είχε ο Άσης με ενθουσίαζαν, αλλά όχι, βέβαια, όλες. Πήγα κοντά του έχοντας το ύφος του ανθρώπου που προσμένει να μαγευτεί. «Τι είναι, Άση;» «Νημερτή, πώς θα σου φαινόταν να κρεμάσουμε σ’ αυτόν εδώ τον τοίχο δύο ρητά; Δεν είναι καταπληκτικό;» «Ποιο, Άση;»
Άρχισε να μου λέει πως αντί για οτιδήποτε άλλο, λόγου χάριν, έναν πίνακα ζωγραφικής, θα μπορούσαμε να κρεμάσουμε δύο ρητά. Το ένα θα το διάλεγε εκείνος, που το είχε κιόλας διαλέξει, και το άλλο θα το διάλεγα εγώ. Μου πρότεινε μάλιστα, αν ήθελα, ν’ αναρτήσω ένα δικό μου απόφθεγμα. Το δικό του ρητό ήταν σα να το είχε ήδη κρεμάσει.
Επί δέκα λεπτά μου περιέγραφε πώς θα το φτιάξει, τα υλικά που θα χρησιμοποιήσει και τα χρώματα που θα βάλει. «Το ρητό που διάλεξα είναι Μηδέν άγαν. Εσύ τι διαλέγεις, Νημερτή;»
Δεν απάντησα αμέσως κι αυτό έφερε τον Άση σε αμηχανία. «Δε διαλέγω κανένα ρητό» είπα ήρεμα. «Δε μου αρέσει καθόλου η ιδέα σου και απορώ πώς σου κατέβηκε.»
Το χαμόγελο της δημιουργίας εξαφανίστηκε από το πρόσωπο του Άση. Θα πρέπει να με μίσησε τη στιγμή εκείνη, αλλά δεν το έδειξε. Προτίμησε να μου πει ότι δεν είχα δίκιο και πως βιάστηκα ν’ απαντήσω.
Του είπα ότι δε βιάστηκα καθόλου ν’ απαντήσω. Κι ένα χρόνο να με άφηνε να το σκεφτώ, το ίδιο θ’ απαντούσα. «Ένα χρόνο;» με ρώτησε έκπληκτος. «Δηλαδή τέσσερις εποχές;» ξαναρώτησε. «Το βρήκες!» του είπα δήθεν ευχαριστημένη με την επιτυχία του.
Επανέλαβε πως θεωρούσε την ιδέα του πολύ ωραία, και πως μου πρότεινε ν’ αναρτήσω κι εγώ ένα δικό μου απόφθεγμα για να μου αποδείξει γι’ άλλη μια φορά πόσο δίκαιος ήταν. «Θα σ’ το φτιάξω όπως το θες» είπε τέλος σε μια προσπάθεια να μ’ εξαγοράσει.
Τότε αναγκάστηκα να του ξαναπώ ότι δεν ήθελα να μου φτιάξει κανένα απόφθεγμα, πως η γνώμη μου ήταν να μην κρεμάσει το Μηδέν άγαν ούτε κανένα άλλο ρητό.
Ο Άσης προσπάθησε να κρύψει τον εκνευρισμό του. «Θα ήθελα να το συζητήσουμε» είπε σοβαρά. Όταν ο Άσης λέει με μπάσα φωνή «θα ήθελα να το συζητήσουμε», σημαίνει ότι ως δύο συγκροτημένοι ενήλικες θα καθίσουμε ο ένας απέναντι από τον άλλο και ο Άσης θα προσπαθεί να με πείσει. Έτσι, καθίσαμε ο ένας απέναντι από τον άλλο. «Τα επιχειρήματά σου και τα επιχειρήματά μου» είπε ο Άσης με υπεροπτικό ύφος. «Άρχισε εσύ, μια και είχες την ιδέα» είπα.
Ο Άσης διαπίστωσε ότι ο τοίχος είναι γυμνός, και πως ένας τέτοιος τοίχος δεν ταιριάζει καθόλου σε κατοικία, πως ανέκαθεν οι άνθρωποι ντύνουν με διάφορους τρόπους τους τοίχους των σπιτιών τους, ξεκινώντας από ένα μικροσκοπικό ημερολόγιο και φτάνοντας σε ολόκληρη τοιχογραφία, πως η ιδέα του δεν ήταν ούτε περίεργη ούτε πρωτότυπη, δε διεκδικούσε την πατρότητά της, πως στα σχολεία κρεμάνε ρητά, στους τοίχους των μεγάρων χαράζουν ρητά, πως το ίδιο το ρητό που σκέφτηκε έχει αυθύπαρκτη και απαράμιλλη αξία, πως θ’ αποτελεί ακόμη ένα ενδιαφέρον στοιχείο του σπιτιού μας για κάθε επισκέπτη, πως εκείνοι που θα έρχονταν θα έβγαιναν πολλαπλά ωφελημένοι από ένα ρητό και ένα απόφθεγμα αναρτημένα σε εμφανές μέρος, πως αφενός θα πλούτιζαν τη γνώση τους αφετέρου θ’ απολάμβαναν το εικαστικό αποτέλεσμα. «Εκτός κι αν αντιδράς έτσι, επειδή δε διάλεξα κάποιο δικό σου απόφθεγμα» είπε ο Άσης, χρησιμοποιώντας ένα από τα γνωστά του ευτελή υπονοούμενα.
Και ήρθε η σειρά μου. Του είπα ότι ο κύριος λόγος που φτιάχνονται οι τοίχοι δεν είναι για να στολιστούν, ότι σε οποιοδήποτε μέρος φτιάχνονται για να ορίσουν κάτι, έτσι αυτός ο τοίχος ορίζει το καθημερινό δωμάτιό μας, ότι εμείς δεν είμαστε ούτε σχολείο ούτε μέγαρο, όπως και μόνος του εμμέσως παραδέχτηκε, ότι επίσης αυθύπαρκτη και απαράμιλλη αξία έχει και το Μέτρον άριστον, αλλ’ αντί γι’ αυτό διάλεξε κάτι άλλο, πως εκείνοι που μας επισκέπτονται είχαν να δουν, όπως το είπε, άλλα ενδιαφέροντα πράγματα στο σπίτι μας, και πάντως, ξεκαθάρισα, ότι δεν πιστεύω πως οι φίλοι μας έρχονται για να δουν κάτι, έρχονται για μας τους ίδιους, γιατί είναι αταίριαστο οι επισκέπτες να πηγαίνουν στα σπίτια των φίλων τους όπως θα πήγαιναν σ’ ένα μουσείο, μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να είναι κολακευτική για τα εκθέματα ενός μουσείου, όχι, όμως, για τους ενοίκους ενός διαμερίσματος. «Όσο για τα αποφθέγματά μου, μου αρκεί η δημοσίευσή τους» είπα ψυχρά.
Ο Άσης πείσμωσε. «Αφού δε θες, τότε να μην αναρτήσεις» μου είπε επιτακτικά. «Ούτε συ θ’ αναρτήσεις» του είπα στο ίδιο ύφος. «Νομίζεις πως έχεις το ελεύθερο να μου το απαγορεύσεις;» «Κι εσύ νομίζεις πως έχεις το ελεύθερο να μου το επιβάλεις;» «Πιστεύω ότι στο σπίτι μου έχω το δικαίωμα να κάνω αυτό που θέλω.» «Το πιστεύεις επειδή δεν αντέχεις ν’ ακούσεις πως μια ιδέα σου είναι κακή.» Ο Άσης τα ’χασε. Με κοίταξε θολωμένος. «Το ’χεις καταλάβει πως είσαι ηλίθια;» μου είπε απρόσμενα, θέλοντας να με μειώσει κι έτσι να περάσει μπροστά. Κατέβασα το κεφάλι και δεν του είπα τίποτε. Όταν κατάλαβε ότι πληγώθηκα, μετανιωμένος, το γύρισε αλλού, σα να με παρακαλούσε να κάνουμε ότι ποτέ δεν ειπώθηκε κάτι τέτοιο.
«Αυτό δεν είναι δίκιο, Νημερτή» μου είπε ήρεμα. Σήκωσα αργά το κεφάλι. «Και βέβαια είναι, έξυπνε Άση» είπα έχοντας ένα αμυδρό ειρωνικό χαμόγελο. «Δεν είναι.» «Δε θ’ αναρτήσεις, Άση.» «Θ’ αναρτήσω.» «Όχι!» «Ναι!» «Όχι!» «Νημερτή!» «Άση!» Έγινε μια μεγάλη παύση. Ύστερα, δίχως να τον κοιτάζω, είπα σα να μονολογούσα: «Ανάξιε!»
Είχα διδαχτεί πια καλά τα υπονοούμενα που σε κάνουν να έχεις κάποιο λόγο να σιχαίνεσαι τον εαυτό σου. Ο Άσης το πήρε πολύ άσχημα. Ούτε ξέρω πώς κρατήθηκε να μη μου χιμήξει. Ήθελα να τον ανταμείψω για την προσβλητική κουβέντα που μου είχε πει, ωστόσο διάλεξα κάτι πολύ πικρό. Για τον Άση, η δουλειά του είναι όλη του η ύπαρξη. Την ίδια στιγμή μετάνιωσα ατέλειωτα γι’ αυτό που είχα πει, κι όταν ο Άσης άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω, τιμώρησα τον εαυτό μου με παντοτινή υπακοή απέναντί του.
Μπορείτε να μου πείτε ποιος από τους δύο είχε δίκιο; Ποιος το έχασε; Λέτε; Έχετε δίκιο. Έτσι λέτε; Κι εσείς έχετε δίκιο.
VI
Όταν ο Νικηφόρος άρχισε να κοιμάται κάποια βράδια στην κοπελιά του, τη Δήμητρα, όλα έδειχναν ότι σύντομα θα βρεθώ αντιμέτωπη με μια νέα έκπληξη. Ο Νικηφόρος άρχισε να σκέφτεται την ιδέα να ζήσει μόνος. Μια μέρα, μας είπε ότι βρήκε διαμέρισμα δυο στενά παραπάνω. Ο Άσης πιάστηκε αμέσως από την επιθυμία του μικρού κι η μετακόμιση έγινε αστραπιαία.
Ανησυχώ για το Νικηφόρο. Δε θέλησε να προχωρήσει στην ανώτατη εκπαίδευση, να μας μοιάσει, αυτό με απογοήτευσε. Μετά το στρατό, την εποχή που πολλά αγόρια επανεξετάζουν τις παλιές συνήθειές τους, ο Νικηφόρος επέμεινε σε ό,τι έκανε και πριν. Τώρα διαμόρφωσε ένα χώρο στο διαμέρισμά του σε στούντιο ηχοληψίας. Ο Άσης κι εγώ επενδύσαμε πολλά χρήματα για χατίρι του παιδιού. Ίσως υπερβάλω, βέβαια, ίσως δε χρειάζεται ν’ ανησυχώ τόσο πολύ. Ούτε μπορούμε να ξέρουμε πώς θα ζήσει το παιδί μετά από εμάς. Ο Νικηφόρος βγάζει τα έξοδά του κι η βοήθειά μας δε σταμάτησε ποτέ.
Πάνε εννιά μήνες που ο Νικηφόρος δε μένει μαζί μας. Τόσα χρόνια, ο Άσης έκρυβε καλά την αληθινή διάθεσή του για το παιδί: ήταν γι’ αυτόν τροχοπέδη, τον εμπόδιζε να κάνει αυτό που επιδίωκε. Έτσι, τώρα έγινε επιθετικός και φριχτά ανηλεής. Ένα βράδυ, με είδε σκεφτική. «Ενώ αν ήταν κορίτσι, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς, θα μας έφερνε ένα ποτήρι νερό» μου είπε στερεότυπα, θέλοντας έτσι να ξεπεράσει το φευγιό του Νικηφόρου ή ακόμη θέλοντας να ξεπεράσει κι εμένα την ίδια.
Ο Άσης ρίχτηκε με μεγαλύτερη όρεξη στη δουλειά, αφήνοντάς με να συνθλίβομαι μέσα στις ανικανοποίητες επιδιώξεις του. Τώρα, ακόμη κι όταν έλειπε, η αόρατη παρουσία του ξεχείλιζε το διαμέρισμα προκαλώντας μου το ίδιο άγχος. Κάτω από την αυταρχική συμπεριφορά του, περιορίστηκα στο χώρο που καταλαμβάνει μια σκέψη. Για εκτόνωση, πολλαπλασίασα τη διαδικτυακή επικοινωνία με τις φίλες μου, αλλ’ αυτό, αντί να με ηρεμεί, φανέρωνε χειρότερα τη μοναξιά μου.
Χωρίς να το καταλάβουμε, ανακαλύψαμε με τον Άση το τέλος των αμοιβαίων υποχωρήσεων. Ο Άσης έχει την ανάγκη ολοκληρωτικής επέλασης. Έπειτα, μιλάμε λιγότερο. Το χρόνο που χρησιμοποιούσαμε καθημερινά μιλώντας για το Νικηφόρο τον αναπληρώνουμε με σιωπή.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις κατευθύνσεις που είχαν για σκοπό το Νικηφόρο. Ο Άσης τις αναπλήρωσε με τη δουλειά του. Εγώ τις αναπλήρωσα με τη στασιμότητα.
VII
Ξαφνικά, ο Άσης άρχισε να δείχνει λατρεία στη ζαχαροπλαστική. Η κουζίνα ήταν από τις κατευθύνσεις που άλλοτε έπαιρνε ελάχιστα. Η πιθανότητα ν’ ασχοληθεί ο Άσης με τα γλυκά ήταν η ίδια με την πιθανότητα να συναντήσεις στο δρόμο έναν χοντρό ποδηλάτη ή μια κουκουβάγια σε άλσος της πόλης. Τώρα κατέβαζε από το διαδίκτυο συνταγές κι επιχειρούσε να τις εκτελέσει.
Ένιωσα πως απειλούμαι. Ο Άσης διεκδικούσε αυτό που κάποτε μου παραχώρησε. Με τον Άση πάνω από το κεφάλι μου, να ψάχνει για το ανθόνερο, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Ούτε ήταν δυνατό να φτιάχνει τα γλυκά του ενόσω μαγείρευα.
Ο Άσης καταλάβαινε πως δεν ήταν καθόλου σωστό να μ’ εμποδίζει να κάνω τη δουλειά μου, αλλά κι εγώ δε θα μπορούσα να του στερήσω το δικαίωμά του να επιδίδεται στην παρασκευή των γλυκισμάτων. Η κουζίνα είναι για όλους. Έτσι δεν είναι;
Στην προσπάθειά του να με κάνει να λυγίσω, ο Άσης απαξίωσε το χώρο όπου δούλευα και ξεκίνησε να τον αποδομεί. Άρχισε να μου λέει ότι το να δουλεύει κανείς στην κουζίνα είναι παραλογισμός, εκτός κι αν είναι μάγειρος ή σερβιτόρος. «Εσύ είσαι αποφθεγματογράφος, Νημερτή, μην το ξεχνάς» μου είπε ανοίγοντάς μου τα μάτια! Έπειτα, δοκίμασε να με κάνει να φοβηθώ, να με τρομάξει. Με προειδοποίησε ότι ο θόρυβος του ψυγείου θα μου καταστρέψει τ’ αφτιά, ίσως και κάποια εγκεφαλικά κύτταρα. Αλλά είπε και κάτι άλλο: «Μάλλον πρέπει να καφασώσουμε με κάγκελα το παράθυρο της κουζίνας. Η κουζίνα είναι ο πιο ευάλωτος χώρος για τους κλέφτες.» Ήμουν λοιπόν η πρώτη που κινδύνευε;
Οι υποψίες μου ότι ήρθε η ώρα να εγκαταλείψω την κουζίνα βγήκαν αληθινές. «Πού λες να μεταφερθώ, Άση;» ρώτησα πειθήνια, σα να ήταν δική μου θέληση. «Έχεις καμιά καλή ιδέα;» ρώτησα. «Ο μικρός δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει στο σπίτι» είπε ο Άσης σοβαρός και ικανοποιημένος με την αντίδρασή μου. «Έχουμε ένα δωμάτιο που δε μας χρησιμεύει σε τίποτε. Δε συμφωνείς;» ρώτησε. Μπορούσα να μη συμφωνήσω; Κι ύστερα, το δωμάτιο του παιδιού το είχα πάντα για καταφύγιο. Έτσι, μετακόμισα στο πρώην δωμάτιο του Νικηφόρου.
Παραμονές των γιορτών, ο Άσης ήταν πολυάσχολος. Δήλωσε ότι προτίθεται να φτιάξει μόνος του τα γλυκά και την πρωτοχρονιάτικη πίτα, να μυρίσει το σπίτι. Ήμουν αντίθετη σ’ αυτό, αλλά δεν μπορούσα να του κόψω τα φτερά. Το πουλάκι μου! Έκανε τόση χαρά! Κλείστηκα στο δωμάτιο του μικρού κι έτσι δεν τον άκουγα που πάλευε με το μίξερ και τα μπολ. Είχαμε μπει στην περίοδο των βροχών. Προτίμησα ν’ ακούω τα μπουμπουνητά και να κοιτάζω το πελώριο ενυδρείο που ο Νικηφόρος δε θέλησε να πάρει μαζί του.
VIII
Ένα πρωί, ο Άσης μπήκε στο σπίτι αγανακτισμένος, λέγοντας ότι πλημμύρισε η αποθήκη στο υπόγειο που φύλαγε τα τρόπαιά του. Από τη μια φώναζε ότι ακριβοπληρώνουμε ένα χώρο που μονάχα ζημιά μας κάνει και από την άλλη θρηνούσε τα καταστραμμένα τρόπαια.
Ό,τι και να πεις, είχε συμβεί ένα είδος συμφοράς. «Τη στιγμή που έχουμε τόσο χώρο εδώ μέσα…» είπε ο Άσης και κοίταξε προς το δωμάτιο του Νικηφόρου. Πάγωσα. Δηλαδή; Ο Άσης σταμάτησε να φωνάζει, περίμενε την αντίδρασή μου. Ήθελε ν’ αφήσει σ’ εμένα να επιλέξω την αναχώρησή μου από το υπνοδωμάτιο του παιδιού.
Εκείνη τη στιγμή δε γινόταν να σκεφτώ τίποτε. Πολύ περισσότερο, να σκεφτώ πού θα μπορούσα να μετακομίσω. «Και το laptop;» τον ρώτησα ηττημένη. «Τόσο χώρο ανεκμετάλλευτο έχουμε στο υπνοδωμάτιό μας, Νημερτή…» είπε ο Άσης χαμογελαστά σα να έλεγε: «Πόσο μεγαλόκαρδος είμαι ο άτιμος!» Ήταν αποστομωτικός. Σας το ξαναείπα;
Έτσι, μεταφέρθηκα στο υπνοδωμάτιό μας. Άλλωστε τώρα ήταν εύκολο. Είχα βάλει ρόδες στο γραφειάκι μου, οπότε, θεωρητικά, θα μπορούσα να μετακομίσω οπουδήποτε. Αυτό αρχικά έθιξε τον Άση, γιατί πίστεψε ότι, κάνοντας το γραφειάκι να τσουλάει, τον χλεύαζα. «Αν ήταν για το καλό σου, Νημερτή, θα το είχα σκεφτεί κι εγώ» μου είπε βλέποντας τις ρόδες πάνω στο άθιχτο κρεβάτι του Νικηφόρου. Και αρνήθηκε να τις βιδώσει εκείνος.
IX
Όλα έδειχναν πως θα στρίμωχνα τη δραστηριότητά μου στο υπνοδωμάτιο. Ο Άσης είχε τη γνώμη πως από τη στιγμή που μετέφερα το laptop εκεί, θα μου λύνονταν τα χέρια. Θα εργαζόμουν ανενόχλητη. «Εκτός κι αν καμιά φορά έρχομαι και σε παρενοχλώ. Θα νομίζεις ότι πρόκειται για παρενόχληση στη δουλειά σου» είπε ο Άσης και γέλασε μ’ αυτό που είπε. Εγώ, πάλι, γέλασα με τον εαυτό μου. Κι αυτό δε μου άρεσε. Το να γελάσει κάποιος μαζί σου, αν η γνώμη του δε σε νοιάζει, τον γράφεις και ξεμπερδεύεις, αλλά το να φτάσεις να γελάσεις με τον εαυτό σου, τότε τι γίνεται;
Έχω όμως ένα καταπληκτικό προτέρημα: προσαρμόζομαι! Το πήρα απόφαση ότι από δω και πέρα θα ζούσα τον περισσότερο καιρό μου στο υπνοδωμάτιο. Αλλά ως πότε; Γιατί με τον Άση πλάι σου δε γίνεται να πεις: «Από δω και πέρα».
Μια μέρα, ο Άσης, σοβαρός εννοείται, μου είπε ότι το ενυδρείο του Νικηφόρου τον ενοχλούσε, έπιανε τόπο. Σκεφτόταν τι μπορούσε να κάνει. Ο μικρός μας είχε πει ότι αν δεν το θέλουμε, να το πετάξουμε. Ο Άσης, όμως, δεν ήθελε να το αποχωριστούμε. Πήρε την απόφαση, χωρίς βέβαια να ζητήσει τη γνώμη μου, να το μεταφέρουμε στο υπνοδωμάτιό μας. «Δε φαντάζομαι, Νημερτή, να ενοχλεί τ’ αποφθέγματά σου» μου είπε. Είχε αρχίσει να γίνεται ειρωνικός. «Νομίζω πως όχι, Άση» είπα μοιρολατρικά, με αυλική εγκαρτέρηση. «Όμως χωράει;» ρώτησα δειλά. «Όλοι οι καλοί χωράνε» είπε ο Άσης σοφά, «θέληση να υπάρχει.»
Τη μέρα που μετέφεραν το ενυδρείο, ένιωσα να βυθίζομαι στον πάτο μιας σκοτεινής θάλασσας. Τι κουτή που ήμουν! Δε φρόντιζα τον εαυτό μου όπως πρέπει. Καλά έλεγε ο Άσης! Εκείνος, γι’ άλλη μια φορά, θα με φρόντιζε. Μπήκε κρατώντας ένα ζευγάρι παρωπίδες. «Για σένα» μου είπε σα να μου χάριζε το πιο πολύτιμο δώρο του κόσμου. «Πόσο απίστευτα επινοητικός είσαι, Άση!» είπα. «Επινοητικός;» «Καλός, ήθελα να πω.»
X
Απογοητεύτηκα που ο Νικηφόρος δε βρήκε να πει μια λέξη για την τελευταία συρρίκνωσή μου. Γενικά, δείχνει απαθής για οτιδήποτε του συμβαίνει ή μας συμβαίνει. Βρήκα την ευκαιρία να δειχτώ αυστηρή μαζί του, όταν ήρθε να μου πει ότι δε θα κάναμε πρωτοχρονιά μαζί. Κάποτε τα κοροϊδεύαμε αυτά τα έθιμα, αλλά τώρα ο Άσης χαιρόταν να κόβει την πίτα.
Ο Νικηφόρος είπε ότι έχει δουλειά στο στούντιο και δε θα περίμενε τον πατέρα του να του το ανακοινώσει. Μου ζήτησε να του το πω εγώ, και να κοιτάξουμε να του δώσουμε παραπάνω χρήματα αυτό το μήνα. Είχε κανονίσει εκδρομή. «Όχι, Νικηφόρε, δε θα του το πω εγώ» είπα αυστηρά. «Καλά, τότε, θα του το πω μεθαύριο, που θα έρθω για λεφτά» απάντησε ατάραχος. Στ’ αλήθεια, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Πήγα πιο πέρα και με γυρισμένη την πλάτη είπα μελοδραματικά: «Ο πατέρας σου θα στενοχωρηθεί που δε θα είσαι στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, Νικηφόρε.» Εγώ το είπα, εγώ το άκουσα. «Τι έγινε, Νημερτή, γεράσαμε;» μου είπε ο Νικηφόρος και με καθήλωσε.
Ήταν αλήθεια. Χωρίς το παιδί ήμουν σα γριά. Όσο ο ένας άντρας έφευγε, τόσο ο άλλος καταλάμβανε το χώρο του πνίγοντάς με. «Αφού πιστεύεις ότι η μάνα σου είναι γριά, τότε βρες τα εσύ με τον πατέρα σου. Ίσως εξακολουθεί να είναι νέος» είπα θιγμένη, περιμένοντας να έρθει ο μικρός να με αγκαλιάσει και να μου πει κανένα όμορφο ψέμα χαϊδεύοντάς με. Αλλά ο Νικηφόρος βιαζόταν να φύγει. Και θα το έκανε, αν δεν τον προλάβαινε ο πατέρας του.
Ο Άσης θύμωσε. Είπε στο Νικηφόρο ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι τώρα που μεγάλωσε να του δίνουμε χρήματα. «Και τι θα μου δίνετε; Κουπόνια;» ρώτησε ο μικρός αφοπλιστικά. Έρχονται ώρες που η ανωριμότητα του Νικηφόρου με παραλύει.
Ο Άσης αγρίεψε. «Νόμιζα ότι ήθελες δικό σου χώρο για να φτιάξεις τη ζωή σου, όχι επειδή δεν ήθελες να μας βλέπεις» είπε. «Ποιος είπε κάτι τέτοιο;» «Τότε θα φάμε μαζί. Να πεις και στη Δήμητρα να έρθει.» «Εκείνη να μη μείνει με τους δικούς της;» ρώτησε ο Νικηφόρος ειρωνικά. Τότε ο Άσης του είπε, σα να έλεγε την τελευταία του λέξη, ότι δεν υπάρχουν χρήματα για την εκδρομή του. «Ήδη πληρώνουμε πολλά για σένα. Άλλα παιδιά στην ηλικία σου… Θα νόμιζε κανείς ότι μόνο γι’ αυτό μας αγαπάς.» «Εσείς με μάθατε έτσι» είπε ο Νικηφόρος κι έφυγε. Ο Άσης με κοίταξε σα να μην είχε καταλάβει τι έγινε. Έκανα να τρέξω, να προλάβω το παιδί, αλλά σκέφτηκα ότι θα έκανα τα πράγματα χειρότερα.
[ Συνέχεια στο β’ μέρος ]
*
*
*
