Day: 06.03.2024

Γεωγραφικὰ τοῦ ρωμαντισμοῦ

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ἔγραφα τὴν περασμένη Κυριακὴ[1] πὼς ὁ ρωμαντισμὸς ἦταν ἠ ἀντίδραση τῆς ζωντανῆς καὶ συναισθηματικῆς νιότης τῆς Εὐρώπης. Ἀντίδραση ἐνάντια στὸν κλασικισμό, πού ’χει ἀπὸ καιρὸ ἀκινητήσει τὴν τέχνη μὲ τὴν ἀδιάκοπη προσπάθεια τῆς μίμησης ἑλληνιστικῶν καὶ ρωμαϊκῶν προτύπων καὶ ἐνάντια στὸν ὀρθολογισμό, ποὺ ὄχι μόνο εἶχε κυριαρχήσει στὴ φιλοσοφία μὲ τοὺς ἐγκυκλοπαιδιστὲς καὶ τοὺς διαφωτιστές, μὰ ἀπειλοῦσε νὰ γίνει κι ὁ ρυθμιστὴς τὴς πολιτκῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς.

Μὲ τὸ ρωμαντισμὸ ἡ Τέχνη τῆς Εὐρώπης ‒τῆς Εὐρώπης ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴ Μεσόγειο‒ ξαναβρίσκει τὸ δρόμο της ἀπ’ ὅπου τὴν εἶχε ξεστρατίσει ὁ θαυμασμὸς πρὸς τὸν ἑλληνικὸ καὶ ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμὸ κι ἀρχίζει νὰ ἐκφράζει τὸν ἀληθινὸ χαρακτήρα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὁ Ἄγγλος, ὁ Γερμανὸς ἢ ὁ Ρῶσος ἤτανε καὶ εἶναι στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τους ρωμαντικοί.  Φταίει ἴσως τὸ φυσικὸ περιβάλλον. Οἱ μελαγχολικοὶ βάλτοι τῆς Ἀγγλίας κι ὁ ἀνήσυχος ὠκεανὸς ποὺ πελεκᾶ τοὺς βράχους τῶν ἀχτῶν της. Τὰ σκοτεινὰ δάση τῆς Γερμανίας. Ἡ ἀπέραντη ρωσικὴ πεδιάδα, πότε κάτασπρη, πότε μὲ τὸ χρῶμα τοῦ ξεροῦ χόρτου. Καὶ προπάντων ἐκεῖνος ὁ βαρὺς σταχτὴς οὐρανός, κοινὸς σ’ ὅλες τὶς βορεινὲς χῶρες, ποὺ κρύβει τὸν ἥλιο καὶ τυλίγει τὰ πάντα σ’ ἕνα θαμπὸ κι ἀμφίβολο φῶς καὶ σὲ κάνει ν’ ἀναρωτιέσαι ἂν ὅ,τι βλέπεις ὑπάρχει πραγματικὰ ἢ μήπως τό ’στησε μπρός σου ἡ φαντασία σου. Κάτω ἀπὸ ἕνα τέτοιον οὐρανὸ τριγυρισμένος ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα ὁ ἄνθρωπος τῆς βόρειας, τῆς κεντρικῆς ἢ τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης κλείνεται στὸν ἑαυτό του, γίνεται μυστικιστὴς κι ὀνειροπόλος, μοναχικὸς καὶ στοχαστικός.[2]

Τὴν τελειότερη ἔκφραση τῆς ψυχῆς τοῦ βορεινοῦ Εὐρωπαίου ἀποτελοῦν οἱ μεσαιωνικὲς μητροπόλεις, τὰ θαυμαστὰ μνημεῖα μιᾶς Τέχνης, ποὺ ὁ μεσογειακὸς Ραφαὴλ τὴν ὀνόμασε μερικοὺς αἰῶνες ἀργότερα, περιφρονητικὰ «Γοτθική», γιατὶ δὲν τοῦ ἤτανε δυνατὸ νὰ τὴ νιώσει. Γενικὰ ἡ Μεσαιωνικὴ Τέχνη, μιὰ τέχνη μὲ πολλὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ ποῦμε ρωμαντικά, εἶναι γέννημα τῆς Εὐρώπης τοῦ τεφροῦ οὐρανοῦ. Ἐνῶ ἡ Τέχνη τῆς Ἀναγέννησης εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νότιου Εὐρωπαίου, κυριώτερα τοῦ Ἰταλοῦ,  στὸ γνώριμό του ἀπὸ τὴν ἀρχαία Τέχνη «θεοποιημένο κόσμο τῶν σωμάτων». Ὅταν ἡ Ἀναγέννηση προχώρησε ὣς τὶς χῶρες ποὺ δὲν ἔχουνε γνωρίσει τὸ χάδι τῆς Μεσογείου, ἄλλαξε χαραχτήρα. Ἔπαψε νὰ παίζει μὲ τὸ φῶς, τὸ γυμνό, τὴ δροσερὴ φύση, ἔπαψε νὰ ἐκφράζει τὴ χαρὰ τῆς γήινης ζωῆς. (περισσότερα…)