Νικήτας μαρμαρὰς ἀπὸ χώρα Μαΐνης

Η υπογραφή του Νικήτα στο τέμπλο των Αγίων Θεοδώρων της Καφιόνας.

*

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #7
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

 Νικήτας μαρμαρὰς ἀπὸ χώρα Μαΐνης

Οι καλλιτέχνες στο Βυζάντιο καλύπτονταν από μία γενική ανωνυμία, καθώς υπέγραφαν τα έργα τους πάρα πολύ σπάνια. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται κατά βάσιν στο γεγονός ότι η τέχνη τους –πρωτίστως η ζωγραφική– ήταν θρησκευτική και η άσκησή της αποτελούσε μια συνάντηση με το θείον, που συνεπαγόταν ταπείνωση και εκμηδένιση του “εγώ”. Στην ανωνυμία συνέτεινε επιπλέον η χαμηλή κοινωνική τους θέση, αφού λογίζονταν ως τεχνίτες και όχι ως καλλιτέχνες με την περιωπή που απολαμβάνει σήμερα η συγκεκριμένη ιδιότητα. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που ξέφυγαν από τον παραπάνω κανόνα και απέκτησαν προσωπική φήμη, ή υπέγραφαν τα έργα τους.

Ακόμα πιο αφανείς ήταν οι μαρμαρογλύπτες, οι οποίοι φιλοτεχνούσαν περίτεχνα τέμπλα, αρχιτεκτονικά μέλη, ταφικά μνημεία και άλλα ανάγλυφα, με διακοσμητικά σχέδια που έρχονταν από την αρχαιότητα αλλά και από την αραβική Ανατολή, συνδυασμένα σε ένα πρωτότυπο βυζαντινό στυλ. Οι γλύπτες αντιμετωπίζονταν ως απλοί τεχνίτες που συμμετείχαν στις οικοδομικές εργασίες για την ανέγερση μιας εκκλησίας και ήταν γνωστοί ως μαρμαράδες. Όπως και οι ζωγράφοι, υπέγραφαν πάρα πολύ σπάνια τα έργα τους: από ένα διάστημα οκτώ αιώνων (από τον 7ο ως τον 15ο), με δυσκολία ξεπερνούν τους δέκα εκείνοι που άφησαν ενυπόγραφα γλυπτά. Την πιο ιδιαίτερη εξαίρεση στον κανόνα αυτό συνιστά ένας μαρμαρογλύπτης από τη Μάνη με το όνομα Νικήτας, που έδρασε στις τελευταίες δεκαετίες του 11ου αιώνα.

Ο Νικήτας Μαρμαράς υπέγραψε τουλάχιστον πέντε φορές ανάγλυφά του – περισσότερες από οποιονδήποτε καλλιτέχνη σε όλη τη βυζαντινή γλυπτική – ενώ του αποδίδονται αρκετά ακόμα, με βάση την τεχνοτροπία και τις επιγραφές τους. Για τη ζωή του δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο απ’ όσα μπορούμε να καταλάβουμε μέσα από τα ίδια τα γλυπτά του και τα κείμενα που χάραξε σε ορισμένα από αυτά. Ήταν ντόπιος Μανιάτης, εγγράμματος, και θα είχε μαθητεύσει σε κάποιο από τα συνεργεία των μαρμαράδων που δούλευαν στην περιοχή, λαξεύοντας τέμπλα και αρχιτεκτονικά μέλη για τις πολλές εκκλησίες που ιδρύονταν τότε ανά τη Μάνη.

Το μόνο έργο του όπου αναφέρεται το έτος δημιουργίας και μας δίνει το χρονικό στίγμα της παρουσίας του, είναι ένας ελκυστήρας (ένα μαρμάρινο δοκάρι) στον ναό του Αγίου Θεοδώρου στη Μπάμπακα:

☩ Μνήσθητι Κύριε τοῦ δούλου σου Λέοντος ἅμα σηνβήου καὶ τον τέκνων αὐτοῦ·
τοῦ πόθου πολλοῦ κτησαμένου τοὺς κοσμῆτες τούτους· ἡ ψάλοντες εὔχεσθε ἡπὲρ αὐτοῦ·
ἀμὴ γένοιτο Κύριε· ἐτελυόθησα δὲ χηρὺ Νηκήτα μαρμαρᾶ·
μηνὸς Αὐγούστου ἰνδικτιῶνος ιγ΄ ἔτους ͵σφπγ΄ (6583=1075).

Ο Νικήτας ολοκλήρωσε με το χέρι του τον Αύγουστο του 1075 τους κοσμήτες (τους ελκυστήρες) στον ναό που αφιέρωσε ένας Λέων με την οικογένειά του. Η γλώσσα της επιγραφής αντικατοπτρίζει την καθομιλουμένη δημώδη ελληνική της εποχής στη Μάνη. Τα ορθογραφικά λάθη είναι κοινά σε πολλές μεσαιωνικές βυζαντινές επιγραφές και δηλώνουν μία περισσότερο ακουστική σχέση με τη γλώσσα.

*

Η πλάκα της αγίας τράπεζας στον Άγιο Νικόλαο της Μηλέας.
*

Τρεις άλλες υπογραφές του Νικήτα βρίσκονται χαραγμένες σε τέμπλα εκκλησιών. Στους Αγίους Θεοδώρους της Καφιόνας, επικαλείται τον Χριστό για τη σωτηρία του και καλεί τους ψάλοντες να τον μνημονεύουν:

Μνήσθητι Κύριε τοῦ δούλου σου Νηκήτα μαρμαρᾶ· ἡ ψάλοντες εὔχεσθε αὐτοῦ.

Στον Άγιο Γεώργιο στο Μπρίκι, υπογράφει απλά με το όνομά του και δηλώνει την πίστη του:

Νηκήτας μαρμαρὰς δοῦλος Χριστοῦ.

Στην Αγία Τριάδα στο ίδιο χωριό, προσθέτει το όνομά του δίπλα σε εκείνα των κτιτόρων του ναού:

… ☩ καὶ Νηκήτα μαρμαρᾶ.

Την πιο ιδιαίτερη, λόγω και της θέσης της, επιγραφή, την χάραξε επάνω στην πλάκα της αγίας τράπεζας στον Άγιο Νικόλαο της Μηλέας:

☩ Θησηασθήριο τοῦ Ἁγίου Νηκολάου κὲ τῆς Ἁγήας Βαρβάρας·
ἡ ψάλοντες εὔχεσθε τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Στανήνα κὲ Πόθου,
ἡοῦ Σηράκου· ☩ Νηκήτας μαρμαρὰς ἀπὸ χόρα Μαήνης ☩

Εδώ ο Νικήτας υπογράφει με έκδηλη υπερηφάνεια, με την ιδιότητά του και τον τόπο καταγωγής του, αμέσως μετά τα ονόματα των αφιερωτών της τράπεζας.

Η τέχνη του Νικήτα δεν έχει να παρουσιάσει κάτι το εξαιρετικό, μέσα στο πλαίσιο της μαρμαρογλυπτικής της εποχής του. Ήταν ένας επαρχιακός τεχνίτης που δούλευε με επιμέλεια επάνω σε συνηθισμένα θέματα. Ο ίδιος όμως –και τούτο τον κάνει ξεχωριστό για την εποχή του– έτρεφε μεγάλη αυτοπεποίθηση για τις δεξιότητές του και την τέχνη του, πράγμα που δήλωνε υπογράφοντάς τα έργα του, ακόμα και στα πιο καθαγιασμένα σημεία μιας εκκλησίας, το τέμπλο και την αγία τράπεζα. Φαίνεται δε ότι απέκτησε και μαθητές, οι οποίοι συνέχισαν να εργάζονται με το δικό του ύφος, για ικανό χρονικό διάστημα.

Ο Νικήτας είναι γέννημα μιας περιόδου ξεχωριστής ακμής της Μάνης, κατά την οποία η περιοχή δεν έμοιαζε με τον απομονωμένο τόπο που γνωρίζουμε στους νεότερους χρόνους. Τον 11ο και τον 12ο αιώνα κτίζονταν δεκάδες εκκλησίες στους οικισμούς και την ύπαιθρό της, ορισμένες από τις οποίες αποτελούν μικρά κομψοτεχνήματα. Κτίτορές τους ήταν ντόπιοι Μανιάτες, οι οποίοι τις αφιέρωναν στα ιερά πρόσωπα που ευλαβούνταν, προσδοκώντας την επίγεια προστασία και τη μετά θάνατον σωτηρία. Η μορφή τους μαρτυρεί επαφές με την Αθήνα, περιφερειακό κέντρο της αρχιτεκτονικής της νότιας Ελλάδας, ενώ οι τοιχογραφίες τους παρακολουθούν τις σύγχρονες εξελίξεις της ζωγραφικής ακόμα και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη. Η Μάνη ήταν ανοικτή στον βυζαντινό κόσμο, χάρις στη θέση της στους θαλάσσιους δρόμους και μάλιστα σε εκείνον που συνέδεε τη Μικρά Ασία με την Κάτω Ιταλία, μέσω του οποίου ταξίδευαν πολλοί μοναχοί. Σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον ανδρώθηκε και δημιούργησε ο Νικήτας Μαρμαράς, και χρησιμοποίησε τη δύναμη του γραπτού λόγου –των επιγραφών– για να διαιωνίσει το όνομά του και τις προσδοκίες του.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ


Τον Νικήτα Μαρμαρά και τα έργα του εντόπισε ο βυζαντινολόγος Νικόλαος Δρανδάκης, ο πρωτοπόρος ερευνητής της βυζαντινής Μάνης, στις πολύχρονες περιοδείες του στην περιοχή. Ο ίδιος δημοσίευσε σειρά μελετών για τον Νικήτα· στον τόμο Βυζαντινά γλυπτά της Μάνης (έκδοση της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 2002) συγκεντρώνονται όλα τα έργα και η προηγούμενη βιβλιογραφία. Από εκεί προέρχονται οι φωτογραφίες που αναδημοσιεύουμε εδώ, με την ευγενική άδεια της καθηγήτριας Αναστασίας Δρανδάκη.

*

*

*