Εργοστάσιο τενεκέδων

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Η ζωή είναι ο εφιάλτης των ονείρων μας.

Το να χάνεις την δουλειά σου, είναι σαν να χάνεις την ζωή σου. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν ξέρεις αν υπάρχει άλλη. Κι αν υπάρχει, δεν ξέρεις αν είναι καλύτερη απ’ την προηγούμενη.

Το να ξεμένεις από δουλειά στην Αθήνα, είναι σαν να κολυμπάς με αλιγάτορα σε πισίνα. Και το να ψάχνεις για δουλειά, είναι «σαν να ρίχνεις ένα ροδοπέταλο στο Γκραντ Κάνυον και να περιμένεις ν’ ακουστεί ο αντίκτυπός του».

Όταν έχασα την δουλειά μου, φράκαρε η πόρτα απ’ τους λογαριασμούς, άδειασε το ψυγείο, δυο-τρία τσιγάρα στο πακέτο, η μηχανή στην ρεζέρβα και πήρα τους δρόμους ποδαράτο…

Έλειωσα σόλες. Χτύπησα πόρτες, «έφαγα πόρτα». Πείνασα, δίψασα, νύσταξα. Κοιμήθηκα σε λεωφορεία, σε τρόλεϊ, σε παγκάκια.

Κατέληξα σ’ ένα εργοστάσιο τενεκέδων στην Ιερά Οδό. Ούτε Ιερά μου φάνηκε ούτε Οδός όπως την περιγράφει ο Σικελιανός. Ένας κωλόδρομος πηγμένος στ’ αμάξια ήτανε, πυρακτωμένη άσφαλτος, και τα πόδια μου γεμάτα φουσκάλες και ξεπετσαλιασμένα δάχτυλα.

Κατέβηκα στο υπόγειο.

«Αυτή ’ναι η δουλειά, φιλαράκο!» μου ’πε ένας χλεμπονιάρης με γυαλιά και χαλασμένα δόντια, δείχνοντας το απέραντο εργοτάξιο: πάγκοι μακρόστενοι, ο ένας πλάι στον άλλον, κι από πάνω χτικιασμένα φώτα, σαν χαλασμένα αυγά ή κουτσουλιές άρρωστων πουλιών.

Ένα τσούρμο εργάτες, παραταγμένοι σαν μυρμήγκια, δούλευαν πυρετωδώς σιωπηλοί και ανέκφραστοι. Αν δεν γνώριζες, θα νόμιζες απ’ την σοβαρότητα των προσώπων και την μεθοδικότητα των κινήσεων, πως εδώ – στο σκυθρωπό και απόκρυφο τούτο υπόγειο – παρασκευάζεται από δυνάμεις μυστικές ένα νέο υπερόπλο.

Κάπου στο βάθος, κάποιος κατέβαζε έναν μοχλό κι έπεφτε μια στάμπα πάνω στον τενεκέ, λες και σφράγιζε το διαβατήριο της ανάγκης του για δουλειά.

Ανά δύο δευτερόλεπτα το ίδιο βιολί.

Θα τράβαγε αυτόν τον μοχλό ίσαμε 30 φορές το λεπτό. Επί εξήντα λεπτά, ίσον 1.800 φορές την ώρα. Επί οκτώ ώρες, ίσον 14.400 φορές στην βάρδια. Επί πέντε μέρες, ίσον 72.000 φορές την εβδομάδα. Επί τέσσερις εβδομάδες, ίσον 288.000 φορές τον μήνα. Επί έντεκα μήνες – αν αφαιρέσεις την άδεια και τις αργίες – ίσον 3.168.000 φορές τον χρόνο. Επί τριάντα χρόνια, ίσον 95.040.000 φορές στην ζωή του.

Χριστέ και Κύριε! Κάποιος άνθρωπος χρειάζεται να τραβήξει 95.040.000 φορές έναν μοχλό στην ζωή του για να ζήσει. Για να φάει ένα πιάτο φαΐ, για να μείνει σε μια γκαρσονιέρα, για να έχει μια τηλεόραση, ένα ψυγείο, ένα κρεβάτι και λίγες κουβέρτες. Για να περάσει μια στερημένη ζωή, που θα τον οδηγήσει, ενδεχομένως, σ’ έναν πρόωρο θάνατο.

Διερωτώμαι: γιατί να μην τραβήξει μόνον μία φορά – αντί για τον μοχλό – μια σκανδάλη και να τελειώνει μ’ αυτό το μαρτύριο;

Βρίσκει κάποιον ισχυρότερο λόγο να μην το κάνει απ’ το να το κάνει;

Μήπως θεωρεί πως δεν αξίζει ή δεν μπορεί να έχει τίποτα καλύτερο;

Μήπως είναι προσωρινά εδώ, δεχόμενος μιαν πρόσκαιρη ήττα, προκειμένου ν’ ανασυνταχτεί και ν’ αντεπιτεθεί, επιδιώκοντας μια τελειωτική νίκη;

Μήπως, αντιθέτως απ’ όσα εικάζω, αισθάνεται προνομιούχος για την απρόσμενη τύχη του να έχει δουλειά, όταν χιλιάδες άλλοι, μαζί κι εγώ, είναι άνεργοι;

Μήπως γυρίζει το βράδυ στο σπίτι του, ανοίγει την τηλεόραση, παραγγέλνει πίτσα, πίνει μπύρες και βλέπει το ματς, με μιαν απερίγραπτη ηδονή που δεν δύναμαι να συλλάβω;

Μήπως ενστικτωδώς γνωρίζει πως ό,τι κι αν κάνει, όσα κι αν παίρνει, όπου κι αν ζήσει, κάποτε θα πεθάνει, όπως κι εκείνοι που έχουν καλύτερη δουλειά, περισσότερα λεφτά και πιο άνετη ζωή;

Μήπως, λέω, αυτός ο απίθανος τύπος, ο τόσο φαινομενικά παραιτημένος, ξέρει εντέλει να εκτιμάει αυτό που έχει, αυτό που δύναται να έχει, αυτό που οι συνθήκες του επέτρεψαν να έχει;

Μήπως ρουφάει κάθε σταγόνα της ευτυχίας τού να είναι κανείς ζωντανός και να συνεισφέρει στην αέναη φορά του τροχού της ζωής, δρέποντας γι’ αυτήν του την πράξη όλη εκείνη την χαρά που εμείς οι υπόλοιποι, γυρεύοντας το περισσότερο και το παραπάνω, χάνουμε δίχως να το κατανοούμε, και για τούτο είμαστε τόσο ανικανοποίητοι και τόσο δηκτικοί απέναντί του;

Μήπως αυτό που θεωρούμε εμείς ως παραίτηση, αποτελεί την δική του νιρβάνα;

Μήπως είναι ένας βουδιστής μοναχός της καθημερινότητάς μας, κι εκείνος ο μοχλός είναι το εργαλείο της ασκήσεώς του;

Μήπως είναι ένας καμουφλαρισμένος άγιος, που παριστάνοντας τον απλό εργάτη του μόχθου προσπαθεί να μας διδάξει την εγκαρτέρηση και την σοφία;

Ανάθεμά με, αν βγάζω άκρη! Τον σκέφτομαι, όμως, το βράδυ όταν προσπαθεί να κοιμηθεί, με το χέρι του να κινείται πάνω-κάτω από συνήθεια, σαν να τραβάει και στον ύπνο του ακόμα έναν αόρατο μοχλό, καταδικασμένος ως άλλος Σίσυφος σ’ αιώνιο μαρτύριο, λες και πληρώνει σ’ αυτόν, κάποιο αμάρτημα που έπραξε σε κόσμο άλλον.

Ξάφνου ένα κουδούνι ακούστηκε, όπως οι σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας που έδιναν το σύνθημα: «Οι νεκροί να βγουν απ’ τους τάφους τους!» Τότε παράτησαν την δουλειά τους ταυτόχρονα, και με αδιανόητο συγχρονισμό έτρεξαν προς ένα κουβούκλιο και τρύπωσαν μέσα, όπως τα ποντίκια στην φάκα. Ξεκρέμασαν απ’ τον τοίχο κάτι πλαστικές τσάντες, τις άνοιξαν ταχυδακτυλουργικώς κι αρχίνισαν να μασουλάν με νευρική βουλιμία.

Ήταν η πολυπόθητη ώρα του διαλείμματος των δέκα λεπτών.

Οι οδοντοστοιχίες δούλευαν σαν έμβολα. Με το ’να χέρι έτρωγαν και με τ’ άλλο κράταγαν το τσιγάρο, για μερικές τζούρες στα κλεφτά μέχρι την επόμενη μπουκιά. Πώς κατάφερναν να τρων και να καπνίζουν συγχρόνως ήταν απίστευτο!

Ο στενός χώρος μύριζε μουρταδέλα, τυρί και καπνό. Αν δεν ήξερες τι συμβαίνει, θα νόμιζες πως κανίβαλοι τρώνε κρέας ανθρωπινό και τώρα γλείφουνε τα κόκαλα. Μάγουλα, παραφουσκωμένα απ’ το φαΐ, παρέπεμπαν σε πρωτογόνους. Το κέτσαπ έσταζε απ’ τα χείλη τους σαν αίμα. Οι αναθρώσκοντες του ντουμανιού καπνοί έμοιαζαν άχνα καζανιού που βράζει. Κι αυτή η κινητικότητα: ψάξε στην τσάντα για νερό, σάντουιτς και τσιγάρα, το πετάρισμα των χεριών, η συστροφή των σωμάτων, η εναλλαγή των εκφράσεων, θύμιζε αλλόφρονο χορό. Οσφραινόσουν χώμα υγρό και σάπια φύλλα, ζούγκλα εργασιακή.

Αίφνης το κουδούνι αντήχησε πάλι, όπως οι σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας, αλλά με το αντίστροφο σύνθημα: «Οι νεκροί να επιστρέψουν στους τάφους τους!» Και οι απίστευτοι αυτοί άνθρωποι βρέθηκαν, ως δια μαγείας, στις εγκαταλειφθείσες θέσεις τους, όπως θα γύριζαν οι σαρδέλες στο κουτί τους, και συνέχισαν την δουλεία τους, γιατί όπως και να το κάνουμε, «δουλειά» ένα τέτοιο πράγμα δεν το λες.

«Λοιπόν;» Με ρώτησε, κοιτώντας με χαιρέκακα, ο χλεμπονιάρης. «Είσαι μέσα;»

Τον κοίταξα, όπως κοιτάζεις ένα σκουλήκι πριν το λειώσεις κάτω απ’ την φτέρνα σου.

«Όχι!» φώναξα. «Εγώ είμ’ έξω!»

Κι ανεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλιά, πετάχτηκα στον δρόμο κι ανάπνευσα άπληστα τον ήλιο ώσπου πόνεσαν τα πνευμόνια μου, λες κι ήμουν τόσην ώρα κάτω απ’ το χώμα, και μόλις τώρα συνήλθα απ’ την νεκροφάνεια κι επιτέλους ξεθάφτηκα!

Σε μια βδομάδα μέσα, τ’ αποφάσισα. Πήγα στο ΚΤΕΛ και πήρα το λεωφορείο για Λευκάδα, αφήνοντας πίσω μου, οριστικά πλέον, εργοστάσια και τενεκέδες. Κι επιστρέφοντας, άφραγκος όπως ξεκίνησα, σαν τενεκές ξεγάνωτος στα πάτρια.

 

*

*