*
του ΓΙΑΝΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Το λεωφορείο στρίβει απότομα, μπαίνει στον επαρχιακό που κόβει το βουνό στη μέση. Όσοι κοιμούνταν ξυπνούν, λίγοι προλαβαίνουν να δουν τις σκιές που διασχίζουν τον αυτοκινητόδρομο βιαστικά, φωτισμένες από τις λάμπες της εθνικής. Κυνηγοί, ξυλοκόποι ή ίσως κάποιοι που βγήκαν στον κόσμο μέσα από την κοιλιά ενός φορτηγού, μισοπεθαμένοι από τη δίψα. Αυτοί που τους είδαν τους ξεχνούν σχεδόν αμέσως.
Μετά την έξοδο από τον αυτοκινητόδρομο ο δρόμος στενεύει και γίνεται ανηφορικός, αλλά ο οδηγός δεν κατεβάζει ταχύτητα. Μερικοί άντρες στη γαλαρία γελάνε, σχεδόν υστερικά. Αυτοί δεν αποκοιμήθηκαν ποτέ, και εκείνη ξυπνά τελευταία, έτσι της φαίνεται, από τα γέλια τους. Γύρω της σκοτάδι· κάποιος στη γαλαρία λέει μια ιστορία. Έχει φτιάξει ακροατήριο, μια ομάδα από άντρες έχουν συγκεντρωθεί γύρω του, μερικοί μάλιστα που κάθονταν μπροστά του έχουν σκαρφαλώσει στις θέσεις τους σαν μαθητές δημοτικού και τον ακούνε. Τον ανέβασαν στο λεωφορείο, στη μέση του πουθενά, είδαν το κασκόλ, για αυτό… Η συνέχεια της ιστορίας διακόπτεται από γέλια, σκουντήματα, αγγίγματα. Κορυφώνεται με τον φαρσέρ που την διηγείται να σπρώχνει βίαια το κεφάλι ενός από τους συνταξιδιώτες του πάνω στον καβάλο του. Εκείνος γελάει με αυτό που παθαίνει αλλά οι μυς του προσώπου του συσπώνται έντονα. Η ιστορία της είναι γνώριμη, είναι ένα γηπεδικό παραλήρημα. Ταυτόχρονα νιώθει ότι την ακούει για πρώτη φορά, ίσως επειδή εκείνος που αφηγείται την ξύπνησε και, ενώ τραβάει τα μαλλιά του φίλου του, κοιτάζει τις γάμπες της.
Τα λόγια του σβήνει ένας λαρυγγικός ήχος πίσω της, εκεί συγκεντρώνει την προσοχή της τώρα. Από τη χαραμάδα ανάμεσα στα καθίσματα βλέπει έναν παχύσαρκο άντρα να παλεύει με την φωνή του. Η μάχη του με τον ήχο που βγαίνει από τον λαιμό του φαίνεται χαμένη. Δεν μπορεί να ελέγξει το τικ του· παρόλα αυτά προσπαθεί. Το πουκάμισό του έχει μικρές λίμνες από ιδρώτα στο στήθος, στην κοιλιά, στις μασχάλες. Έχει ανοίξει το τραπεζάκι για το φαγητό και, για να δημιουργήσει έναν αντιπερισπασμό απέναντι στη φωνή του, χτυπάει με τα χοντρά του δάχτυλα μια την επίπεδη πλαστική επιφάνεια και μια το βαθούλωμα για το ποτήρι.
Πιο πίσω, ένας ζαρωμένος γέρος, με αυτιά που ξεχωρίζουν σαν σαλιγκάρια γύρω από το στρογγυλό του πρόσωπο, ανοίγει μια σακούλα και αρχίζει να μασάει κάτι. Στον χώρο αναδύεται μυρωδιά από πρόβειο τυρί. Ο νεαρός που κάθεται δίπλα του τον επιπλήττει· βρώμισε όλο τον χώρο. Εκείνη ανασαίνει βαθιά, αγκιστρώνει το βλέμμα της στον γέρο. Παρατηρεί ότι οι τρίχες στα αυτιά του έχουν σχηματίσει κάτι που μοιάζει με βαμβάκι. Κόβει ένα κομμάτι τυρί και συνεχίζει το γεύμα του, ατάραχος. Η μυρωδιά απλώνεται σε όλο το λεωφορείο. Ο νέος άντρας που κάθεται δίπλα του φοράει τα ακουστικά του και στριφογυρίζει στη θέση του δυσαρεστημένος. Ο γέρος τρώει σιωπηλά, ανόρεχτα, σαν να προσπαθεί να βρει τη γεύση. Οι άντρες στη γαλαρία έχουν σταματήσει να μιλούν, αλλά αυτός που έλεγε την ιστορία εξακολουθεί να την κοιτάει επίμονα. Το πρόσωπό του σκληραίνει και, αστραπιαία, γίνεται γελαστό. Ψιθυρίζει κάτι στο αυτί εκείνου που κάθεται διπλά του.
Στον ουρανό δεν φαίνεται ούτε ένα αστέρι. Πυκνά σύννεφα τρέχουν στο σκοτάδι. Το λεωφορείο κάνει σπειροειδείς κινήσεις μέσα στο βουνό με μεγάλη ταχύτητα. Κάποιοι που κάθονται πίσω αρχίζουν να παραπονιούνται· λένε ότι βγαίνει καπνός από την μηχανή. Ο οδηγός δεν απαντά, συνεχίζει να οδηγεί. Μυρίζουν λάδια, φωνάζει ένας. Ο καπνός φτάνει μετά από λίγο και σε εκείνη, και σε όλους όσοι κάθονται στα μπροστινά καθίσματα. Κάποιος πλησιάζει το κουβούκλιο του οδηγού, για να παραπονεθεί. Σε λίγο φτάνουμε, λέει αυτός, και τον διώχνει. Σταδιακά κατεβάζει ταχύτητα στις στροφές, αλλά στο εσωτερικό εξακολουθούν να πυκνώνουν οι καπνοί. Καίει λάδια η μηχανή, μην ανησυχείτε. Μια φωνή ακούγεται, θα πεθάνουμε εδώ μέσα, σταμάτα το λεωφορείο. Ο οδηγός υποχωρεί στις διαμαρτυρίες, αλλά τους υπενθυμίζει ότι πρέπει να βρει άνοιγμα, δεν μπορεί να σταματήσει πάνω στον επαρχιακό. Μερικοί από εκείνους που κάθονται μπροστά αντιδρούν στα παράπονα των φοβισμένων, θέλουν να φτάσουν στον προορισμό τους, δεν είναι κάτι λίγος καπνός.
Σύντομα οι αναθυμιάσεις γίνονται αφόρητες για όσους κάθονται πίσω. Όλοι συγκεντρώνονται στις μπροστινές θέσεις όπου ο καπνός είναι λιγότερο πυκνός. Οι φωνές σε βάρος του οδηγού πληθαίνουν. Τους ζητάει να κάνουν υπομονή. Οι αναθυμιάσεις προκαλούν δύσπνοια και βήχα. Κάποιος φωνάζει, αν κοιμόμουν μπορεί να λιποθυμούσα, να πέθαινα. Υστέρα από λίγο σιωπή. Δεν μιλάει κανένας, όλοι περιμένουν. Επιτέλους εμφανίζεται ένα άνοιγμα στον δρόμο, μια μικρή αλάνα με ένα παγκάκι χτισμένο στην άκρη του γκρεμού. Το λεωφορείο μπαίνει στο πλάτωμα. Τα ζεσταμένα φρένα ατμίζουν και το σώμα του για μια στιγμή σχεδόν αγγίζει το έδαφος, σαν να υποκύπτει στιγμιαία στο βάρος του. Επιτέλους το όχημα ακινητοποιείται και οι επιβάτες κατεβαίνουν στοιχισμένοι. Μερικοί ζητούν επίμονα από τον οδηγό να ανοίξει την κοιλιά του λεωφορείου και να τους δώσει τις αποσκευές τους.
Βαλίτσες λερώνονται στο στεγνό χώμα. Στο σκοτάδι αχνίζουν χνώτα και ανάβουν τσιγάρα. Θα περιμένουν, δεν ξέρουν πόση ώρα, θα περιμένουν. Κάποιοι λένε ότι έχουν υποχρεώσεις που δεν μπορούν να αναβληθούν. Έχουν βγάλει τα κινητά τους, παίρνουν τηλέφωνα και εξηγούν την κατάσταση σε συγγενείς και φίλους. Ψάχνουν μέσο για να φύγουν από την άκρη στην οποία ξέμειναν. Ο γέρος στέκεται στην μέση του σπασμένου κύκλου που έχουν δημιουργήσει και συνεχίζει να τρώει. Ο άντρας που στέναζε κάθεται στο παγκάκι στην άκρη του γκρεμού και κουνάει το κεφάλι του νευρικά. Το πουκάμισό του έχει μουλιάσει από τον ιδρώτα. Μερικές γυναίκες θέλουν οπωσδήποτε να κατουρήσουν, ψάχνουν μια κρυψώνα. Στο τέλος μια ασπρομάλλα με αγαθό πρόσωπο εντοπίζει μια πυκνή συστοιχία από σφενδάμια που μπορεί να τις κρύψει. Τα δέντρα εκεί είναι τόσο πυκνά φυτεμένα ώστε μοιάζουν με σώματα σφιχτά δεμένα, εντελώς ακίνητα. Πάνω από το έδαφος τα κλαδιά τους δημιουργούν υπέροχα ακανόνιστα σχήματα, μοιάζουν με κύματα που έχουν παγώσει χωρίς να εκτονώσουν την ενέργειά τους πουθενά. Εκεί, στη θάλασσα των δέντρων κρύβονται η μία λίγα μέτρα μακριά από την άλλη. Ανάμεσά τους βρίσκεται και εκείνη που φαντάζεται τον εαυτό της ως την αρχή, την αιτία αυτής της ιστορίας που ξεκίνησε τη στιγμή που ξύπνησε και ακόμα δεν έχει τελειώσει. Κατεβάζουν συγχρονισμένα τα παντελόνια τους ή τα εσώρουχα από τις φούστες τους. Ένας από τους άντρες στη γαλαρία, αυτός που τον άγγιξαν χωρίς να το θέλει, πλησιάζει το άνοιγμα. Τι κάνεις εδώ, εδώ δεν πλησιάζουν άντρες φωνάζει μια από αυτές αγριεμένα και εκείνος απομακρύνεται με ένα σκοτεινό χαμόγελο.
Βγαίνει τελευταία από το άνοιγμα. Τα πόδια της έχουν γεμίσει χώμα. Τα πρόσωπα των επιβατών στην αλάνα φωτίζονται μόνο από τις οθόνες των κινητών τους. Ανά διαστήματα περνούν και κάποια αυτοκίνητα· οι οδηγοί επιβραδύνουν, ρίχνουν τους προβολείς πάνω τους, κοιτάζουν με περιέργεια τους ανθρώπους που έχουν συγκεντρωθεί γύρω από το λεωφορείο. Αυτοί τρώνε, πίνουν νερά, καπνίζουν, ανταλλάσσουν κουβέντες και χαμογέλα, ξύνονται νευρικά, παρατηρούν τους άλλους γύρω τους ανήσυχοι. Όταν ένα αυτοκίνητο περνάει μπροστά τους, επιδίδονται σε αυτές τις πράξεις με πολλή επιτήδευση, για να διασκεδάσουν το βλέμμα των παρατηρητών τους· μοιάζουν τότε με θίασο ή ποδοσφαιρική ομάδα που κάνει ζέσταμα. Όταν μένουν πάλι μόνοι, βασικό θέμα συζήτησης γίνεται η βλάβη του λεωφορείου, την κουβεντιάζουν με βεβαιότητα ειδικών, ξετυλίγουν το μυστήριο. Προσπαθούν να συμβουλεύσουν τον οδηγό που εξετάζει την μηχανή σκεπτικός. Μετά από περίπου δέκα λεπτά αυτός κλείνει αποφασιστικά το πλαστικό άνοιγμα όπου αναπαύεται η μηχανή. Δεν έχει καταλάβει τίποτα μάλλον αλλά αποφαίνεται ότι η ζημιά δεν είναι τόσο μεγάλη. Προτείνει σε όλους να ανέβουν στο λεωφορείο και να κάνει μια παράκαμψη, να οδηγήσει μέχρι την πλησιέστερη κωμόπολη και να ζητήσουν βοήθεια εκεί. Εκείνη μπαίνει πρώτη στο λεωφορείο και οι περισσότεροι την ακολουθούν. Λίγοι επιμένουν να μείνουν κάτω, δεν θέλουν να ξανανέβουν. Έχουν συνεννοηθεί, κάποιος θα έρθει να τους πάρει.
Η μηχανή παίρνει μπροστά και το λεωφορείο απομακρύνεται προσεκτικά από την αλάνα. Μετά από λίγα χιλιόμετρα στον στενό επαρχιακό δρόμο σταματάει σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ, στα σύνορα με την κωμόπολη. Οι επιβάτες κατεβαίνουν ξανά από την σκάλα άναρχα, κουρασμένοι, χωρίς να πουν κουβέντα και χωρίς τις βαλίτσες τους. Για λόγους οικονομίας τα φώτα των δρόμων είναι σβηστά. Δεν βλέπουν τίποτα, κάποιοι βγάζουν τους φακούς από τα κινητά τους για να δουν, να μην σκοντάψουν πουθενά. Τα ρολά από τα μαγαζιά είναι κατεβασμένα και τα παντζούρια των σπιτιών σφαλιστά. Μόνο από μια γωνία στην άκρη του δρόμου διακρίνεται φως, προς αυτό κατευθύνεται η πομπή. Είναι η τηλεόραση μιας καφετέριας· ακόμα ανοιχτή, παίζει ένα χθεσινό ποδοσφαιρικό ματς χωρίς ήχο. Οι επιβάτες μπαίνουν μέσα κατάκοποι και καταλαμβάνουν τα περισσότερα τραπέζια. Δυο άντρες που παίζουν μπιλιάρδο σταματούν και ψιθυρίζουν ο ένας στον άλλον. Έχουμε γεμίσει, λέει δυνατά ο ένας από τους παίχτες, και χτυπάει με δύναμη τη λευκή μπάλα που αναπηδάει με κρότο σε ένα από τα τοιχώματα του μπιλιάρδου, πριν αναπαυτεί πάλι στο ξεθωριασμένο πράσινο ύφασμα. Ο ιδιοκτήτης που καθόταν πίσω από την μπάρα του μαγαζιού μισοκοιμισμένος ξυπνάει, του βάζει τις φωνές, δες τι φοράνε ρε, θα μου γαμήσεις και την τσόχα. Φωνάζει την σερβιτόρα, ένα νέο κορίτσι με μεγάλο στήθος, που κάθεται σε μια γωνία και κοιτάζει το κινητό της, να τους πάρει παραγγελία. Πλησιάζει πρώτα αυτήν που νιώθει ότι κάποιος θα την κατηγορήσει για αυτή την ιστορία. Κάθεται σε ένα μικρό τραπέζι μαζί με τον γέρο. Η σερβιτόρα έχει διάθεση να μιλήσει, να χαζολογήσει μαζί της. Όταν την ρωτάει χαμογελαστή τι θα πάρει, την πιάνει με δύναμη από τον καρπό, για να συνέλθει, να καταλάβει πού βρίσκεται, και της δίνει την παραγγελία της.
Εν τω μεταξύ, η παρέα της γαλαρίας επανασυστήνεται διευρυμένη. Κάθονται στο κεντρικό τραπέζι, που χωράει πάνω από δέκα άτομα και λένε αστεία. Μαζί τους και ο οδηγός. Οι υπόλοιποι επιβάτες εξαντλημένοι παραδίδονται στον ρυθμό τους. Από αυτό το τραπέζι παίρνει παραγγελία ο ιδιοκτήτης, μορφάζοντας και δυσανασχετώντας όπως κάποιος τον οποίον διέκοψαν σε μια πολύ προσωπική στιγμή. Πεινάνε σαν λύκοι, θα φάνε ό,τι υπάρχει στο μαγαζί. Ο ιδιοκτήτης δίνει με μισόλογα τις παραγγελίες τους στην σερβιτόρα που έχει αρχίσει εν τω μεταξύ να φτιάχνει ποτά και καφέδες, και πηγαίνει στην κουζίνα για να ετοιμάσει ο ίδιος το φαγητό. Ενώ οι επιβάτες καταβροχθίζουν κατεψυγμένες τηγανιτές πατάτες και κρέατα που επιπλέουν σε μια νερουλή σάλτσα, ο οδηγός του πιάνει κουβέντα για τα συνεργεία της πόλης. Συζητούν για λίγη ώρα ψιθυριστά. Ο ιδιοκτήτης επιστρέφει στον πάγκο του και ο οδηγός ανακοινώνει στους επιβάτες ότι το λεωφορείο θα επισκευαστεί το πρωί, όσοι θέλουν να φύγουν μόνοι τους μπορούν, αλλά δεν χρειάζεται, σε τρείς ώρες ξημερώνει. Σκόρπιες αδύναμες φωνές τον καταριούνται, θα τον καταγγείλουν κι αυτόν και την εταιρεία. Σε λίγο σβήνουν, θέλουν απλώς να φύγουν.
Λίγο πριν ξημερώσει μια παρέα από κυνηγούς με λασπωμένες μπότες και βρώμικες κυνηγετικές στολές μπαίνουν στην καφετέρια. Αφήνουν τα όπλα τους στην είσοδο, δίπλα στα μπουφάν των ταξιδιωτών. Παραγγέλνουν από τον μαγαζάτορα καφέ και πρωινό. Συζητούν για το κυνήγι, τι έπιασαν σήμερα. Τα τραπέζια είναι γεμάτα άδεια σερβίτσια, κάποιοι κοιμούνται, άλλοι βλέπουν αποχαυνωμένοι τηλεόραση, η σερβιτόρα έχει φύγει, κανείς δεν μιλάει. Από μακριά ακούγεται η φωνή του άντρα που σχεδόν πνίγεται με το σάλιο του, ανασαίνει βαθιά και, εξαντλημένος, συνεχίζει.
*
*
