Αναλογισμοί για την παρούσα κατάσταση του κόσμου

*

Ι

Τόσα και τόσα εκπληκτικά έχουν χαθεί
που για τα πλήθη θαύματα φαντάζαν
αλώβητα απ’ τους κύκλους της σελήνης
που τα κοινά και τα μικρά σκορπούν. Νά εκεί
μες σε μαρμάρινα και χάλκινα στολίδια
στεκόταν ένα ξόανο απ’ αρχαία ελιά,
πια η ελεφάντινη θεά πάει του Φειδία,
παν και τα ολόχρυσά τζιτζίκια στα μαλλιά.

Νέοι παιχνίδια είχαμε ωραία κι εμείς·
αρχές αδιάφορες για εγκώμια και ψόγους,
ρεγάλα κι απειλές· ζέση ικανή να λειώσει
σαν ήλιος το κερί κάθε αδικία της γης·
λέγαμε η γνώμη η κοινή θέλει καιρό
για να μας κρίνει, όμως θα ωριμάσει.
Τι ιδέα λαμπρή η ιδέα μας πως πια έχουν λείψει
μπράβοι, κακούργοι και ζαβοί απ’ τον κόσμο αυτό.

Ξεδοντιασμένοι ξαφνικά, γυμνοί διαμιάς
κι όλη η φριχτή στρατιά τους για το θεαθήναι·
τι κι αν υνιά δεν γίναν τα κανόνια ώς τώρα;
δεν βλάπτει, πίστευαν βουλή και βασιλιάς,
λίγο μπαρούτι πού και πού, χαρά στο πράμα,
για να ξεσκάν κι οι καημένοι οι σαλπιγκτές.
Μα και των ίππων της φρουράς μπορεί έτσι κάπως
να ξεμουδιάσουνε οι νυσταλέες οπλές.

Τώρα τις μέρες μας δράκοι τις κατοικούν,
διαρκώς στον ύπνο μας καλπάζουν εφιάλτες:
μες στο μεθύσι του μια μάνα ένας στρατιώτης
σφάζει στην πόρτα της και δεν τον ενοχλούν·
ιδρώνει η νύχτα από τον τρόμο όσο και πριν,
προτού συλλάβουμε την υψηλή θεωρία
περί ειρήνης που εφεξής το παν θα διέπει,
σαν τις νυφίτσες μες στον λάκκο ούτως ειπείν.

Αυτός που βλέπει τα σημάδια και τυφλά
στην ημιπλάνη δεν βουτά μιας κούφιας νάρκης·
αυτός που ξέρει ότι απ’ τα έργα μας κανένα
δεν διαρκεί, όση προσπάθεια και δουλειά,
όσα λεφτά κι υγείες κι αν χαραμιστούν,
αφού καμιά τιμή ή μνημείο δεν αντέχει,
παρηγοριά έχει μια μονάχα: οι θρίαμβοι όλοι
στης μοναξιάς το φάσμα πάνω ναυαγούν.

Κι ωστόσο, την παρηγοριά πού να τη βρεις;
Ερωτευόμαστε εκείνο που πεθαίνει,
τι άλλο να ειπωθεί; Στη χώρα αυτή μια μέρα,
το ’χεις κι εσύ σκεφτεί κι ας μην τ’ ομολογείς,
φανατισμένα χέρια, χέρια εμπρηστικά
στη ρημαγμένη Ακρόπολη φωτιά θ’ ανάψουν,
την ελεφάντινη θεά θα κομματιάσουν,
θα ξεπουλήσουν τα τζιτζίκια τα χρυσά.

ΙΙ

Μόλις της Φούλλερ οι χορεύτριες απ’ την Κίνα
τα πέπλα ανέμισαν τ’ αστραφτερά
ήταν σαν να ’πεσε ένας δράκοντας του αέρα
ανάμεσά τους και τις τίναξε μακριά,
δρόμο ν’ ανοίξει να διαβεί η οργή του πέρα·
Έτσι το Έτος το Πλατωνικό
πέρα τινάζει κάθε νέο μας λάθος και σωστό
και ξαναφέρνει τα παλιά από την αρχή·
όλοι οι άνθρωποι είναι χορευτές:
ακούν του γκονγκ τη βάρβαρη κλαγγή.

III

Κάποιος μοραλιστής ή μυθολόγος υμνωδός
παρομοιάζει την ψυχή τη μοναχή με κύκνο·
εμένα αυτό μου αρκεί,
μου αρκεί ο καθρέφτης ο θολός
που πάνω του, πριν η λιγόζωη σπίθα σβήσει,
το ίνδαλμά της συγκρατεί·
φτερά μισάνοιχτα πριν απ’ την πτήση,
το στήθος φουσκωτό, κι εκείνη
να παίζει ή να καλπάζει
με τους ανέμους που βοούν: η νύχτα πλησιάζει.

Μες στους κρυφούς του λογισμούς κανείς
χάνεται στον λαβύρινθο που έχει κατασκευάσει
της τέχνης, της πολιτικής·
ένας πλατωνιστής διατείνεται ότι κι εκεί ακόμα
όπου το σώμα αφήνουμε και το επιτήδευμά μας,
η αρχαία συνήθεια μένει
κι ότι αν πεθαίναν τα έργα μας
η ανάσα όταν πεθαίνει
αυτός ο θάνατος θα ήταν ευτυχής,
γιατί ο θρίαμβος χαλάει τη μοναξιά μας.

Του κύκνου η ύψωση στον έρημο ουρανό:
παροξυσμό μου προκαλεί
η εικόνα αυτή, μια λύσσα ν’ αφανίσω
όσα με μόχθο έχτιζα όλη μου τη ζωή,
ακόμη κι όσα έτυχε ημιτελή ν’ αφήσω·
ω να επουλώσουμε κάθε πληγή
ονειρευτήκαμε του ανθρώπου,
μα τώρα που φυσάει βοριάς
ήρθαμε στα σωστά μας –
ήμασταν θεοπάλαβοι κι εμείς και τα όνειρά μας.

IV

Εμείς, που μια επταετία πιο μπροστά
όλο μιλούσαμε γι’ αλήθεια και τιμή,
πια κορδωνόμαστε με λόγια τσιριχτά
που ’χουμε δόντια σαν νυφίτσα πονηρή.

V.

Ελάτε τους μεγάλους να χλευάσουμε
που σήκωσαν το χρέος το βαρύ,
που μόχθησαν, που ίδρωσαν πολύ
μνημείο για να υψώσουνε κι αψήφησαν
τον άνεμο τον ισοπεδωτή.

Ελάτε τους σοφούς να τους χλευάσουμε,
με μάτια πονεμένα και θολά
σκυφτοί γεράσαν πάνω στα χαρτιά,
των εποχών τον κύκλο δεν αντίκρισαν,
τον ήλιο τώρα βλέπουν μοναχά.

Τους αγαθούς ελάτε να χλευάσουμε
που φανταστήκαν πως χαρά
και φάρμακο ίσως για την μοναξιά
πρόκειται νά βρουν μες στην καλοσύνη:
ο άνεμος στρίγκλισε – που να ’ναι πια;

Τους χλευαστές είν’ ώρα να χλευάσουμε:
εμπρός στη θύελλα για τους σοφούς,
για τους μεγάλους, για τους αγαθούς
δεν θα κουνούσαν ούτε δαχτυλάκι –
στην ίδια χλεύη βράζουμε μ’ αυτούς.

VI

Βία στους δρόμους: βία αλόγων· κάτι λίγα
έχουν ωραίους αναβάτες και γιρλάντες
να τους κοσμούν το ντελικάτο αυτί ή τη χαίτη,
μα απ’ τους πολλούς τους γύρους εξουθενωμένα
όλα σωριάζονται, και το κακό παίρνει κεφάλι:
οι κόρες της Ηρωδιάδος επιστρέψαν,
μόλις ο αέρας κουρνιαχτό σηκώσει τότε
βρόντος ποδιών, σάλος εικόνων, τον σκοπό τους
τον συνεπαίρνει ένας λαβύρινθος ανέμου·
κι άμα τολμήσει χειρ τρελή ν’ αγγίξει κόρη
όλοι τους κρώζοντας οργίλα ή λιγωμένα
στρέφουν στον άνεμο, γιατί τυφλοί είν’ όλοι.
Μα τώρα πέφτει ο άνεμος, καθίζει η σκόνη·
και, ιδού, περνά φυρόμυαλος και γουρλομάτης
κι έχει αχυρένια του σκεπή μι’ αστεία περούκα
ο Ρόμπερτ Άρτισσον, εκείνο το θρασίμι,
κι η ερωτοχτυπημένη Κύτλερ τού προσφέρει
κόκκινα χτένια πετεινού, πτίλα ταώνος.

W. B. YEATS
Μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη

Γραμμένη το 1919, η ποιητική αυτή σύνθεση του Γέητς έφερε αρχικά τον τίτλο «Thoughts upon the Present State of the World». Στις σημερινές εκδόσεις απαντά με τον οριστικό της τίτλο: «Nineteen Hundred and Nineteen».

~.~

*