Day: 30.12.2023

Η «Νύχτα Χριστουγέννων» του Γκόγκολ

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Στην περίφημη, εύθυμη κι ιδιαίτερη «Νύχτα Χριστουγέννων» του Γκόγκολ, που βρίσκεται στην πρώτη συλλογή διηγημάτων που εξέδωσε, σε δύο μέρη το 1831 και το 1832, μόλις στα 23 του χρόνια (Βραδιές στο μετόχι κοντά στη Ντικάνκα) παρελαύνει, όπως άλλωστε και σε όλη τη συλλογή του, ένα πλήθος λαογραφικών και ηθογραφικών στοιχείων της ιδιαίτερης πατρίδας του, παρουσιασμένο μέσα από ζωντανούς μύθους, θρύλους και παραδόσεις, δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις  της λαϊκής ψυχής του τόπου του. Κι όλα αυτά γραμμένα με έναν ξεχωριστό κωμικό τρόπο, που γοητεύει ακόμη ως σήμερα.

Με το ξεκίνημα του διηγήματος, καθώς την παραμονή των Χριστουγέννων ανεβαίνει στον ουρανό το φεγγάρι, λίγο προτού βγουν στους δρόμους του χωριού τα παλικάρια κι οι κοπέλες να πουν τα κάλαντα, έτσι απλά και φυσικά πετιέται από μια καμινάδα μια μάγισσα καβάλα στο σκουπόξυλό της και ξεκινάει το ταξίδι της στον νυχτερινό ουρανό. Ο συγγραφέας συνεχίζει λέγοντας πως η σχεδόν αόρατη μέσα στη σκοτεινιά μάγισσα μόνον από τον πρόεδρο της τοπικής κοινότητας, που «ξέρει πόσα ακριβώς γουρουνόπουλα γεννάει η γουρούνα της κάθε χωριάτισσας, πόσο λινό βρίσκεται στο σεντούκι της», δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, αλλά αυτός δεν έτυχε να περνάει από κει.

Σε λίγο, στον ουρανό βγαίνει κομήτης ο Διάβολος, ο οποίος αφού παίξει σαν τόπι το φεγγάρι, το κρύβει μες στην τσέπη του. Ο λόγος που προβαίνει σε μια τέτοια πράξη είναι γιατί θέλει να εκδικηθεί τον σιδερά Βακούλα, ένα γερό, δυνατό και θεοφοβούμενο παλικάρι του χωριού, που η ζωγραφική του ικανότητα αποτύπωσε τον ίδιο τον διάβολο στον νάρθηκα της εκκλησίας, κατά την Δευτέρα Παρουσία να εξοστρακίζεται από την Κόλαση και να τον κυνηγούν και να τον δέρνουν όλοι οι πρωτύτερα αμαρτωλοί. Έτσι λοιπόν την τελευταία αυτή νύχτα του χρόνου που του έμενε να τριγυρίσει στον κόσμο, αποφάσισε να εκδικηθεί τον Βακούλα, ο οποίος με τέτοια σκοτεινιά –πίσσα-σκοτάδι– δεν θα μπορούσε να πάει να βρει την αγαπημένη του Οξάνα, που του έχει πάρει το μυαλό (αν κι αυτή τον αποδιώχνει περιφρονητικά, όπως και κάθε άλλο υποψήφιο γαμπρό). (περισσότερα…)

Ρεμπελίνα, 1947-2023 [3/3]

*

της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

[  Συνέχεια από το Δεύτερο Μέρος. Το Πρώτο μέρος εδώ. ]

~.~

Αναταραχή φύλου:
Μια ορθόδοξη ουσιοκρατική στο τρίτο κύμα

Η διεκδίκηση μιας θηλυκής ταυτοτικής θέσης και γραφής διά την αποδοχή της ετερότητας δεν συνεπάγεται, σ’ αυτού του τύπου την προσέγγιση, μισανδρικές θέσεις, αλλά αντίθετα μια διϋποκειμενική επαφή στηριγμένη στην αποδοχή του Άλλου στην ισοτιμία της διαφοράς του:

Καιρός να συναντηθούν
ο άνδρας και η γυναίκα
σε μιαν Άνοιξη
που τους χωρά και τους δύο
μέσα στην ξεχωριστή ομορφιά τους.

(στο Τουμαζή Ρεμπελίνα και Σαββίδου Θεοδούλου, 2015, 40)

Μπροστά στη δημοφιλία θεωριών του μεταδομισμού στο σύγχρονό της περιβάλλον, με ιδιαίτερη αναφορά στο έργο της Τζούντιθ Μπάτλερ (ενδ. 1990), με αφορμή τη δημοσίευση του κειμένου μου «Μια δική τους λογοτεχνία; Γυναικεία γραφή: Μύθοι και πραγματικότητες»,[1] το οποίο, στην πρώτη του μορφή, που εκφωνήθηκε το 2017, προκάλεσε συζητήσεις και σεξιστικές αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους στην Κύπρο, με σχετικό βωμολοχικό «ποίημα», μάλιστα, που γράφτηκε από μείζονα ποιητή της γενιάς της Ανεξαρτησίας και το οποίο βρίσκεται στο αρχείο της συγγραφέα Μυρτώς Αζίνα, η οποία μου το εκμυστηρεύτηκε, έπειτα το θεωρητικό μου σεμινάριο «Το θέατρο του εαυτού: Φύλο και Eπιτελεστικότητα» για την Μπάτλερ στο πλαίσιο της ΣΕΖΟΝ (18 Απριλίου 2019), η Ρεμπελίνα κλονίζεται:

Επειδή ανήκω στη δεύτερη εποχή [φεμινισμού], δεν ξέρω ακόμα πολλά πράγματα για την τρίτη, την τωρινή, τη δική σας. Έχω μια έντονη εντύπωση […] ότι κεντρική φυσιογνωμία στη νέα ματιά που επικρατεί σήμερα είναι η Judith Butler. Έχω να ξανασκεφτώ μερικά πράγματα, λαμβάνοντας υπόψη αυτή την προβληματική ανάμεσα στην ουσιοκρατία και την περφόρμανς όσον αφορά τη γυναικεία ταυτότητα… Μου φαίνονται ξένα όλα αυτά.[2]

Μέσα μου παλεύουν οι έννοιες διαφορά, αφήγηση, επιτέλεση. Η Irigaray, η Cixous, η Antoinette Fouque και η Butler. Τα φύλα και οι πολιτισμικές κατηγορίες που τα βεβαιώνουν ή τα αμφισβητούν. Η «ουσία» και η «παραστατικότητα». Παρ’ όλη την ηλικία μου τίποτα δεν έχει λυθεί και δεν έχει οριστικά απαντηθεί μέσα μου.[3] (περισσότερα…)