*
I
Κι ο τόπος απέμεινε αναλφάβητος: δίχως πάθη. Και το παιδί σιγομουρμουράει κλαυθμούς των κολασμένων. Λέξεις που δεν μπορούν ν’ αφυπνίσουν τίποτα πια. Παίζει μ’ αυτό το σπασμένο αλφαβητάρι, παίζει με την απώλεια της ψυχής: εκ βαθέων, Κύριε· επί υδάτων πολλών. Σαν το τράβηγμα των νερών απομακρύνεται η Πόλη, ο αντίλαλος του ανθρώπου, αυτός ο κρότος που ξεσπά σαν καταιγίδα στους κορμούς και τα κλαδιά, ο κρότος της ψυχής που σπάει. Η Πόλη, ένας κρότος που ξεχάστηκε, άθυρμα στα χέρια του παιδιού.
II
Επί υδάτων πολλών Σε είδα, Κύριε, μες στο σκοτάδι να διαιρείς την αγωνία. Κ’ είπες αυτό είναι το σώμα μου. Κ’ υπήρχε φως που να το δούμε δεν μπορούσαμε, μονάχα να το αγγίξουμε, απόλυτο και άγριο σαν την προβιά του ζώου. Αυτό είναι το αίμα μου.
III
Αγαπήσαμε σαν πυρπολημένα κάστρα και σαν το στομωμένο σπαθί, πάλι και πάλι στον τροχό των βράχων τα ονόματά μας, αναλωθήκαμε για πάντα. Τώρα που στέρεψε η κοίτη της απόγνωσης κι ο δρόμος μακρύς, τώρα που η αθωότητά μας έσπασε απ’ το τέντωμα σαν τη χορδή, τώρα που σώπασαν οι κρότοι των γενηθήτω, ας μας αριθμούν με τους πρακτικούς αυτού του κόσμου.
IV
Ο τόπος επάνω στο αμόνι, ο τόπος πυρακτωμένο σίδερο που αντιδονεί απ’ του Σιδηρουργού τον έρωτα. Βιγλάτορες τα κυπαρίσσια, στο μέτωπό τους φώλιασε η έγνοια, σταθερά τον πόλεμο αφουγκράζονται, την τρομερή πάλη Θεού κι ανθρώπου. Όποιος εδώ δε φοβηθεί, ολόκληρος κι ανένδοτος όποιος ορμήσει, χίλιες φορές θα τεντωθεί, δίχως αρμός να σπάσει· χίλιες πάλι θα κοιλοπονά, δίχως να γεννήσει.
Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ
*
