Ανδρέας Καπελλάνος, Περί έρωτος

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το σύγγραμμα στο οποίο η χειρόγραφη παράδοση αποδίδει συχνά τον τίτλο De amore (Περί Έρωτος), είναι αρκετά βέβαιο πως συντάχθηκε περί το 1185. Ο συγγραφέας του συστήνεται με το όνομα «Ανδρέας» και εσωτερικές –κυρίως–αναφορές παγίωσαν την παράδοση να αναφέρεται ως «Ανδρέας, Καπελλάνος της Βασιλικής Αυλής του Παρισιού». Εάν αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα και αυτή η πραγματική του ιδιότητα, είναι τουλάχιστον αμφίβολο· ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ο συγγραφέας να ήταν κληρικός. Το έργο στάθηκε εξαιρετικά δημοφιλές. Τη δημοτικότητά του, μάλιστα, δεν κατάφερε να κάμψει σθεναρά ούτε και η περιβόητη condemnatio του 1277 που το οδήγησε στην πυρά. Ο συντάκτης της καταδίκης, Ετιέν Τεμπιέ, επίσκοπος του Παρισιού, πλάι στις 219 φιλοσοφικές-θεολογικές θέσεις που στηλίτευσε και απαγόρευσε εκεί, παρέσχε σε τούτο το έργο τη σπάνια «τιμή» να το περιλάβει σε εκείνα που καταδικάζονται ονομαστικά.

Κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, το σύγγραμμα του Ανδρέα θεωρήθηκε η επιτομή του «αυλικού έρωτα» (amour courtois): δίνει, υποτίθεται, μια συστηματική αποτύπωση των γενικώς συνεκτικών ιδεών περί έρωτα που ενέπνεαν τους τροβαδούρους και τους συγγραφείς ερωτικής λογοτεχνίας της ώριμης μεσαιωνικής περιόδου. Σήμερα, ωστόσο, η ιστοριογραφική αξία της υπόθεσης του «αυλικού έρωτα» έχει υποβαθμιστεί και αναγνωρίζεται ευρέως ότι οι συγκαιρινές συλλήψεις περί έρωτα ήταν πολύ πιο διαφορισμένες.

Η υποτιθέμενη συνοχή του φαινομένου του «αυλικού έρωτα» δεν θα μπορούσε να αναγνωσθεί ούτε και εντός του ίδιου του Περί Έρωτος. Το έργο αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια εύκολης ταξινόμησης και ερμηνείας. Η πραγματεία, ο διάλογος, ο επιστολικός λόγος, το διήγημα, η συλλογή αφορισμών είναι κάποια από τα γραμματειακά είδη που συμπλέκονται απροσδόκητα στο κείμενο και, παρόλο που το ψυχαγωγικό αποτέλεσμα είναι, ομολογουμένως, εντυπωσιακό, η ποικιλία αυτή, σε συνδυασμό με τις έντεχνες και επιτηδευμένες εξακτινώσεις (και αντιφάσεις) του κειμένου, καθιστούν την ερμηνεία του εξαιρετικά δύσκολη.

Το απόσπασμα που μεταφράζεται εδώ είναι το κεφάλαιο που ολοκληρώνει το δεύτερο βιβλίο του έργου. Με εικονοποιητική δεξιοτεχνία, ο Ανδρέας συντάσσει μια ιπποτική αφήγηση που προλογίζει τη διατύπωση των περίφημων «κανόνων του έρωτα» (regulae amoris) οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα αποτελέσουν το καταστατικό κείμενο ενός «δικαστηρίου του έρωτα».

~.~

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΠΕΛΛΑΝΟΣ

«Οι Κανόνες του Έρωτα»  [1]

(Περί Έρωτος, βιβλίο ΙΙ, κεφ. 8)

Ας περάσουμε τώρα στους κανόνες του έρωτα. Θα προσπαθήσω να σου παρουσιάσω εν συντομία τους κανόνες που λέγεται ότι ο ίδιος ο βασιλιάς του έρωτα άρθρωσε προφορικά, διατυπώνοντάς τους εν συνεχεία και γραπτά προς χρήση όλων των ερωτευμένων. Ένας, λοιπόν, από τους ιππότες της Βρετανίας διέσχιζε μονάχος το βασιλικό δάσος με σκοπό να συναντήσει τον Αρθούρο. Όταν βρέθηκε στα βύθια του δάσους, αντάμωσε απροσδόκητα μια νεαρή κοπέλα εκπάγλου καλλονής, η οποία καθόταν επάνω σε ένα υπέροχο άλογο και έπλεκε τα μαλλιά της. Ο ιππότης έσπευσε να τη χαιρετήσει και η ίδια ανταποκρίθηκε ευγενικά. Του είπε, λοιπόν, η κοπέλα: «Αυτό που αναζητάς, Βρετανέ, δεν θα μπορέσεις να το βρεις όσο και να προσπαθήσεις, παρά μόνον εάν λάβεις τη βοήθειά μας». Ο ιππότης σάστισε όταν το άκουσε αυτό, και αμέσως τη ρώτησε εάν ήταν σε θέση να του πει για ποιον λόγο βρισκόταν εκεί. Εάν ήξερε να του πει, τότε θα έδινε βάση στα λόγια της. Η νεαρή κοπέλα απάντησε: «Όταν γύρεψες τον έρωτα μιας Βρετανίδας δέσποινας, εκείνη σου είπε ότι δεν θα μπορούσες ποτέ να τον αξιωθείς, παρά μόνον εάν της έφερνες το νικηφόρο γεράκι που λένε πως ριζώνει στην αυλή του Αρθούρου, πάνω σε κούρνια χρυσή». Ο Βρετανός παραδέχθηκε ότι όλα αυτά αληθεύουν. Τότε η κοπέλα του είπε: «Δεν θα μπορέσεις να αποκτήσεις το γεράκι που αναζητάς, εκτός και αν πρώτα βεβαιώσεις, μονομαχώντας στο παλάτι του Αρθούρου, ότι απολαμβάνεις τον έρωτα μιας δέσποινας πιο όμορφης από όλες όσες ζουν στο παλάτι του. Δεν θα μπορέσεις καν να μπεις στο παλάτι, παρά μόνον εάν δείξεις στους φρουρούς την περιχειρίδα για το γεράκι. Και ούτε είναι δυνατόν να αποκτήσεις την περιχειρίδα, παρά αγωνιζόμενος σε διπλή μονομαχία εναντίον δύο ισχυρότατων ιπποτών».

Ο Βρετανός απάντησε: «Αντιλαμβάνομαι ότι δεν θα μπορέσω να αντεπεξέλθω σε τούτη την πρόκληση αν δεν με βοηθήσετε. Ως εκ τούτου, ευχαρίστως υποτάσσομαι στη βουλή σας, και ικεσία φλογερή σας απευθύνω να με συντρέξετε σας σε αυτό το ανδραγάθημα και να μου δώσετε την εύνοιά σας, στο βαθμό που, στα μάτια της δεσποσύνης σας, μου πρέπει ο έρωτας της ομορφότερης δέσποινας».

Η νεαρή κοπέλα είπε: «Αν τόση τόλμη φωλιάζει στην καρδιά σου, ώστε δεν φοβάσαι να κινήσεις για αυτά που σου μιλήσαμε, θα λάβεις από εμάς ό,τι ζητάς». Ο Βρετανός απάντησε: «Αφού είστε διατεθειμένη να ανταποκριθείτε στη βοήθεια που ζητώ, ξέρω ότι θα εκπληρωθούν όλα όσα επιδιώκω».

Η νεαρή κοπέλα τότε του είπε: «Ας σου δοθεί, λοιπόν, απλόχερα αυτό που ζητάς». Έπειτα, του προσέφερε το φιλί του έρωτα και του έδειξε το άλογο στο οποίο καθόταν, προσθέτοντας: «Τούτο το άλογο θα σε οδηγήσει σε όλα τα μέρη που επιθυμείς· αλλά εσύ πρέπει να προχωρήσεις χωρίς τον παραμικρό φόβο, και να αντισταθείς με τη μεγαλύτερη τόλμη σε αυτούς που σου εναντιώνονται». Τώρα, είναι απολύτως απαραίτητο να θυμηθείς ότι, σαν θα υπερισχύσεις των δύο πρώτων ανδρών που προστατεύουν την περιχειρίδα, να μην τη δεχθείς απευθείας από αυτούς, αλλά εσύ ο ίδιος να την αποσπάσεις από τη χρυσή στήλη στην οποία είναι κρεμασμένη. Αλλιώς, δεν θα βγεις νικηφόρος στη μάχη στο παλάτι και ούτε θα εκπληρωθεί αυτό που επιθυμείς».

Όταν ολοκλήρωσε, ο Βρετανός φόρεσε τα όπλα του και φορτώθηκε τις προμήθειές του, και ύστερα ρίχτηκε στην προσπάθεια να αποδιαβεί το δάσος. Πέρασε από μέρη πολύ άγρια και κακοκτράχαλα, ώσπου έφθασε σε ένα ποτάμι απίστευτου πλάτους και βάθους, και φουσκωμένο από τα κύματα. Ήταν δε απροσπέλαστο, αφού οι όχθες του υψώνονταν ψηλές και απόκρημνες σε κάθε μεριά. Βαδίζοντας επί μακρόν στην άκρη της όχθης έφθασε σε μια γέφυρα, η οποία ήταν φτιαγμένη ως ακολούθως: ήταν ολόχρυση και οι άκρες της, γερές, στέριωναν αντικριστά στις δύο όχθες. Όμως το κέντρο της εφαπτόταν στο νερό και συχνά φαινόταν να βυθίζεται κάτω από τα φουρτουνιασμένα κύματα. Από την πλευρά της γέφυρας που πλησίαζε ο Βρετανός, στεκόταν ένας ιππότης θηριώδους αναστήματος καβάλα σε ένα άλογο. Ο Βρετανός του απηύθυνε έναν ευγενικό χαιρετισμό, αλλά εκείνος απαξίωσε να του τον ανταποδώσει. Μόνον είπε: «Τι γυρεύεις, Βρετανέ, να έρχεσαι εδώ από τόσο μακριά, και μάλιστα οπλισμένος;».

Ο Βρετανός απάντησε: «Προσπαθώ να διασχίσω το ποτάμι από τη γέφυρα».

Ο γεφυροφρουρός παρατήρησε: «Σίγουρα επιδιώκεις τον θάνατο, τον οποίο κανένας ξένος δεν μπορεί να αποφύγει εδώ». Αν, όμως, κάνεις να γυρίσεις πίσω και να αφήσεις στην άκρη όλα σου τα όπλα, θα σπλαχνιστώ τη νιότη σου, τη νιότη που σε οδήγησε σε ξένα χωράφια και βασίλεια με τόσο επιπόλαιη αφέλεια».

Τότε ο Βρετανός αποκρίθηκε: «Αν καταθέσω τα όπλα μου, δεν θα πετύχεις σε καμία περίπτωση μια νίκη άξια επαίνου για σένα, αφού οπλισμένος θα έχεις απωθήσει τον άοπλο. Αλλά αν κατορθώσεις να εμποδίσεις έναν οπλισμένο να διαβεί το δημόσιο πέρασμα, τότε η νίκη σου θα μπορούσε να κριθεί ένδοξη. Αν δεν παραμερίσεις ειρηνικά για να διαβώ τη γέφυρα, τότε θα ανοίξω τον δρόμο με το σπαθί. Ο γεφυροφρουρός, όταν άκουσε ότι ο νεαρός αξίωνε να περάσει με τη δύναμη του σπαθιού, άρχισε να κροταλίζει τα δόντια του και να φουρτουνιάζει από θυμό. Και του είπε: «Κακώς σε έστειλε εδώ η Βρετανία, νεαρέ. Θα πέσεις από σπαθί στην ερημιά, και ποτέ δεν θα μπορέσεις να δώσεις αναφορά στη δέσποινά σου για όσα συμβαίνουν σε τούτο το βασίλειο. Αλίμονό σου, καημένε Βρετανέ, που δεν φοβάσαι να γυρέψεις τον τόπο του θανάτου σου μόνον γιατί σε έπεισε μια γυναίκα». Τότε σπιρούνισε το άλογό του και κινήθηκε εναντίον του Βρετανού με το κοφτερό του σπαθί. Τα χτυπήματά του ήταν φοβερά. Συνέτριψε την ασπίδα του Βρετανού, έκοψε δύο κομμάτια από τον θώρακα της πανοπλίας του, διατρύπησε με το σπαθί τα πλευρά του, και το αίμα άρχισε να ρέει άφθονο από το τραύμα. Ο νεαρός, κυριευμένος από τον πόνο του τραύματός του, έστρεψε την αιχμή της λόγχης του προς τον ιππότη της γέφυρας, και, πολεμώντας σκληρά, τρύπησε τα σπλάχνα του και τον έριξε αμείλικτα από το άλογό του στο γρασίδι. Πάνω που ήταν έτοιμος να του αποκόψει το κεφάλι, ο γεφυροφρουρός καθικέτευσε να του δοθεί χάρη, και ο Βρετανός τον εισάκουσε. Αλλά στην άλλη πλευρά του ποταμού στεκόταν ένας άνδρας θεόρατος, ο οποίος, σαν είδε ότι ο Βρετανός υπερίσχυσε του γεφυροφρουρού και είχε ξεκινήσει να διασχίζει τη γέφυρα, άρχισε να την ταρακουνά με τόση δύναμη που το πέρασμα εξαφανιζόταν κάτω από τα νερά. Όμως ο Βρετανός, έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητες του αλόγου του, δεν δίστασε να προχωρήσει γενναία στη διάβαση της γέφυρας. Με απίστευτη δυσκολία, βουλιάζοντας κάθε λίγο κάτω από τα νερά, και χάρις στο κουράγιο του αλόγου του, πέρασε τελικά στην άλλη άκρη της γέφυρας. Έπνιξε στο νερό τον φρουρό που τραμπάλιζε τη γέφυρα, και ύστερε περιποιήθηκε το τραύμα στα πλευρά του όσο καλύτερα μπορούσε.

Μετά από αυτό, ο Βρετανός άρχισε να ιππεύει σε υπέροχα λιβάδια, και ύστερα από πορεία δέκα σταδίων έφτασε σε ένα ευχάριστο μέρος στο οποίο μοσχοβολούσαν λουλούδια κάθε λογής. Σε αυτό το λιβάδι υπήρχε ένα παλάτι θαυμάσιας κατασκευής, κυκλικό, και ποικιλμένο με χάρη εξαίσια. Ωστόσο, σε καμία πλευρά του παλατιού δεν μπορούσε να βρει μια θύρα, ούτε να δει κάποιον που κατοικούσε σε αυτό. Στο λιβάδι υπήρχαν ασημένια τραπέζια γεμάτα με πλούσια φαγητά και ποτά, πάνω σε ολόλευκες μεσάλες. Και στο ίδιο λιβάδι βρισκόταν μια γούρνα από καθαρό ασήμι, στην οποία υπήρχε άφθονη τροφή και νερό για τα άλογα. Άφησε λοιπόν το άλογό του να καλοφάει, και εκείνος βάδισε γύρωθε του παλατιού. Όταν δε απόκαμε στην προσπάθειά του να βρει μια θύρα για να μπει στο κτίριο και συνειδητοποίησε ότι το μέρος ήταν παντέρημο, ενέδωσε στη μεγάλη του όρεξη, πλησίασε ένα τραπέζι και άρχισε να τρώει αχόρταγα το φαγητό που ήταν εκεί. Ελάχιστα αφότου είχε αρχίσει να τρώει, άνοιξε φευγαλέα μια θύρα του παλατιού. Το τράνταγμά της ήταν τόσο βίαιο που ο ήχος απλώθηκε σαν πλαγινό αστραπόβροντο. Από τη θύρα πρόβαλε ξαφνικά ένας άνδρας που έμοιαζε με γίγαντα, κραδαίνοντας ένα θεόβαρυ χάλκινο ρόπαλο, το οποίο κρατούσε λες και ήταν λεπτό καλάμι, χωρίς να καταβάλλει την παραμικρή σωματική προσπάθεια. Τούτος είπε στον νέο που καθόταν στο τραπέζι: «Ποιος είσαι εσύ, που είσαι τόσο υπερφίαλος ώστε να μην πλησιάζεις με φόβο τούτους τους βασιλικούς τόπους, κάθεσαι στα βασιλικά τραπέζια και τρως το φαΐ των ιπποτών χωρίς ίχνος σεβασμού και διακριτικότητας;».

Ο Βρετανός απάντησε: «Το βασιλικό τραπέζι πρέπει να είναι ανοιχτό για όλους, και δεν είναι πρέπον να αρνείται κάποιος να διαθέσει το βασιλικό φαγητό και ποτό. Επιπρόσθετα, μου αρμόζει να απολαύσω αγαθά που προορίζονται για τους ιππότες, αφού η ιπποσύνη είναι η μόνη μου έγνοια και ιπποτική αποστολή με έφερε σε αυτά τα μέρη. Επομένως, μου φαίνεται και από τις δύο απόψεις αγενές το να προσπαθείς να μου στερήσεις θέση στο βασιλικό τραπέζι».

Ο θυροφρουρός τότε απάντησε: «Είναι αλήθεια ότι αυτό είναι ένα βασιλικό τραπέζι, αλλά δεν κάθεται σε αυτό ο οποιοσδήποτε· τούτο επιτρέπεται μόνον σε όσους έχουν συμβληθεί με το παλάτι. Και οι τελευταίοι δεν επιτρέπουν σε κανέναν να προχωρήσει περισσότερο, εκτός αν πρώτα μονομαχήσει νικηφόρα απέναντι σε φρουρούς του παλατιού. Γιατί, αν κάποιος ηττηθεί στη μονομαχία, δεν τον σώζει τίποτα. Ή, λοιπόν, σηκώνεσαι από το τραπέζι και γυρνάς στα μέρη σου, ή θα αγωνιστείς για να εισέλθεις, λέγοντάς μου πρώτα ειλικρινά ποια ήταν η αιτία του ερχομού σου».

Ο Βρετανός αποκρίθηκε: «Η αλήθεια είναι πως ψάχνω την περιχειρίδα για το γεράκι, και αυτή ήταν η αφορμή για τον ερχομό μου. Και αφού, δε, αποκτήσω την περιχειρίδα, να προσπαθήσω να διαβώ το κατώφλι της αυλής του Αρθούρου και να αποσπάσω το νικηφόρο γεράκι. Πού είναι ο εν λόγω φρουρός του παλατιού που θα μου απαγορεύσει την πρόσβαση στα ενδότερα;».

Ο θυροφρουρός τότε είπε: «Βρε, ανόητε! Μα πόση τρέλα σε έχει κυριέψει, Βρετανέ! Ευκολότερο θα ήταν να πεθάνεις δέκα φορές και να αναστηθείς, από το να αποκτήσεις αυτό που εξαγγέλλεις. Εγώ είμαι, λοιπόν, αυτός ο φρουρός του παλατιού που θα χαλάσει τη δόξα σου και θα στερήσει τη Βρετανία από τα νιάτα σου. Γιατί τόσο μεγάλη είναι η δύναμή μου, που αν αφηνιάσω, ούτε διακόσιοι από τους ισχυρότερους ιππότες της Βρετανίας δεν θα μπορούσαν να μου αντισταθούν».

Ο Βρετανός απάντησε: «Παρόλο που, όπως λες, είσαι πανίσχυρος, εγώ σε κάθε περίπτωση επιθυμώ να συγκρουστώ μαζί σου, έτσι για να μάθεις τι είδους άνδρες παράγει η Βρετανία. Ωστόσο, δεν είναι σωστό ένας ιππότης να μονομαχήσει με έναν πεζολάτη».

Σε αυτό ο θυροφρουρός αποκρίθηκε: «Βλέπω ότι της μοίρας σου τα γυρίσματα σε έφεραν να πεθάνεις σε τούτα τα μέρη, όπου το δεξί μου χέρι έχει κατασφάξει πάνω από χίλιους άνδρες. Και παρόλο που δεν συγκαταριθμούμαι μεταξύ των ιπποτών, εξακολουθώ να θέλω να πολεμήσω μαζί σου ως πεζολάτης εναντίον ενός έφιππου. Γιατί αν υποκύψεις στην ανωτερότητα ενός πεζολάτη, τότε ίσως καταλάβεις πολύ καλά τι άνδρας θα χρειαζόταν για να καταρρίψει έναν ιππότη».

Τότε ο Βρετανός είπε: «Ούτε που διανοούμαι να πολεμήσω ως έφιππος εναντίον ενός πεζολάτη. Ένας πεζολάτης είναι πρέπον να μάχεται μόνον εναντίον ενός πεζολάτη». Και παίρνοντας τα όπλα του, όρμησε γενναία εναντίον του και προξένησε με τη λεπίδα του ζημιά στην ασπίδα του αντιπάλου. Αλλά ο φρουρός του παλατιού, αφηνιασμένος από το χτύπημα και περιφρονώντας το μικρότερο ανάστημα του Βρετανού, βρόντηξε το χάλκινό του ρόπαλο του με τόση αγριάδα που η ασπίδα του Βρετανού σχεδόν σμπαραλιάστηκε από το χτύπημα, και ο Βρετανός φοβήθηκε πολύ. Πιστεύοντας ότι ένα δεύτερο χτύπημα θα αποτελείωνε τον Βρετανό, ο φρουρός σήκωσε ξανά το χέρι του έτοιμος να του το καταφέρει. Όμως, πριν προλάβει να πλήξει τον Βρετανό, ο τελευταίος κινήθηκε ταχύτατα και κρυφά, και χτύπησε τον φρουρό με το σπαθί του στο δεξί χέρι, αποτέμνοντάς το έτσι που έπεσε μαζί με το ρόπαλο στο έδαφος. Και πάνω που ήταν έτοιμος να τον αποτελειώσει, ο φρουρός φώναξε και είπε: «Θα γίνεις, λοιπόν, ο ένας και μοναδικός απολίτιστος ιππότης που γέννησε η γλυκιά Βρετανία, που θα αποσκοτώσει έναν τσακισμένο άνδρα; Αν μου χαρίσεις τη ζωή, θα σε βοηθήσω να αποκτήσεις εύκολα αυτό που αναζητάς· γιατί μόνος σου δεν θα μπορούσες να καταφέρεις τίποτε απολύτως».

Ο Βρετανός τότε του είπε: «Θα σου χαρίσω τη ζωή, φρουρέ, αν εκπληρώσεις αυτό που υπόσχεσαι».

Ο φρουρός αποκρίθηκε: «Αν περιμένεις λίγο, θα επιστρέψω γρήγορα με την περιχειρίδα για το γεράκι».

Μα ο Βρετανός απάντησε: «Κλέφτη και απατεώνα! Τώρα αντιλαμβάνομαι ότι στην πραγματικότητα προσπαθείς να με εξαπατήσεις. Εάν όντως θέλεις να σου χαρίσω τη ζωή, κοίτα να μου δείξεις μόνον το σημείο στο οποίο φυλάσσεται η περιχειρίδα».

Στη συνέχεια, ο φρουρός οδήγησε τον Βρετανό στα ενδότατα του παλατιού, όπου βρισκόταν η πανέμορφη χρυσή στήλη που βάσταζε ολόκληρο το παλάτι -και στην οποία κρεμόταν επίσης η περιζήτητη περιχειρίδα. Την άρπαξε αποφασιστικά και την κρατούσε στο αριστερό του χέρι, όταν ξαφνικά άκουσε έναν μεγάλο θόρυβο· παρόλο δε που δεν έβλεπε κανέναν, άρχισε να αντηχεί ένας ολολυγμός που απλωνόταν σε κάθε σημείο του παλατιού: «Αλίμονο, αλίμονο! Πώς επιτρέψαμε σε εχθρό και κατακτητή να αποχωρήσει με το λάφυρο!».

Βγαίνοντας από το παλάτι, ανέβηκε στο σελωμένο του άλογο και συνέχισε την πορεία του φθάνοντας σε έναν τόπο εξαίσιο, γεμάτο με πανέμορφα και ολοποίκιλτα λιβάδια, και στον οποίο υπήρχε ένα χρυσό παλάτι, θαυμάσιας κατασκευής. Tο μήκος του παλατιού ήταν εξακόσιοι πήχεις και το πλάτος διακόσιοι. Η οροφή και το εξωτερικό του παλατιού ήταν από ασήμι, ενώ το εσωτερικό του ήταν ολόχρυσο και στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Το παλάτι περιείχε πολλούς χώρους. Αλλά στο αρχοντικότερο μέρος του παλατιού καθόταν ο βασιλιάς Αρθούρος πάνω σε θρόνο χρυσό, περιτριγυρισμένος από όμορφες δέσποινες, αμέτρητες στον αριθμό, ενώ μπροστά του στέκονταν πολλοί ιππότες, εξαίσιοι στην όψη. Στο ίδιο το παλάτι υπήρχε επίσης μια χρυσή κούρνια, εξαιρετικά όμορφη και καλότεχνη, πάνω στην οποία βρισκόταν το πολυπόθητο γεράκι, καθώς και δύο αγριόσκυλα δεμένα. Αλλά προτού μπορέσει να φθάσει σε τούτο το παλάτι, του στεκόταν εμπόδιο ένα καλά οχυρωμένο προτείχιο, χτισμένο μπροστά από τα τείχη του παλατιού, η φύλαξη του οποίου είχε ανατεθεί σε δώδεκα πανίσχυρους ιππότες που δεν επέτρεπαν σε κανέναν να προχωρήσει παραπέρα εκτός και αν τους έδειχνε την περιχειρίδα για το γεράκι ή εξασφάλιζε την πρόσβαση με το σπαθί του. Όταν τους είδε ο Βρετανός, τους έδειξε γοργά την περιχειρίδα για το γεράκι. Τούτοι τότε παραμέρισαν για να περάσει και του είπαν: «Η ζωή σου κινδυνεύει εάν πάρεις αυτόν τον δρόμο και θα οδηγηθείς σε μεγάλα δεινά». Όμως ο Βρετανός προχώρησε στο εσωτερικό του παλατιού και χαιρέτησε τον βασιλιά Αρθούρο. Όταν ρωτήθηκε με ενδιαφέρον από τους ιππότες τι τον είχε φέρει εκεί, απάντησε ότι είχε έρθει για να αποσπάσει το γεράκι. Ένας από τους ιππότες της αυλής τον ρώτησε: «Γιατί ζητάς να πάρεις το γεράκι;». Και ο Βρετανός απάντησε: «Επειδή απολαμβάνω τον έρωτα μιας δέσποινας πανέμορφης, και μάλιστα περισσότερο από κάθε ιππότη τούτης της αυλής». Και έλαβε την απάντηση: «Για να μπορέσεις να αποκτήσεις το γεράκι, πρέπει πρώτα να υπερασπιστείς αυτό που ισχυρίζεσαι πολεμώντας». Ο Βρετανός είπε: «Ευχαρίστως!» Και αφού του δόθηκε μια κατάλληλη ασπίδα, φόρεσαν τα όπλα τους και παρατάχθηκαν και οι δύο μέσα στις επάλξεις του παλατιού. Σπιρουνίζοντας τα άλογά τους όρμησαν και οι δύο σθεναρά και κατακομμάτιασαν ο ένας την ασπίδα του άλλου και τσάκισαν τα δόρατά τους. Ύστερα άρπαξαν τα σπαθιά τους καταφέρνοντας πλήγματα στον αντίπαλο και συντρίβοντας την πανοπλία του. Μετά από παρατεταμένη μάχη, ο ιππότης του παλατιού, τραυματισμένος στο κεφάλι από δύο δεξιοτεχνικά και διαδοχικά χτυπήματα του Βρετανού, άρχισε να θολώνει τόσο πολύ, ώστε έφθασε να μην βλέπει τίποτε. Μόλις το αντιλήφθηκε ο Βρετανός, προχώρησε σε τολμηρή και γρήγορη επίθεση και τον γκρέμισε, χτυπημένο, από το άλογό του. Και αφού άρπαξε το γεράκι, προσέχοντας ταυτόχρονα τα σκυλιά, είδε έναν μικρό πάπυρο, ο οποίος ήταν δεμένος στην κούρνια με μια χρυσή αλυσιδίτσα. Όταν ρώτησε με ενδιαφέρον να μάθει τι ήταν αυτό, έμελλε να λάβει την ακόλουθη απάντηση: «Αυτός είναι ένας μικρός πάπυρος στον οποίο είναι γραμμένοι οι κανόνες του έρωτα. Οι κανόνες διατυπώθηκαν από τα χείλη του ίδιου του βασιλιά του έρωτα προς χρήση των ερωτευμένων. Πρέπει να τον πάρεις μαζί σου και να μοιραστείς τους κανόνες με τους ερωτευμένους αν θέλεις να αποσπάσεις το γεράκι ειρηνικά». Πήρε τον πάπυρο, και αφού έλαβε άδεια από την αυλή να αναχωρήσει, επέστρεψε στη δέσποινα του δάσους χωρίς καθυστέρηση και χωρίς να συναντήσει κανένα εμπόδιο. Τη βρήκε στο ίδιο σημείο του δάσους στο οποίο την είχε αφήσει όταν ξεκινούσε την πορεία του. Εκείνη χάρηκε πολύ για τη νίκη που είχε πετύχει και άφησε τον Βρετανό να φύγει λέγοντας: «Φύγε με τις ευλογίες μου, αγαπημένε, γιατί σε ζητάει η γλυκιά Βρετανία. Προκειμένου δε να μη φέρεις βαρέως την αναχώρησή σου, να ξέρεις ότι όποτε και αν επιστρέφεις μόνος σου σε αυτά τα μέρη, εμένα θα με βρίσκεις εδώ». Τον φίλησε δεκατρείς φορές και τότε εκείνος ξεκίνησε ευχαριστημένος το γλυκό ταξίδι προς τη Βρετανία. Ύστερα εξέτασε τους κανόνες που βρήκε γραμμένους στον πάπυρο και τους διέδωσε σε όλους τους ερωτευμένους, όπως είχε δεσμευθεί.

Οι κανόνες είναι λοιπόν αυτοί:

  1. Ο γάμος δεν είναι δικαιολογία για να μην ερωτεύεσαι.
  2. Αυτός που δεν ζηλεύει δεν μπορεί να ερωτευθεί.
  3. Κανείς δεν είναι δυνατόν να δεθεί σε έρωτα διπλό.
  4. Ο έρωτας πάντοτε αυξάνεται ή μειώνεται.
  5. Καμία νοστιμιά δεν έχει αυτό που παίρνουν οι ερωτευμένοι χωρίς τη θέληση των αγαπημένων.
  6. Οι άρρενες δεν ερωτεύονται προτού φθάσουν στο αποκορύφωμα της εφηβείας.
  7. Όταν πεθαίνει ένας εκ των ερωτευμένων, επιβάλλονται δύο χρόνια πένθους για τον επιζώντα.
  8. Κανείς δεν πρέπει να στερηθεί τον έρωτα χωρίς καλό λόγο.
  9. Κανείς δεν είναι δυνατόν να ερωτευθεί, παρά μόνον εάν παρακινηθεί από την πειθώ του έρωτα.
  10. Ο έρωτας είθισται να στέκει εξόριστος από τα μέρη στα οποία κατοικεί η φιλαργυρία.
  11. Δεν είναι σωστό να ερωτεύεσαι κάποια την οποία θα ντρεπόσουν να παντρευτείς.
  12. Ο αληθινά ερωτευμένος δεν επιθυμεί την αγκαλιά καμιάς άλλης εκτός από εκείνη της αγαπημένης του.
  13. Ο έρωτας σπάνια διαρκεί όταν γίνεται σε όλους γνωστός.
  14. Η εύκολη κατάκτηση καθιστά τον έρωτα περιφρονητέο. Η δύσκολη τον καθιστά πιο ακριβό.
  15. Κάθε ερωτευμένος χλωμιάζει στην παρουσία της αγαπημένης του.
  16. Όταν ένας ερωτευμένος βλέπει ξαφνικά την αγαπημένη του, η καρδιά του χτυπά έντονα.
  17. Ένας νέος έρωτας διώχνει έναν παλιό.
  18. Η χρηστότητα και μόνον καθιστά κάποιον άξιο για τον έρωτα.
  19. Αν ο έρωτας μειώνεται, χάνεται γρήγορα και σπάνια αναβιώνει.
  20. Ένας ερωτευμένος είναι πάντα φοβισμένος.
  21. Η αληθινή ζήλια αυξάνει πάντοτε την ένταση του έρωτα.
  22. Αν ένας ερωτευμένος υποψιάζεται κάπως την αγαπημένη του, η ζήλια και το αίσθημά του αυξάνονται.
  23. Λίγο τρώει και σπάνια κοιμάται εκείνος που ταλανίζεται από του έρωτα τον λογισμό.
  24. Κάθε ενέργεια ενός ερωτευμένου καταλήγει στη σκέψη της αγαπημένης του.
  25. Ο αληθινά ερωτευμένος δεν εκλαμβάνει ως καλό τίποτε άλλο παρά αυτό που θα ευχαριστήσει την αγαπημένη του.
  26. Ο έρωτας δεν μπορεί να αρνηθεί τίποτα στον έρωτα.
  27. Ένας ερωτευμένος δεν χορταίνει ποτέ τις θωπείες της αγαπημένης του.
  28. Η παραμικρή υποψία υποκινεί τον ερωτευμένο να υποθέσει το χειρότερο για την αγαπημένη του.
  29. Δεν είναι συνήθως κατάλληλος για έρωτα εκείνος που κυριεύεται από υπερβολικό πόθο.
  30. Ο αληθινά ερωτευμένος τρέφεται διαρκώς και αδιάκοπα από την εικόνα της αγαπημένης του.
  31. Τίποτα δεν εμποδίζει να ερωτεύονται δύο άντρες μια γυναίκα, ή δύο γυναίκες έναν άνδρα.

Αυτούς τους κανόνες, όπως είπα, έφερε μαζί του ο Βρετανός εκ μέρους του βασιλιά του έρωτα και παρέδωσε σε εκείνη τη δέσποινα, για τον έρωτα της οποίας είχε υποστεί τόσες κακουχίες προκειμένου να της παρουσιάσει το γεράκι. Και τούτη, όταν πείστηκε για την ανυποχώρητη πίστη του ιππότη και αντιλήφθηκε καθαρά το θάρρος που απαιτούσαν τα κατορθώματά του, αντάμειψε τους κόπους του με τον έρωτά της. Σχημάτισε ένα δικαστήριο με πολλές δέσποινες και ιππότες και αποκάλυψε αυτούς τους κανόνες του έρωτα και πρόσταξε να τηρούνται πιστά από όλους τους ερωτευμένους, διαφορετικά θα υφίσταντο συνέπειες από τον βασιλιά του έρωτα. Αυτούς τους κανόνες τους αποδέχθηκαν εξ ολοκλήρου όλα τα μέλη και ορκίστηκαν να τους τηρούν για πάντα ώστε να αποφύγουν τις ποινές του έρωτα. Όλοι όσοι είχαν κληθεί πήραν μαζί τους τους κανόνες γραπτά και τους διέδωσαν σε κάθε κατεύθυνση, και σε όλους τους ερωτευμένους.

~.~

[1] Η μετάφραση ακολουθεί την κριτική έκδοση του E. Tojel, Andreae Capellani regii Francorum, De amore libri tres, Κοπεγχάγη, 1892, 295-312. Για τον αναγνώστη που επιθυμεί να εντρυφήσει στο κείμενο, οι ακόλουθες μελέτες αποτελούν ένα καλό σημείο εκκίνησης: P.G. Walsh, Andreas Capellanus. On Love, Λονδίνο, 1982 / P. Dronke, ‘Andreas Cappelanus’, Journal of Medieval Latin, 4, 1994, 51-63 / D. A. Monson, Andreas Capellanus. Scholasticism and the Courtly Tradition, Ουάσινγκτον, 2005 / K. Andersen-Wyman, Andreas Cappelanus on Love? Desire, Seduction and Subversion in a twelfth-century latin text, Νέα Υόρκη, 2007.

*