Διάλογος με την ποίηση

*

του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ. ΤΑΣΟΥΔΗ

«Βάλε τη ζωή σου σε στίχους. Και πάλι σου λέω: βάλε τη ζωή σου σε στίχους, εάν θέλεις να αισθανθείς τη ζωή συμπαντική και να είσαι με το σύμπαν σε σχέση και αρμονία. Μπορείς να είσαι αναλυτής του ποιήματος, όμως μην ξεχάσεις να τραγουδήσεις το ποίημα. Οι κριτικοί των ποιημάτων ζουν ήρεμα, ενώ οι ποιητές μόνο ζουν. Η ανάλυση νεκρώνει, το ποίημα ζωντανεύει. Μόνο η ποίηση μπορεί να αναστήσει την πεζογραφία. Η ποίηση φύτρωσε από το δένδρο της ζωής, ενώ η πεζογραφία από το δένδρο της γνώσης. Όλοι λέμε: Το ψέμα είναι μικρής διάρκειας, ενώ η αλήθεια είναι αιώνια. Γιατί η ποίηση ζει πιο πολύ από την πεζογραφία; Επειδή βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, πιο κοντά στη ζωή! Κι έτσι αν βάλεις τη ζωή σου σε στίχους, θα είσαι πιο κοντά στην αλήθεια, πιο κοντά στη ζωή.»
Άγ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, Η ζωή και η ποίηση [1]

 

1 . «Βάλε τη ζωή σου σε στίχους.»

Καθόσον αποκάλυψη των εσώψυχων η ποίηση. Αντικατοπτρισμός του ποιητή το ποίημα. Ποιητής γίνεσαι όταν δίνεσαι, σαν ανοίγεσαι. Η ποιητική έκθεση του εαυτού οδηγεί στη θέασή του καθώς εστί. Αρκεί τα μάτια να θέλουν να δουν, να ποθούν το αντίκρισμα κάθε κατάστασης στην πραγματική της διάσταση. Δίχως ναρκισσιστικά κάτοπτρα, παραμορφωτικές ειδωλοποιήσεις, εγωπάθεια, αλαζονεία…

«Η αλαζονεία ενός καλλιτέχνη θα του βγει στο έργο. Θα τιμωρηθεί μέσα στο έργο η αλαζονεία. Θα του βγει σαν πλαστογραφία, σαν εγκεφαλικότητα, σαν αισθητικό λάθος.» [2]

Βάλε τη ζωή σου σε άσπρο χαρτί, περνώντας από την καλοδιακοσμημένη βιτρίνα στο σκληρό μα ειλικρινές καθρέφτισμα, από τη σκηνοθετημένη στην αυθεντική παρουσίαση της ζωής:

«Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν

Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
τη δική σου φωνή
όχι εκείνη που σ’ αρέσει.» [3]

 

2 . «Και πάλι σου λέω : βάλε τη ζωή σου σε στίχους, εάν θέλεις να αισθανθείς τη ζωή συμπαντική και να είσαι με το σύμπαν σε σχέση και αρμονία.»

Το σύμπαν ως χώρος, ως χρόνος, ως νοοτροπία, ως κατάσταση. Πρόσκληση στο δείπνο της ανοιγμένης καρδιάς η ποίηση. «Η βασιλεία των ουρανών εντός υμών εστί». Εκεί το σύμπαν, η σχέση, η αρμονία∙ η σύναξη των διεστώτων. Ο τρόπος ύπαρξης της σχέσης, το κατόρθωμα της αρμονικής ισσοροπίας ως ανάγκη κι ως λαχτάρα. Ως πεισματική ρήξη με τα απομονωτικά κελεύσματα της αυθεντίας και του εγωτισμού. Μίτος η ποίηση για την πλοήγηση στον λαβύρινθο της αιώνιας προοπτικής του εαυτού, για την ανακάλυψη της πεποίθησης του Λόγου γι’ αυτόν. Εφαλτήριο η κατασκευαστική προδιαγραφή, σκοποθεσία η πραγμάτωση της ολοκλήρωσης στο διηνεκές, δια του διηνεκούς, με το διηνεκές.

«Ο άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την ασφάλεια της αιωνιότητας.» [4]

 

3 . «Μπορείς να είσαι αναλυτής του ποιήματος, όμως μην ξεχάσεις να τραγουδήσεις το ποίημα.»

Αιώνες τώρα αυτό που μας παραδίδεται, μέσω της παράδοσης, είναι η εμμελής απαγγελία και το τραγούδισμα του ποιήματος. Πες το στον καθρέφτη, στους τοίχους, στους περαστικούς, στα δένδρα, σ’ ένα λιβάδι μ’ αγελάδες[5]. Τραγούδησέ το. Θεραπαινίδα του λόγου η μουσική. Συντομεύει την πορεία του προς την καρδία. Τον καθιστά εύληπτο. Άρρηκτοι οι μεταξύ τους δεσμοί, δέσμιοι του προσώπου, τόσο που ενίοτε—λόγος και μέλος— ανάγονται σε προσωπική προσευχή.

«Όταν δεν ξέρετε να προσευχηθείτε και νιώθετε την ανάγκη να προσευχηθείτε, να λέτε ένα τραγούδι με νόημα.» [6]

Αλησμόνητα κι ακάματα, λοιπόν, να τραγουδιέται το ποίημα. Δίχως σπάταλες αναβολές, χωρίς εκβιαστικούς, αλλοπρόσαλλους ρυθμούς:

«Τώρα είναι ο καιρός να τραγουδάμε, αλλά χωρίς βιασύνη.» [7]

 

4 . «Οι κριτικοί των ποιημάτων ζουν ήρεμα, ενώ οι ποιητές μόνο ζουν. Η ανάλυση νεκρώνει, το ποίημα ζωντανεύει.»

Οι κριτικοί ζουν ήρεμα, ίσως λόγω της ανακουφιστικής και καθησυχαστικής αίσθησης της επιτέλεσης του καθήκοντος, του φιλολογικού ξεψαχνίσματος του ποιήματος. Όμως, οι ποιητές μόνο ζουν καθώς καταδύονται στο δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης, απροϋπόθετα, ελεύθερα, με ταπεινή παρρησία.

Νέκρωση η ανάλυση,  η εξάντληση των νοημάτων. Εξοβελίζει τον κάθε άλλον από το παιχνίδι της κατάθεσης καημού, της ανταλλαγής ουσίας. Ζωντάνια η έκπληξη που επιφυλάσσει ο αποφατισμός, ως άρνηση εξάντλησης των νοημάτων, ως σεβαστικό δέος για το υπαρκτό άγνωστο μα και ως προστασία από την ανταρσία της αυτονόμησης. Η καθάρια, ηλιόλουστη, αλησμόνητη θέαση της Αλήθειας ίσως και να μπορεί να προσεγγιστεί με τη λογική —προσωπικά διατηρώ τις επιφυλάξεις μου—, αλλά σίγουρα δεν κατακτιέται δίχως «απλοσύνη», άνευ αποφασιστικότητα, χωρίς τόλμη ασκητική. Γι’ αυτό:

«Είναι ανάγκη να πηγαίνουμε στην ποίηση καθαροί, αφήνοντας κατά μέρος τις βαθιά ριζωμένες μέσα μας συνήθειες της αναλυτικής σκέψης και της αναλυτικής έκφρασης, που τις θρέφουμε, επί ποινή θανάτου, από τα παιδικά μας χρόνια ως την τελευταία μας πνοή.» [8]

 

5 . «Η ποίηση φύτρωσε από το δένδρο της ζωής, ενώ η πεζογραφία από το δένδρο της γνώσης.»

Το δέντρο της ζωής, ήτοι του σταυρού. Το δέντρο της γνώσης, ήτοι του εαυτού. Το τόλμημα της ελευθερίας, η βάσανος της επιλογής. Με το δέντρο της διακονίας και της θυσίας ή με το δέντρο της αυθεντίας και της αποστασιοποίησης; Με το οντολογικό βίωμα ή τις διανοητικές συλλήψεις; Με την εύρεση της ψυχής μέσω της απώλειάς της ή την απώλειά της λόγω της παραλυτικής απροσδιοριστίας; Άλλωστε, δέντρο από δέντρο διαφέρει, ειδοποιός η διαφορά τους, όχι τόσο από χημική σύσταση όσο από νοοτροπική εκδίπλωση. Άλλωστε, το δέντρο όχι βλέπει, αλλά κυρίως σημαίνει:

«Ο καρπός είναι τυφλός. Το δέντρο είναι που βλέπει.» [9]

«Δια ξύλου ο Αδάμ, παραδείσου γέγονε άποικος, δια ξύλου δε σταυρού ο        ληστής παραδείσου ώκησεν.» [10]

 

6 . «Όλοι λέμε : Το ψέμα είναι μικρής διάρκειας, ενώ η αλήθεια είναι αιώνια.»

«Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια», που διομολογεί κι ο θυμόσοφος λαός. Συν τοις άλλοις, δημιουργεί μέσα μας αμφίσημες καταστάσεις, διχαστικές, αυτοαναιρετικές, διασπαστικές:

«Ανήρ δίψυχος, ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού» [11] και

«Ου γαρ δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν∙ ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει» [12]

Το ψέμα κι η αλήθεια. Το εφήμερο και το αιώνιο. Η καθήλωση στο ενθάδε και η πορεία προς το επέκεινα. Καταστάσεις μεταξύ τους ασύμβατες κι ασυμβίβαστες, διεκδικούν την ψυχή τέμνοντας και διχάζοντάς την. Η διψυχία οδηγεί στη διγλωσσία, στη διπροσωπία, στη διχογνωμία κ.ο.κ.

«έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου∙ το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού           έστιν» [13],

«ήτω δε υμών το ναι ναι, και το ου ου, ίνα μη εις υπόκρισιν πέσητε»[14]

«Δίψυχος είναι εκείνος που σε όλα τα πράγματα εμφανίζει δύο θελήσεις και διαθέσεις. Ακατάστατος άνθρωπος είναι εκείνος του οποίου οι σκέψεις και οι διαθέσεις δεν έχουν ισορροπήσει και κατασταλάξει. Εκείνος που σκέφτεται και ενεργεί άλλοτε ως πιστός και άλλοτε ως άνθρωπος που αμφιβάλλει και διστάζει…» [15]

«Εις κακότεχνον ψυχήν ουκ εισελεύσεται σοφία, ουδέ κατοικήσει εν σώματι καταχρέω αμαρτίας». [16]

 

7 . «Γιατί η ποίηση ζει πιο πολύ από την πεζογραφία; Επειδή βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, πιο κοντά στη ζωή!»

Και τι είναι αλήθεια, τι ζωή; Ή μήπως ποιος;

«εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» [17]

 

8 . «Κι έτσι αν βάλεις τη ζωή σου σε στίχους, θα είσαι πιο κοντά στην αλήθεια, πιο κοντά στη ζωή.»

Βάλε τη ζωή σου σε στίχους, έλα «εις σεαυτόν». [18] Η θέαση του εαυτού στις πραγματικές του συνθήκες, οι επαγωγικοί συνειρμοί, η τίμια κριτική και η δεκτικότητα σε αυτή, οι ελευθερόβουλες κινητοποιήσεις για αλλαγή νου, επάλληλες της πνευματικής ωριμότητας του ποιητή αλλά και του αναγνώστη, αποτελούν προοπτικές που κατατάσσουν την ποίηση στις μεταμορφωτικές του ανθρώπου δυνάμεις.

Στον αντίποδα, η διαστρεβλωμένη πρόσληψη των αναφερομένων, οι ειδωλοποιήσεις που καμουφλαρισμένες τον μύθο θολώνουν το όντως, απεκδύουν την ποίηση από την ουσιαστική της πνευματικότητα, νεκρώνουν το ζωντανό της υφάδι που δεν είναι άλλο (όπως ήδη έχει υπαινιχθεί ή/και επισημανθεί), από την ικανότητά της να οδηγεί σε βαθύτατους κλονισμούς, σε μεταβολή αντιλήψεων, στην ειρήνη, στην κάθαρση, στον φωτισμό, στην διδασκαλεία από το φυσικό και τελικά στην κατ’ αναλογία αναρρίχηση στα πλατώματα της μυστικής ζωής.

Βάλε λοιπόν τη ζωή σου σε στίχους, ωσάν δάχτυλο στον τύπο της εσώτατης ύπαρξης, και θα έλθεις πιο κοντά στην αλήθεια, πιο κοντά στη ζωή.

~.~

[1] Στοχασμοί περί καλού και κακού, Εν Πλω, σ. 53 – 54.
[2] Δημητρίου Σούτσου 36. Μια συνομιλία του Νίκου Καρούζου με τον Γιάννη Ζουγανέλη, εισαγωγή – απομαγνητοφώνηση: Θανάσης Γαλανάκης – Αμαλία Τσουκαλά, γενική επιμέλεια – έρευνα υλικού – σχολιασμός: Θανάσης Γαλανάκης, Ίκαρος, 2022, σ. 91.
[3] Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος, σ. 300.
[4] Γ. Σεφέρης – Κ. Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμέλεια Λουκάς Κούσουλας, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, σ. 81.
[5] Τεντ Χιουζ, Γράμματα Γενεθλίων, μετάφραση – εισαγωγή – σημειώσεις Γιάννης Αντιόχου, Μελάνι, σ. 78.
[6] Παρότρυνση του αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου σε προσκυνητές, την οποία διασώζει και μαρτυρεί ο ηθοποιός Σταύρος Ζαλμάς στην εκπομπή του Γρηγόρη Αρναούτογλου «The2nightshow».
[7] Γιάννης Μαρκόπουλος, «Στάσιμο της αναμονής» σε ποίηση Γιώργου Σαραντάρη. Περιλαμβάνεται στον δίσκο Ανα-Γέννηση (LYRA, 1996).
[8] Γ. Σεφέρης – Κ. Τσάτσος, ό.π., σ. 99.
[9] Rene Char, … Το δέντρο είναι που βλέπει, μετάφραση Κατερίνα Τρακάκη – Σωτήρης Γουνελάς, Αρμός, 2005, σ. 75.
[10] Από τους Μακαρισμούς της Μ. Παρασκευής.
[11] Ιακ. 1, 8.
[12] Ματθ. 6, 24.
[13] Ματθ. 5, 37.
[14] Ιακ. 5, 12.
[15] Σάββας Αγουρίδης, Υπόμνημα στην επιστολή του αγίου Ιακώβου, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2012, σ. 40.
[16] Σολ. 1, 4 & 6, 23.
[17] Ιω. 14, 6.
[18] Βλ. Παραβολή του Ασώτου (Λουκ. 15, 11-32).

~.~

*