Το βυζαντινό χρονικό του Παρθενώνα

Η δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα το 1819, έργο του Δανού αρχιτέκτονα Jørgen Hansen Koch.

*

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #6
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

Το βυζαντινό χρονικό του Παρθενώνα

Η δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα, που δεσπόζει στις περισσότερες απόψεις του βράχου της Ακρόπολης, αποτελεί την κατεξοχήν εικόνα-σύμβολο του κλασικού πολιτισμού. Οι κίονές της, μαζί με εκείνους της δεύτερης, εσωτερικής σειράς, φέρουν την πατίνα της φθοράς του χρόνου και τα σημάδια των κανονιοβολισμών που δέχτηκαν κατά την Ελληνική Επανάσταση. Η αθέατη στους επισκέπτες πίσω πλευρά τους, κρύβει το λίθινο χρονικό της βυζαντινής Αθήνας: περισσότερες από διακόσιες πενήντα επιγραφές χαραγμένες επάνω στις ραβδώσεις των δωρικών κιόνων, εξιστορούν τη ζωή και την κοινωνία της πόλης από τον 7ο ως τον 14ο αιώνα. Πρόκειται για τα λεγόμενα χαράγματα (ή αλλιώς graffiti, στη διεθνή ορολογία), σύντομα κείμενα που αποτυπώθηκαν με αιχμηρό αντικείμενο επάνω στην επιφάνεια του μαρμάρου, χωρίς να λαξευτούν κανονικά, αλλά και δίχως να υστερούν ως προς την ποιότητα της γραφής.

Ήταν στα τέλη του 7ου αιώνα, όταν χαράχθηκε το πρώτο ακριβώς χρονολογημένο κείμενο, η ενθύμηση του θανάτου του επισκόπου Ανδρέα, κατά το έτος 6202 από κτίσεως κόσμου – το 693 μετά Χριστόν. Το χάραγμα αυτό βεβαιώνει ότι ο Παρθενώνας είχε ήδη μετατραπεί σε χριστιανικό ναό· η συγκέντρωση των κειμένων στη δυτική πλευρά του οφείλεται στο γεγονός ότι εκεί βρισκόταν η κεντρική είσοδος της εκκλησίας. Ακολούθησαν δεκάδες χαράγματα στους επόμενους αιώνες, με αποκορύφωμα στον 10ο. Η χάραξή τους στους κίονες φαίνεται ότι καθιερώθηκε ως μία εθιμική πρακτική και ήταν έργο των κληρικών που υπηρετούσαν στη μητρόπολη των Αθηνών, η οποία έδρευε τότε στην Ακρόπολη, στο κτήριο των Προπυλαίων. Το 1204, η κατάκτηση της πόλης από τους Φράγκους και η εκδίωξη του ορθόδοξου κλήρου διέκοψε αυτή τη συνήθεια, που επαναλήφθηκε έκτοτε πολύ περιστασιακά.

*

Χάραγμα με την επίκληση ενός Φιλαρέτου, που κλείνει με τη φράση «Ὑγεία τῷ γράψαντι, χαρὰ τῷ ἀναγινώσκοντι».

*

Στην πλειονότητά τους, τα χαράγματα περιέχουν επικλήσεις προς το θείον και ενθυμήσεις γεγονότων, κυρίως θανάτων, ενώ υπάρχουν και ορισμένα άλλου περιεχομένου. Οι επικλήσεις απευθύνονται προς τον Χριστό ή την τιμώμενη στον ναό Θεοτόκο και έχουν συνήθως απλή μορφή:

☩ Μνήσθητι Κύριε τῷ σῷ δούλῳ Θωμᾷ, διακόνῳ, πρωτοψάλτῃ
καὶ σκευοφύλακι τῆς Ἐκκλησίας Ἀθηνῶν

Οι επικαλούμενοι τη θεία μεσιτεία είναι κατά το πλείστον κληρικοί, αλλά δεν λείπουν και οι λαϊκοί, ανάμεσά τους και γυναίκες:

☩ Δέσποινα Ἀθηνῶν βοήθει τὴν δούλην σου Βασιλοῦν καὶ τῶν τέκνων ☩ ἀμήν ☩

Οι διατυπώσεις ενίοτε εμπλουτίζονται με βιβλικές φράσεις ή έχουν τη μορφή πρωτότυπων ποιητικών συνθέσεων, όπως η επίκληση ενός Ιωάννη, το όνομα του οποίου σχηματίζεται στην ακροστιχίδα:

☩ Ἱκετεύω Σε τὴν μόνην Θεοτόκον·
ὡς εὐήκοος κλῖνον πρός με τὸ οὗς σου
ἄκουσον καὶ πάρεχε τὴν σωτηρίαν·
νέμεις γαρ ἑκάστοτε τοῖς σὲ ποθοῦσι
νομὴν θεαυγῆ καὶ φαεσφόρον σέλας,
ἥν μοι δώρησαι σαῖς λιταῖς, Παναγία,
σώζουσα καὶ σκέπουσα τὸν σὸν οἰκέτην.

Η πιο ασυνήθιστη επίκληση είναι αναμφίβολα εκείνη ενός απατημένου συζύγου, ο οποίος ζητά από τη Θεοτόκο να αποκτήσει κήλη ο εραστής της γυναίκας του και ο ίδιος να γίνει γιατρός για να μπορέσει να τον ευνουχίσει:

Ἁγία Μαρία κεχαριτωμένη, κέλευσον τὸν γαμῶντα τὴν νύμφην μου
κηλήτην γενέσθαι καὶ ἐμὲ ἰατρὸν, ἵνα ἔχω καιρὸν πὼς κόψω τὸν ρόμβον αὐτοῦ.

Στις ενθυμήσεις μνημονεύονται πρωτίστως θάνατοι ιεραρχών της τοπικής εκκλησίας, των οποίων οι τάφοι εκτιμάται ότι βρίσκονταν γύρω από τον καθεδρικό της ναό. Σε αυτό το πένθιμο χρονικό επί των κιόνων του Παρθενώνα, παρελαύνουν σχεδόν όλοι οι αρχιεπίσκοποι και μητροπολίτες Αθηνών των μέσων χρόνων. Η καταγραφή της εκδημίας τους είναι λιτή αλλά αξιοπρόσεκτα ακριβής, ένδειξη ότι είχε από νωρίς αποκτήσει έναν τύπο που τηρούνταν συστηματικά:

☩ Ἐτελειώθη Σάββας ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡμῶν ἀρχιεπίσκοπος,
μηνὶ Δεκεμβρίῳ­ γ΄, ἡμέρᾳ ς΄, ὥρᾳ γ΄, ἰνδικτιῶνος β΄, ἕτους ͵ςυκβ΄

Δίπλα στους ιεράρχες καταγράφονται θάνατοι κατώτερων κληρικών, που υπηρετούσαν στον ναό ή στη μητρόπολη:

☩ Ἐτελειώθη ἐν Κυρίῳ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ποθητὸς, διάκονος καὶ οἰκονόμος,
μηνὶ Νοεμβρίῳ κα΄, ἰνδικτιῶνος ζ΄, ἔτους ͵ςυκζ΄

Σπάνια χαράσσονται ενθυμήσεις για λαϊκούς, όπως για έναν στρατηγό του θέματος –της επαρχίας– της Ελλάδας:

☩ Ἐτελειώθη ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Λέων, βασιλικὸς πρωτοσπαθάριος
καὶ στρατηγὸς Ἑλλάδος, μηνὶ Αὐγούστῳ, ἰνδικτιῶνος ια΄, ἔτους ͵ςτνζ΄,
ὁ λεγόμενος Κοτζης.

Εκτός από τις επικλήσεις και τις ενθυμήσεις, απαντούν επίσης χαράγματα διαφορετικού περιεχομένου, ανάμεσα στα οποία συχνές είναι οι μεμονωμένες και ανυπόγραφες αναπαραγωγές ύμνων και βιβλικών ή λειτουργικών χωρίων. Δεν λείπουν και περιπτώσεις εκτός θρησκευτικού πλαισίου, όπως για παράδειγμα η καταμέτρηση των κιόνων του Παρθενώνα:

Κίονες τοῦ ναοῦ νδ΄

Ιδιαίτερης σημασίας είναι το Τυπικό των ακολουθιών του ναού, το οποίο χαράχθηκε επάνω σε κίονα και πρόσφατα διαπιστώθηκε ότι είναι κοινό με εκείνα της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης και της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης, ένδειξη της ξεχωριστής θέσης που κατείχε ο Παρθενώνας ως εκκλησία. Υπάρχουν τέλος εγχάρακτες παραστάσεις σταυρών, πλοίων και διάφορων μορφών, οι οποίες ήταν πολύ διαδεδομένες κατά την περίοδο αυτή.

*

H ενθύμηση του θανάτου του επισκόπου Ιωάννη το έτος 713, όπως την αντέγραψε ο αρχιμανδρίτης Αντωνίνος.

*

Ο Παρθενώνας δεν αποτελεί το μόνο αθηναϊκό μνημείο της αρχαιότητας που φιλοξένησε βυζαντινά επιγραφικά χαράγματα. Τα Προπύλαια, το Ερέχθειον, ο ναός του Ηφαίστου –το «Θησείο»– σώζουν μερικές δεκάδες ακόμη, ενώ ορισμένα απαντούν διάσπαρτα και σε άλλα κτίσματα. Τα κείμενα αυτά συνιστούν έναν ιστορικό και γλωσσικό θησαυρό που δεν έχει όμοιό του σε άλλη πόλη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η πρακτική των graffiti ήταν μεν ευρέως γνωστή –βρίσκονται συχνά και σε εκκλησιαστικά κτήρια της εποχής– αλλά στην Αθήνα απέκτησε τέτοια διάσταση, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως τοπικό φαινόμενο. Την ιδιαιτερότητα ετούτη την οφείλουμε μάλλον σε μία ιστορική σύμπτωση και έναν συνδυασμό αντιλήψεων γύρω από τον γραπτό λόγο και την ύλη. Μόνον εδώ σώζονταν κατά τον Μεσαίωνα τόσα πολλά ολομάρμαρα περικαλλή κτίσματα, καθαγιασμένα τα περισσότερα από τη νέα, χριστιανική τους χρήση. Τα δε γραπτά μηνύματα που χαράσσονταν επάνω τους προορίζονταν να έχουν αιώνια διάρκεια, την οποία εξασφάλιζε η αναγραφή τους σε κτήρια εγνωσμένης παλαιότητας και ιερότητας, και επάνω στο μάρμαρο, ένα υλικό με εξαιρετική ανθεκτικότητα και πάλλευκη καθαρότητα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ


Τα χαράγματα του Παρθενώνα έγιναν γνωστά τον 19ο αιώνα, από τον Κυριακό Σ. Πιττάκη, τον πρώτο Έλληνα αρχαιολόγο, και τον Ρώσο αρχιμανδρίτη Αντωνίνο Καπούστιν, εφημέριο της ρωσικής παροικίας των Αθηνών, οι οποίοι συνεργάστηκαν στην αντιγραφή τους. Ο μεν Πιττάκης τα δημοσίευσε μεταξύ του 1852 και 1859 στην Αρχαιολογική Εφημερίδα, ο δε Αντωνίνος το 1874, σε μικρό βιβλίο στα ρωσικά. Ο Πιττάκης ονόμασε τη δημοσίευσή του «Ὕλη ἵνα χρησιμεύσει πρὸς ἀπόδειξιν ὅτι οἱ νῦν κατοικοῦντες τὴν Ἑλλάδα εἰσὶν ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων»· τα χαράγματα ήταν μία απάντηση στη θεωρία του Φαλμεράυερ περί εκσλαβισμού της Ελλάδας κατά τους μέσους χρόνους, η οποία είχε προκαλέσει τότε αληθινό σάλο. Αργότερα, στα χρόνια της Κατοχής, ο Αναστάσιος Ορλάνδος μελέτησε εκ νέου τους ενεπίγραφους κίονες και επανεξέδωσε το 1973 τα χαράγματα μαζί με τον Λέανδρο Βρανούση. Προσεχώς αναμένεται νέα έκδοσή τους από την αρχαιολόγο Μαρία Ξενάκη και τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.

*

*