Θανάσης Γαλανάκης, Πέντε ποιήματα

*

CAFÉ ΧΑΟΣ

I.

Πλεισίστιος στὸ ἐκδοτήριο φτάνω
κρατῶντας στὸ δεξὶ τὸν ὀβολό μου.
Σαλπάρω στὸ Papaver τῆς Somniferum
‒ τῶν VIP ἐπιβάτης, πρώτη θέση,
σ’ ἕνα ντουγροὺ ταξίδι, δίχως στάσεις.
Ἑπόμενος σταθμός μου: ἡ Ὑπνολάνδη.

II.

Ἡ ὑπνόκολλα σφαλίζει τὰ ματόκλαδα.
Ξυράφια θὲς γιὰ νὰ μοῦ τὰ χωρίσεις,
μὰ σὰν μεγάλωσα ἄλλαξαν τὰ χόμπι
κι’ ἀπ’ ὅλα τοῦ ἔρωτα τὰ παρὰ φύσιν
μοῦ ἔλαχε νὰ γίνω ὑπνοβάτης.

III.

Ξυπνῶ, ντύνομαι, δένω τὰ παπούτσια,
γεμίζω μὲ γαρμπίλι τὸ τσαντάκι
καὶ κατεβαίνω, λές, πρὸς τὸ ἀμπάρι
σὲ πυρετώδη διαδρομὴ τῆς νύχτας.
Τὰ κύματα τῆς πόλης διασχίζω
χωρὶς νὰ μὲ δεσμεύουν οἱ ἀγωνίες
τῆς ρότας, τῆς φουρτούνας. Προχωράω
καὶ φτάνοντας στὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο
ἡ ἐκδρομὴ θολώνει, ἀσθμαίνω, πέφτω.
Οἱ εἰκόνες μὲ τυλίγουν σὰν γραβάτα·
σφιχτὰ σφίγγεται ὁ ἄμαθος λαιμός μου.

IV.

Ξυπνῶ καὶ βλέπω ἀπέναντι στὰ τραῖνα
συνέδριο ἐπαιτῶν σὰν συνδικάτο.
Ὀργίστηκαν, ἀκούω, ἀπὸ ἕνα ποίημα
καὶ βγῆκαν νὰ ὀργανωθοῦν, νὰ πᾶνε
μὲ σκάγια νὰ σκοτώσουν καναρίνια,
(παράδοξα καμώματα τοῦ ὄχλου),
ἐνῶ ὁ καφὲς στὸ πλάι ἔχει τελειώσει,
δυὸ-τρεῖς καμῆλες κείτονται νεκρὲς
μὲς στὸ τασάκι. Διαπιστώνω ὅτι εἶμαι
θαμώνας πρωϊνὸς τοῦ Café Χάος.

V.

Σηκώνομαι, πληρώνω. Μὲς στὸ τραῖνο
τὴν τσέπη μου βαραίνει λίγο χῶμα
κι’ ἀφοῦ σ’ αὐτὴν τὸ χέρι μου βυθίσω,
τραβῶ ὅλα τὰ σύνεργα τῆς νύχτας:
ξυράφια, εἰσιτήρια, παπαροῦνες.
Λίγο πιὸ κάτω ἀγγίζω τὰ ὄνειρά μου.

~.~

ΟΔΟΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ

Τὸ θαῦμα πάντα μ’ ἔβρισκε στὸν δρόμο.
Καθὼς κατέβαινα μιὰ μέρα τὴν Ἀνεξαρτησίας
συνάντησα ἕναν γάϊδαρο δεμένο
σὲ μιὰ λευκὴ καρέκλα πλαστικὴ
κι’ ἐκεῖνος μοῦ ’πε:
«Λάμπρο
(Λάμπρο;)
τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ θὰ ξαναβγεῖς
γιὰ νὰ πᾶς στὸ περίπτερο γιὰ τσιγάρα
(Ἐγὼ τσιγάρα;)
διάλεξε πεζοδρόμιο ποὺ νά ’χει
φάτσα τὸ ρεῦμα πού ’ρχονται τ’ ἁμάξια.
Τὸν κίνδυνο, τὸ μέλλον καὶ τὰ φῶτα
θέλω νὰ τὰ κοιτᾶς στὰ μάτια».

~.~

ΠΡΩΪΝΟ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ

Ξανὰ καὶ ξανὰ μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο
περνάω καὶ βλέπω ὁλόιδια τὰ σπίτια
Ἕνα πρὸς ἕνα νὰ κλείνουν τὰ φῶτα
νὰ τραβοῦν τὶς κουρτίνες
νὰ σφαλίζουν τὰ παράθυρα
Τὰ σκυλιὰ σταματοῦν νὰ γαβγίζουν
Γάτες σὰν χτυπημένες ἀπὸ ἀεροβόλο
τρέχουν γρήγορα στοὺς θάμνους
Τὰ πουλιὰ κοιμοῦνται ἀπὸ ὥρα μὲς στὰ δέντρα
Μονάχα οἱ νυχτερίδες καὶ τὰ ἔντομα
ἀστράφτουν στὸ σκοτάδι

Σὰν χάμστερ στὸν τροχὸ στριφογυρίζω
καὶ ξαναβρίσκομαι διαρκῶς στὸ ἴδιο μέρος
Σπίτια, σκυλιά, πουλιὰ καὶ γάτες,
ὅλα στὸ ποταμόπλοιο τοῦ ὀνείρου

Μιὰ πινακίδα μὲ κόκκινο σειρίτι
ὅπως στὶς ἐπαρχιακὲς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ
σηματοδοτεῖ τὸ τέλος τῆς σιωπηλῆς μας πόλης
ἀλλὰ δὲν γράφει τ’ ὄνομά της
Σκύβω στὴν ἄσφαλτο καὶ σὲ βλέπω ἀνάμεσα στὰ χαλίκια
«Μὴ φοβᾶσαι», μοῦ ψιθυρίζεις,
«μόλις ποὺ μπῆκε ὁ Νοέμβρης».

~.~

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΦΑΡΟ

Πάνω στὸ πλοῖο σου σὲ βλέπουν νὰ καπνίζεις
μὲ τὴ φαιδρή σου καμπαρντίνα, τὸ καπέλο.
Δὲν εἶχα μέχρι τώρα τὴν τιμὴ
νὰ σ’ ἀντιμετωπίσω κατὰ πρόσωπο.
Τί σ’ ἔψαχνα σ’ Εὐρῶπες, Ἀφρικές,
Λατινικὲς Ἀμερικὲς κι Ἀσίες,
νὰ ψάχνεις τὰ οὐτοπικά σου παραμύθια·
πάντα μοῦ ξεγλιστροῦσες σὰν τὸ ψάρι.
Ἵδρωσα, μόχθησα, ἀρρώστησα, ἀπέτυχα.
Ψήθηκα ἀπ’ τὴν ἁρμύρα κι ἀπ’ τὸν ἥλιο.
Ταξίδεψα σὲ τόπους μυθικοὺς
καὶ γνώρισα ὅλης τῆς γῆς τὰ χρώματα.
Αὐτὸ τὸ ποίημα σ’ τὸ γράφω ἀπ’ τὴν κονσέρβα
ποὺ μ’ ἔριξες νὰ ζῶ μὲ ὑπενοικίαση.
Ἔχω μελάνι γιὰ εἰκοστέσσερις ἀράδες.

Χτὲς τὰ ξημερώματα,
καπετάνιε τῶν πενήντα θαλασσῶν,
μπάνικε ἄντρα τοῦ παλιόκοσμου,
βαφτίστηκα ξανά.
Μὲ λένε Ἄλβαρο κι’ ἔρχομαι ἀπ’ τὴν Παμπλόνα.
Κρατῶ τὸ Μάννλιχερ στὰ χέρια σὰν μωρὸ
καὶ Πάντσερ λέγεται ἡ μάρκα τῆς κονσέρβας.
Μάχομαι γιὰ νὰ ἑδραιώσω τὴ λατρεία
Σοὺ Ἐξθελένθια ἐλ Χέφε δὲλ Ἐστάδο.
Ὅταν θὰ μὲ ἀντικρίσεις στὰ μάτια
θὰ σκεφτεῖς ἀπὸ μέσα σου ὅτι πάχυνα·
τὸ ξέρεις,
εἶναι ἐπειδὴ ἔφαγα ὅλο τὸν κόσμο
γιὰ νὰ σὲ συναντήσω.
Κι’ ἀπόψε πιά, σὲ περιμένω
ἐκεῖ ποὺ ὁ ταχυσπινθηρίζων φάρος τῆς Ταραγόνα
ὑφαίνει ἀπ’ τὴν ἀνάποδη τὴ ρότα σου.
Ἔλα μονάχος, ἄοπλος, χωρὶς τσιγάρα.
Θἆμαι μὲ ἄλλους δέκα, πάντα διψασμένους,
γιὰ βία κι’ αἷμα, μυστικά, θρασυδειλίες.
Λίγο προτοῦ στὴ θάλασσα σὲ ρίξω,
Κόρτο Μαλτέζε,
ὁ φάρος θὰ στερέψει.

Μακριὰ πρὸς τὴ Μαγιόρκα θὰ σὲ βροῦνε.

~.~

ΟΧΙ ΔΕΝ ΓΡΑΦΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Σήκω νὰ φύγουμε.
Πιάστηκε ἡ πλάτη μου σὲ αὐτὸ τὸ καφενεῖο.
Ὅλη μέρα νὰ περνᾶ μπροστά μας κόσμος
κι’ ἐμεῖς ἐδῶ νὰ πίνουμε ἁλμυρὸ νερὸ
κι’ ἀπ’ τὸ κακό μας νὰ καπνίζουμε συνέχεια.
Τί τὴν κοιτᾶς; Σήκω σοῦ λέω!
Πᾶμε ἀλλοῦ, ἂς εἶναι ἔστω κι’ ἕνας φάρος.
Νὰ πιάσει τόπο ἡ ἀγάπη μας γιὰ ρύθμιση.
Τἰ ἄνθρωποι, τί πλοῖα, δὲν νομίζεις;
Ἔτσι κι’ ἀλλιῶς ἐδῶ τί κάνουμε;
Περνοῦν, κοιτᾶν, περνοῦν καὶ προσπερνᾶνε
(μᾶς ἀγνοοῦν πολὺ συχνά, νεκροὺς στὸ πλήθος).
Μὴν τὴν κοιτᾶς! Τί κι’ ἂν τὴ χτίσαμε;
Ποτὲ πίσω τὸ χάδι της δὲν ἔδωσε
Μέσα μᾶς ἔβαζε
Ἀπὸ χλιδάτο ρεστωράν, μπάρ-καφενεῖο.
Μὴν τὴ λυπᾶσαι! Δῶσ’ την χάρισμα
σὲ κάθε Κέκροπα, Ἐρεχθέα, Ἀθηνᾶ.
Ποτέ της τὰ ποτάμια δὲν ἀγάπησε.
Ἕνα πρὸς ἕνα ὅλα τὰ ρέματα τὰ μπάζωσε
ἢ τὰ ἐξουθένωσε, μονάχα γιὰ ὅταν βρέχει.
Μὰ πιὰ δὲν βρέχει.
Γι’ αὐτὸ σοῦ λέω, Ποσειδώνα,
σήκω, τέλειωσε.
Βάλε στὴ σάμσονάϊτ ὅλα τὰ γράμματά μας,
σημεῖα στίξης, τόνους, πνεύματα, τὰ πάντα,
ὄχι χαρτιά, αὐτὰ σὲ στοῖβα μάζεψέ τα,
γιὰ ὅποιον θέλει νὰ θυμᾶται ὅτι ὑπήρξαμε,
τώρα ποὺ φεύγουμε ἀπ’ τὸν λόγο μετανάστες.

Μὴν κλαῖς, φίλε, σοῦ λέω· κρατήσου, φύγαμε.
Πολλὰ τὰ ὄστρακα καὶ γράφουν τ’ ὄνομά μας.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

~.~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 . Ἀπὸ τὴ μελλοντικὴ ποιητικὴ συλλογή Φόρμα.
2 . Οἱ λέξεις Ὑπνολάνδη καὶ ὑπνόκολλα στὸ πρῶτο ποίημα προέρχονται ἀπὸ τὴν πρώτη ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ Κουρδιστοῦ Πορτοκαλιοῦ ἀπὸ τὸν Κώστα Γαλανόπουλο (Ἀθήνα, Ζάρβανος, 1978).

*