*
του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση
Ὅταν φέρνομε στὸ νοῦ μας τὸν αἰσθητικὰ καλλιεργημένο ἄνθρωπο, τόσο τὸ δημιουργό, ποιητὴ ἢ καλλιτέχνη, ὅσο κι ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνο ἕνας εὐαίσθητος δέκτης τῶν δημιουργημάτων τῶν ἄλλων, τόνε φανταζόμαστε σὰν μιὰ φύση ἐκλεπτυσμένη, γεμάτη εὐγένεια καὶ καλοσύνη, ἀνίκανο νὰ κάμει τὸ κακό.
Ὅμως πόσο διαφορετική εἶναι ἡ ἀλήθεια!
Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια εἶχα διαβάσει σὲ κάποια ἐφημερίδα τὴν περίπτωση ἑνὸς συνταγματάρχη τῶν Ἒς Ἔς. Ὁ ἀξιωματικὸς ἐκεῖνος ἤτανε διοικητὴς σὲ στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ὅλο τὸ πρωὶ ὄχι μόνο ἔδινε διαταγές, μὰ καὶ παρακολουθοῦσε ὁ ἴδιος τὴν ἐχτέλεσή τους στὶς αἴθουσες τῶν βασανιστηρίων, στοὺς θαλάμους τῶν ἀερίων καὶ στὰ κρεματόρια. Καὶ σὰν ἐτέλειωνε ἀπὸ τούτη τὴ δουλειὰ γύριζε στὸ γραφεῖο του, ἔπαιρνε ἕναν τόμο μὲ ποιήματα τοῦ Ρίλκε, τοῦ πιὸ λεπταίσθητου ἴσως ποιητῆ πού ’γραψε στὴ γερμανικὴ γλῶσσα, καὶ βυθιζότανε στὸ διάβασμα. Θάλαμοι ἀερίων καὶ ποίηση!
Βέβαια, τούτη ἡ περίπτωση μπορεῖ νά ’ναι μιὰ ἐξαίρεση μὲ τὴν ἀνατριχιαστική της ἀντίθεση. Ἀλλὰ τὴν ἴδια οὐσιαστικὰ ἀντίθεση, λιγότερο χτυπητή, τὴ συναντοῦμε συχνὰ γύρω μας. Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ βλέπομε κάποιον –συνήθως κάποια – διαβάζοντας ἕνα μυθιστόρημα ἢ βλέποντας ἕνα ἔργο στὸ θέατρο, στὸν κινηματογράφο ἢ στὴν τηλεόραση νὰ συγκινεῖται μέχρι δακρύων καὶ τὴν ἄλλη στιγμὴ νὰ μένει ὁλότελα ἀδιάφορος μπροστὰ στὴ ζωντανή, τὴ χειροπιαστὴ δυστυχία τοῦ διπλανοῦ του. Κάποτε μάλιστα νὰ μὴ διστάζει νὰ τόνε βλάψει, ἂν πρόκειται νὰ ὠφεληθεῖ ὁ ἴδιος. Πόσοι ἐξάλλου ἀπὸ τοὺς δημιουργοὺς ὁποιασδήποτε μορφῆς τῆς Τέχνης, στάθηκαν ἠθικὲς προσωπικότητες -ὄχι μὲ τὴ στενή, τὴν πουριτανικὴ ἔννοια τῆς λέξης; Κάθε λογῆς πάθη, κακίες καὶ μικρότητες χαρακτηρίζουν τὴ ζωὴ πολλῶν ἀπὸ τοὺς μεγάλους τῆς λογοτεχνίας, τῶν καλῶν τεχνῶν καὶ τῆς μουσικῆς.
Ἂς θυμηθοῦμε τὸ βαθὺ μίσος τοῦ Σολωμοῦ πρὸς τὸν ἑτεροθαλὴ ἀδερφό του Ἰωάννη Λιονταράκη καὶ τὶς μακροχρόνιες δίκες ἐναντίον του γιὰ τὴν πατρικὴ κληρονομιά. Τὸ χαρτοπαιχτικὸ πάθος τοῦ Ντοστογιέφσκη, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐρωτικὸ πάθος του γιὰ τὴν Ἀπολινάρια Σούσλοβα, μὲ τὴν ὁποία γύριζε ἀπὸ πόλη σὲ πόλη τῆς Εὐρώπης, ἔχοντας παρατήσει μόνη της στὴ Ρωσία τὴ βαριὰ ἄρρωστη γυναίκα του. Τὶς αἱμομικτικὲς σχέσεις τοῦ Μπάιρον μὲ τὴν ἑτεροθαλὴ ἀδερφή του Αὐγούστα, χωρὶς νὰ λογαριάσομε τὴ σκανδαλώδη στὴ συνέχεια ζωή του. Τὴν ἐπιπολαιότητα, τὴν ἀνευθυνότητα καὶ τὴν ἀναίδεια τοῦ νεαροῦ Μότσαρτ. Αὐτὴ ἡ ἠθικὴ ἐλαστικότητα γίνεται κάποτε ὁλοκληρωτικὴ ἀπουσία ἠθικῶν ἐνδοιασμῶν. Κι ἀποροῦμε ἐμεῖς οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας καλλιτέχνης, ποὺ ἔχει δώσει δείγματα τέτοιας εὐαισθησίας μὲ τὸ ἔργο του, νὰ συμπεριφέρεται μὲ τόση «ἀναισθησία» πρὸς τοὺς συνανθρώπους του, ἀκόμη καὶ πρὸς τὴν ἴδια τὴν οἰκογένειά του;
Ὁ Τολστόι,[1] ὀ ἀναμορφωτὴς τῆς κοινωνίας, ὁ «ἅγιος» Τολστόι εἶχε φτάσει τὰ τελευταῖα χρόνια του νὰ μισεῖ βαθιὰ τὴν οἰκογένειά του, ποὺ τὴ νόμιζε ἐμπόδιο στὴν ἠθική του τελείωση. Ὥσπου μιὰ μέρα δὲν ἄντεξε ἄλλο κι ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του. Μὰ ἤτανε γέρος πολὺ κι ἀρρώστησε στὸ δρόμο. Στὸ σταθμὸ τοῦ Ἀστάποβου, ὅπου πέθανε, ἀπαγόρεψε στοὺς δικούς του νὰ τόνε δοῦνε, ἐξὸν ἀπὸ τὴν κόρη του τὴν Τατιάνα, τὴν πιὸ ἀγαπημένη ἀπὸ τὰ παιδιά του. Αὐτὸ ποὺ ἀποφάσισε ὁ Τολστόι στὰ ὀγδονταδύο του χρόνια, τό ’καμε πολὺ νωρίτερα ἕνας μεγάλος ζωγράφος, ὁ Πὼλ Γκωγκέν.
Ὁ Πὼλ Γκωγκὲν μᾶς ἔδωσε τὶς θαυμαστὲς εἰκόνες ἑνὸς ἐδεμικοῦ κόσμου, ὅπου καμιὰ ὑποψία «πειρασμοῦ» δὲν ἔχει ἀκόμη εἰσχωρήσει. Κι ὅμως ὁ σπουδαῖος αὐτὸς ζωγράφος ἐγκατέλειψε χωρὶς καμιὰ τύψη τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του στὴ Γαλλία, γιὰ νὰ ζήσει ἐλεύθερος κι ἀπερίσπαστος τ’ ὅραμά του στὰ ἐξωτικὰ νησιὰ τοῦ Εἰρηνικοῦ, κοντὰ στοὺς ἀμόλυντους ἀπὸ τὸν εὐρωπαϊκὸ «πολιτισμὸ» ἰθαγενεῖς –καὶ νὰ πεθάνει μόνος κι ἔρημος ἀπὸ ὀδυνηρὴ «πολιτισμένη» ἀρρώστια σὲ μιὰν ἄθλια καλύβα.
Τί ἤτανε στὴν ἰδιωτική του ζωὴ ὁ Φρανσουὰ Βιγιόν,[2] ὁ ποιητὴς τῆς συγκινητικῆς Μπαλάντας, ποὺ χάρισε ὁ Βιγιόν στὴ μητέρα του, γιὰ νὰ τὴ λέει σὰν προσευχὴ στὴν Παναγία καὶ τῆς Μπαλάντας τῶν κυριῶν τοῦ παλιοῦ καιροῦ μὲ τὴν ἔντονη αἴσθηση τῆς ἀνθρώπινης ματαιότητας; Ἕνας κοινὸς διαρρήκτης, ἕνας ἀλήτης, καβγατζὴς καὶ φονιᾶς, καταδικασμένος δύο φορὲς σὲ θάνατο.
Ὁ Ἀρθοῦρος Ρεμπὼ ἦταν τὸ ποιητικὸ μετέωρο ποὺ σημάδεψε βαθιὰ τὴ γαλλικὴ λογοτεχνία μὲ ἔργα ὅπως Οἱ Ἐκλάμψεις, Μιὰ ἐποχὴ στὴν κόλαση καὶ Τὸ μεθυσμένο καράβι, ὁ ποιητὴς ποὺ «ἀνακάλυψε τὸ χρῶμα τῶν φωνηέντων». Ὡστόσο, αὐτὸς ὁ ἔφηβος μὲ τὴν ἀγγελικὴ μορφὴ ἀναστάτωσε τὴ ζωὴ ἑνὸς ἄλλου ποιητὴ τοῦ Πὼλ Βερλαίν, τὸν ἔκαμε ν’ ἀφήσει τὴ γυναίκα του καὶ νὰ τὸν ἀκολουθεῖ στὶς περιπλανήσεις του στὴ Γαλλία, στὴν Ἀγγλία καὶ στὸ Βέλγιο, κι ἔξαλλος ἀπὸ τὸ πάθος του νὰ τὸν τραυματίσει πυροβολώντας τον, ὅταν ἐκεῖνος τοῦ ἀνακοίνωσε τὴν ἀπόφασή του νὰ χωρίσουν. Καὶ ποιός νὰ τὸ φανταζόταν πὼς ὁ ἴδιος αὐτὸς ὁ Ρεμπώ, ὁ ἰδιοφυὴς ἀνανεωτὴς τῆς ποίησης, θὰ τὴν ἐγκατέλειπε τόσο νωρὶς καὶ δοκιμάζοντας νὰ «ἐξαντλήσει μέσα του ὅλα τὰ δηλητήρια»[3] -ὅπως εἶχε γράψει σ’ ἕνα γράμμα του- θὰ ἐξελισσότανε σὲ τυχοδιώκτη καὶ προμηθευτὴ ὅπλων στὸ Μενελὶκ τῆς Αἰθιοπίας;
Στὴν ἐποχή μας ὁ Ζὰν Ζενέ, ὁ συγγραφέας τῆς Παναγίας τῶν λουλουδιῶν καὶ τοῦ Ἡμερολόγιου ἑνὸς κλέφτη, μοιάζει σὰν πρωτοξάδερφος τοῦ Φρανσουὰ Βιγιόν: τρόφιμος τοῦ ἀναμορφωτήριου στὰ παιδικά του χρόνια, λιποτάκτης τῆς Λεγεώνας τῶν Ξένων, ἐρωτικὰ ἀνορθόδοξος, «περιπλανήθηκε σ’ ὅλα τὰ λιμάνια, τὰ καταγώγια καὶ τὶς φυλακὲς τῆς Εὐρώπης» κι ἀποφυλακίστηκε μὲ χάρη, ποὺ τοῦ ἀπένειμε ὁ Πρόεδρος τῆς Γαλλικῆς Δημοκρατίας.
Καὶ τί νὰ ποῦμε γιὰ τὸ μυθιστορηματογράφο μαρκήσιο Ντὲ Σάντ,[4] φυλακισμένο γιὰ χρόνια στὰ φρούρια τῆς Βενσὲν καὶ τῆς Βαστίλλης γιὰ «ὑποθέσεις κραιπάλης καὶ ἱεροσυλίας», ποὺ ἀπὸ τ’ ὄνομά του πλάστηκε ἡ λέξη σαδισμός;
Ἡ φιλοσοφία ἐρευνώντας τούτη τὴν ὄχι σπάνια ἀντίθεση ἠθικῆς καὶ Τέχνης -ἢ τουλάχιστο τὴ μὴ συμπόρευσή τους- ἀποφαίνεται πὼς οἱ ἀνθρώπινες πράξεις κι ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία ἀποτελοῦν δύο διαφορετικὰ γένη ἀξιῶν, «δύο διαφορετικὲς στάσεις τοῦ ἐγώ μας ἀπέναντι στὰ πράγματα».[5]
«Ὅλη ἡ μεγάλη τέχνη, εἴτε μὲ τὴν ὕλη εἴτε μὲ τὸ λόγο, εἶναι ἐλεύθερη καὶ ἀπὸ τὴ γνώση καὶ ἀπὸ τὴν πράξη, δηλαδὴ δὲ δεσμεύεται οὔτε ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς λογικῆς γνώσης οὔτε ἀπὸ τοὺς σκοποὺς τῆς ἠθικῆς πράξης. Ἡ ὑψηλὴ Τέχνη -ὅλη αὐτὴ ἡ ποίηση- ἔχει δικό της ἐσωτερικὸ κανόνα καὶ κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ τῆς ἐπιβληθεῖ ἀπ’ ἔξω- ἔχει δικούς της ἐσωτερικοὺς σκοπούς –καὶ εἶναι αὐτόνομος κόσμος τῆς ζωῆς».[6]
Ἡ Τέχνη γιὰ νὰ δοθεῖ στὸν ἄνθρωπο, ζητᾶ ζηλότυπα τὴν ἀποκλειστικὴ ἀφοσίωσή του, τὴν ἀφιέρωση σ’ αὐτήν. Ὁ καλλιτέχνης δημιουργώντας –καὶ δὲ δημιουργεῖ μόνο τὴν ὥρα ποὺ γράφει, ἀπεικονίζει ἢ συνθέτει, ὅλος ὁ χρόνος του καλύπτεται ἀπὸ τὰ διάφορα στάδια τῆς δημιουργίας‒ δὲν ἔχει στὸ νοῦ του παρὰ μόνο τὸ δημιούργημά του. Αὐτὸ δίνει περιεχόμενο καὶ νόημα στὴ ζωή του.
Γιὰ νὰ πετύχει στὸν ἀνώτερο δυνατὸ βαθμὸ τὸ σκοπό του, εἶναι πρόθυμος νὰ συνάψει καὶ συμφωνία μὲ τὸ διάβολο, ὅπως ὁ συνθέτης Ἀντριὰν Λέβερκυν στὸ μυθιστόρημα τοῦ Τόμας Μὰν Δόκτωρ Φάουστους. Μ’ ἄλλα λόγια ν’ ἀγνοήσει τὶς ἠθικὲς δεσμεύσεις, νὰ περάσει μ’ ἕνα πήδημα, ὅπως θά ’λεγε ὁ Νίτσε, «πέρα ἀπ’ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό». «Ὁ καλλιτέχνης ἐξαγνίζει ἀκόμα καὶ τὸν ἄλλο ἑαυτό του, τὸν ἀπατεώνα, τὸν ψεύτη, τὸν μοχθηρό, ὅταν τὸν ἀναπαριστᾶ καλλιτεχνικά», γράφει ὁ Μπενεντέτο Κρότσε στὴν Αἰσθητική[7] του.
Ὁ ζωγράφος ποὺ ἀπαρνιέται τὴν οἰκογένειά του καὶ φεύγει γιὰ τὴν Ταϊτή, ὁ ποιητὴς ποὺ ρίχνεται ἀπὸ τὴ μιὰν ἐρωτικὴ περιπέτεια στὴν ἄλλη, ὁ συγγραφέας ποὺ βουτιέται στὴ βρωμιὰ τοῦ ὑπόκοσμου, ὑπακούουν στὸ «δαίμονά» τους, ποὺ τοὺς σπρώχνει σ’ ἀναζήτηση συγκινήσεων καὶ βιωμάτων, ποὺ θὰ γίνουν πηγὲς ἐμπνεύσεων. Ὅλοι αὐτοὶ μποροῦν ‒ἄλλοι ἔπειτα ἀπὸ ἐσωτερικὸ ἀγώνα, ἄλλοι χωρὶς κὰν δισταγμούς– νὰ διώξουν ἀπὸ τὴ σκέψη τους μὲ σκληρότητα ἀκόμη καὶ πρόσωπα ἀγαπημένα, ν’ ἀφήσουν ν’ ἀτονήσουν αἰσθήματα ποὺ γέμιζαν κάποτε τὴν ψυχή τους, γυρεύοντας νὰ βγεῖ στὸ φῶς. Προκειμένου νὰ στήσουν τὸ «ἔργο» ποὺ θ’ ἀποτελέσει τὴ δικαίωση τῆς ὕπαρξής τους. Ἀνάλογη, σὲ μικρότερο βέβαια βαθμό, εἶναι συχνὰ κι ἡ ἀφοσίωση σὲ κάποια μορφὴ τέχνης ἐκείνων ποὺ θὰ θελήσουν νὰ κοινωνήσουν ἀργότερα ἀπ’ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ βλέπομε νὰ μὴν εἶναι φιλότεχνοι ἄνθρωποι ἀπόλυτοι στὶς ἠθικές τους ἀντιλήψεις ἢ ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὴν ἐπαγγελματική τους ἀπασχόληση.
Ὁ Ἀντρὲ Ζὶντ θέτει στὸ στόμα ἑνὸς ἥρωά του, τοῦ Ἀνηθικολόγου Μισέλ, τὰ παρακάτω λόγια: «Ὁ ἐνάρετος ἑλβετικὸς λαός! … Τ’ ὅτι ἔχει καλὰ στὴν ὑγεία του δὲν τὸν ὠφελεῖ σὲ τίποτα… δίχως ἐγκλήματα, χωρὶς ἱστορία, χωρὶς φιλολογία, χωρὶς τέχνες… μιὰ εὔρωστη τριανταφυλλιὰ χωρὶς ἀγκάθια μήτε λουλούδια…».
Τοῦτες οἱ σκέψεις τοῦ μεγάλου ἐγωκεντρικοῦ, μᾶς πᾶνε ἀκόμη μακρύτερα. Ἕνας ὁλόκληρος λαός, ἕνας ἥσυχος, εὐτυχισμένος λαός, εἶναι καλλιτεχνικὰ στεῖρος.[8]
Φέρνω στὸ νοῦ μου τοὺς ἀνήσυχους, τοὺς πολεμικοὺς λαούς. Τὸ γερμανικό, ποὺ ἔχει προσφέρει τόσα, προπάντων στὴ λογοτεχνία καὶ στὴ μουσική, ἀλλὰ καὶ στὴ ζωγραφικὴ καὶ στὴ φιλοσοφία. Τὸ γιαπωνέζικο μὲ τὴ μέχρις ἀπανθρωπίας σκληρότητα κι ἐπιμονή του, ποὺ ὅμως ἔχει δημιουργήσει μιὰ ποίηση ἐξαίσιας λεπτότητας καὶ μιὰ παράδοση στὸ θέατρο καὶ στὶς καλὲς τέχνες. Τοὺς Ἄραβες μὲ τὰ τρυφερὰ ἐρωτικὰ καὶ τὰ μυστικιστικὰ τραγούδια τους καὶ τὴ δαντελένια ἀρχιτεκτονικὴ τῆς ἐποχῆς τῆς ἀκμῆς τους. Σκέφτομαι ἀκόμη τὰ δικά μας τὰ ριζίτικα τραγούδια, ἔργα ἑνὸς ὀρεσίβιου, πολεμιστῆ λαοῦ, μὲ τόσο ἀναπτυγμένο ποιητικὸ αἴσθημα.
Πρέπει, λοιπόν, νὰ πιστέψομε πὼς τὸ πιὸ εὐγενικὸ δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Τέχνη, συμβαδίζει μὲ τὴν πιὸ βάρβαρη πράξη του, τὸν πόλεμο; Ὁ Καζαντζάκης λέει κάπου πὼς ἡ ἀληθινὴ τέχνη εἶναι θρεμμένη μὲ αἷμα. Ἴσως. Ὁ καλλιτέχνης εἶν’ ὁ ἄνθρωπος τοῦ πάθους, ὅπως κι ὁ πολεμιστής. Τὸ ἔργο τῆς Τέχνης ἀναπηδᾶ ἀπὸ τὴν ἀνησυχία καὶ τὸν ἀγώνα. Ἴσως νὰ πρέπει ὁ δημιουργὸς ἄνθρωπος κι ὁ δημιουργὸς λαὸς νά ’ναι πάντα ἀνήσυχοι καὶ ἀγωνιζόμενοι –ποτὲ ἐφησυχασμένοι- γιὰ νὰ γεννοῦν τέτοια ἔργα.
Αἰώνιες ἀντινομίες τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς!
~.~
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ (Σ.τ.σ.) ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑΣ
Ἡ δυσεύρετη ἐπιφυλλίδα τοῦ Γιώργη Μανουσάκη «Ποίηση καὶ σκληρότητα» μὲ ὑπέρτιτλο «ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ», δημοσιεύτηκε στὶς 10.9.1961 στὴν ἐφημερίδα Κῆρυξ τῶν Χανίων. Ξανακοιταγμένο τὸ κείμενο, πιὸ ἐκτενές, ἐμπλουτισμένο μὲ περισσότερα παραδείγματα (Σολωμός, Ντοστογιέφσκη, Μπάιρον, Μότσαρτ, Ρεμπώ, Βερλαίν, Ζενέ, Ντὲ Σάντ) καὶ μὲ παραθέματα, δημοσιεύτηκε στὸ χανιώτικο περιοδικὸ Πνευματικὰ Χανιά, ὅταν τοῦ ζητήθηκε συνεργασία· (τχ. 3, Σεπτέμβριος – Δεκέβριος 1989. Περίοδος Β΄, ἔτος Ζ). Ἐδῶ τὸ κείμενο εἶναι συνδυασμὸς τῶν δύο ἐκδοχῶν, τοῦ 1961 καὶ τοῦ 1989.
[1] Ἡ παράγραφος γιὰ τὸν Τολστόι ἀνήκει στὸ κείμενο τοῦ 1961· ὁ συγγραφέας τὸν παραλείπει τὸ 1989.
[2] Φρανσουὰ Βιγιόν (Παρίσι 1431‒; )
[3] Ἀρθοῦρος Ρεμπώ, Κείμενα καὶ κριτική. Μετάφραση ‒ Ἐπιμέλεια, Βαγγέλη Χατζηδημητρίου ἐκδ. Γαλαξία ‒ Κεραμεικός, 1971, «Προφητικὸ Γράμμα στὸν Πὼλ Ντεμενύ, 15 Μαΐου 1871», σ. 83‒91: 86.
[4] Μαρκήσιος Ντὲ Σάντ: (Παρίσι 1740‒1814).
[5] Σ.τ.σ. Ε. Π. Παπανοῦτσος, Αἰσθητική, 4η ἰδ. ἔκδοση, Ἀθήνα 1969, σ. 23.
[6] Σ.τ.σ. Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, Σύστημα φιλοσοφικῆς ἠθικῆς, ἔκδ. Πέτρος Καραβάκος, Ἀθήνα 1952, σ. 48.
[7] Μπενεντέτο Κρότσε: Κείμενα Αἰσθητικῆς, Ἱστοριογραφίας, Δοκιμίων. Πρόλογος ‒ Μετάφραση ‒ Σημείωσεις Κώστα Ε. Λασηθιωτάκη, ἔκδ. Δωδώνη, Ἀθήνα 1976, σ. 65.
[8] Σ.τ.σ. Γιὰ νά ’μαστε δίκαιοι: Μετὰ τὸ Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ἡ Ἑλβετία παρουσίασε τουλάχιστο δυὸ σημαντικοὺς θεατρικοὺς συγγραφεῖς, τὸ Μὰξ Φρὶς καὶ τὸ Φρήντριχ Ντύρρενματ καὶ λίγο παλιότερα τὸ μουσικὸ Ἄρθουρ Χόνεγκερ, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ὅταν ὁ Ζὶντ ἔγραψε τὸν Ἀνηθικολόγο του. Οἱ ἐξαιρέσεις ὅμως ἐνισχύουν τὸν κανόνα.
~.~
*
