*
Σημειώσεις για την κονδύλεια κοινωνική οντολογία
και φιλοσοφική ανθρωπολογία 2
του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
«Η σκέψη μου, όπως κάθε σκέψη, έχει μιάν πεμπτουσία, όμως αυτήν πρέπει να την αποστάξει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μέσα από το σύνολο του έργου μου. Αλλιώς η οποιαδήποτε φόρμουλα όχι μόνον δεν θα κατανοηθεί, αλλά και σίγουρα θα παρανοηθεί»[1].
Π. ΚΟΝΔΥΛΗΣ
~.~
Σε συνέχεια του προηγούμενου σημειώματός μου, παραθέτω αποσπάσματα από το έργο του Κονδύλη προς επίρρωση όσων είχα αναφέρει εκεί και συγκεκριμένα :
1 . Ό,τι η περιγραφική θεωρία της απόφασης και της ισχύος, η οποία εδράζεται στη διάκριση εχθρού-φίλου, αποτελεί μεθοδολογική αρχή για τον αξιολογικό μηδενισμό της επιστημονικής περιγραφής. «Επί πλέον, μερικές φορές ελλοχεύει και ο φόβος ότι η συνεπής και ολόπλευρη θεμελίωση της αξιολογικής ελευθερίας θα της αφαιρούσε τον χαρακτήρα αυστηρής επιστημολογικής αρχής και θα την μετέτρεπε σε μια καινούργια μορφή ύποπτης ιδεολογικής ερμηνείας του κόσμου».[2]
2 . Η περιγραφική θεωρία της απόφασης δίνει τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης αλλά όχι τη δυνατότητα αντικειμενικά έγκυρων κανονιστικών αρχών: «Πράγματι, ενάντια στη θεωρία της απόφασης και στον σκεπτικισμό- των οποίων η αναγκαία λογική συνάφεια με την αξιολογικά ελεύθερη θεώρηση ορθά διαπιστώνεται από τους αντιπάλους, έστω κι αν αυτό γίνεται απλώς για λόγους πολεμικής…Άλλωστε ο σκεπτικισμός εκείνος, ο οποίος συνδέεται με την (περιγραφική) θεωρία της απόφασης δεν αφορά τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης, παρά μόνο τη δυνατότητα διατύπωσης αντικειμενικά έγκυρων κανονιστικών αρχών. Τούτη η αντιδιαστολή μεταξύ αντικειμενικής γνώσης και αντικειμενικών κανονιστικών αρχών συνεπάγεται ότι η πρώτη παρεμποδίζεται σε κάθε της βήμα από την προσπάθεια να πορισθεί κανείς τις δεύτερες».[3] Φυσικά η άποψη της δυνατότητας αντικειμενικής γνώσης θα πρέπει να τεθεί υπό διερεύνηση με βάση τα επιστημολογικά κριτήρια που την προϋποθέτουν.[4]
3 . Ο Κονδύλης προχωρά αμέσως σε διευκρίνηση το τι εννοεί με τον όρο «κανονιστικές αρχές»: «Όπου με τον όρο «κανονιστικές αρχές» δεν εννοούμε απλώς τις συνήθεις ηθικές εντολές, παρά κάθε κοσμοεικόνα υποτυπωμένη με βάση την επιταγή της αυτοσυντήρησης και της διεύρυνσης της ισχύος ενός ατόμου ή μιας συλλογικής οντότητας﮲ μόνο στο πλαίσιο μιας τέτοιας κοσμοεικόνας φαίνεται ότι και η ηθική, με τη στενότερη έννοια του όρου, έχει ερείσματα και νόημα. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι μόνο η παραίτηση από κάθε κανονιστική αρχή και από κάθε αξίωση για αυτοσυντήρηση και ισχύ μπορεί να καταστήσει δυνατή τη γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων. Το τίμημα της αξιολογικά ελεύθερης γνώσης είναι η ζωή, γι’ αυτό είναι μηδαμινές οι πιθανότητες να γίνει μια τέτοια γνώση κοινωνικά αποδεκτή».[5] Υπάρχουν δύο σημεία στο παραπάνω απόσπασμα που χρειάζεται να υπογραμμισθούν διότι μας δίνουν απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα. Το πρώτο ότι ο Κονδύλης ρητά περιλαμβάνει στις «κανονιστικές αρχές» , εκτός από τις αναμενόμενες «συνήθεις ηθικές εντολές», και «κάθε κοσμοεικόνα υποτυπωμένη με βάση την επιταγή της αυτοσυντήρησης και της διεύρυνσης της ισχύος». Δηλαδή περιλαμβάνει και τη δική του κοσμοκατασκευή, μέσω της οποίας ερμηνεύει τη συμπεριφορά του υποκειμένου (άτομο ή συλλογικότητα) στη ζώσα πραγματικότητα.
«Ορίζουμε τούτο το κοινό στοιχείο (των βασικών ανθρωπίνων καταστάσεων και μορφών δράσης) ως επιδίωξη ισχύος, εννοώντας αρχικά τη γυμνή βούληση της αυτοσυντήρησης ως έσχατο μέγεθος, το οποίο δεν ανάγεται σε κάποιο άλλο και μετέχει καθοριστικά στην υφή όλων των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων»[6].
4 . Ο πυρήνας της κοινωνικής οντολογίας του Κονδύλη, ως γνωστόν, στηρίζεται στις θεμελιώδεις κατηγορίες της ισχύος και της απόφασης. Με απλά λόγια, κάθε άνθρωπος πρέπει να οικοδομήσει μια ταυτότητα προκειμένου να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον εχθρικό. Για το λόγο αυτό λαμβάνει μια απόφαση η οποία είναι «μια εν μέρει συνειδητή και εν μέρει υποσυνείδητη πράξη ή διαδικασία διαχωρισμού, κατά την οποία γεννιέται μια οργανωμένη και ιεραρχημένη κοσμοεικόνα που εγγυάται την απαραίτητη για την αυτοσυντήρηση ικανότητα προσανατολισμού και υπηρετεί την επιδίωξη ισχύος παρέχοντας πάγια ταυτότητα»[7]. Και συνεχίζει : «η ταυτότητα του υποκειμένου διαμορφώνεται μέσα στην πράξη ή διαδικασία της απόφασης, που με τη σειρά της συγχωνεύεται με την επιδίωξη της αυτοσυντήρησης μέσω της αυτοεπίτασης, ήτοι της ισχύος. Η απλή ύπαρξη μεταβάλλεται σε ταυτότητα ικανή να προσανατολισθεί…»[8]
5 . Αναγκαίες οι παρακάτω διευκρινήσεις: α) Ο διαχωρισμός γίνεται με βάση τη διάκριση Φίλων – Εχθρών[9]. β) «η απόφαση αυτή δεν έχει την παραμικρή σχέση με ό,τι έχουμε μάθει να κατανοούμε ως ορθολογική απόφαση ζωής. Ο Κονδύλης ουδέποτε θεώρησε ότι η απόφαση αυτή ήταν ορθολογική, ότι προέκυπτε μετά από ενσυνείδητες νοητικές επεξεργασίες. Είναι απόφαση με την έννοια του διχασμού, της σχάσης του κόσμου σε όσα τοποθετούμε στη δική μας όχθη και όσα ξαποστέλνουμε στην αντιπέρα. Τούτη η θεμελιώδης, υπέρτατη απόφαση δεν υπολαμβάνει αναγκαστική υπαρξιακή σταθερότητα ή ότι τα στρατόπεδα δεν μπορεί να εναλλάσσονται κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου πλέον ιστορικού βίου ενός εκάστου ατόμου ή μιας εκάστοτε ομάδας».[10] Η κοσμοεικόνα είναι έργο του υποκειμένου, προσδιορίζεται από τις ανάγκες προσανατολισμού, αυτοσυντήρησης και ισχύος ενός υποκειμένου και επομένως είναι υποκειμενική[11]. Όμως υποχρεώνεται να εγείρει για τον εαυτό της την αξίωση της αντικειμενικότητας. Ο Κονδύλης, αναφέρει τρεις κύριους λόγους: Πρώτος, η πίστη στην αντικειμενικότητα της κοσμοεικόνας επενεργεί πάνω στο υποκείμενο της απόφασης, από την οποία προήλθε η κοσμοεικόνα, αποφορτίζοντας κι ενθαρρύνοντάς το, εφ’ όσον παραμερίζει τις αμφιβολίες για την ορθότητα της απόφασης και μαζί τους τις αβεβαιότητες και τις δυσκολίες προσανατολισμού. Δεύτερος, η ίδια η πίστη ικανοποιεί μιάν απαίτηση που θέτει κατ’ αρχήν κάθε κοινωνία στα μέλη της προκειμένου να διασφαλίσει τη συνοχή της. Το γενικά αναγνωρισμένο γεγονός, ότι τούτη η συνοχή μπορεί να επιτευχθεί μονάχα με χαλιναγώγηση της υποκειμενικής αυθαιρεσίας και τη συμμόρφωση με γενικά ισχύοντες κανόνες, παίρνει στο πεδίο των ιδεατών μεγεθών τη μορφή της πεποίθησης για την ανωτερότητα του αντικειμενικού απέναντι σε απλώς υποκειμενικές εμπνεύσεις και ιδέες﮲ γι’ αυτό και μέσα σε μιάν οργανωμένη κοινωνία η αξίωση ισχύος, αν και από τη φύση της μπορεί να προβληθεί μονάχα από ένα υποκείμενο κι επομένως δεν μπορεί παρά να είναι υποκειμενική, είναι δυνατό να επιβληθεί μονάχα όταν εμφανίζεται όχι ως αποκύημα υποκειμενικών κινήτρων και στόχων παρά αντίθετα ως απαίτηση βγαλμένη από τη γνώση αντικειμενικά δεδομένων συναφειών και ωφέλιμη για το γενικό καλό. Τρίτος, η υποκειμενική κοσμοεικόνα μπορεί και πρέπει να αξιώσει αντικειμενικότητα για λογαριασμό της, επειδή μόνο με βάση τα κριτήρια που παρέχει η ίδια ορίζεται τι θα θεωρηθεί αντικειμενικό και υποκειμενικό﮲ ο ισχυρισμός της οικείας αντικειμενικότητας προηγείται μέσα σε κάθε κοσμοεικόνα των επί μέρους περιεχομένων της, σ’ αυτήν εδράζονται οι αποφάνσεις της κοσμοεικόνας για τον κόσμο».[12]
6 . Ο Κονδύλης, «Επισκοπώντας τα ανθρώπινα δρώμενα, το όλον της Ιστορίας», αποπειράθηκε να διακριβώσει ποιοι και τι είναι οι βασικοί μηχανισμοί παραγωγής συγκεκριμένων ενεργημάτων. Από εκεί και πέρα το δεύτερο βήμα ήταν η καταγραφή συγκεκριμένων ενεργημάτων, από την ώρα που η απόφαση έχει ληφθεί και συνιστά υπαρξιακό δεδομένο. Τα ενεργήματα αυτά είναι η πεμπτουσία της διαδικασίας εξιδανίκευσης ή εξαντικειμενίκευσης. «Με άλλα λόγια ενδιαφέρει πως η απόφαση αποκτά ιδεολογική εξάρτηση, θεωρητική επένδυση και ένα σύστημα νοητικών διαμεσολαβήσεων που ευκολύνουν τον πραξιακό προσανατολισμό των υποκειμένων﮲ ανεξάρτητα βέβαια από οποιαδήποτε λογικά επιχειρήματα, τα οποία πάντα έπονται και συγκροτούν την ασπίδα μιας ορμέμφυτης διάθεσης. Γιατί εν κοινωνία δεν μπορεί να διακηρύξει κανείς ότι επιθυμεί να ξεπαστρέψει τον γείτονά του χωρίς να αιτιολογήσει τούτη την παρόρμηση. Η επιτέλεση του φόνου θα νομιμοποιηθεί με την επίκληση ενός συστήματος αξιών, εντός του οποίου ο μισητός γείτονας θα παρουσιασθεί ως ενσάρκωση ηθικής απαξίας. Αν πάλι η εξόντωσή του δεν είναι εύκολα κατορθωτή, η υπαναχώρηση από τον στόχο της εκμηδένισης του θα ερμηνευθεί νομιμοποιητικά προς τα έσω. Το επιθετικό υποκείμενο θα πείσει, δηλαδή το Εγώ του, πως τάχα η ακύρωση της ψυχόρμητης επιθυμίας του απορρέει από την υιοθέτηση κάποιων ανώτερων ηθικών αρχών, που απαγορεύουν τη δολοφονία – μιλάμε για ηθικές αξίες και όχι για φόβο ενδεχομένων έννομα κατοχυρωμένων κυρωτικών συνεπειών. Η ηθική είναι, σε όλες τις εκδοχές της, μεταμφιεσμένος σωματοφύλακας, επιφορτισμένος να αποδιώχνει από το άλογο θέατρο του ψυχισμού τις επικατάρατες φοβίες. Είναι ταυτοχρόνως ένα είδος ανεπίληπτου χρηματιστή, επιφορτισμένου με το ξέπλυμα και τη διακίνηση του μαύρου χρήματος της συνείδησης».[13]
7 . Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό όν του πλανήτη που λόγω της ατελούς δομής του είναι αναγκασμένο προκειμένου να διασφαλίσει την αυτοσυντήρησή του, να προβεί σε μετασχηματισμό του περιβάλλοντος εξωτερικού κόσμου, διαμέσου της κατασκευής κοσμοεικόνας με βάση μια απόφαση η οποία διαχωρίζει το οικείο (φίλος) από το ξένο (εχθρός), και στη συνέχεια να δημιουργήσει ταυτότητα.
Συνάγεται επομένως ότι: «ο άνθρωπος που δρα, με βάση τα όσα προκύπτουν από τη θεωρία της κοσμοεικόνας, είναι καταδικασμένος στην πλάνη, για τον απλούστατο λόγο ότι η ψευδαίσθηση, ραχοκοκαλιά της κοσμοεικόνας, αποτελεί ανυπέρβλητο εργαλείο επιβίωσης. Η εκτατική ενόρμηση αυτοσυντήρησης επιβάλλει μια συνεχή προσπάθεια εκλογίκευσης των ιδίων των κινήτρων και των επιδιώξεών μας. Η εκλογίκευση αυτή είναι από την ίδια της τη φύση, όσο και αν σέβεται τους κανόνες της τυπικής λογικής, μια παραποίηση- δηλαδή μια εκούσια, τρόπον τινά, πλάνη για ό,τι αφορά τις υπαρξιακές της ρίζες. Θα μπορούσαμε να πούμε αν στην εμπειρική διάστασή της η σκέψη είναι εργαλείο επιβίωσης, στη φυσική επιλογή, με τη μέθοδο της «δοκιμής –και– λάθους», στην αναστοχαστική της λειτουργία, όταν δηλαδή σκέφτεται τον εαυτό της και τα κίνητρα που την ωθούν να διατυπώσει την α ή β υπόθεση, είναι συστατικά υποχρεωμένη να μην αποκλείει μια ικανή μερίδα λάθους από τις προκείμενές της. Αν το έπραττε, θα παρέμενε εντελώς ανοχύρωτη, το ίδιο όπως ένας εγκληματίας που θα ομολογούσε κυνικά στο δικαστήριο το σύνολο των ταπεινών ελατηρίων του. Κάθε προσπάθεια εκλογίκευσης, ως λειτουργικός μηχανισμός της αυτοσυνείδησης, είναι ταυτόχρονα υποβολέας αποκρύψεων και συνεπώς ψευδαισθήσεων. Ο μηχανισμός της εκλογίκευσης είναι ουσιωδέστατο μέρος της εκτατικής διαδικασίας αυτοσυντήρησης»[14].
8 . Είμαστε τώρα σε θέση να δώσουμε μια απάντηση στα ερωτήματα που διατυπώσαμε στο κλείσιμο του προηγούμενου κειμένου μας τα οποία ήταν τα ακόλουθα: ο αξιολογικός μηδενιστής δεν παύει να είναι μέλος της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Με ποια κριτήρια πορεύεται στον καθημερινό του βίο; Από τη στιγμή που από την τοποθέτησή του δεν «επιτρέπεται» η επεξεργασία ηθικοπλαστικών επιχειρημάτων που επιτάσσει η πολιτική δράση σε τι είναι χρήσιμος;
Ίσως η πιο χαρακτηριστική απάντηση του Κονδύλη βρίσκεται στις σελίδες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού[15] όπου αναφέρεται στις μορφές του μηδενισμού και ειδικά στον Λα Μετρί (ο άλλος είναι ο Μαρκήσιος ντε Σαντ). Γράφει ο Κονδύλης: «Ο La Mettrie δέχεται, όπως και ο Hume, τον χωρισμό Φύσης και κανονιστικών αρχών, και μάλιστα του δίνει μορφή ασυμφιλίωτης σύγκρουσης… οι ρίζες της ηθικής και της ανηθικότητας βρίσκονται, πάντως, στην ίδια υπαρξιακή διάσταση, στην ίδια Φύση- πράγμα που δείχνει καθαρά ότι η Φύση καθαυτή δεν είναι ούτε ηθική ούτε ανήθικη. Το ηθικό και το ανήθικο αποτελούν επιγραφές, λέξεις που εξυπηρετούν κοινωνικές σκοπιμότητες… ο χαρακτήρας και ο ρόλος της φιλοσοφίας μέσα σε μια μηδενιστική θεώρηση, αφού η τελευταία στηρίζεται στον σαφή διαχωρισμό Όντος και Δέοντος, δεν είναι η εκπλήρωση ηθικών- παιδαγωγικών καθηκόντων δηλαδή η διακήρυξη κάποιας δεοντολογίας : «δεν ηθικολογώ, δεν κηρύσσω, ούτε και ρητορεύω﮲ εξηγώ»[16]… Αφού, τώρα, η φιλοσοφία έχει σκοπό της την αλήθεια, ενώ η ηθική έχει στόχους πρακτικούς, απ’ αυτό προκύπτει ότι η μια δεν έχει καμιά σχέση με την άλλη και επίσης ότι η ηθική στηρίζεται εξίσου όσο και η θρησκεία σε ψευδαισθήσεις και προκαταλήψεις, που, ωστόσο είναι ζωτικά αναγκαίες για την κοινωνία… Αφού η αλήθεια της μηδενιστικής φιλοσοφίας ποτέ δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση κοινωνικής συμβίωσης, η αλήθεια και η μηδενιστική φιλοσοφία παραμένουν παρασιτικά φαινόμενα του περιθωρίου… Ο απόλυτος σκεπτικισμός παραλύει κάθε δραστηριότητα, αφού όμως είναι αναπόδραστη μοίρα εκείνου που γνωρίζει την αλήθεια, πρέπει να ξεχνιέται τουλάχιστον μέσα στην καθημερινή ζωή, όπου ο καθένας χρειάζεται να επιβιώσει στο πλαίσιο ορισμένων κοινωνικών συμβάσεων. Και αν κάποιος εξαγγέλλει ανοιχτά τη μηδενιστική αλήθεια, βρίσκει τ’ αυτιά των άλλων κλειστά, γιατί η αλήθεια αυτή αντιτίθεται στα συμφέροντα της κοινωνίας, τα οποία είναι συνυφασμένα με τις ψευδαισθήσεις της. Αν ο γνώστης της μηδενιστικής αλήθειας θέλει να ασκήσει πρακτική επιρροή, πρέπει να πατήσει τον χώρο των ψευδαισθήσεων και, αφού έχει διίδει καλύτερα από κάθε άλλον την αναγκαιότητά τους για τη ζωή και τους μηχανισμούς της, να τις θέσει συνειδητά και σχεδιασμένα στην υπηρεσία της κοινωνίας».[17] Ο Κονδύλης όχι μόνο φαίνεται να συμφωνεί με τα παραπάνω αλλά σημειώνει με έμφαση «Ο μηδενιστής στοχαστής ίσως είναι ακόμη πιο άχρηστος απ’ ό,τι τον παρουσίασε ο ίδιος ο La Mettrie».
ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ
~.~
[1] Π. Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, Νεφέλη, 1998, σ. 75.
[2] Π. Κονδύλης, Ισχύς και Απόφαση, Στιγμή, 1991, σ. 17.
[3] Ό.π., σ. 17-18.
[4] Θα αναφερθούμε στο ζήτημα αυτό σε προσεχές σημείωμα.
[5] Ό.π., σ.18-19.
[6] Π. Κονδύλης, Επιστήμη, Ισχύς και Απόφαση, Στιγμή, 2001, σ. 16.
[7] Ό.π., σ. 21
[8] Ό.π., σ.23-24.
[9] Κ. Μελάς, «Η διάκριση φίλου-εχθρού στη σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη», Νέο Πλανόδιον, 13.02.2021.
[10] Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Α. Α. Λιβάνη, 2005, σ. 150.
[11] Π. Κονδύλης, Επιστήμη, Ισχύς και Απόφαση, Στιγμή, 2001, σ. 22. Εδώ προκύπτει ένα σοβαρότατο ζήτημα: από τη στιγμή που το κάθε συγκεκριμένο ατομικό υποκείμενο κατασκευάζει την δική του κοσμοεικόνα μήπως χάνουμε τον εξωτερικό κόσμο και κάθε αντικειμενικότητα και εισερχόμαστε σε ένα σχετικισμό ο οποίος μας οδηγεί στο να θυσιάσουμε τη διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και στο σφάλμα; Θα το διερευνήσουμε σε προσεχές σημείωμα.
[12] Ό.π., σ. 22-23.
[13] Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Α. Α .Λιβάνη, 2005, σ. 150-151.
[14] Ό.π., σ. 151-152.
[15] Π. Κονδύλης, Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Τόμος Β’, Θεμέλιο, 1987, σ.1 84-202.
[16] Πιστός σε αυτές τις αρχές ο Κονδύλης προσπαθούσε να μην εκφράζει αξιολογικές κρίσεις για τα γεγονότα, αλλά να ερμηνεύει με βάση την βεμπεριανή αρχή μέσων-σκοπών.
[17] Οι παραπομπές στα έργα του Λα Μεττρί μπορούν να αναζητηθούν στο κείμενο του Κονδύλη.
*
