Για τα κριτικά περί ποίησης σχήματα

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Γλώσσα μου, γλώσσα μου, γλυκιά μου γλώσσα,
άνοιξε γλώσσα μου, άνοιξε πες μας καμπόσα
όσα ξε- γλώσσα μου, όσα ξέρεις κι άλλα τόσα.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ

Οι κριτικές τοποθετήσεις για το τι είναι τελικά αυτό που το λένε ποίηση[1] και το πώς αυτή αξιολογείται μέσα από ένα σύνολο κατηγοριοποιήσεων και αναγωγών παραμένουν ενεργές, προκαλώντας στον δημόσιο λόγο διλήμματα και προστριβές. Η κάθε τοποθέτηση φιλοδοξεί να παρουσιάζεται με αντικειμενικότητα, αρτιότητα και τεκμηριωμένη λογοδοσία. Με αφορμή αυτόν τον διαρκή ιστορικό διάλογο για το τι είναι ποίηση και τι δεν είναι, πώς κατηγοριοποιούνται τα έργα τέχνης και αρθρώνονται οι διαφορετικές θεωρητικές φωνές, διαμορφώνοντας τον ποιητικό χώρο, θα ήθελα κι εγώ ελεύθερα να διατυπώσω κάποια σύντομα σχόλια. Μια τέτοια προσέγγιση συμμετέχει στον διάλογο για τα κριτικά σχήματα στην ποίηση και τους περί αυτής λόγους, με την ταυτόχρονη όμως αποποίηση της θέσης ότι αυτή υπερέχει άλλων αναλυτικών προσεγγίσεων. Αντίθετα, κάθε κριτικό κείμενο αξιολογείται και προσθέτει στον διάλογο, κατασκευάζοντας συγκεκριμένες εκδοχές για την ποίηση  και με τις αντίστοιχες συνέπειες στα ταξινομητικά σχήματα και στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες που διαμορφώνουν τους διλημματικούς κοινούς τόπους του καλλιτεχνικού τοπίου. Η χαρτογράφηση του ποιητικού πεδίου παραμένει ανοιχτή, χωρίς όμως να χαρακτηρίζεται από ομοιογενείς καταγραφές και μόνιμα συμπεράσματα. Κάθε κριτική απόπειρα καταγραφής, αξιολόγησης και αποτίμησης των ποιητών και του έργου τους αλλά και κάθε αναλυτικό ερμηνευτικό σχήμα πρόσληψης έχουν όρια και υπόκεινται σε κριτικές αναθεωρήσεις και αναστοχασμούς. Κατά τη γνώμη μου το συνθετικό διαλογικό πεδίο είναι αυτό που πολυσυλλεκτικά εμπλουτίζει την ανάλυση και την κατανόηση του κειμένου.

Ακόμα και στην πιο εμπεριστατωμένη και αυστηρή εφαρμογή ενός κριτικού θεωρητικού σχήματος μπορεί να εντοπιστούν όρια, αγκυλώσεις, εγκλωβισμοί, φορμαλιστικοί κανόνες και αποκλεισμοί. Ο Μπένγιαμιν έχει ήδη επαρκώς επισημάνει πως σε κάθε κείμενο μπορούν να εντοπιστούν και να υποστηριχθούν κάθε τύπου συγκρουσιακά κριτικά σχόλια ανάλογα με τα ερμηνευτικά εργαλεία που θα επιλεγούν και την αισθητική και ιδεολογικοπολιτική σκευή του κριτικού. Παράλληλα, η στροφή στον λόγο στο πλαίσιο του κοινωνικού κονστρουξιονισμού ανέδειξε την επιτελεστικότητα της γλώσσας στις κατασκευές του κοινωνικού κόσμου και του έργου τέχνης. Ο αφορισμός/διαπίστωση πως «ο λόγος κάνει πράγματα» βοηθάει την ανάλυση των κειμένων, επιτρέποντας να εξεταστεί λεπτομερώς τι ακριβώς συντελείται σε κάθε κείμενο, αποφεύγοντας τοιουτοτρόπως την απόδοση κινήτρων στον/στην συγγραφέα τους και καταδεικνύοντας πολυεπίπεδα τη συμπλοκή του αισθητικού με το προσωπικό, το πολιτικό, και το κοινωνικό. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο επισημαίνονται και εντοπίζονται οι περιορισμοί κάθε θεωρητικού σχήματος όταν αυτό διατυπώνεται αοριστολογικά και με ουσιοκρατικούς όρους. Οι θεωρίες του κοινωνικού κονστρουξιονισμού στη μεταμοντέρνα θεωρία συνεισφέρουν έτσι ώστε να αναδειχθούν οι τρόποι με τους οποίους κάθε «κλειστό» ερμηνευτικό σχήμα που «φωτίζει» μια μόνο όψη κειμενική ενδέχεται να καταλήξει σε  «θέσφατη θεολογία».

Επιπλέον, παρατηρείται πως ο όρος «μεταμοντερνισμός», όχι σπάνια, αποσαθρώνεται και αποπλαισιώνεται από το θεωρητικό πλαίσιό του, συνδεόμενος με τις «παθολογίες» των λογοτεχνικών συντεχνιών ή με έναν κακώς εννοούμενο σχετικισμό στον οποίο όλα τα κείμενα  κρίνονται ισάξια και δεν αξιολογούνται. Σε μια τέτοια συνθήκη καταγράφεται επίσης η παρακάτω τάση: οτιδήποτε ταυτοποιείται ως «θεωρητικός λόγος» αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, σχεδόν εχθρικά και διαφοροποιείται από το ίδιο έργο τέχνης και τις διάφορες κειμενικές δράσεις που προκαλεί. Ας σημειωθεί εδώ ότι ακόμα και ο δυτικός κανόνας του Χάρολντ Μπλούμ, ο οποίος διατηρεί την κριτική του ακμάδα, δεν απέφυγε να ομαδοποιεί όλες τις διαφορετικές φωνές  των πολιτισμικών σπουδών, χαρακτηρίζοντάς τες γενικά και αόριστα ως «μνησίκακες».

Η παράθεση/ανθολόγηση διαφορετικών κατατάξεων και αξιολογήσεων των κειμένων μέσα από μια γραμμική εξελικτική πορεία, η οποία εστιάζει στην κατηγοριοποίησή τους με περιγραφικούς όρους, ακόμα και αν συντελεί στην παρακολούθηση των ιστορικών αλλαγών που πραγματοποιούνται ως προς το τι θεωρείται ποίηση, πώς ορίζεται, με ποιους τρόπους ταξινομείται, καθώς και πώς κατασκευάζεται η έννοια της αισθητικής, δεν είναι αρκετή. Αντίθετα, μια λογοαναλυτική προσέγγιση μπορεί να αναδείξει τις συνηχήσεις τής κάθε διαθεματικής και διεπιστημονικής προσέγγισης, αναδεικνύοντας τους «κοινούς τόπους» που εκφέρονται με την εφαρμογή κάθε ερμηνευτικού εργαλείου σε συνάρτηση με τον συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και χώρο. Οι λογοαναλυτικές προσεγγίσεις είναι αυτό το είδος του μεταμοντερνισμού που εστιάζει στην ιστορικότητα, καταγράφοντας τι ακριβώς συμβαίνει στο κείμενο πολυεπίπεδα, τι κατασκευάζεται στον λόγο και με ποιους τρόπους. Έτσι, πολυσύνθετα και με εκκίνηση το ίδιο το κείμενο ανεξάρτητα από τις προθέσεις του συγγραφέα επισημαίνονται οι αισθητικές, πολιτικές, ιστορικές, προσωπικές εγγραφές στο εκάστοτε κείμενο. Η ολική επαναφορά άλλωστε μιας παρελθοντικής σειροθετημένης ονοματολογίας ως προς τους ορισμούς της ποίησης και της ιστορικής σχέσης που αυτή έχει με τα ποιήματα μέσα από αφοριστικές θεωρήσεις της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας περιέχει όλα τα κενά και τα χάσματα. Κατασκευάζεται σε κάποιες περιπτώσεις ένα απάνθισμα-αποθησαύρισμα που λειτουργεί μέσα στην αυθαιρεσία μιας πεποιημένης συγκόλλησης ιδεολογημάτων με πολλές παραδοξολογίες και υπερβολές.

Η ιστορικότητα εδώ είναι κομβική έννοια είτε μιλάμε για ανάλυση ποιήματος, είτε για την κριτική ερμηνεία κειμένου. Αυτό συμβαίνει επειδή γίνεται μια κριτική σύνθεση που έχει εκκίνηση το ίδιο το κείμενο, ενώ οι ιδεολογικές σημασιοδοτήσεις συνδέονται ξανά με το ίδιο το κείμενο και δεν ακολουθούν μονοδιάστατους τρόπους πρόσληψης. Η ιστορικότητα ως έννοια κριτική σημειώνει πού τοποθετείται το κείμενο σε σχέση όχι μόνο με τις κατασκευές για την ποίηση, την αισθητική, την ερμηνεία και τη θεωρία στο εδώ και τώρα, αλλά και πώς όλα αυτά συνομιλούν και αναδιαμορφώνονται διαρκώς, εξελίσσονται και παραμένουν υπό διαπραγμάτευση σε διαλόγους με όσα έχουν ειπωθεί στο παρελθόν. Οι κοινοί τόποι, όπως εντοπίζονται στους διαθέσιμους γλωσσικούς πόρους κάθε κοινωνικο-ιστορικής περιόδου, παραμένουν πάντα σε συνεχή πολυφωνική ανακατάταξη, προκαλώντας κάθε φορά νέες συνθέσεις και διλήμματα. Ο σχετικισμός εδώ δεν έχει θέση. Είναι διαστρεβλωτική η θέση ότι σε μια ανάλυση συνθετικά κριτική, η οποία εξετάζει πώς λογοδοτούμε για όλα αυτά τα θέματα που αναφέρθηκαν, όλα είναι σχετικά. Αντίθετα, αυτό που συμβαίνει είναι να εξεταστεί πώς κατασκευάζονται στα κείμενα διαφορετικές εκδοχές για την ποίηση, την ιστορία, την αισθητική, το πολιτικό ή το προσωπικό και με ποιους τρόπους εκφέρονται. Προφανώς και οι πολιτικές προθέσεις ή εγγραφές ενός ποιήματος δεν επαρκούν αν η γλωσσική αισθητική του κειμένου «μπάζει νερά από παντού». Από την άλλη ό,τι επιτελείται πολυεπίπεδα με εκκίνηση τη γλώσσα και όχι κάποια θεωρία του βάθους δεν αποκλείει, πέρα από την αισθητική αρτιότητά του, να περιλαμβάνει διάφορες διαστάσεις. Η απόφανση πως όλα είναι πολιτικά δεν εμπίπτει σε μια σχετικιστική οπτική. Προκύπτει  με βάση το επιχείρημα ότι στη γλώσσα κατασκευάζονται συγκεκριμένες εκδοχές του κόσμου, των κοινωνικών φαινομένων, και των υποκειμενικών ταυτοτήτων.

Το πολιτικό, δηλαδή, ορίζεται ευρύτερα και περιλαμβάνει τις συγκεκριμένες κειμενικές συνθήκες. Η αναζήτηση των ερμηνευτικών ρεπερτορίων, ως λεξικογραφικών καταλόγων ή μητρώου όρων και μεταφορών από όπου αντλούμε για να μιλήσουμε για τα κοινωνικά φαινόμενα με όρους γεγονικότητας (βλ. Potter and Wetherell, 1987, [2009] σελ. 193[2]) είναι χρήσιμα, προκειμένου να διερευνηθεί κριτικά κάθε κριτικό σχήμα που επιχειρεί να ορίσει τον ποιητικό χώρο και να κατατάξει τα ποιητικά έργα. Τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια λοιπόν περιλαμβάνουν οικείες εικόνες, οι οποίες είναι αναγνωρίσιμες σε μια κοινή πολιτισμική κοινότητα (Potter and Wetherell, 1987, Potter, 1996). Ανάλογα με το τι προτάσσεται στην εκάστοτε κριτική επιχειρηματολογία τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια ως «οικοδομικά υλικά της συνομιλίας» και του λόγου (Edley, 2001[3]) επισημαίνουν τι επιτυγχάνεται, με ποιους τρόπους και με ποιες ιδεολογικοπολιτικές συνέπειες.

Στην πλούσια λογοαναλυτική εργαλειοθήκη, προκειμένου να απο-ουσιοκρατικοποιηθεί κάθε κριτικό κείμενο ώστε να δούμε τι προκύπτει από την επιχειρηματολογία του, η έννοια των θέσεων υποκειμένου, των τρόπων δηλαδή που εντοπίζεται από ποιες θέσεις περνά ο συγγραφέας ενός κριτικού κειμένου και πώς αποδίδει ταυτοτικές θέσεις σε άλλους, είναι επίσης ζωτικής σημασίας στις κριτικές αναγνώσεις. Αν κάθε κριτική ανάγνωση ανασκευάζει λογοδοτικά και παράλληλα εμπλουτίζει το υπό εξέταση θέμα διαλογικά: τι είναι η ποίηση και τι όχι, πώς έχουν αλλάξει οι προσλήψεις και οι ορισμοί της στην πορεία του χρόνου, πώς κατηγοριοποιείται και με ποιο όριο το εξελισσόμενο ποιητικό σώμα και άλλα τέτοια ζητήματα. Η λογοανάλυση, πέρα από την ανάδειξη τού τι επιτελείται και με ποιους όρους, μπορεί να καταλήξει στην αξιολόγηση για το πόσο κριτικό είναι ένα κριτικό κείμενο. Ο τρόπος που ορίζεται η ιστορία ως γραμμική ακολουθία είναι πολύ διαφορετικός από το πώς συγκροτείται η ιστορικότητα ως διαχρονική ανοιχτή σύνδεση παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος, όπως είναι και διαφορετικός ο τρόπος τεκμηρίωσης. Ο πολιτικός διάλογος για την ποίηση  στη συγκρότηση του ιστορικού είναι ορατός και κριτικά πολυσήμαντος, οικοδομώντας πληθώρα συνομιλιών με τα υπό εξέταση κριτικά κείμενα. Έτσι σε πολλά σημεία και με βάση τη συγκεκριμένη κριτική οπτική της γράφουσας παρατηρείται συχνά στα κείμενα που ερευνούν τους εξελικτικούς ορισμούς για την ποίηση και τη λογοτεχνία  να κυριαρχεί ένα «συμπίλημα», όπου χρησιμοποιούνται διάφορες επικλήσεις στην αυθεντία επιστημόνων, φιλοσόφων, ποιητών, ιστορικών οι οποίοι λειτουργούν ως «πεφωτισμένη δεσποτεία της γνώσης», αποδίδοντας κύρος και εγκυρότητα στην τεκμηρίωση των κειμένων.

Η έννοια των διλημμάτων, όπως τον βρίσκουμε στο έργο του Μάικλ Μπίλλινγκ[4], μπορεί να λειτουργήσει ως συνδετικός ιστός αυτού του διαλόγου, επισημαίνοντας τόσο τους κοινούς τόπους του συγκεκριμένου ιστορικού χρόνου στον οποίο τοποθετείται ο διάλογος όσο και το διλημματικό περιεχόμενο και τη λειτουργία τους με διαφορετικά διλήμματα για κάθε κριτική φωνή. Τα διλήμματα αυτά, καθώς εκφέρονται, προκαλούν νέες μετατοπίσεις και μετασχηματισμούς με τη διαφορετική αναγνωστική πρόσληψη και προφίλ τού κάθε αναγνώστη και αναγνώστριας. Στην κοινωνική νόηση, ό,τι αποκαλείται κοινός νους, αντλείται από τα συγκρουσιακά αποθέματα γνώσης και πληροφοριών που αλλάζουν ανάλογα με το ιστορικό πλαίσιο. Αυτό που ορίζεται ως κοινός νους είναι οργανωμένος ρητορικά με σκοπό να πείσει και αποκτά διαλογικότητα γιατί η μια θέση περιλαμβάνει και την αντίθετή της. Ως περίτεχνοι γλωσσικοί χρήστες είμαστε εξοικειωμένοι με τους κοινούς τόπους στις διαφορετικές εκφάνσεις τους. Εδώ υπεισέρχεται ξανά το πολιτικό και το ιδεολογικό, αφού η κοινωνική νόηση, ο κοινός νους, είναι ιστορικά και πολιτισμικά πλαισιωμένος. Στην επιχειρηματολογία ακολουθούνται διαφορετικοί τρόποι λογοδοσίας που για να πείσουν πρέπει να γίνουν αντιληπτοί με όρους γεγονικότητας. Τα διλήμματα είναι πολλά και διαφορετικά κάθε φορά. Κλείνοντας, ας σημειωθεί ότι οι συμπλοκές των διλημμάτων, όπως εντοπίζονται στα κριτικά κείμενα και τα ποιήματα, είναι και αυτές που όχι μόνο δεν λειτουργούν με τις αρνητικές συνηχήσεις με την οποίες γίνονται αντιληπτά τα διλήμματα ως κάτι έωλο που πρέπει να λυθεί προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, αλλά αντίθετα κρατούν ανοιχτό και εξελισσόμενο τον δημόσιο χώρο της κριτικής. Οι διαφορετικές υποκειμενικότητες κριτικού, ποιητή και αναγνώστη και οι κριτικές διλημματικές προσλήψεις συμβαδίζουν σε αυτές τις περιπτώσεις με την αναγνωστική απόλαυση, η οποία δεν εμμένει σε μια αυστηρή μονομέρεια με όρους συμφωνίας ή διαφωνίας.

ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΑΚΗ


[1] Αναφέρομαι ενδεικτικά στο βιβλίο του Κώστα Κουτσουρέλη, Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση. Δώδεκα ομόκεντρα δοκίμια, Μικρή Άρκτος, 2020, καθώς και σε πλήθος κειμένων που εξετάζουν τέτοια ζητήματα στο Νέο Πλανόδιον και σε άλλα περιοδικά και εφημερίδες.
[2] Potter, J. and Wetherell, M. (1987). Discourse and Social Psychology: Beyond Attitudes and Behaviour. London: Sage [ελλ. έκδ.: Potter, J. και Wetherell, M. (2009). Λόγος και Κοινωνική Ψυχολογία: Πέρα από τις στάσεις και τη συμπεριφορά. Αθήνα, Μεταίχμιο].
[3] Edley, N. (2001). Analysing masculinity: Interpretative repertoires, subject positions and ideological dilemmas. Στο M. Wetherell, S. Taylor, and S. Yates (eds), Discourse as Data: A Guide for Analysis. Λονδίνο: Sage.
[4] Billig, M. (1991). Ideology and Opinions: Studies in Rhetorical Psychology. London: Sage.
Billig, M., Condor, S., Edwards, D., Gane, M., Middleton, D. and Radley, A.R. (1988). Ideological Dilemmas. Λονδίνο: Sage Publications.

*