*
Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ [2/2]
Μετάφραση Τασούλας Καραγεωργίου
~.~
Θερμές ευχαριστίες στη μεταφράστρια και στον φίλο Άγγελο Καλογερόπουλο εκ μέρους του περιοδικού Το Κοινόν των ωραίων τεχνών για την άδεια της αναδημοσίευσης (οι αποδόσεις βρίσκονται στο τχ. 3, Ιούνιος 2018). – ΗΜ
Πρὸς μοναχὸν Ἀνδρέαν
(ἀπόσπασμα)
Πολλοὶ λένε (κι ἂν εἶναι ἀληθινὰ τὰ λόγια τους
δὲν τὸ γνωρίζω), λένε ὅμως καὶ μὲ πείθουν· ὅ
τι πολὺ χαίρεσαι, ὦ μοναχὲ καὶ πατέρα,
ἂν κάποιος σοῦ προσφέρει λείψανα σεπτὰ
ἀνδρῶν μαρτύρων ἢ σεβαστῶν γυναικῶν,
καὶ θῆκες θείων λειψάνων λένε πὼς ἔχεις πολλές,
ποὺ τὶς ἀνοίγεις πάντα καὶ τὶς δείχνεις
στοὺς φίλους σου· δέκα χέρια τοῦ μάρτυρα Προκόπιου,
τοῦ Θεοδώρου δεκαπέντε γνάθους,
τοῦ Νέστορος περὶ τὰ ὀκτὼ ποδάρια,
τοῦ Γεωργίου δε κάρες τέσσερις
καὶ μαστοὺς πέντε τῆς ἀθλοφόρου Βαρβάρας
καὶ –πρόσφατα ἀποκτήματα– τὰ ὀστᾶ
ἀπὸ τοὺς δώδεκα βραχίονες
τοῦ καλλινίκου μάρτυρα Δημήτριου
κι ἀκόμα τοὺς καλάμους ἀπὸ τὰ εἴκοσι συνολικὰ σκέλη
τοῦ Παντελεήμονος (τί πλῆθος στ’ ἀλήθεια!)
~•~
Πολλοὶ λέγουσιν (εἰ δ ̓ ἀληθεῖς οἱ λόγοι
οὐκ οἶδα) πλὴν λέγουσι· καὶ πείθουσί με,
ὡς σφόδρα χαίρεις, ὦ μοναστὰ καὶ πάτερ,
εἴ τὶς σὲ σεπτοῖς δεξιοῦται λειψάνοις
ἀνδρῶν μαρτύρων ἢ σεβαστῶν μαρτύρων,
θήκας δὲ πολλὰς λειψάνων θείων ἔχεις,
ἃς ἐξανοίγων τοῖς φίλοις σου δεικνύεις·
τοῦ Προκοπίου μάρτυρος χεῖρας δέκα,
Θεοδώρου δὲ πέντε καὶ δέκα γνάθους,
καὶ Νέστορος μὲν ἄχρι τῶν ὀκτὼ πόδας,
Γεωργίου δὲ τέσσαρας κάρας ἅμα,
καὶ πέντε μαστοὺς Βαρβάρας ἀθλοφόρου·
καὶ νῦν μὲν ὀστᾶ δώδεκα βραχιόνων
τοῦ καλλινίκου μάρτυρος Δημητρίου,
νῦν τ ̓ αὖ καλάμους εἴκοσι σκελῶν ὅλων
τοῦ Παντελεήμονος (ὢ τῆς πληθύως!)
~•~
Εἰς τὴν τοῦ βίου ἀνισότητα
Εἶναι δίκαιο, ἀλήθεια , δημιουργέ μου λόγε,
ἀπὸ ἕνα πηλὸ νὰ ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πλαστεῖ,
κι ἀπὸ τὸ ἴδιο χῶμα κι ἀπ’ τὴν ἴδια φύση,
κι ὅμως νὰ εἶναι ἄνισος ὁ βίος τῶν ἀνθρώπων;
Ναί, ναὶ τὰ πάντα ὁλοένα γυρίζουν καὶ τίποτα δὲν σταματᾶ,
ἂν ὅμως κάποιος ζητήσει ἀνάποδα νὰ γυρίσει ὁ βίος καὶ ν’
ἀρχίσει σὲ κύκλους βακχικῆς αταξίας νὰ στρέφεται,
έσα σὲ χίλιους ἢ ἀκόμα σὲ μύριους πλούσιους ἕνας μονάχα
δυστυχὴς θὰ βρεθεῖ μὲ τοὺς κάτω,
ἀνάμεσα δὲ σὲ τρισμύριους ἄθλιους πένητες,
τρεῖς μοναχὰ εὐπραγοῦντες θὰ βρεθοῦν μὲ τοὺς πάνω.
Ἀπὸ ζῆλο δικαίου λιώνω, Λόγε,
καθὼςπρὸς ἐσέ, τὸνδεσπότη, ἀπευθύνομαι
καὶ σὺ ἄφησε γιὰ λίγο τὰ ἄλλα στῆς μακροθυμίας σου τὸ
ἔλεος, ὅπως αρμόζει,
κι ἄκουσε τώρα τὸν βογκητὸ τοῦ δικοῦ μου παράπονου.
Μήπως τὸν ἕνα τὸν ἔπλασες ἐσὺ μὲ τὰ ἴδια σου χέρια καὶ τοῦ
ἄλλου ἄλλος εἶναι ὁ πλάστης;
ἢ μήπως κάτι ἄλλο θὰ ἔπρεπε νὰ πῶ;
Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔργα τῶν δικῶν σου δακτύλων;
Πῶς γίνεται, λοιπὸν, οἱ μὲν ὄχι μονάχα τὰ ἀναγκαῖα νὰ
ἀπολαμβάνουν, ἀλλὰ καὶ πολὺ περισσότερα, ἀκόμα καὶ μὲ
περιττὰ νὰ διάγουνε τὸν τρυφηλό τους βίο,
κι οἱ ἄλλοι νὰ ὀνειρεύονται πὼς τρῶνε μιὰ μπουκιὰ ψωμὶ
ἢ, γιὰ νὰ πῶ καλύτερα, τὰ λίγα ἐκεῖνα ψίχουλα ποὺ ἀπ’ τὰ
τραπέζια πέφτουν;
Δίκαιε, ποῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη σὲ ὅλα αὐτά;
Ἕως πότε λοιπὸν γιὰ μᾶς ὀρθὴ θὰ κρατήσεις τὴν κτίση;
Ἀπ’ τὰ θεμέλια σεῖσε την ἢ φέρε νέο κατακλυσμό·
Νῶε, ὅμως, κανεὶς νὰ μὴν ὑπάρξει νέος·
Οὔτε κανεὶς σὲ κιβωτὸ Δευτέρα νὰ βρεθεῖ·
νὰ πᾶνε ὅλοι νὰ χαθοῦν· λείψανο νὰ μὴν μείνει·
ἂν, ὅμως, ὅπως ὑποσχέθηκες, δὲν βούλεσαι κατακλυσμὸ νὰ
φέρεις πάλι,
καὶ ξέρω πὼς κρατᾶς τὶς ὑποσχέσεις σου,
νὰ πιάσεις μὲ τὸ χέρι σου τὸν Ἄτλαντα·
κι ἀνάποδα τὴν πᾶσα κτίση νὰ γυρίσεις,
ἀνακατεύοντας τοὺς πόλους μὲ τὴ γῆ
κι ἀναμιγνύοντάς τὰ ὅλα·
ἔτσι μονάχα ἰσότητα τῶν πάντων θὰ γινόταν.
~•~
Δίκαια ταῦτα, δημουργέ μου λόγε,
πηλὸν μὲν εἶναι πάντας ἀνθρώπους ἕνα
καὶ χοῦν τὸν αὐτόν, ἀλλὰ καὶ φύσιν μίαν,
τελεῖν δέ πως ἄνισον αὐτοῖς τὸν βίον;
ναὶ ναὶ στάσιν τὰ πάντα πάντως οὐκ ἔχει,
κἂν γὰρ δεήσῃ συστραφέντα τὸν βίον
κύκλους ἑλίττειν βακχικῆς ἀταξίας,
ἐν μὲν χιλίοις πλουσίοις ἢ μυρίοις
εἷς δυστυχήσας συγκάτεισι τοῖς κάτω,
ἐν δ ̓ αὖ πένησιν ἀθλίοις τρισμυρίοις
τρεῖς εὐπραγοῦσι καὶ γίνονται τῶν ἄνω.
τῷ τοῦ δικαίου τήκομαι ζήλῳ, λόγε,
καὶ ταῦτα πρὸς σὲ φθέγγομαι τὸν δεσπότην,
σὺ δ ̓ ἀλλ ̓ ἀνάσχου μακροθυμῶν, ὡς ἔθος,
καὶ τῶν ἐμῶν ἄκουε νῦν γογγυσμάτων.
μὴ τὸν μὲν αὐτὸς ἔπλασας ταῖς χερσί σου,
τούτου δὲ πλάστης ἄλλος; ἢ τί λεκτέον;
οὐκ ἔργα τῶν σῶν πάντες εἰσὶ δακτύλων;
ἀλλ ̓ οἱ μὲν αὐτῶν οὐκ ἀναγκαίων μόνον
κατατρυφῶσιν, ἀλλὰ καὶ πολλῷ πλέον
καὶ τοῖς περιττοῖς ἐντρυφῶσι τοῦ βίου,
οἱ δὲ γλίχονται καὶ μονοβλώμου τρύφους
ἢ μᾶλλον εἰπεῖν καὶ τραπέζης ψιχίων.
δίκαιε, ποῦ δίκαια ταῦτα τυγχάνει;
ἕως πότε στήσειας ἡμῖν τὴν κτίσιν;
σύσσεισον αὐτὴν ἢ κατάκλυσον πάλιν·
μηδεὶς κιβωτοῦ δευτέρας αὖθις τύχοι,
μὴ Νῶέ τὶς γένοιτο καὶ πάλιν νέος·
οἴχοιντο πάντες· λείψανον μὴ μεινάτω.
εἰ δ ̓, ὡς ὑπέσχου, μακρόθυμε Χριστέ μου,
τὴν γῆν ἐς αὖθις οὐ κατακλύζειν θέλεις,
καὶ γὰρ φυλάττεις οἶδα τὰς ὑποσχέσεις,
Ἄτλαντα χειρὶ σῇ βαλὼν ἐκ τῶν ἄνω
τὴν πᾶσαν αὐτῷ συγκατάστρεψον κτίσιν,
μιγνὺς πόλον γῇ καὶ τὰ πάντα συμφύρων·
οὕτω γὰρ ἂν γένοιτο πάντων ἰσότης.
~•~
Το γενικό εισαγωγικό σημείωμα της Ανθολογίας
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ, 17.3.2021
*
