*
Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ
Την Κυριακή ταξιδεύω για Ουκρανία, μου ανακοινώνει μια δεκαοχτάχρονη φοιτήτρια του πανεπιστημίου οικονομικών της Βιέννης, η ανιψιά μου. Η μητέρα της κατέφυγε το Φλεβάρη στο εξωτερικό και τώρα μαθαίνει διακαώς γερμανικά, χωρίς ωστόσο να διαφαίνεται η παραμικρή ελπίδα επιτυχίας. Ο πατέρας της παρέμεινε με τους δυο σκύλους στο σπίτι, μόνος κι έρημος. «Μπορεί να ταξιδέψει κανείς με την παρούσα κατάσταση;» ρώτησα με φωνή τρεμάμενη, λες και ήμουν εγώ το ανήλικο, ενώ εκείνη ενήλικη κι αγέρωχη. Όντως, αυτή την εντύπωση δίνει η Σοφία ως επί το πλείστον, ατρόμητη, σχεδόν αδιάφορη. Από το ξέσπασμα του πολέμου δεν την είδα να κλάψει ούτε μία φορά – ίσως να το κάνει όταν συναντιέται με τις φίλες της.
Οι κόσμοι μας διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, πράγμα που έχω αποδεχτεί προ πολλού. Η Σοφία είναι ειδική στη στοχευμένη επικοινωνία, τα σόσιαλ μήντια και το μάρκετινγκ μέσω αυτών, ενώ εγώ κατά κύριο λόγο έχω ασχοληθεί με το Ολοκαύτωμα στη Γαλικία, απ’ όπου καταγόμαστε και οι δυο μας. Η Σοφία διαχειρίζεται ορθολογικά τους πόρους της, επενδύοντας 10% των πενιχρών εσόδων της σε δωρεές για τον ουκρανικό στρατό και 30% του ελεύθερου χρόνου της στη βοήθεια των προσφύγων. Εγώ από την πλευρά μου πέρασα ολόκληρο το χειμώνα και την άνοιξη επικοινωνώντας με δημοσιογράφους, γράφοντας κείμενα τις νύχτες, διατρέχοντας τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία και ολοκληρώνοντας επιτυχώς πενήντα «πολεμικές εμφανίσεις». Η αναπόφευκτη κατάρρευση που με ισοπέδωσε τελικά στις αρχές του καλοκαιριού περισσότερο έμοιαζε με σωτηρία.
Δεν μπορώ πια να διαβάσω τίποτα, παρεκτός τον Κόσμο του χθες του Στέφαν Τσβάιχ. Τα πρωινά πηγαίνω για περίπατο στο κανάλι του Δούναβη, κάποτε μαζί με τη Σοφία, που μου διηγείται τα όμορφα, όσο και απαιτητικά σχέδιά της. Εντυπωσιακό, το πώς εξακολουθεί να καταστρώνει σχέδια. Τη λέξη «πόλεμος» δεν την προφέρουν πια τα χείλη μας. Ούτε και για τις απώλειες στο περιβάλλον μας μιλάμε, λες και δεν υπάρχουν, λες και οι σύζυγοι των φιλενάδων μου και οι πατεράδες των συμφοιτητριών της να εξακολουθούν να βρίσκονται εν ζωή. Αντ’ αυτού, ονειροπολούμε για την Ουκρανία και παραδεχόμαστε ότι ποτέ πριν δεν μας έλειψε τόσο, όσο τώρα. Δύο μετανάστριες, οι οποίες άφησαν κάποτε οικειοθελώς την πατρίδα τους από περιέργεια για τα ξένα, νιώθουν τώρα να ασφυκτιούν, να χάνουν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους, λες και τους το έκλεψαν. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τα μανιτάρια που αναπτύσσονται σε μια όμορφη κοιλάδα, ενώ το μυκήλιό τους καταστρέφεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Στο νου μου καταφθάνει όμως άλλη εικόνα, περισσότερο ταιριαστή: περισσότερο μοιάζουμε με κουμπαράδες. Οι βίαια σκοτωμένοι νεκροί, παλιοί μας γνώριμοι από τα παιδικά χρόνια, πέφτουν μέσα μας σαν χρυσά νομίσματα και ένα αλλόκοτο κουδούνισμα ηχεί σε κάθε βήμα μας. Σε κάθε λέξη μας.
Προχθές χτυπήθηκε το κέντρο της Βινίτσια, στα δυτικά της Ουκρανίας, σήμερα το πρωί γίνονται οι ταφές. Ανάμεσα στους νεκρούς και ένα κοριτσάκι με σύνδρομο Ντάουν. Κείτεται στο μικρό, όμορφα διακοσμημένο φέρετρο σαν άγγελος στο συννεφάκι του. Οι συγκεντρωμένοι συγγενείς ντυμένοι στα μαύρα, τα πρόσωπα κόκκινα και πρησμένα απ’ το κλάμα, αφήνουν τον τελευταίο ασπασμό στο χλωμό δέρμα. Και αυτή η σκηνή επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, κροταλίζοντας στον εσωτερικό μου κουμπαρά.
Με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, η Σοφία με ενημερώνει ότι έκλεισε τα εισιτήρια για την Ουκρανία. Όλες μου οι προσπάθειες να την αποτρέψω από το εγχείρημά της πέφτουν στο κενό. «Το καλό που σου θέλω, όμως, κοίταξε να τρέχεις στο υπόγειο σε κάθε συναγερμό, συννενοηθήκαμε;» Νεύει καταφατικά με το κεφάλι και την Κυριακή ταξιδεύει μέσω Βουδαπέστης πίσω στο σπίτι, στην εμπόλεμη ζώνη.
Δώδεκα ώρες αργότερα καταφθάνουν οι πρώτες φωτογραφίες, από τον πανευτυχή πατέρα και τα δυο σκυλιά. Σε ένα μπωλ, πάνω στο τραπέζι, κατακόκκινα μήλα από τον κήπο. Το σπίτι, όπου από την έναρξη του πολέμου κατοικεί μονάχα ο πατέρας, αστράφτει από καθαριότητα, μέχρι και τα τζάμια λάμπουν. Η καθαριότητα γι’ αυτόν τον άνθρωπο ήταν ανέκαθεν ιδιαίτερα σημαντική. Παρόλο που, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας, δεν μπορεί να καταταγεί στο στρατό και επομένως του επιτρέπεται η έξοδος από τη χώρα, ο πατέρας της Σοφίας προτίμησε να παραμείνει για να υπερασπιστεί την ιδιοκτησία του σε ενδεχόμενη λεηλασία. Γύρω από το σπίτι αυτό οικοδόμησε ολόκληρη τη ζωή και την ύπαρξή του, γι’ αυτό και τώρα δεν το εγκαταλείπει.
«Κανένας συναγερμός, από τότε που ήρθα», γράφει η Σοφία.
Ξέρω πως λέει ψέμματα.
Μέσω της ιστοσελίδας alert.in.ua μπορεί να παρακαλουθεί κανείς σε πραγματικό χρόνο σε ποια σημεία ηχεί συναγερμός. Από το Φλεβάρη την έχω πάντα ανοιχτή και, κάθε φορά που εμφανίζεται μια κόκκινη κουκίδα, σκέφτομαι τους φίλους που ζουν εκεί, τα κατοικίδιά τους, τις πόλεις, τα μνημεία, τις εκκλησίες, τους δρόμους και τα δέντρα. Συχνά βάφεται ολόκληρη η Ουκρανία κόκκινη. Κλείνω τότε τα μάτια και προσπαθώ νοερά να απλώσω ένα θόλο πάνω από τη χώρα, τον οποίο δεν θα μπορούσε να διαπεράσει κανένα όπλο, κανένας βαλλιστικός πύραυλος ή βόμβα φωσφόρου. Η Νατάλκα, παιδική μου φίλη, με ξόρκισε να το κάνω και να μην το αμελώ. Πού και πού γράφουμε η μια στην άλλη, ο άντρας της είναι εδώ και τέσσερις μήνες στο μέτωπο. Άλλοτε κορίτσι γλυκό, ήπιο και πράο, η Νατάλκα εξελίχθηκε σε αυστηρή γυναίκα και μάνα, την οποία μερικές φορές ώς και εγώ η ίδια τρέμω. Αν πεθάνει, μου γράφει, θα πρέπει πάση θυσία να μεταφέρει το σώμα του πίσω, όποιο και να ’ναι το αντίτιμο. Και για όσο θα λείπει, θα πρέπει να προσέχω εγώ τα δυο μικρά παιδιά, συνεχίζει. Άλλη φορά, στις τέσσερις τα χαράματα, γράφει η Νατάλκα: «Προσευχήσου γι’ αυτόν! Τώρα αμέσως και με όλη σου την ψυχή.» Παρόλο που έπαψα να πιστεύω από τα δεκατέσσερα, πιάνομαι αμέσως στην προσευχή. Το αποτρόπαιο αφυπνίζει τα ένστικτα: βωμολοχίες, αγώνες, παράλυση. Η προσευχή είναι άλλο ένα. Το βασικό είναι να μένουν τα χέρια ενωμένα. Οι σκουριασμένες λέξεις από την πρώτη και τελευταία μου προσευχή επανέρχονται στη μνήμη μου, βαριές, σαν το πάπλωμα της γιαγιάς μου. Από εκείνην έμαθα την προσευχή, το «Πάτερ ημών», σε παλαιά σλάβικα. Τα καταφέρνω ώς τα μισά και την υπόλοιπη την μπουρμπουλίζω γρήγορα-γρήγορα γιατί αν σκοντάψω θα πρέπει να ξεκινήσω απ’ την αρχή.
«Ευχαριστώ», απαντά η Νατάλκα την επομένη, πράγμα που σημαίνει ότι ο άντρας της επέζησε. Γι’ άλλη μια φορά. Πόσοι προσεύχονται κάθε φορά για τον άντρα της Νατάλκα, δεν το γνωρίζω. Ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του ότι πίσω από κάθε αγωνιστή στο μετωπό βρίσκονται έντεκα άνθρωποι στα μετόπισθεν. Πολύ περισσότεροι, θα έλεγα εγώ, αν προσμετρήσει κανείς σε αυτούς και όσους προσεύχονται.
Το καλοκαίρι αυτή τη χρονιά είναι πληθωρικότερο, πιο θερμό, θαρρείς πιο καλοκαιρινό. Το ίδιο είχε γράψει και ο Στέφαν Τσβάιχ (πριν αυτοκτονήσει) για το καλοκαίρι του 1914. Ίσως η φύση να νιώθει το πλησίασμα της θηριωδίας και να προσπαθεί να αποχαιρετήσει τον υποψήφιο νεκρό κατά τρόπο υποδειγματικό. Με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, ο Στέφαν Τσάιχ βρισκόταν στο Βέλγιο για διακοπές. Εκεί, έλεγε δεξιά-αριστερά ότι οι Γερμανοί αποκλείεται να εισβάλουν στο Βέλγιο, διαφορετικά «να τον κρεμάσουν σε αυτό εδώ το φωτιστικό». «Τι σχέση έχει ο νεκρός αρχιδούκας στη σαρκοφάγο με τη ζωή μου;» αναρωτιόταν ο συγγραφέας.
Πλανιόταν πλάνην οικτράν. Οι Γερμανοί εισέβαλαν, και το ωραίο ευρωπαϊκό παρόν μετατράπηκε σε μια ιστορία άνευ συνέχειας.
Ο ταπεινός εκείνος τόπος στα δυτικά της Ουκρανίας, απ’ όπου κατάγεται η οικογένειά μου, καταστράφηκε στο Μεγάλο Πόλεμο σχεδόν ολοκληρωτικά. Μόλις πριν λίγο καιρό έμαθα ότι στο κέντρο αυτής της κωμόπολης βρισκόταν παλιά ένα μεγαλόπρεπο δημαρχείο. Δε διασώζεται ούτε μία φωτογραφία, παρά μονάχα τα παλιά σχέδια στο Αρχείο.
Καμιά φορά κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να φανταστώ πώς θα έμοιαζε σήμερα το μέρος, αν δεν είχε μεσολαβήσει εκείνος ο πόλεμος. Και όμως, μεσολάβησε, συνέβη. Με τον επόμενο, αποδεκατίστηκαν επιπλέον τα δύο τρίτα του πληθυσμού, στην πλειοψηφία τους με απευθείας πυροβολισμό στο κεφάλι στο παραπλήσιο δάσος. Οι γονείς μου γεννήθηκαν την εποχή που από τους ομαδικούς τάφους ξεφύτρωναν οξιές. Από τα περασμένα, στην ουσία, δε γνώριζαν το παραμικρό, μεγάλωσαν μέσα σε ένα κενό που στιγμάτισε και μένα την ίδια. Αυτό το κενό καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της ιστορίας. Μάλλον γι’ αυτό μας εξέπληξε τόσο η είδηση της ύπαρξης παλιού πλακόστρωτου που ανακαλύφθηκε τυχαία κατά την εκτέλεση έργων στην κεντρική οδό της κωμόπολης, κάτω από την πολυκαιρισμένη στρώση ασφάλτου. Αυτό έγινε πριν ένα χρόνο περίπου. Οι γονείς μου έκαναν το ταξίδι μόνο και μόνο για να δουν τις καλοδιατηρημένες πλάκες με τα μάτια τους. Κάποιες χιλιάδες κατοίκων βρίσκονταν συγκεντρωμένοι γύρω από το εργοτάξιο, εξίσου εμβρόντητοι. Ένας κόσμος, καταποντισμένος από τους πολέμους, ερχόταν τώρα στο φως για λίγες στιγμές υπό τη μορφή ενός σωρού παλαιών λίθων, τους οποίους εν τέλει απομάκρυναν για να κατασκευάσουν ένα σύγχρονο δρόμο για σύγχρονα οχήματα με σύγχρονους επιβάτες.
Κόσμοι ολόκληροι χάνονται στον πόλεμο, αυτό το έχω εμπεδώσει εν τω μεταξύ για τα καλά. Να βρίσκεται ο νεοανθισμένος κόσμος της Ουκρανίας για πολλοστή φορά ένα βήμα πριν τον αφανισμό;
Δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα αυτό από τη Βιέννη – μονάχα τυραννάει. Σχεδόν καθημερινά περνώ έξω από ένα κατάστημα με ρωσικές σπεσιαλιτέ. Στην προθήκη μπορεί να θαυμάσει κανείς ένα σωρό είδη βότκας σε μπουκάλια στο σχήμα διάφορων όπλων. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να τα περάσει κανείς για πραγματικά όπλα. Ο συσχετισμός Ρωσία-βότκα-όπλο με αποπροσανατολίζει κάθε φορά. ‘Πίνουν και σκοτώνουν, σκοτώνουν και πίνουν’ – αυτό καταλαβαίνω. Μια, δυο, τρεις, παίρνω βαθειά ανάσα, μπαίνω στο κατάστημα και ζητώ από τον ιδιοκτήτη να απομαρκύνει τα μπουκάλια-όπλα από τη βιτρίνα.
«Εσείς είστε που κάνατε τις δυο καταγγελίες;» με ρωτά.
«Όχι, αλλά θα κάνω την τρίτη!»
Καβγαδίζουμε λίγο, εκείνος να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ότι είναι εναντίον του πολέμου, ούτε Ρώσος δεν είναι! «Στο διπλανό μαγαζί πουλάνε ψεύτικα πιστόλια για παιχνίδια», παραπονιέται, «και κανένας δεν κατήγγειλε τον ιδιοκτήτη!»
«Μα, καλά, δε βλέπετε τη διαφορά;»
Όχι, δε βλέπει τη διαφορά και είναι εκτός εαυτού. Όπως κι εγώ. Στο τέλος, καταλήγει στο συμπέρασμα: «Εφόσον οι ΗΠΑ εφοδιάζουν με όπλα την Ουκρανία, έχω κι εγώ το δικαίωμα να πουλάω την πραμάτεια μου.» Τι ηλίθιος, σκέφτομαι, κι επιστρέφω στο σπίτι για να κάνω όντως την καταγγελία. Την πρώτη της ζωής μου. Πώς να ξεκινήσω; Και πώς να διατυπώσω τι είναι αυτό που με πληγώνει τόσο; Γιατί δεν κατανοεί αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος μάλιστα δεν είναι καν Ρώσος, ότι και ο δικός του κόσμος βρίσκεται ένα βήμα πριν τον γκρεμό, όπως και ο δικός μου; Ή μήπως τρελάθηκα παντελώς;
Η Σοφία στέλνει εύθυμες φωτογραφίες από τα Καρπάθια. Είναι καλά. Σήμερα κανένας συναγερμός.
2022
~.~
Η Τάνια Μαλιάρτσουκ γεννήθηκε στο Ιβάνο-Φρανκίβσκ της Ουκρανίας το 1983. Σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο Κίεβο. Το 2011 μετανάστευσε στη Βιέννη και έκτοτε καταξιώθηκε ως συγγραφέας όχι μόνο στον ουκρανόφωνο, αλλά και στο γερμανόφωνο χώρο. Απέσπασε το βραβείο Μπάχμαν το 2018, καθώς και το λογοτεχνικό βραβείο του Ούζεντομ το 2022, για το συνολικό έργο της. Στα γερμανικά έχουν κυκλοφορήσει η συλλογή δοκιμίων της Η ιστορία συνεχίζεται, κάνουμε ένα διάλειμμα για μια ανάσα (Kiepenheuer & Witsch, 2022), απ’ όπου και το παρόν, καθώς επίσης μία συλλογή διηγημάτων (2009) και τρία μυθιστορήματά της (2013, 2014, 2019).
*
