*
Για τη Δυνατότητα ενός νησιού του Μισέλ Ουελλμπέκ
του ΝΙΚΟΥ ΣΓΟΥΡΟΜΑΛΛΗ
Αναπνέω, όπως εσείς […]. Κι όμως, δεν ανήκω πια στο ίδιο είδος. Σας αναγγέλλω μια νέα ανθρωπότητα […]. Από τις απαρχές του, το Σύμπαν αναμένει τη γέννηση ενός αιώνιου όντος, με το οποίο θα συνυπάρχει, για να αντικατοπτριστεί πάνω του σαν σε αληθινό καθρέφτη, που δεν έχουν σπιλώσει οι ακαθαρσίες του χρόνου. Αυτό το ον γεννήθηκε σήμερα, λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα. Είμαι ο Παράκλητος, και η πραγματοποίηση της υπόσχεσης. Είμαι προς το παρόν μόνος, όμως η μοναξιά μου δεν θα διαρκέσει, γιατί σύντομα θα με ακολουθήσετε. Είστε οι πρώτοι σύντροφοί μου, τριακόσιοι δώδεκα τον αριθμό∙ είστε η πρώτη γενιά του νέου είδους που προορισμό έχει να αντικαταστήσει τον άνθρωπο∙ είστε οι πρώτοι νεοάνθρωποι. Είμαι το σημείο μηδέν, εσείς είστε το πρώτο κύμα. Σήμερα εισερχόμαστε σε μια άλλη εποχή, όπου το πέρασμα του χρόνου δεν θα έχει πλέον την ίδια έννοια. Σήμερα εισερχόμαστε στην αιώνια ζωή. Αυτή η στιγμή θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη.[1]
Ο Βενσάν, ο πρώτος νεοάνθρωπος, δίνει τον χρησμό: ο άνθρωπος, όπως τον ξέραμε, παύει να υπάρχει, αντικαθίσταται από τους μελλοντικούς ανθρώπους, τους νεοανθρώπους ― η θνητότητα δεν ταλαιπωρεί πλέον την ανθρωπότητα, οδεύουμε στην αιώνια ζωή. Το τέλος της θνητότητας παρασύρει και τις θεμελιακές έννοιες που διαχρονικά συνδέονται μαζί της: χώρος, χρόνος, θέση και σύλληψη του όντος, τα αντικείμενα της αντίληψης ― στον εσχατολογικό λόγο του Βενσάν περνάμε σε μια διαφορετική διάταξη της γνώσης, σε μιαν άλλη μεταφυσική. Η κατανόηση της ανθρωπότητας συμπίπτει εν προκειμένω με την αμφισβήτηση της ίδιας της προϋπόθεσης της ―του ανθρώπου―, γεγονός που ανοίγει τον δρόμο για το πέρασμα στη μετά-τον-άνθρωπο εποχή.[2] Ο Μισέλ Φουκώ ηχεί επίκαιρα:
Αν αυτή η διάταξη της γνώσης εξαφανιζόταν όπως εμφανίστηκε, αν κατέρρεε εξαιτίας κάποιου συμβάντος, του οποίου μάλιστα μπορούμε να προαισθανθούμε τη δυνατότητα, του οποίου όμως δεν γνωρίζουμε για την ώρα ούτε τη μορφή ούτε την υπόσχεση, όπως συνέβη στην καμπή του δέκατου όγδοου αιώνα με τις βάσεις της κλασικής σκέψης ― τότε μπορούμε όντως να στοιχηματίσουμε ότι ο άνθρωπος θα έσβηνε, όπως στο ακροθαλάσσι ένα πρόσωπο από άμμο.[3]
Φυσικά, μια τέτοια εξέλιξη δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη τη λογοτεχνία. Τοποθετημένες μετά το τέλος του ανθρώπου και σε συνάρτηση με τις σύγχρονες επιστημονικές κατακτήσεις και τα τεχνολογικά επιτεύγματα, οι αφηγήσεις της επιστημονικής φαντασίας, και πιο συγκεκριμένα τα «μετα-ανθρώπινα μυθιστορήματα» («post-human novels»), θεματοποιούν αυτήν τη μετά-τον-άνθρωπο εποχή. Ο στοχασμός για το μέλλον προϋποθέτει ωστόσο τον στοχασμό για το τώρα και το πριν. Ή, εν είδει ερωτήματος: πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς εγκαταλείφθηκε ο άνθρωπος και πήγαμε στον νεοάνθρωπο; Εστιάζω στη Δυνατότητα ενός νησιού του Μισέλ Ουελλμπέκ γιατί θεωρώ ότι στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα προσφέρονται προνομιακές λαβές, ώστε να στοχαστούμε γόνιμα γύρω από αυτά τα ερωτήματα, ν’ αντιληφθούμε, ειδικότερα, τα κίνητρα πίσω από τη μετάβαση ― μια μετάβαση ιδιαίτερα επίκαιρη, μιας και, αν το καλοσκεφτούμε, όσο η τεχνητή νοημοσύνη και η ψηφιακή πραγματικότητα επιβάλλονται με τέτοια ένταση στις ζωές μας, τόσο περισσότερο θα διερωτόμαστε για τι άλλο μπορεί να συνοδεύσει αυτή την εξέλιξη.
Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από τις αφηγήσεις του Ντανιέλ1, ενός μονήρη καταξιωμένου σαραντάρη κωμικού ―του οποίου η δράση εντοπίζεται πριν από το τέλος του κόσμου― και των κλώνων του, Ντανιέλ24 και Ντανιέλ25, οι αφηγήσεις των οποίων τοποθετούνται μετά το τέλος του κόσμου. Μια τέτοια οργάνωση του αφηγηματικού χώρου επιτρέπει στον συγγραφέα να περνάει από το ένα επίπεδο στο άλλο ―από την «αληθινή» στην αιώνια ζωή και αντίστροφα― σχολιάζοντας, τόσο τις συνθήκες που οδήγησαν στην κατάκτηση της επιθυμίας της ανθρωπότητας για την αιώνια ζωή, όσο και τα γεγονότα που συμβαδίζουν με το τέλος της θνητής ζωής. Η επιστημονικο-θρησκευτική σέχτα των Ελοχειμιτών, αναπτύσσοντας τη μέθοδο της τυπικής γενετικής τροποποίησης του DNΑ και διαφυλάσσοντας το γενετικό υλικό των πιστών της, παρακάμπτει το στάδιο της φυσικής αναπαραγωγής και, με τη μέθοδο της κλωνοποίησης, δημιουργεί τις πρώτες γενεές νεοανθρώπων.
Όπως ο Φρανσουά στην Υποταγή προσηλυτίζεται από το Ισλάμ επανακαλύπτοντας εκεί τις αξίες που η ηθική κατάρρευση της δυτικής κοινωνίας τού έχει βίαια στερήσει, έτσι και ο Ντανιέλ προσχωρεί στη σέκτα των Ελοχειμιτών γιατί, μέσα από τις υποσχέσεις των ιεραποστόλων τους για την αιώνια ζωή, οι προσωπικές του οδύνες βρίσκουν (πρόσκαιρη) γιατρειά. Πηγή οδύνης για τον Ντανιέλ είναι το ίδιο του το σώμα, το σώμα και η επικείμενη φθορά του ― εκεί είναι η μήτρα της υπαρξιακής του κατάρρευσης. Για αυτό και η εγκατάλειψη του σώματος και των απαιτήσεών του θα φέρει ξεγνοιασιά, τερματίζει το μαρτύριο ανοίγοντας τον δρόμο για την κατοίκηση σε έναν κόσμο χωρίς ηδονές δίχως όμως και οδύνες:
Σύμφωνα με την Ύπατη Αδελφή, η ζήλια, ο πόθος και η λαχτάρα για αναπαραγωγή έχουν την ίδια προέλευση, που είναι η οδύνη της ύπαρξης. Η οδύνη της ύπαρξης είναι αυτό ακριβώς που μας ωθεί να αναζητήσουμε τον άλλο, όπως αναζητούμε ένα καταπραϋντικό∙ πρέπει να υπερβούμε αυτό το στάδιο για να φτάσουμε στην κατάσταση όπου το απλό γεγονός της ύπαρξης αποτελεί αυτό καθαυτό περίσταση ευτυχίας […]. Πρέπει να προσεγγίσουμε, με μια λέξη, την ελευθερία της αδιαφορίας, συνθήκη πιθανότητας της απόλυτης γαλήνης. (Ό.π., 364)
Ζήλια, ματαίωση, ανάγκη για συντροφικότητα, ερωτική επιθυμία ― έγνοιες συνυφασμένες με το θνητό σώμα. Το θνητό σώμα ιδωμένο ως χαίνουσα πληγή: μια μηχανή παραγωγής ακατόρθωτων φαντασιώσεων, ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Οι απόψεις του Ντανιέλ1 θυμίζουν εδώ την πεσιμιστική αντίληψη του Σοπενάουερ. Καθόλου τυχαία: στα βιβλία του Ουελλμπέκ ο Σοπενάουερ είναι εξακολουθητικά παρών∙ η αντίληψη του τελευταίου ότι η ζωή δεν είναι παρά ένας άγριος, ανεξέλεγκτος ―πάντα ανικανοποίητος― αγώνας για επιβίωση συμπυκνωμένος σε μια αδιέξοδη κυκλική διαδοχή υπό τη μορφή επιθυμία-πλήξη-επιθυμία, αξιοποιείται ιδιαίτερα από τον Ουελλμπέκ. Οι απαθείς, άφυλοι κλώνοι δεν επιθυμούν, είναι με αυτόν τον τρόπο προγραμματισμένοι, ώστε ν’ απαλλάσσονται από τέτοιες ανησυχίες∙ δεν κυνηγούν το ανέφικτο, δεν λαχταρούν ούτε αδημονούν, δεν ζηλεύουν ούτε ποθούν, δεν πονούν ― το σώμα τους είναι ένα σώμα ουδετεροποιημένο, εμμενές, απαλλαγμένο από το βάρος της ετερότητας, εκκενωμένο από τα αντικείμενα της αντίληψης, εξ ολοκλήρου δοσμένο στους μηχανιστικούς του μεταβολισμούς: «Δεν είμαστε παρά μηχανές με συνείδηση, όπως κι [οι άνθρωποι]», ομολογεί ο Ντανιέλ25, «όμως, αντίθετα από εκείνους εμείς έχουμε συνείδηση ότι δεν είμαστε παρά μόνο μηχανές» (ό.π., 455). Πρόκειται για το τέλος του σώματος, για το τέλος αυτής της ανεκχώρητης, αναντικατάστατης παρουσίας ―για την απώλεια της αύρας που θα ’λεγε ο Μπένγιαμιν― το οποίο συρρικνώνεται εφεξής στον γενετικό του τύπο, στη σειριακή του αναπαραγωγή.
Τα αδιέξοδα του Ντανιέλ δεν προέκυψαν όμως τυχαία ― είναι το αποτέλεσμα μιας κοινωνικοπολιτισμικής κατάστασης που για χρόνια συντηρείται στον δυτικό κόσμο. Τα προσωπικά αδιέξοδα του Ντάνιελ συμβαδίζουν με τις παθογένειες μιας ολόκληρης κοινωνίας ― η δυστυχία του Ντάνιελ γίνεται η δυστυχία του καθένα. Στην αφήγησή του, η δυτική κοινωνία είναι ένας ακόρεστος μηχανισμός παραγωγής επιθυμιών που στόχο δεν έχει την εκπλήρωσή τους ―αφού στερούμαστε τα μέσα για την επιτέλεσή τους― αλλά την αέναη, κυκλική αναπαραγωγή τους. Το φθαρμένο, κουρασμένο σώμα του σαραντάρη Ντανιέλ δεν μπορεί να ελκύσει, δεν εμπνέει σεξουαλικότητα, τα κριτήρια του σαρκικού έρωτα δεν συνάδουν με τον ίδιο: «[ν]ιάτα, ομορφιά, δύναμη: τα κριτήρια του σαρκικού έρωτα είναι ακριβώς ίδια με του ναζισμού. Την είχα βάψει με λίγα λόγια» (ό.π., 71).
Γνωρίζουμε ότι το θηρίο όταν οσμιστεί ψοφίμι αποθηριώνεται∙ ο Ουελλμπέκ οσφραίνοντας την μυρωδιά του κουφαριού, όχι μόνο δεν απωθείται, αλλά, σαν άλλος ιατροδικαστής πλησιάζει όλο και εγγύτερα ώστε να δώσει τη δική του εκδοχή για τις αιτίες του θανάτου του. Το κουφάρι, εν προκειμένω, δεν είναι άλλο από τον δυτικό κόσμο ― τον δυτικό κόσμο του ατομικιστικού καπιταλισμού που έχει στηθεί πάνω στα ιδανικά της κατανάλωσης και του υλικού ευδαιμονισμού, που εμπνέεται από το σύνθημα «You Only Live Once» (YOLO). Ό,τι δομείται πάνω σε αυτές τις αξίες παίρνει τον χαρακτήρα επιφανειακής σπατάλης, ενός ανώφελου ξοδέματος συντονισμένου με τους νόμους της ελεύθερης αγοράς: η βιομηχανία της διασκέδασης και το σύστοιχό της, η σεξουαλική απελευθέρωση, εκεί ομνύουν ― στην αγορά της επιθυμίας, η οποία λειτουργεί στρατηγικά, με σχέδιο: «Ένταση των επιθυμιών μέχρι το σημείο να γίνονται αφόρητες, καθιστώντας συγχρόνως την εκπλήρωσή τους όλο και περισσότερο ανέφικτη, αυτή ήταν η μοναδική αρχή πάνω στην οποία βασιζόταν η δυτική κοινωνία» (ό.π., 82). Για αυτό η αγάπη και ο έρωτας ―συναισθήματα ικανά να ζωογονήσουν την ανθρώπινη ύπαρξη― θεωρούνται πλέον passé: στην αφήγηση του Ντανιέλ1, η αγάπη και ο έρωτας θυσιάζονται ευχαρίστως στον βωμό της καταναλωτικής σπατάλης του σώματος, γίνονται βορά στο όνομα της σεξουαλικής απελευθέρωσης ― το σεξ ιδωμένο ως ψυχαγωγία, εκκενωμένο από συναίσθημα, απαλλαγμένο από δεσμεύσεις∙ ο έρωτας του Ντανιέλ1 για τη νεαρή Εστέρ συμπυκνώνει ακριβώς αυτή τη σχέση:
η Εστέρ δεν αγαπούσε τον έρωτα, δεν ήθελε να είναι ερωτευμένη, αρνιόταν αυτό το συναίσθημα της αποκλειστικότητας, της εξάρτησης, και μαζί της το αρνιόταν ολόκληρη η γενιά της. Περιφερόμουν ανάμεσα τους σαν ένα είδος προϊστορικού τέρατος με τις ρομαντικές μωρολογίες μου, τις προσκολλήσεις μου, τις αλυσίδες μου. Για την Εστέρ, όπως για όλες τις νεαρές κοπέλες της γενιάς της, η σεξουαλικότητα δεν ήταν παρά μια ευχάριστη ψυχαγωγία […]. Αυτό που ένιωθα εγώ, αυτοί οι νέοι άνθρωποι δεν μπορούσαν ούτε να το νιώσουν, ούτε καν να το καταλάβουν ακριβώς, κι εάν τα κατάφερναν, θα ένιωθαν ένα είδος ενόχλησης, σαν να αντιμετώπιζαν κάτι γελοίο και λίγο επονείδιστο, σαν να αντιμετώπιζαν ένα στίγμα μιας παλαιότερης εποχής. Είχαν καταφέρει, μετά από δεκαετίες προγραμματισμού και προσπαθειών, είχαν καταφέρει τελικά να ξεριζώσουν από την καρδιά τους ένα από τα παλιότερα ανθρώπινα συναισθήματα […] είχαν καταφέρει τον στόχο τους: σε καμία στιγμή της ζωής τους δεν θα γνώριζαν τον έρωτα. Ήταν ελεύθεροι. (Ό.π., 332)
Η φυγή από το συναίσθημα, η δέσμευση ιδωμένη ως απειλή ―ως απώλεια της ατομικής ελευθερίας― εδραιώνει μια κατάσταση που γνωρίζει καλά το μοντέρνο υποκείμενο: τη μοναξιά. Δεν είναι τυχαίο ότι σε άλλο βιβλίο του Ουελλμπέκ, τη Σεροτονίνη, ο ήρωας «πεθαίνει από θλίψη», όπως γνωματεύει ο ψυχίατρός του. Αλλά και στα περισσότερα βιβλία του, οι ήρωες πάσχουν από κατάθλιψη, έχουν αυτοκτονικές τάσεις, αδυνατούν να συνάψουν ουσιαστικές σχέσεις. Αυτό το υπαρξιακό κενό ―η μοναξιά, η κατάθλιψη― που επιφέρει, μεταξύ άλλων, η θυσία του έρωτα και της αγάπης αναπληρώνεται από τις υποσχέσεις των Ελοχειμιτών για μια μετά-θάνατον ζωή απαλλαγμένη από τις έγνοιες του σώματος, από την επιθυμία του άλλου ― η αιώνια ζωή χαρακτηρίζεται από γενική αδιαφορία, από ένα είδος μακάριας, μοναχικής χαύνωσης. Αυτή είναι η Δυνατότητα ενός νησιού: το τέλος του σώματος, το τέλος της ετερότητας, το τέλος των ανθρωπίνων σχέσεων.
ΝΙΚΟΣ ΣΓΟΥΡΟΜΑΛΛΗΣ
[1] Μισέλ Ουελλμπέκ, Η Δυνατότητα ενός νησιού, (μτφρ. Λίνα Σιπητάνου), Αθήνα, Εστία, 2007, σ. 290-291.
[2] Βλ. το κείμενο της Πέγκυς Καρπούζου, «Η ρητορική του μετα-αποκαλυπτικού λόγου στον 21ο αιώνα: «Η δυνατότητα ενός νησιού» του M. Houellebecq», στο: Θανάσης Αγάθος-Άννα Τζούμα-Χριστίνα Ντουνιά (επιμ.), Λογοτεχνικές διαδρομές. Ιστορία-Θεωρία-Κριτική. Μνήμη Βαγγέλη Αθανασόπουλου, Αθήνα, Καστανιώτης, 2016, σ. 214-227∙ βλ. ακόμα το σύντομο αλλά ερμηνευτικά ιδιαίτερα διεισδυτικό κείμενο του Γιάννη Σμοΐλη, «Μόνο ένα κτήνος μπορεί να γελάει με τη δυστυχία» στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού Χάρτης: https://www.hartismag.gr/hartis-7/biblia/mono-ena-kthnos-mporei-na-gelaei-me-th-dystyxia
[3] Michel Foucault, Οι λέξεις και τα πράγματα: Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου, (μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης), Αθήνα, Γνώση, 1986, σ. 528.
*
