Στρατής Πασχάλης, «Λιλή Μαρλέν» και άλλα ποιήματα

*

ΟΡΕΣΤΕΙΑ

Κρατάω τις τύψεις μου δεμένες με λουρί
και τις τραβάω σαν σκυλιά
και στο τσιμέντο ο άλλος μου εαυτός
.        είναι η σκιά μου
καθώς συμβαίνει της ζωής μου το τροχαίο

μπροστά στα μάτια μου
πάνω στην άσφαλτο
νεκροί
ο «πατριός» μου, η μάνα μου
κι η αδελφή μου απέναντι
στο πεζοδρόμιο
στέκει εκεί
πεντάρφανη μαυροφορούσα

καθώς ανάβει ο σηματοδότης και τη διάβαση περνώ
γυρίζοντας από το σούπερ μάρκετ
μ’ ένα ελάφι θηλυκό
μαχαιρωμένο μες στα χέρια
(στ’ άσπρο χαρτί ο θύτης ο ιερός το τύλιξε
κι έχει ματώσει)

ενώ σ’ όλους τους τοίχους γύρω βλέπω
ότι εγώ για όλα αυτά καταζητούμαι

~.~

ΑΣΚΗΤΙΚΗ

Ασκητεύω σε μοναστήρι ρόδων

Εκεί αισθήματα δεν ζούνε μήτε σκέψεις
σχήματα μόνο, χρώματα
κι αντί για γλώσσα
μουσική

Κι από το φως παίρνω το φως και ΦΩΣ το κάνω πάλι

~.~

“ΛΙΛΗ ΜΑΡΛΕΝ”

Ο έρωτας στρατολογεί
σε μέτωπα φωτιάς
σώμα με σώμα αγώνας
για να σωθείς
να σκοτωθείς
κι ίσως στο τέλος να ξεμείνει
ένα τραγούδι

Δεν είχε φανοστάτη ο τόπος, δεν είχε
στρατοπέδου στρατιώτη, δεν είχε ομίχλη,
μπόρα, ίσκιους νυχτερινούς,
σε κάποιο μέρος μακρινό
–συρματοπλέγματα, ριπές
και χαρακώματα–

Κι όμως
στη λάμπα τη χλωμή του δωματίου
–πεδίο μάχης σε ξένη χώρα–
γυμνού στολή
κορμιού ανάχωμα
σκοπιά ηδονής
βροχή καυτή στα στήθη
τριγύρω ηλεκτροφόρα σύρματα
σκοτάδι αγνώστου
ομίχλη στα δυο πρόσωπα
και λίγο αργότερα
μια σφαίρα απάρνησης
ανάμεσα στα φρύδια
και μια κραυγή,
στη μοναξιά του τάφου, μες στο νου
ένα τραγούδι-ουρλιαχτό, απ’ τα μεγάφωνα:

«Wie einst, Lili Marleen !»

~.~

ΣΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ

Στις τέσσερις του Μάρτη μου λένε ότι γεννήθηκα
κι όμως εγώ θυμάμαι να ’ναι άλλου κόσμου εποχή
κι ανέβαινα, όλο ανέβαινα προς τα πάνω
με κατεύθυνση ένα πέρασμα,
και τα ’χα όλα ζήσει κι ήτανε ήδη παρελθόν
κι ήταν το μέλλον μου ακυρωμένο
κι όμως, εγώ ανέβαινα, μόνο ανέβαινα
πηγαίνοντας ν’ αναληφθώ σε κάποια κορυφή
που έσβηνε σιγά σιγά στην πάχνη.

Στις τέσσερις του Μάρτη δεν γεννήθηκα
στον άλλο κόσμο ήρθα, κατευθείαν.

~.~

*