Οι αρραβωνιασμένοι

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στo παρακάτω απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου μου Η Ελισάβετ της Κρήτης. Από ταπεινό κορίτσι μοχλός πολιτικών εξελίξεων παρακολουθούμε ένα προσωπικό γεγονός της Ελισάβετ, καθόλου αποκομμένο από τα πολιτικά και εθνικά θέματα ούτε από τη Γενική Διοίκηση της Κρήτης.

~.~

Πολύ μεγάλη χαρά ένιωσε η Ελισάβετ, όταν είδε τον Χριστόφορο να της χτυπά την πόρτα λίγο πριν από εκείνο το ζεστό μεσημέρι της τελευταίας ημέρας του Οκτωβρίου του 1858. Δεν ήταν μικρότερη και η δική του. Αυθόρμητα την αγκάλιασε και τη φίλησε στη δεξιά παρειά. Έκπληξη και ευχαρίστηση ένιωσε η Ελισάβετ, αλλά δεν την έδειξε· «ένας θερμός φιλικός ασπασμός είναι», σκέφτηκε, μη δίνοντας άλλη ερμηνεία στον νεανικό ενθουσιασμό του. Είχε εξάλλου να την δει πολύ καιρό.

—Δεν σε περίμενα, νόμιζα πως μας ελησμόνησες, του είπε με δυσδιάκριτο παράπονο.

—Να λησμονήσω εσένα, Ελισάβετ; Είναι δυνατόν; Ήλθα για σένα κυρίως…

—Κυρίως; Τι εννοείς, έχομε κάποια αποστολή;

—Ακριβώς· μόνο που αυτή τη φορά έχω αναθέσει την αποστολή στον εαυτό μου.

—Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω, Χριστόφορε.

—Άκουσε με προσοχή ό,τι θα πω. Έχω έλθει με τον πατέρα μου, για να σε ζητήσω σε γάμο από τη μητέρα και τον αδελφό σου. Δεν σε έχει δει ποτέ, αλλά του έχω μιλήσει για σένα τόσο, που σε έχει μάθει καλά.

—Νομίζεις πως οι συνθήκες είναι κατάλληλες για γάμο;

—Η γνήσια αγάπη θάλλει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, Ελισάβετ.

—Φοβούμαι μήπως ο πατέρας σου δεν εγκρίνει τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας μας.

—Ο πατέρας μου με εμπιστεύεται, δεν θα φέρει καμιά αντίρρηση, της είπε και την αγκάλιασε με θέρμη.

* * *

Μετά τον αρραβώνα, ο Χριστόφορος παρέμεινε στα Χανιά αρκετό καιρό, υποσχόμενος ότι θα πηγαινοέρχεται με το ατμόπλοιο από το Ηράκλειο, μέχρι να γίνει ο γάμος· ακόμη δεν είχε προσδιοριστεί η ημερομηνία του.

Στο διάστημα αυτό ήθελε να γνωρισθούν καλύτερα, να μιλήσουν περισσότερο για την προηγούμενη ζωή τους, για τις λύπες, τις χαρές, τις εμπειρίες τους· να γίνει η ζωή τού ενός κομμάτι της ζωής τού άλλου· πριν ενωθούν «εἰς σάρκα μίαν», να  νιώσουν πως έχουν ενωθεί «εἰς ψυχὴν μίαν»· κι αυτό απαιτεί χρόνο και προϋπόθεση της σαρκικής ένωσης.

Η Ελισάβετ εξιστορούσε στον Χριστόφορο για μέρες όλη την περασμένη ζωή της και με λεπτομέρειες· ακόμη και τον έρωτά της με τον Πέτρο Μωραΐτη τού ομολόγησε, δεν ήθελε να έχει μυστικές πτυχές η σχέση τους.

—Η δική μου ζωή είναι επίπεδη, Ελισάβετ· δεύτερος από πέντε αδέλφια κι ο πρώτος γιος (ακολούθησαν άλλοι τρεις), εύπορη οικογένεια, γυμνασιακές σπουδές στην Ερμούπολη, διακοπή της ιατρικής Αθηνών, μετά από τέσσερα χρόνια φοίτησης, λόγω πτώχευσης του πατέρα… σου τα έχω πει, νομίζω· τίποτε το ιδιαίτερο, μέχρι που γνώρισα εσένα… Σε θαυμάζω και σε αγαπώ με όλη τη δύναμη της καρδιάς μου.

—Αμοιβαία είναι τα συναισθήματα, Χριστόφορε. Οι τελείως διαφορετικοί δρόμοι της εκκίνησής μας, με κάποιο μαγικό τρόπο, μας έφεραν σε ένα κοινό τέρμα, όπου συναντηθήκαμε.  Και χαίρομαι. Πρέπει όμως να ξέρεις πως θα ήμουν άλλη, αν ο Θεός δεν είχε οδηγήσει τα βήματά μου στην Αθήνα και στους Χιλλ. Νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη για τους δυο αυτούς ανθρώπους, τον αιδεσιμότατο Τζον Χιλλ και τη σύζυγό του Φράνσις, ήταν και θα είναι οι πνευματικοί γονείς μου.

—Πρέπει να είναι υπερήφανοι για σένα, Ελισάβετ.

—Αμφιβάλλω μετά από τόσα δημοσιεύματα που διαβάζουν στις ελληνικές εφημερίδες εναντίον μου.

—Ελπίζω ότι δεν τα πιστεύουν, αφού εκείνοι σε έχουν διαμορφώσει και γνωρίζουν την ψυχή σου τόσο καλά …

—Δεν ξέρω, αλλά εγώ ντρέπομαι και μόνο που το σκέπτομαι. Από την ημέρα εκείνη του Ιουνίου του 1857 που επέστρεψα από την Κωνσταντινούπολη και τους αποχαιρέτησα φεύγοντας για τα Χανιά, δεν τους έχω στείλει, Χριστόφορε, ούτε μια επιστολή.

—Είμαι βέβαιος ότι αυτό θα τους λυπεί πολύ. Γιατί αμέλησες;

—Έχω σκεφθεί αρκετές φορές να τους γράψω, να διαψεύσω κάθε τι χυδαίο που διαβάζουν για μένα, αλλά κάτι με κρατά και δεν το αποφασίζω. Η βαθιά ανελέητη ντροπή; ο φόβος μήπως δεν με πιστέψουν; ούτε κι εγώ ξέρω…

—Έτσι όμως αφήνεις το χάσμα να μεγαλώνει κι ίσως, αν συνεχίσεις έτσι, γίνει αγεφύρωτο.

—Έχεις δίκιο, αγαπημένε μου. Καθημερινά η συνείδησή μου με τύπτει όχι για ό,τι κάνω, γιατί πιστεύω ότι κάνω το ορθό για την πατρίδα, αλλά για ό,τι δεν κάνω, γιατί διέκοψα την επικοινωνία με τους αγαθούς αυτούς ανθρώπους. Ας όψονται οι συμπολίτες μας επιστολογράφοι και οι πληρωμένοι ανταποκριτές, που ενάμιση χρόνο τώρα  γράφουν… γράφουν συνεχώς εναντίον μου και με κοσμούν με απρεπείς χαρακτηρισμούς. Τι θα σκέφτονται τώρα για μένα εκείνοι που με θεωρούσαν πάντα καλή και ηθική χριστιανή;

—Πώς είναι δυνατόν να μην έχει βρεθεί κανείς να σε επαινέσει ή να σε ευχαριστήσει;  Πώς να δικαιολογήσω ένα τόσο βαρύ εχθρικό κλίμα;

—Ξέρεις κάτι, Χριστόφορε, οι εφημερίδες, ακόμη και οι καλές Ἀθηνᾶ και Ἐλπίς, προτιμούν να δημοσιεύουν σκάνδαλα και χυδαιότητες, γιατί έχουν μεγαλύτερη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό και οι πωλήσεις αυξάνονται· οι έπαινοι δεν εξάπτουν την περιέργεια ούτε ανοίγουν τα πορτοφόλια.

—Μαζί θα τα αντιμετωπίσομε, οι δύο είναι δύναμη, όπου ο ένας νιώθει αδύναμος.

—Υποπτεύομαι, Χριστόφορε, ότι κάποιες ανταποκρίσεις προέρχονται από τον ελληνοδιδάσκαλο Ψιλάκη· γνωρίζεται καλά με τους κρητικούς εκδότες των δύο εφημερίδων. Με αυτόν τον τρόπο με ευχαριστεί για τη μεσολάβησή μου στον γενικό διοικητή Βελή πασά να επανέλθει ως ελληνοδιδάσκαλος εδώ. Είναι άξιος, γι’ αυτό υποφέρω πιο πολύ… αλλά «να υποφέρεις, επειδή έχεις πράξει το ορθόν, είναι από μόνο του ἕνα είδος ανταμοιβής»!…[1]

—Δεν θεωρείται ορθόν να ενδιαφέρεται και ν’ ασχολείται μια γυναίκα με την πολιτική, ίσως γι’ αυτό σε κατηγορούν.

—Μας θέλετε οι άνδρες άβουλα όντα, Χριστόφορε;…

— Πάντως όχι εγώ, αγαπητή μου, για μένα είσαι η ιδανική γυναίκα κι έτσι θέλω να παραμείνεις. Είσαι η εξαίρεση, η μοναδική…

—Δεν ξεχνώ που πέρυσι ο Αἰών έγραψε για μένα  ότι είμαι «ο μοχλός της διευθύνσεως των πολιτικών υποθέσεων της Κρήτης»· έπαινος; ψόγος; Για εκείνους ψόγος, για μένα έπαινος, Χριστόφορε. Έχω ανατραφεί διαφορετικά από τους Χιλλ· είχαν άλλη αντίληψη για τη θέση της γυναίκας. Στο πρόσωπο της κυρίας Φράνσις Χιλλ, αλλά και άλλων γυναικών, Αμερικανίδων κυρίως, έβλεπα τη γυναίκα ως ισότιμη σύντροφο του άνδρα, με γνώση και γνώμη για τα ουσιαστικά θέματα της ζωής και όχι μόνο για τα του οίκου. Με προετοίμαζαν να γίνω κι εγώ έτσι· ποτέ δεν με απέκλεισαν από τον κύκλο των ευρωπαίων και αμερικανών διανοουμένων, με τους οποίους συναναστρέφονταν· με έπαιρναν πάντα μαζί τους, συμμετείχα ενεργά στις συζητήσεις κι εκείνοι καμάρωναν για μένα και χαίρουνταν να με επαινούν. Και τώρα, φανατικοί αναγνώστες των εφημερίδων, πόσο θα πικραίνουνται με όσα διαβάζουν στις στήλες των εφημερίδων «Κρητικά» ή «Ἐκ Χανίων»…

—Είμαι βέβαιος ότι δεν πιστεύουν τις χυδαίες και απρεπείς εκφράσεις ανώνυμων δημοσιευμάτων, προσπάθησε να την παρηγορήσει ο Χριστόφορος.

—Ξέρεις, Χριστόφορε, πόση πίκρα ένιωσε η μητέρα μου τις προάλλες, όταν έπεσαν στα χέρια της εφημερίδες που με καθύβριζαν σκαιότατα. Ασταμάτητα τα δάκρυά της κι η ικεσία της να σταματήσω ν’ ασχολούμαι με την πολιτική, να απομακρυνθώ από τη Διοίκηση…

—Ως μάνα έχει δίκιο, το καταλαβαίνεις, φαντάζομαι.

—Απόλυτα. Ξέρεις πόσες φορές τη νύχτα κλαίω με τα δικά της μάτια, μούσκεμα γίνεται το προσκεφάλι μου, αλλά δεν μπορώ να υπακούσω στην ικεσία της. Πιστεύεις στ’ αλήθεια, Χριστόφορε, ότι είμαι «δαιμονία», «ἡ νέα ηγεμονίς τῆς Κρήτης» ή «ἡ κυρία τοῦ κυρίου», όπως έγραφαν, υποτιμώντας τον Βελή πασά; πιστεύεις ότι είμαι μια «κακοήθης γυναίκα», ένα «κακογύναιον»; ότι είμαι «πόρνη»; Σε έχω ξαναρωτήσει, αλλά πες μου και τώρα, που είμαστε αλλιώς, τα πιστεύεις όλ’ αυτά;

—Τίποτε από αυτά δεν είσαι και τίποτε απ’ αυτά δεν πιστεύω, ούτε «όργανον» κανενός επιχείρησες ποτέ να γίνεις. Σε εκτιμώ για αυτό που είσαι και είσαι ο εαυτός σου και αυτόν εγώ έχω αγαπήσει. Το καλό της Κρήτης θέλομε κι οι δυο κι όσο περνάει από το χέρι μας θα το υπηρετούμε, ας είναι και με κόστος…

—Δεν θα κόψω τις επαφές μου με τη γενική Διοίκηση, δεν μου είναι δυνατόν, είναι πια συνυφασμένη με τη ζωή μου.

—Όμως οφείλεις να γράψεις στους πνευματικούς γονείς σου, να τους εξηγείς η ίδια ότι εξακολουθείς να διαπνέεσαι από τις ίδιες αρχές που εκείνοι σου έχουν διδάξει και αυτό προσπαθείς να εμπνεύσεις και στους διοικητές.

—Όχι, Χριστόφορε, δεν θα το κάνω τώρα, δεν έχω ακόμη τη δύναμη. Θα το κάνω μόλις νικήσω την κακία των συμπατριωτών μας, αν ποτέ το καταφέρω…

—Δική σου η απόφαση, της είπε, τη σφιχταγκάλιασε και φίλησε με πάθος τη μνηστή του.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

~.~

[1] Πρόκειται για φράση της βρετανής ιστορικού τέχνης, κριτικού λογοτεχνίας, συγγραφέως και  φεμινίστριας Anna Jameson (1794‒1860) που είχε χρησιμοποιήσει η Ελισάβετ παλιότερα, σε επιστολή της προς συνάδελφο και φίλη της: «To suffer for having acted well is itself a species of recompense», στο Memoirs of celebrated females Sovereigns, Harper’s stereotype edition, New York 1832, Vol. II, “Christina” (queen of Sweden), σ. 79.

*