*
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ
Στις 11 Ιουλίου πέθανε, σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών, ο σπουδαίος Τσέχος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Μίλαν Κούντερα. Αυτοεξόριστος στη Γαλλία από το 1975, πήρε τη γαλλική υπηκοότητα το 1981 (η τσεχική τού είχε αφαιρεθεί το 1979) και σταδιακά άρχισε να γράφει τα έργα του στα γαλλικά, θεωρώντας πια τον εαυτό του Γάλλο συγγραφέα. Η τσεχική υπηκοότητα θα του αποδοθεί και πάλι μόλις το 2019. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, απ’ αυτή την άποψη, η νεκρολογία που δημοσίευσε την 1η Αυγούστου στο ηλεκτρονικό περιοδικό Compact ο Πετρ Ντρουλάκ.[1] Ο Ντρουλάκ, Τσέχος ακαδημαϊκός και πολιτικός, ήταν εκείνος που ως πρέσβης της Τσεχίας στη Γαλλία παρέδωσε στον Κούντερα το έγγραφο το οποίο πιστοποιούσε την επανάκτηση της τσεχικής υπηκοότητας. Στο πολύ όμορφο κείμενό του, ο Ντρουλάκ επιχειρεί ν’ απαντήσει στο ερώτημα γιατί ο Κούντερα δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του, παρά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και τη φιλελευθεροποίηση μετά το 1989. Ο Ντρουλάκ ισχυρίζεται πως ο Κούντερα είχε σκοπό να επιστρέψει, μαζί με την οικογένεια του, στην Τσεχία: «Μετά το 1989, οι Κούντερα σχεδίαζαν να μοιράζουν το χρόνο τους ανάμεσα στο Παρίσι, στην Πράγα και στο Μπρνο, τη γενέτειρα του Μίλαν. Αλλά αυτό δε συνέβη ποτέ. Λίγα ταξίδια ινκόγκνιτο στην Τσεχία, περιστασιακές επισκέψεις Τσέχων φίλων στο Παρίσι ή στη θερινή του κατοικία στο Τουκέ, συχνά τηλεφωνήματα – αυτό ήταν όλο. Καμία επιστροφή. Γιατί;»
Μία ερμηνεία της παράδοξης συμπεριφοράς του Κούντερα, λέει ο Ντρουλάκ, θα μπορούσε να είναι η αντιπαράθεσή του με τους αντιφρονούντες. Ο Κούντερα «δε γελοιοποιεί μόνο τους κομμουνιστές αξιωματούχους στα μυθιστορήματά του, αλλά αποστασιοποιείται κριτικά και από τους αντιφρονούντες». Η υποψία του Ντρουλάκ ενισχύεται από μια συνέντευξη που έδωσε η σύζυγος του Κούντερα, Βέρα, το 2019, στην οποία αποκάλυψε πόσο θα ήθελαν να επιστρέψουν, αλλά δεν μπορούσαν. «Πολλοί Τσέχοι αναγνώστες σοκαρίστηκαν μαθαίνοντας ότι για δεκαετίες ο Κούντερα αντιμετωπιζόταν με εχθρότητα από τους αντιφρονούντες στην Πράγα, αλλά και από τους αντικομμουνιστές εξορίστους. Οι φίλοι του Χάβελ ήταν ιδιαίτερα δραστήριοι σε αυτές τις επιθέσεις εναντίον του Κούντερα.»
Οι φιλελεύθεροι που υπό την ηγεσία του Βάτσλαβ Χάβελ ανήλθαν στην εξουσία, όταν το καθεστώς κατέρρευσε, είχαν παλιά αντιδικία με τον Κούντερα, εξηγεί ο Ντρουλάκ. Στην πραγματικότητα, τον είχαν περιθωριοποιήσει και τον είχαν απομονώσει ήδη εδώ και δεκαετίες, πολύ πριν απ’ τη Βελούδινη Επανάσταση, και δεν τον είδαν ποτέ με καλό μάτι. Ακόμα και οι εξόριστοι αντιφρονούντες στη Γαλλία τον αντιμετώπιζαν εχθρικά σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ποια ήταν όμως η αιτία της εχθρότητας προς τον Κούντερα εκμέρους της φιλελεύθερης τσεχικής ιντελιγκέντσιας;
Η δύσκολη σχέση του Κούντερα με τον Χάβελ ξεκινά ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ο Κούντερα προσπάθησε να βοηθήσει τον Χάβελ, εφτά χρόνια νεότερό του, να εισαχθεί στην Ακαδημία Κινηματογράφου της Πράγας, όπου ο ίδιος δίδασκε εκείνη την εποχή. Στάθηκε όμως αδύνατο να ξεπεραστεί η εχθρότητα του καθεστώτος ενάντια στον Χάβελ, γόνο πλούσιας αστικής οικογένειας. Αυτή η άνιση σχέση διατηρήθηκε καθ’ όλη τη δεκαετία του 1960. «Ο Κούντερα ήταν μέρος του πολιτισμικού κατεστημένου, συγκόμιζε βραβεία και το θαυμασμό των αναγνωστών και είλκυε το ενδιαφέρον των ξένων εκδοτών. Πολιτικά ήταν ένας αντικομφορμιστής, στον οποίο συχνά ασκούνταν κριτική από τους δογματικούς αξιωματούχους και τα βιβλία του έπρεπε να περιμένουν χρόνια για να πάρουν επίσημη έγκριση.» Ο Χάβελ, αντίθετα, ήταν ένας «φιλόδοξος αντισυστημικός». Αυτός και η οικογένειά του «αντιμετωπίζονταν ως ταξικοί εχθροί από το καθεστώς». Η επαγγελματική του πορεία ήταν πολύ δύσκολη. Έπρεπε να περάσουν δεκαετίες για να κυκλοφορήσουν ελεύθερα τα βιβλία του και ν’ αναγνωριστεί το συγγραφικό του ταλέντο. Μόνο με την πολιτική φιλελευθεροποίηση της χώρας αναγνωρίστηκε ως θεατρικός συγγραφέας.
Ήταν μοιραίο λοιπόν η διαφορετική αντιμετώπιση που επεφύλαξε το καθεστώς στους δύο συγγραφείς να επηρεάσει και τη μεταξύ τους σχέση. «Η ψυχολογία της σχέσης των δύο συγγραφέων διαμορφώθηκε από τον επαγγελματικό τους ανταγωνισμό. Παρότι και οι δύο ήθελαν τη διεθνή λογοτεχνική αναγνώριση, μόνο ο Κούντερα το κατάφερε. Ο Χάβελ αναγνωρίστηκε ως μαχητής της ελευθερίας και πολιτικός ηγέτης, αλλά ποτέ δεν εισήλθε στον κανόνα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.» Η σχέση των δύο ανδρών επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο στα τέλη του 1968 και στις αρχές του 1969, όταν ενεπλάκησαν σε μια δημόσια αντιπαράθεση σχετικά με το «τσεχικό πεπρωμένο» (αυτός ήταν ο τίτλος του άρθρου του Κούντερα με το οποίο ξεκίνησε η αντιπαράθεση). Ο Κούντερα υποστήριξε ότι οι μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν με την Άνοιξη της Πράγας ήταν ένα καλό σημάδι και, παρά την εισβολή των Σοβιετικών, θα μπορούσαν να συνεχιστούν και τα πράγματα να βελτιωθούν αισθητά. Ο Χάβελ απάντησε με σφοδρότητα πως στο παρόν καθεστώς δεν υπάρχει καμία ελπίδα και πρέπει να ανατραπεί εκ βάθρων.
«Όλα αυτά εξηγούν ίσως την αμφίθυμη αντιμετώπιση του Κούντερα από τον Χάβελ. Μετά την πολεμική του το 1969, δεν ενεπλάκη ξανά σε προσωπικές επιθέσεις ενάντια στον Κούντερα, αλλά δεν έκανε και τίποτα για να αποθαρρύνει τέτοιες επιθέσεις από φίλους και θαυμαστές του», σημειώνει ο Ντρουλάκ. Η χειρότερη από αυτές τις επιθέσεις, την οποία ο Χάβελ δεν προσπάθησε να εμποδίσει, έγινε το 2008, όταν το τσεχικό περιοδικό Respekt δημοσίευσε ένα άρθρο το οποίο κατηγορούσε τον Κούντερα πως όταν ήταν φοιτητής, κατά τη δεκαετία του 1950, κατέδωσε στην αστυνομία έναν κατάσκοπο της Δύσης. Παρότι το άρθρο δίνει κάποια στοιχεία, είναι πολύ λίγα για ν’ αποδειχτεί ένα τέτοιας βαρύτητας ατόπημα.
Η αιτία όμως της αντιπαράθεσης του Κούντερα με τον Χάβελ, αλλά και με τους αντιφρονούντες γενικότερα, είναι συνθετότερη και βαθύτερη. «Στην Κεντρική Ευρώπη ανατίθεται παραδοσιακά στους διανοούμενους μια ειδική αποστολή», επισημαίνει ο Ντρουλάκ. Τέτοια αποστολή μπορεί να ήταν η εθνεγερσία τον 19ο αιώνα ή η υπεράσπιση της δημοκρατίας τον 20ό. «Υπάρχουν όμως πολλά παραδείγματα διανοουμένων που κατηγορήθηκαν ότι παραμέλησαν την αποστολή τους δίνοντας μεγαλύτερη προτεραιότητα στην τέχνη και όχι στην πολιτική.» Ο Χάβελ, που από θεατρικός συγγραφέας έγινε τελικά πρόεδρος της χώρας, ανταποκρίθηκε σαφώς στις εθνικές προσδοκίες. Αντίθετα, ο Κούντερα κατηγορήθηκε από πολλούς ότι δεν ανταποκρίθηκε σε αυτές. «Όχι μόνο εγκατέλειψε τη χώρα το 1975, γεγονός που κάποιοι θεώρησαν ως λιποταξία από τη μάχη ενάντια στην τυραννία, αλλά και επανειλημμένως εξέφρασε τον σκεπτικισμό του για τις αντιπολιτευτικές δραστηριότητες των πρώην φίλων του, και ανακοίνωσε πως αποσύρεται απ’ οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα για ν’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Ο Κούντερα έκανε ξεκάθαρο ότι δε θα έγραφε πολιτικά στρατευμένη λογοτεχνία, για την οποία είχε πολύ κακή γνώμη, και οι επικριτές του δεν πίστευαν ότι τα βιβλία του, γεμάτα ειρωνεία, κωμικές ανατροπές και ερωτικές περιπέτειες, συνιστούσαν κάποια πραγματική αμφισβήτηση του καθεστώτος.»
Δεν προκάλεσε έκπληξη λοιπόν το γεγονός πως η έκδοση της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι «συνάντησε ενθουσιώδη υποδοχή σχεδόν παντού εκτός από τους κύκλους της τσεχικής αντιπολίτευσης». «Ο Κούντερα θεωρούνταν κοσμοπολίτης» και «τα θέματά του δεν ήταν αρκετά πολιτικά». Μπορεί οι τσεχικές αρχές να «αφαίρεσαν από τον Κούντερα την υπηκοότητά του μετά τη δημοσίευση του Βιβλίου του γέλιου και της λήθης, που γελοιοποιούσε τον αρχηγό του Κόμματος», αλλά «οι κορυφαίοι αντιφρονούντες του έθνους δε θεώρησαν ότι το βιβλίο αξίζει να προσεχτεί». Ήθελαν ένα έργο πιο πολιτικοποιημένο και πιο στρατευμένο· δεν τους αρκούσε μια σειρά ερωτικών περιπετειών.
* * *
Η άβυσσος που τον χώριζε από τους πάντοτε ετοιμοπόλεμους αντιφρονούντες δεν ήταν ένα θέμα που έκρυψε ποτέ ο Κούντερα. Σε ορισμένα μάλιστα από τα δοκίμιά του αναφέρεται σε αυτό εκτενώς. Για παράδειγμα, στο κείμενό του με τίτλο «Εχθρότητα και φιλότητα» είναι αρκετά σαφής. Εξιστορεί πως, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συναντήθηκε σ’ ένα νοσοκομείο στα περίχωρα της Πράγας μ’ έναν αντιφρονούντα δημοσιογράφο. Ενώ κατά την παραμονή τους στο νοσοκομείο συνομιλούσαν σε ζεστό κλίμα, καθώς τους ένωνε η δυστυχία τους, δηλαδή η δίωξη που υφίσταντο από το καθεστώς και οι συνέπειές της για την υγεία τους και γενικά για τη ζωή τους, τα πράγματα άλλαξαν άρδην κατά την επιστροφή τους. Ο δημοσιογράφος προσφέρθηκε να πάρει στο αυτοκίνητό του τον Μίλαν και τη Βέρα για να επιστρέψουν μαζί στην Πράγα. Ο λόγος ήρθε στον Μπόχουμιλ Χράμπαλ, τον μεγάλο Τσέχο συγγραφέα. Ο Χράμπαλ ήταν λαϊκός συγγραφέας, διαβαζόταν πολύ και αγαπιόταν από το κοινό. Ήταν όμως απολιτικός. Και ενώ η μη ενασχόληση με την πολιτική θεωρούνταν κάτι κακό και συνεπώς διωκόταν από το κομμουνιστικό καθεστώς, αυτή η απολιτικότητα του επέτρεψε σιγά σιγά να βγει από τη δυσμένεια και να καταφέρει να εκδώσει και πάλι μερικά βιβλία. Εφόσον δεν ασχολούνταν με την πολιτική, και συνεπώς δεν ήταν εχθρικός προς το Κόμμα, του δόθηκε η άδεια να δημοσιεύσει ξανά τα έργα του. Ο αντιφρονών δημοσιογράφος έβριζε τον Χράμπαλ με μανία: «Πώς είναι δυνατόν να δέχεται να εκδίδουν τα βιβλία του ενώ οι συνάδελφοί του απαγορεύεται να δημοσιεύουν; Πώς είναι δυνατόν να νομιμοποιεί έτσι το καθεστώς; Χωρίς μια λέξη έστω διαμαρτυρίας; Η συμπεριφορά του είναι ελεεινή, ο Χράμπαλ είναι συνεργάτης του καθεστώτος.»[2]
Ο Κούντερα αφηγείται πως αντέδρασε κι αυτός με την ίδια μανία: «Τι παραλογισμός να μιλάμε για συνεργασία με το καθεστώς, όταν το πνεύμα των βιβλίων του Χράμπαλ, το χιούμορ τους και η φαντασία τους είναι το αντίθετο ακριβώς της νοοτροπίας που μας κυβερνάει και θέλει να μας πνίξει από ασφυξία μέσα στο ζουρλομανδύα της; Ο κόσμος όπου μπορεί να διαβάσει κανείς Χράμπαλ είναι εντελώς διαφορετικός από τον κόσμο όπου η φωνή του δεν θ’ ακουγόταν καθόλου. Ένα και μόνο βιβλίο του Χράμπαλ προσφέρει μεγαλύτερη υπηρεσία στους ανθρώπους, στην ελευθερία του πνεύματός τους, απ’ όλους εμάς με τις διακηρύξεις μας και μ’ όλες μας τις κινήσεις διαμαρτυρίας!»[3] Η συζήτηση στο αυτοκίνητο, καταλήγει ο Κούντερα, μετατράπηκε τελικά σε καβγά όλο μίσος.
Όταν αργότερα θα ξανασκεφτεί την τόσο σφοδρή σύγκρουσή του μ’ έναν πολιτικά ομοϊδεάτη, δε θα μετανιώσει γι’ αυτήν. «Όπως τα ξανασκεφτόμουν αργότερα, κατάπληκτος από αυτό το (αληθινό και απολύτως αμοιβαίο) μίσος, είπα μέσα μου: η σύμπνοια στο γραφείο το γιατρού ήταν παροδική, οφειλόταν σε ιδιαίτερες ιστορικές περιστάσεις που μας έβαζαν όλους στη θέση του διωκόμενου· αντίθετα, η ασυμφωνία μας ήταν θεμελιώδης και ανεξάρτητη από τις περιστάσεις· ήταν ασυμφωνία ανάμεσα σ’ αυτούς για τους οποίους ο πολιτικός αγώνας είναι ανώτερος από την πραγματική ζωή, από την τέχνη, από τη σκέψη, και σ’ αυτούς για τους οποίους πολιτική σημαίνει να είσαι στην υπηρεσία της πραγματικής ζωής, της τέχνης, της σκέψης. Αυτές οι δύο στάσεις είναι ίσως θεμιτές και η μία και η άλλη, αλλά ασυμφιλίωτες η μία με την άλλη.»[4]
* * *
Αυτή λοιπόν ήταν η αιτία που ο Κούντερα δεν επέστρεψε στην Τσεχία; Αυτή η αβυσσαλέα διαφωνία με τους πολιτικοποιημένους φίλους του ήταν το εμπόδιο που ορθωνόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και την πατρίδα του; Μια προσεκτικότερη ανάγνωση των γραπτών του δείχνει πως δεν ήταν αυτή η αιτία τής μη επιστροφής του. Ο Κούντερα δεν επέστρεψε στην πατρίδα του, γιατί απλά δεν ήθελε να επιστρέψει. Αυτό που τον εμπόδισε δεν ήταν η εχθρότητα ενός μεγάλου μέρους των συμπατριωτών του, κομμουνιστών ή αντιφρονούντων, παρότι αυτή η εχθρότητα ήταν πραγματική και υπαρκτή. Ο Κούντερα είχε διαλέξει την ανεμπόδιστη ελευθερία του συγγραφέα, την ελευθερία να επανεπινοείς διαρκώς τον εαυτό σου, να μην έχεις σταθερή ταυτότητα, να μην εντάσσεσαι σε κανένα σύνολο και καμία ομάδα. Το δηλώνει, άλλωστε, ρητά ο ίδιος όταν μιλώντας για τη συγγραφέα Βέρα Λινχάρτοβα μιλά στην ουσία για τον εαυτό του. Η Λινχάρτοβα εγκατέλειψε το 1968 τη χώρα για το Παρίσι και άρχισε να γράφει και να δημοσιεύει στα γαλλικά, όπως δηλαδή θα κάνει και ο Κούντερα λίγα χρόνια αργότερα. Η εξορία τόσο της Λινχάρτοβα όσο και του Κούντερα έγινε αφορμή για ν’ αναγεννηθούν συγγραφικά. Διότι ο εξόριστος κατορθώνει συχνά «να μετατρέψει τον εκπατρισμό του σε απελευθερωτικό ξεκίνημα “για ένα αλλού, άγνωστο εξ ορισμού, ανοιχτό σε όλες τις δυνατότητες”»[5]. Γι’ αυτό και δεν ενδιαφέρεται να γυρίσει πίσω στη γενέτειρά του, ακόμα κι όταν του δίνεται αυτή η δυνατότητα. Ο Κούντερα εφιστά μάλιστα την προσοχή στο «κατάφωρα σκανδαλιστικό γεγονός ότι, μετά το τέλος του κομμουνισμού, σχεδόν κανένας από τους μεγάλους εξόριστους καλλιτέχνες δεν έσπευσε να γυρίσει στη χώρα του». Για τη Λινχάρτοβα και για τον Κούντερα, «ο συγγραφέας είναι πάνω απ’ όλα ένας ελεύθερος άνθρωπος, και η υποχρέωση να διαφυλάξει την ανεξαρτησία του απέναντι σε κάθε εξαναγκασμό προηγείται από οποιοδήποτε άλλο μέλημα». Ο συγγραφέας πρέπει να παραμείνει ανεξάρτητος ακόμα και αν αυτοί οι εξαναγκασμοί είναι απλά περιορισμοί που έχουν να κάνουν με «την αίσθηση του χρέους απέναντι στη χώρα», περιορισμοί «απ’ τους οποίους είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ξεφύγεις καθώς είναι καλοπροαίρετοι». Το άτομο, υποστηρίζει με πάθος ο Κούντερα, δεν είναι «ιδιοκτησία του έθνους του».
Δεν είναι όμως έστω ο συγγραφέας «φύλακας της γλώσσας του; Εδώ δεν βρίσκεται το ίδιο το νόημα της αποστολής του;» Η απάντηση του Κούντερα είναι κι εδώ αρνητική. «Ο συγγραφέας δεν είναι δεσμώτης μιας συγκεκριμένης γλώσσας. […] Η Λινχάρτοβα, όταν γράφει στα γαλλικά, εξακολουθεί να είναι Τσέχα συγγραφέας; Όχι. Γίνεται Γαλλίδα συγγραφέας; Ούτε. Είναι αλλού. Αλλού όπως κάποτε ο Σοπέν, αλλού όπως αργότερα, καθένας με τον δικό του τρόπο, ο Ναμπόκοφ, ο Μπέκετ, ο Στραβίνσκι, ο Γκομπρόβιτς.»[6]
Ο μεγάλος συγγραφέας και ο μεγάλος καλλιτέχνης δεν έχει πατρίδα, κατά τον Κούντερα. Δεν έχει καν μητρική γλώσσα. Είναι νομάς, διαρκώς περιπλανώμενος, «ἄστεγος, ἀνέστιος, φερέοικος», όπως θα ’λεγε ο Παπαδιαμάντης. Αλλάζει συνεχώς ταυτότητα, μεταμορφώνεται σαν τον Πρωτέα, περνά απ’ το ένα ύφος στο άλλο, απ’ τη μια ιδέα στην άλλη, απ’ τη μια γλώσσα στην άλλη. Κανείς δεν ξέρει ποια είναι τελικά η μοίρα του: «Ζῇ, ἀπέθανε, περιπλανᾶται εἰς ἄλλα μέρη, ἀνεκλήθη ἀπὸ τῆς ἐξορίας, ἐπανέκαμψεν εἰς τὸν τόπον του;»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ
~.~
[1] Petr Drulák, «Why Kundera Never Went Home» [Γιατί ο Κούντερα ποτέ δεν επέστρεψε στην πατρίδα του], περ. Compact, 1.8.2023 (https://compactmag.com/article/why-kundera-never-went-home).
[2] Μίλαν Κούντερα, «Εχθρότητα και φιλότητα», Συνάντηση, μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Εστία, Αθήνα 2010, σελ. 137.
[3] Ό.π.
[4] Ό.π., σελ. 137-138.
[5] Μίλαν Κούντερα, «Η απελευθερωτική εξορία κατά τη Βέρα Λινχάρτοβα», Συνάντηση, ό.π., σελ. 129.
[6] Ό.π., σελ. 131.
~.~
*
