*
Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ
Σε αυτό το σημείο κανονικά θα βρισκόταν άλλο κείμενο. Το οποίο, δυστυχώς, δεν μου πέτυχε. Αφορούσε την Ουκρανία και τον πόλεμο εκεί, τη Σοβιετική Ένωση και τα αδιαλεύκαντα εγκλήματά της, για τα οποία ουδέποτε καταδικάστηκε κανείς. Αφορούσε ακόμη τα αγάλματα Σοβιετικών πολιτικών που έβριθαν μέχρι πρότινος σε ολόκληρη τη χώρα, λες και δεν επρόκειτο για δολοφόνους, παρά για εθνικούς ήρωες. Η αποτρόπαιη πραγματικότητα έχει τα θεμέλιά της σε ένα ακόμη πιο αποτρόπαιο παρελθόν. Μόλις πριν ένα χρόνο άρχισαν οι Ουκρανοί να καταστρέφουν σε μεγάλη κλίμακα σοβιετικά μνημεία – μία τρομακτικά καθυστερημένη πράξη αποσοβιετικοποίησης, η οποία έλαβε σχεδόν διαστάσεις τελετουργίας εξορκισμού.
Στο αποτυχημένο εκείνο κείμενο έγραφα ακόμη για τον προπάππο μου, εύπορο Ουκρανό αγρότη, που το 1933 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει εν μια νυκτί το αγρόκτημά του, παίρνοντας μαζί του τα απολύτως απαραίτητα. Στις σκάλες του ορφανοτροφείου είπε στη μικρή του κόρη να τον περιμένει εκεί, θα πήγαινε να πάρει φαγητό και θα επέστρεφε αμέσως. Η κόρη τον περίμενε υπάκουη. Κάποτε, με κυριεύει η υποψία πως κατά βάθος εξακολουθεί ακόμη να τον περιμένει.
Το σπίτι του προπάππου μου μετατράπηκε σε κατάστημα για τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μία μόνο ακόμη φορά βρέθηκε εκεί η κόρη του, η γιαγιά μου, σαν το έσκασε από το ορφανοτροφείο για να μην αφήσει εκεί τα κοκαλάκια της. Ο καλόβουλος πωλητής είπε ένα «το ξέρω αυτό το κοριτσάκι, εδώ έμενε παλιά», της έβαλε ένα ψωμάκι στο χέρι και την έστειλε πάλι από εκεί που ήρθε.
Περνώντας μπροστά απ’ το μνημείο του Συντρόφου Κοσιόρ, ο οποίος υπό τας διαταγάς του Στάλιν επέβαλε καθεστώς πείνας στην Ουκρανία οδηγώντας εκατομμύρια ανθρώπων στο θάνατο, περνώντας λοιπόν μπροστά από το εν λόγω μνημείο σε δρόμο του Κιέβου, προσποιούμουν μέχρι πρότινος ότι ΔΕΝ το έβλεπα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως ΔΕΝ έβλεπα ούτε τον προπάππο μου που άφησε την τελευταία του πνοή καταρρέοντας σαν σκυλί στην άκρη του δρόμου ούτε και το κοριτσάκι που μαρμάρωσε μπροστά από το ίδιο του το σπίτι με ένα ψωμάκι στο χέρι. Το ψωμάκι τού το έκλεψαν λιμασμένα σκυλιά.
Το αποτυχημένο εκείνο κείμενο κατέληγε με τη δήλωση πως η Ουκρανία μπορεί να πλησίασε γεωγραφικά τη Δυτική Ευρώπη τώρα με τον πόλεμο, παραμένει ωστόσο, ακόμη και τώρα, παντελώς άγνωστη. Περιμένει να τη διηγηθούν. Δυστυχώς, στις ιστορίες της την κυρίαρχη θέση την κατέχει πάντα ο θάνατος.
«Γίνεσαι υπερβολική», είπε η φίλη που διάβασε πρώτη τα κείμενα που έγραψα στα γερμανικά. Συμφώνησα απόλυτα μαζί της, το παρατραβούσα. Το κείμενο το πέταξα και τα πήρα πάλι όλα απ’ την αρχή.
Ο άλλος προπάππος μου γελούσε πολύ. Δεν άφηνε ευκαιρία για ευκαιρία να πάει χαμένη, όλο γελούσε. Αράδιαζε στους γύρω του ένα σωρό ψέματα, αφηγούμενος απίθανες ιστορίες, τάχατες από το παρελθόν του. Γι’ αυτό και οι γείτονές του τού έβγαλαν το παρατσούκλι «κουδουνίστρας». Ο κουδουνίστρας είναι κάποιος που ολοένα κουδουνίζει, όπως οι καμπάνες στην εκκλησία. Όταν επισκέπτομαι το χωριό όπου έζησε, με φωνάζουν και μένα την ίδια, σήμερα ακόμη, κουδουνίστρα. Αυτός ο προπάππος δεν πέρασε ποτέ του πείνα γιατί η Ανατολική Γαλικία, απ’ όπου προερχόταν, ήταν εκείνον τον καιρό έδαφος πολωνικό. Την Πολωνία τη μισούσαν λοιπόν θανάσιμα, γι’ αυτό και ο κουδουνίστρας το καταχάρηκε όταν ο Στάλιν προσάρτησε τη Γαλικία το 1939 –όπως και ο Χίτλερ την Πολωνία.
Για εκείνον δεν υπήρχε ώς τότε τίποτε χειρότερο στον κόσμον όλο από τους Πολωνούς. Γνώμη άλλαζε σαν τα πουκάμισα. Το στάβλο και τα άλογα που είχε στην κατοχή του τού τα κατέσχεσαν, όπως και το κτήμα, στο οποίο τώρα ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται, χωρίς αμοιβή. Οι αναξιόπιστοι –οι διανοούμενοι δηλαδή– συνελήφθησαν ή απήχθησαν και τουφεκίστηκαν στις φυλακές ή στα υπόγεια της Ασφάλειας. Όταν, λίγο αργότερα, οι Ναζί κατέλαβαν τη Γαλικία δίχως να συναντήσουν αντίσταση και κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης, ο κουδουνίστρας χαιρόταν και πάλι. Ο κόσμος τρομοκρατούνταν βρίσκοντας τα υπόγεια γεμάτα πτώματα. Από τούδε και στο εξής όλοι ήταν πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο στον κόσμο από τους Κομμουνιστές. Όσο για τους Ναζί, ο προπάππος μου έλεγε ότι ήταν εντάξει, μόνο κότες και αυγά έπρεπε να τους δίνουν. Το ίδιο και οι γιοι του. Ο δεκαοχτάχρονος τότε γιος του στρατολογήθηκε από τη μεραρχία των Ες Ες και έπεσε το 1944 στο Μπρόντυ, όπως και σχεδόν ολόκληρη η μεραρχία.
Λίγο αργότερα ακόμη, επέστρεψαν και πάλι οι Κομμουνιστές. Ο κουδουνίστρας δε χαιρόταν απλώς, παρά τώρα γελούσε ακόμη περισσότερο. Τόσο πολύ, και τόσο δυνατά, που τον θεώρησαν παλαβό και τον έστειλαν να δουλέψει σε εργοστάσιο στο Τσέλχαμπινσκ, στα Ουράλια. Έλιωνε καμπάνες, ούτως ή άλλως άχρηστες στην άθεη Σοβιετική Ένωση, και κατασκεύαζε από το κράμα όπλα. Αργότερα διηγούνταν πως στο Τσέλχαμπινσκ απλώς χαζολογούσε και κολυμπούσε σε μια γούρνα όλο χρυσάφι.
Πολλοί συμπατριώτες του αγωνίζονταν ώς και τη δεκαετία του ’50 ως αντάρτες κατά του σοβιετικού καθεστώτος. Τις μέρες τις περνούσαν σε καταφύγια στο δάσος και τα βράδια κατέβαιναν στο χωριό σαν τα φαντάσματα, μπας και βρουν τίποτα φαγώσιμο. Όταν τους ανακάλυψαν και τους ξεπάστρεψαν, τα παραμορφωμένα πτώματά τους κυλιούνταν δυο βδομάδες στο κέντρο του χωριού, κοντά στο γαλακτοκομείο, για να βλέπουν όλοι ποια τύχη περιμένει τους αντιφρονούντες.
Ποτέ μου δε γνώρισα τον κουδουνίστρα, ούτε και διασώθηκε φωτογραφία του. Με την επιστροφή του από το Τσέλχαμπινσκ, δούλεψε σκληρά ως καροτσέρης σε κολχόζ[1]. Τα άλογα, πλέον όχι δικής του ιδιοκτησίας, τον έφερναν στο σπίτι μεθυσμένο, με ή χωρίς τις αισθήσεις του. Έφτασε τα βαθιά γεράματα και συνέχισε να κουδουνίζει ώς την ύστατη πνοή του. Έλεγε πως μπορούσε να κατασκευάσει αετούς από ξύλο που θα πετούσαν ψηλότερα από τους αληθινούς.
Κάποτε ακούω το γέλιο του μέσα μου. Όταν νιώθω αδύναμη ή αμήχανη, γελάω τόσο πολύ και τόσο δυνατά, που θα μπορούσαν να με θεωρήσουν παλαβή. Γελάω όταν αποτυχαίνω και με κατατρώει η ντροπή. Γελάω με τις απώλειές μου και τους νεκρούς μου. Άλλες ιστορίες από την Ουκρανία δεν υπάρχουν. Μόνο θάνατος. Μόνο γέλιο.
«Γίνεσαι υπερβολική», είπε η φίλη.
2015
[1] Κολχόζ: αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμός στην πρώην Σοβιετική Ένωση
~.~
Η Τάνια Μαλιάρτσουκ γεννήθηκε στο Ιβάνο-Φρανκίβσκ της Ουκρανίας το 1983. Σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο Κίεβο. Το 2011 μετανάστευσε στη Βιέννη και έκτοτε καταξιώθηκε ως συγγραφέας όχι μόνο στον ουκρανόφωνο, αλλά και στο γερμανόφωνο χώρο. Απέσπασε το βραβείο Μπάχμαν το 2018, καθώς και το λογοτεχνικό βραβείο του Ούζεντομ το 2022, για το συνολικό έργο της. Στα γερμανικά έχουν κυκλοφορήσει η συλλογή δοκιμίων της Η ιστορία συνεχίζεται, κάνουμε ένα διάλειμμα για μια ανάσα (Kiepenheuer & Witsch, 2022), απ’ όπου και το παρόν, καθώς επίσης μία συλλογή διηγημάτων (2009) και τρία μυθιστορήματά της (2013, 2014, 2019). Σε αυτή τη σειρά των αναρτήσεων, σε επιλογή και μετάφραση της Έλενας Σταγκουράκη το Νέο Πλανόδιον παρουσιάζει χαρακτηριστικά δοκιμιακά κείμενα της συγγραφέως.
*
