*
Τα τοπία αντιστέκονται στους ξένους
Τα παροξυσμικά τζιτζίκια
το παλίμψηστο σταυρών στ’ ανώφλι, το ρόπτρο
κι η τυφλωτική ρομφαία φωτός
στο χώρισμα των μαστών μιας Θεοτόκου
που καρφώνεται
Μουγκρητό εξάτμισης και ύστερα σκαλιά, πολλά σκαλιά μαρμάρινα κι έπειτα ξύλινα σωρό, μ’ έναν ιδρώτα να κατασκηνώνει εκεί στον κρόταφο. «Πρόσεχε», μου ’πες, «το πάνω πάνω σκαλοπάτι έχει λασκάρει». Με τα κανιά μου δρασκελώντας έφτασα στην κάμαρα.
Πάνω στον κομό η εικόνα της κι ένα κερί λιπόσαρκο. Φευγάτο το φιτίλι. Ο αέρας γνώριμος, οξύς, τραύλιζε νότες της κλεισούρας. Έσκυψα και προσκύνησα. Μου χαμογέλασε σαν τότε. Ύστερα κουβέντα: «Πώς πέρασες;», «τι έκανες;», «πού χ ά θ η κ ε ς ;». Έσυρα για τον κήπο, με βλέμμα απλανές, φυγαδευμένο. Ήξερα.
Το χώμα άγονος πηλός και κάποιοι τζίντζιροι. Έκανες να τους τσακώσεις μα ψυλλιάστηκαν και πέταξαν μακριά. Οι υμένες των φτερών τρίζαν σαν χόβολη. «Τίποτα δεν σου χαρίζεται σ’ αυτόν τον τόπο», έκρωξα κι όρμησα στη δημοσιά σωστό ελατήριο. Αγρίμι.
39°36’56.4″N 19°54’23.4″E
*
Πρόοδος
Παραστάσεις κυνηγιού στην Αλταμίρα·
φωτιά, συνοικισμοί
σπορές και θερισμοί
πόλεμοι σωρό
για Ελένες, χωρίς Ελένες·
χαλκός, σίδηρος, χάλυβας και λοιπά κράματα,
τώρα αφθονία πυριτίου και 3D printing
Σπίτια από λάσπη, άχυρο και τερακότα,
πέτρα ή μάρμαρο, από ξύλο –ύλη σχετικά φθηνή–
από μπετόν αρμέ και πλεξιγκλάς
Θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση,
υπολογιστής, τάμπλετ
λοιπές χεριού προεκτάσεις
youtube και pornhub
Θεοί σε οργασμό προπάντων:
πρώτα χθόνιοι
κατόπιν επουράνιοι
άλλοτε πολλοί, άλλοτε λίγοι
–το μεροκάματο ας τσουλά–
Ξάφνου εις αληθινός και μόνος
κατ’ εικόνα και ομοίωσιν πλασμένος
βολικός και φιλεύσπλαχνος
–εσχάτως εκλείπει κι αυτός,
ασθμαίνει η πίστη από των bit τον πακτωλό·
μετά τρελαίνεται–
Άνθρωπος η μόνη σταθερά
μες στη φρενήρη τύρβη
της προόδου
– Άνθρωπος;
*
Απόβλητη Χώρα
Ψέματα!
Ο Σεπτέμβρης ήταν εξαρχής ο μήνας ο σκληρότερος
στομωμένη χλωροφύλλη
σμίγοντας με σάβανα του χώματος
ρίχνοντας φόλα στα ζεστά
της μνήμης κατοικίδια
φράσσοντας τις γρίλιες των ματιών
με πρόωρη παρακμή
Τα καλοκαίρια τα τριζόνια
μάς ημέρευαν
οι τζίτζικες με τις κρουστές
γαστέρες συντροφιά
μας κράταγαν τα μεσημέρια
στου ήλιου τ’ ανάγερμα
ξεθεωμένα μας ανέθρεφαν φιλιά
το στόμα παραμίλαγε στυφό
ξαπόσταμα ζητώντας
Κι ο χειμώνας
έφερνε αλκυονίδες
λίγη στοργή, λίγη αγάπη εξαγοράζοντας
προτού στρώσει νεκρούς και υετούς
σε μια ποδιά ολόλευκη
για πάντοτε θαμμένους
Ω ναι, μπορώ πλέον με σιγουριά ν’ αποφανθώ
πως γελαστήκαμε
ήταν ο Σεπτέμβρης
καθώς φαίνεται, εξαρχής
ο μήνας ο σκληρότερος.
*
Μύηση
Γ΄ – Μεταβολισμός
Απόψε σ’ αποβάλλω
σαν κόκκο σιναπιού που κατσικώθηκε
στα δόντια και δεν φεύγει
κι όπως το λάδι το νερό
ή το πρωί το κάθε τι αλγεινό
που στην αλκή του λυκαυγούς του
δεν το δέχεται
Μπορώ μόνο να πω
εδώ που χόρτασαν τα χέρια από ναυάγια
του γερακάρη κι ο λαιμός έχει σχισθεί
πως τα φαιά παραπροβάραμε
το νήμα ξεγλιστράει γδέρνοντας το χέρι
κι αφού πια απομυζήσαμε κάθε οικείο μας σύννεφο
καιρός με εφόδιο ο καθένας μας
το στήθος του να δει
πώς ξεψαχνίζεται
απ’ τ’ ανάθεμα η ευχή
πώς εξορύσσεται
απ’ το βόρβορο η ελπίδα
Βούλομαι εξαγγέλειν τι;
Αίμα κοκόρου εδώ δεν έχει μαντικό
μήτε μαστόραινες
να δέσουν τα γιοφύρια
Στο φέουδο το αφιλόξενο της νύχτας
είτε που εισέρχεσαι δαφνοστεφής
είτε σαν κλέφτης φεύγεις
μ’ όλα ξωπίσω σου τα τρόπαια συλημένα
ποιμένας φέρελπις τοπίων θνησιγενών
με μνήματος αποφορά να σε στολίζει
τον Λάζαρο σαπρό, τον Λίνο μια τροτέζα
κι ας μασουλάν την πέτρα οι αξινιές
με τρυποκάρυδου σπουδή
– τ’ αγάλματα που εκθέτουν τους αγκώνες
Ακαρποφόρητα διαβάσατε τα κείμενα
τώρα που οι τρίλιες παραλλάξαν το τραγούδι τους
κι εξαναστήθηκε το χώμα για δροσιά
για ν’ ανασάνει η μέρα
θέλει του ονείρου μαραγκός
στη σταύρωση για χρόνια
μα φόβος ουκ έστι·
κι αν αθεράπευτα γραφτός ο ουρανός
σηματωρός
κι αν μέγγενη στον κρόταφο ανυπόφερτη
των οικουρών Λαρήτων η ποδοβολή
αστείρευτος ο κόσμος
Γι’ αυτό
ποιος γάλα μαύρο γαλουχεί,
ποιμαίνει δίχως αίνο;
Βάλ’ το στον νου:
φάλτσες οι καταβασίες
όταν δεν νιώθεται η σιγή
όταν απόρρητο
το ρίγος
της αβύσσου.
*
Κήπος
Όχι, δεν σας ζητώ τίποτα περισσότερο·
ένα μποστάνι μοναχά
ν’ αντανακλά των άστρων την ονείρωξη
γεμάτο λεμονιές κατάφορτες
απομιμήσεις του Ήλιου,
γεμάτο μ’ εύοσμες πορτοκαλιές και τζίτζιφα
σπαρμένο με ολοπράσινα γεράνια κι υακίνθους
με τα μαλλιά της ξέπλεκα σιμά
στη χάση της σελήνης
–σε κάθε χάση–
κι εγώ κει δα να στροβιλίζομαι
ατέρμονα
ως την καταραμένη μαύρη ώρα
του αποχαιρετισμού
όταν θα γίνουμε αστόχαστες σκιές
και θα ξεχάσουμε
Όχι, επτάγλαυκο υγρό στοιχείο
κι εσύ, αείφωτε ουρανέ,
τίποτε παραπάνω δεν ζητώ·
μόνο το γέλιο της στα μάτια να φεγγοβολά
το χέρι της απ’ την κακοκαιριά
απάγκιο
κι έτσι ν’ ανέβουμε μαζί
σκαλί σκαλί
από τ’ ακρότατα του Κήπου μας
ως την αθανασία.
*
Αντίστιξη
Η πορφύρα του ήλιου
ανάμεσα από τις γιγάντιες φέρουλες
σκορπίζοντας τη νύχτα
Κι όπως τρυγούσε ο αέρας των μαλλιών σου τις δροσιές
κι αργοξετύλιγε ένα σούρουπο τα χρώματά του
είπα
–για να μη μένει στην απέξω η ακοή–
να γείρω επάνω σου
και μέσα τους ν’ ακούσω
μα όπως έσκυβα
Τι βόμβος αρτεσιανός, τι χείμαρροι
και τι φτερούγισμα χιλιάδων πεταλούδων
με βρήκε πλάι σου έκθετο
που βέλαζα
σαν λαβωμένο αγρίμι
μα εσύ
αγέρωχη –αμείλικτη–
λες κι ήταν όλα αυτά για σένα απλά
μια συνιστώσα πληκτική του μεγαλείου σου
ούτε που σκίρτησες
Μονάχα ρέμβαζες ατάραχη όλο ρέμβαζες
αντίκρυ επίμονα στου λόφου το τιρκουάζ
πώς αναβόσβηναν τα πεύκα κι ανταλλάσσανε
ρυθμούς κι ειρμούς χερουβικούς τα κρασοπούλια.
39°32’16.5″N 19°54’41.7″E
Νίκος Κωσταγιόλας,
«Σαν άλλος Σαούλ: ένα σατυρικό δράμα»,
Εκάτη, 2023
*
*

