
*
της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ
Γιώργου Καλοζώη
Η άφιξη των θηρίων
Ενύπνιον 2023
Αποτελεί κοινή παραδοχή το γεγονός ότι η γραμμή ανάμεσα στη μανιέρα και τη συνέπεια στο έργο είναι πολύ λεπτή. Και είναι αλήθεια ότι, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να προσάψει στον Γιώργο Καλοζώη μανιερισμό: υπερρεαλιστικές εικόνες,[1] εξπρεσιονιστική αίσθηση,[2] ανθρωπόμορφη ζωολογία (ή ζωώδης ανθρωπολογία), ζούγκλες, δάση, πουλιά και μια «κανιβαλιστική συνθήκη»,[3] ανάβαση/κατάβαση σε βουνά, κλίμακες και σκάλες[4] σε εναρμονισμένα στο ζήτημα της μορφής ιδιότυπα σωληνοειδή ποιήματα[5] σε κάθε ποιητική συλλογή. Πρόκειται όμως για ένα αναγνωρίσιμο και ποιητικά υπαρκτό σύμπαν στο οποίο αιωρούνται —ή βαραίνουν— σταθερά τα αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα: πώς, γιατί, πού; Ο ανοικειωτικός καλοζωικός κόσμος διαθλάται σε κάθε έργο του ποιητή πιο διαυγώς, διερευνάται κάθε φορά σε μεγαλύτερο ύψος και βάθος, σκοτεινιάζει περισσότερο με την πάροδο του χρόνου και, κυρίως, δεν αντιγράφεταιˑ για αυτό δεν θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μανιερισμό παρά για συνέπεια, ποιητικής στάσης και έργου.
Αν στα προηγούμενα έργα του Καλοζώη το γήρας ήταν μια μακρινή αίσθηση, μια εικόνα, μια απειλή μέσα στην «επίγνωση της θνητότητας»,[6] τώρα αποτελεί ένα ζωντανό γεγονός το οποίο έχει αφιχθεί επιβλητικά στο οπτικό πεδίο. «Το γήρας ακόμη και μέσα / στην πιο μαύρη κι από / πίσσα νύχτα φωσφορίζει» γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Ο αλπινιστής η ωραία κι ο γυπαετός». Το ποιητικό υποκείμενο στέκεται συντετριμμένο ενώπιον του γήρατος που καταφθάνει επιθετικά και αδιαπραγμάτευτα. Και μοιάζει να επαναλαμβάνει πίσω από κάθε στίχο “να, καταφθάνουν”, “τα βλέπω, υπάρχουν”, “ήρθε (και για μένα) η ώρα να γνωρίσω τα θηρία”. Στο ποίημα «Ο ιστός» το ποιητικό υποκείμενο/ο ποιητής συνειδητοποιεί ότι η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει και, κάποια στιγμή, αυτό που θα έχει συμβεί – για όλους. Για κάθε άνθρωπο έρχεται η σειρά, γιατί η ζωή είναι τετελεσμένη:
[…]
από τη μια άκρη μέχρι την άλλη
της αποθήκης ή του σύμπαντος ένας
χοντρός ιστός
πάνω του είδα τον παππού μου και
τον άλλο παππού μου
ποτέ δεν κατάλαβα πώς ή γιατί
πέθαναν οι γονείς μου
πάνω του είδα τις θείες μου
ποτέ δεν κατάλαβα πώς ή γιατί
πέθαναν είδα την πεθερά μου είδα
καλύτερα και ξανά για να είμαι
εντελώς σίγουρος πάνω στο άπειρο
δίχτυ έμβρυα και μωρά και μεγάλους
είδα πάνω σε καρφιτσωμένα χαρτιά
ερωτήσεις είδα ιστορίες πάνω στα
χαρτιά ποιήματα μυθιστορήματα και
θεατρικά και ψάχνοντας κάτι που
μου πήρε χρόνια είδα πάνω στον άχρονο
ιστό το καρτελάκι με τη σειρά και
την αριθμημένη θέση μου
(«Ο ιστός»)
Αν παραλληλίζαμε το απευκταίο καίτοι αναπόφευκτο βίωμα της εισόδου του ανθρώπου στην τρίτη ηλικία (δεν υπάρχει τίποτα όμορφο ή αποδεκτό για τα γηρατειά στην Άφιξη των θηρίων) με κάποια άλλη εμπειρία, αυτή ίσως να ήταν η εικόνα ενός στρατιώτη ο οποίος βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου έχοντας απέναντί του ένα επανδρωμένο τεθωρακισμένο, το οποίο πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής σημαδεύοντας και οπλίζοντας (αλλά όχι, ακόμη, πυροβολώντας). Ο στρατιώτης/ποιητής γνωρίζει πια με βεβαιότητα ότι ο εχθρός του είναι ανίκητος:
[…]
αλλά το γήρας είτε φιλέψεις
μαζί του είτε όχι είναι ένας
εχθρός επιτιθέμενος αγόρασε
από τώρα τα όπλα σου πι και
μπαστούνια απλά και τα άλλα
με τα τέσσερα πόδια και
πιεσόμετρο και οξύμετρο και
ντουζίνες πάνες ακράτειας
[…]
(«Η κάθοδος απ’ τα άστρα»)
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Οι στοργικοί γονείς» το προϋπάρχον υπαρξιακό ερώτημα απαντάται και είναι καταπέλτηςˑ κανείς δεν προετοιμάζει —ή δεν κατορθώνει να προετοιμάσει— επαρκώς το παιδί του για το τι έρχεται, για την πραγματική ζωή και για την τρίτη ηλικία. «Όλα αυτά δεν τα είπατε φωναχτά / αλλά σχεδόν σιωπηρά και / έμμεσα όπως ο τοξοβόλος κρατά / και την αναπνοή του ακόμα / γιατί λίγο να κουνηθεί η χορδή / το βέλος ξαστόχησε / και δεν έχουμε πολλές ευκαιρίες / για να τοξεύσουμε σωστά / κι ίσως να μην έχουμε καν / μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσουμε / σωστά / Είμαστε χαμένοι πριν καν / προσπαθήσουμε» γράφει με πίκρα το ποιητικό υποκείμενο αφήνοντας όμως, κατά τη συνήθη τακτική του Καλοζώη, μια χαραμάδα φωτός. Το “τεθωρακισμένο” του γήρατος δεν έχει ακόμη ανοίξει πυρ: «όμως τίποτα δεν μας εμποδίζει να / πλεύσουμε / όμως τίποτα δεν μας εμποδίζει να / γίνουμε ναυτικοί» («Οι στοργικοί γονείς»). Έτσι, κατά τη φυσική ροή των πραγμάτων, της εξέλιξης και του πεπρωμένου του ανθρώπου, ο κάθε γιος παίρνει τη θέση των γονέων του. Είναι πλέον η δική του σειρά να δώσει τη θέση του στους επόμενους, να κοινωνήσει την κοσμοθεωρία του: «αυτό που κουβαλάτε είναι / πιο πολύτιμο από ό,τι ήταν κάποτε / το κεχριμπάρι πιο πολύτιμο από / το ασήμι και τον χρυσό κι από το / ορυκτό αλάτι του Μεσαίωνα / με το οποίο οι παλιοί συντηρούσαν / τα τρόφιμα / σας λέω πως είναι / πιο πολύτιμο από τα μπαχάρια / πιο πολύτιμο απ’ τα θροϊζόντα μετάξια / είναι η συνέχεια του ανθρώπου» («Φάροι και φύλακες»). Με σοφία και δοτικότητα, τρυφερότητα αλλά και θλίψη, ο άνθρωπος που διαβαίνει το κατώφλι της τρίτης ηλικίας συνθέτει μια ωδή στη νεότητα όπου οι νέοι θα είναι το «διαυγές κρύσταλλο / του επίγειου κόσμου», όπου η «αύρα του μέλλοντος» «θα φέρνει πάνω στο δέρμα [τους] την ανατριχίλα», την ώρα που οι γονείς, οι παλαιότεροι και οι απελθόντες θα είναι πλέον «υποσημειώσεις και μακρινές θολές / αναφορές» («Ναυπηγοί και πηδαλιούχοι»).
Στην Άφιξη των θηρίων η ζωή ταυτίζεται με τη λογοτεχνία: «ό,τι και να γράψεις είναι ήδη / γραμμένο καταχωρισμένο σε μια / βιβλιοθήκη που συνεχώς επεκτείνεται» («Το τέρας και το σημείο»). Και ο εμπλουτισμός της βιβλιοθήκης αποτελεί ιερό χρέος. Στο τέλος της συλλογής ο γιος είναι τώρα ο ίδιος γέρος και αφήνει ως παρακαταθήκη ένα (αυτοβιογραφικό) ποίημα ποιητικής. Στο ποίημα «Ο τρομερός μισθός» ο Καλοζώης αρθρώνει το όραμα ζωής του, τον λόγο ύπαρξής του με τόνο εξομολογητικό έως και απολογητικό – γιατί δεύτερη ευκαιρία δεν υπάρχει:
[…]
αντί να γράφω συγκρατούσα
τους τοίχους να μην καταρρεύσουν
κάποτε τα κατάφερνα
κάποτε δεν τα κατάφερνα
έπεφταν πάνω μου σοβάδες
τα υψηλά κείμενα και τα
διακείμενα της λογοτεχνίας
κρυβόμουν κάτω από τους
παραστάτες εθνικούς ποιητές
και δεν ήξερα ότι οι σεισμοί
κάποτε τελειώνουν
ότι ο χρόνος είναι μια διαδοχική
σειρά καταστάσεων
αποσυρμένος μέσα στην αρρώστια
απ’ τους ανθρώπους και τα πράγματα
κι αφού δεν γνώριζα ποιος ήμουν
δεν γνώριζα τι θέλω και πώς
να επιλέξω το σωστό
το μόνο που ήξερα πουδραρισμένος
από τη σκόνη ήταν πως έπρεπε
να προστατεύσω τα κείμενα των
άλλων
γι’ αυτό δεν έγραψα τα ποιήματα
που περιμένατε να γράψω
γιατί ο σκοπός της ζωής μου ήταν
να προστατεύσω
το μηριαίο οστούν της λογοτεχνίας.
Η άφιξη των θηρίων δεν είναι μόνο η άφιξη των γηρατειών ως του μεγαλύτερου, ενδεχομένως, και μοιραίου φόβου του ανθρώπου. Είναι η άφιξη και των ίδιων των ανθρώπων, των επόμενων γενεών που θα πάρουν τη θέση των προηγούμενων και αυτών που γερνάνε τώρα, από την αναπόφευκτη παρουσία των οποίων δεν απαλλάσσει κανένα όπλο, κανένα «εντομοκτόνο» («Η δυσαρμονία του σύμπαντος»). Το τέρας δεν νικάται και ο εφιάλτης δεν τελειώνει στο έργο του Καλοζώηˑ απλώς συνεχίζεται, με αποκορύφωμα σε αυτή την ασθμαίνουσα και συνεχή ανοδική κατάβαση την τραγικά κομβική στιγμή όπου ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το «αδιανόητο», ότι δηλαδή αυτός είναι «το σκουλήκι το ατελείωτο το / πολύπλαγκτο» («Η δυσαρμονία του σύμπαντος»). Και αυτό το ζωύφιο δεν εξοντώνεται, γιατί και ο θάνατός του ακόμα συνεπάγεται τη ζωή των ομοίων του:
[…]
εσύ που προτιμούσες πάντα
την κατάβαση αντί την
αναρρίχηση με κανό και καγιάκ
και σχοινιά και κωλοτούμπες
πενθώντας τους αγαπημένους
με τόσο πολύ χώμα από πάνω
τους
σταμάτα να τους αγαπάς τόσο
πολύ δεν θα τους επαναφέρεις
ρίξε πάνω τους σπόρους
ελπιδοφόρους να γίνουν
θάμνοι δέντρα φυτά
έντομα ζωύφια αναρριχόμενα
πρωτεύοντα θηλαστικά ερπετά
και πουλιά με φτερά
μονόχρωμα και πολύχρωμα και
τέλος πάντων σταμάτα να
ταξιδεύεις στα άστρα δεν είσαι
μόνο φως αλλά και βαθύ
σκοτάδι και κάτι που τελειώνει
κι αυτό το βλέπεις όταν
στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη
[…]
(«Η κάθοδος απ’ τα άστρα»)
Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο φως – είναι και σκοτάδι, λοιπόν. Ή μάλλον είναι κυρίως σκοτάδι, γιατί από εκεί έρχεται και εκεί καταλήγει, από και στο «μπιγκ μπανγκ» της κοσμογονίας.[7] Η απάντηση στα διακαή ερωτήματα συγκλονίζει, και ποιητικό υποκείμενο και αναγνώστη: μοναδικός σκοπός του ανθρώπου δεν είναι άλλος από την αναπαραγωγή και την επιβίωση του είδους στον πλανήτη. Υπάρχει όμως κάτι που «επιζεί αυτό / που χάνεται τελευταίο», αυτό που στην Άφιξη των θηρίων κρατάει ακόμη όρθιο τον στρατιώτη-ποιητή απέναντι από το τεθωρακισμένο, πάρα την απόγνωσή του ενώπιον του τέλους. Και αυτό δεν είναι άλλο από το χάδι («Η απώλεια του εαυτού»), το μοναδικό αντιστάθμισμα, το πολυτιμότερο εφόδιο και κέρδος του ανθρώπου πάνω στη Γη. Το ανθρώπινο χάδι, η αγάπη είναι που θα οδηγήσει όλους, κάποια στιγμή, «στη χώρα της άπειρης καλοσύνης / και της ομορφιάς» («Ναυπηγοί και πηδαλιούχοι»), στη χώρα που με οδύνη το ποιητικό υποκείμενο αρχίζει να αποχαιρετά.
ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] Λευτέρης Παπαλεοντίου, «Τρεις νέοι ποιητές (Γιώργος Καλοζώης, Μιχάλης Παπαδόπουλος, Γιώργος Χριστοδουλίδης)», Άνευ 3 (Λευκωσία) (Χειμώνας 2002), 49· Παναγιώτης Νικολαΐδης, «Είναι τα όνειρα οι υπνωτικές αλληλουχίες»: Η γενιά της κατοχής και της αφθονίας, Λευκωσία, Διόραμα, 2018, 33-35 [= Άνευ 18 (Λευκωσία) (Φθινόπωρο 2005)]· Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, «Γιώργος Καλοζώης: Η κλίση του ρήματος (Φαρφουλάς 2009)», Ο Φιλελεύθερος (Λευκωσία) (11/09/2010)∙ Ευτυχία Παναγιώτου, «‘Όπως τα ζώα φέρσου όπως τα ζώα γίνου…’ Γιώργος Καλοζώης, Η κλίση του ρήματος, Φαρφουλάς, 2009», Poetix 3 (Άνοιξη 2010), 72-73.
[2] Νικολαΐδης, «Ποιητική ανθρωπολογία και ζωολογία στην ποίηση του Γιώργου Καλοζώη. Μια πρώτη προσέγγιση», Διόραμα (Λευκωσία) 20 (Σεπτ.-Οκτ. 2018), 43.
[3] Βλ. σχετικά: Παναγιώτου, ό.π.· Νικολαΐδης, «Ποιητική ανθρωπολογία και ζωολογία στην ποίηση του Γιώργου Καλοζώη. Μια πρώτη προσέγγιση», ό.π.ˑ Στέλλα Βοσκαρίδου-Οικονόμου, «12 σημεία από την παρουσίαση της συλλογής Η πλαστικότητα των μορίων του Γιώργου Καλοζώη», Ορίζοντας (Πολιτιστικό ένθετο Κυριακάτικης Χαραυγής) (Λευκωσία) (3/11/2019).
[4] Για την ανάβαση, την κατάβαση, την καταβύθιση και την ανύψωση στο έργο του Καλοζώη, βλ. Λίλλη, «Τέχνη παμπάλαια κι εντούτοις / σύγχρονη κλιματική»: Καρυωτακικά διακείμενα στον Κύπριο ποιητή Γιώργο Καλοζώη», Πόρφυρας 177-178 (Ιαν.-Ιούν. 2022), 442-452.
[5] Ή, κατά τον Παπαλεοντίου, «χειμαρρώδη»: ό.π., 49.
[6] Νικολαΐδης, «“Άνθρωποι μέσα στο κεχριμπάρι”: σχόλια πάνω στην ποιητική συλλογή του Γιώργου Καλοζώη Η πλαστικότητα των μορίων»: Νέο Πλανόδιον (ηλεκτρονική έκδοση) (σε δύο μέρη: 18/01/2020 και 19/01/2020): https://neoplanodion.gr/
[7] Βοσκαρίδου Οικονόμου, «Ανίατα τμηματώδης, τραγικά ενιαίος: Επίσκεψη στον ποιητικό κόσμο του Γ. Καλοζώη», Διόραμα (Λευκωσία) 20 (Σεπτ.-Οκτ. 2018), 49-50.
*