Day: 20.08.2023

Κάρμεν Λαφορέτ, Η Ροζαμούντα

*

Επιτέλους ξημέρωνε. Το βαγόνι της τρίτης θέσης μύριζε κούραση, καπνό και μπότες φαντάρου. Έβγαινε τώρα απ’ τη νύχτα σαν από μεγάλο τούνελ και κανείς μπορούσε να δει τους κουλουριασμένους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, να κοιμούνται στα σκληρά καθίσματά τους. Ήταν ένα άβολο βαγόνι της γραμμής, με το διάδρομο φίσκα καλάθια και βαλίτσες. Από τα παράθυρα φαίνονταν ο κάμπος και η ασημένια γραμμή της θάλασσας.

Η Ροζαμούντα ξύπνησε. Είχε ακόμα μια ευχάριστη ψευδαίσθηση βλέποντας το φως μέσα απ’ τα μισόκλειστα ματοκλάδια της. Ύστερα διαπίστωσε ότι το κεφάλι της είχε κρεμαστεί πάνω στην πλάτη του καθίσματος και ότι το στόμα της, που είχε αφήσει ανοιχτό, είχε ξεραθεί. Τακτοποιήθηκε ορθώνοντας το σώμα της. Την πονούσε ο λαιμός – ο μακρύς μαραμένος λαιμός της. Έριξε μια ματιά γύρω της και ένιωσε ανακούφιση βλέποντας ότι οι συνταξιδιώτες της κοιμούνταν. Ένιωσε την ανάγκη να τεντώσει τα μουδιασμένα πόδια της – το τρένο αγκομαχούσε, σφύριζε. Βγήκε πολύ προσεκτικά, για να μην ξυπνήσει, για να μην ενοχλήσει, «με βήματα νεράιδας» –σκέφτηκε– μέχρι την αποβάθρα.

Η ημέρα ήταν λαμπρή. Το πρωινό κρύο μόλις που ήταν αισθητό. Ανάμεσα απ’ τις πορτοκαλιές φαινόταν η θάλασσα. Αυτή απέμεινε υπνωτισμένη απ’ το βαθύ πράσινο των δέντρων, από τον διαυγή ορίζοντα.

—Οι ζηλευτές, οι ζηλευτές πορτοκαλιές…Οι ζηλευτές φοινικιές…Η υπέροχη θάλασσα…

—Τι λέτε;

Πλάι της ήταν ένα φανταράκος. Ένα χλομός φανταράκος. Έδειχνε καλλιεργημένος. Έμοιαζε στο γιο της. Σε έναν γιο της που είχε πεθάνει. Όχι σε αυτόν που ζούσε‧ σε αυτόν που ζούσε, όχι, επ’ ουδενί. (περισσότερα…)