*
ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΜΙΛΗΣΕ
στον Δημήτρη Σολδάτο
Από θεούς, ήρωες, ανθρώπους
πάντοτε προτιμώ τους οργισμένους.
Αυτοί μόνο μου φαίνονται ευθείς και αυθεντικοί,
Του Ποσειδώνα το γινάτι, ας πούμε,
που για τον γιο του τον Πολύφημο
έστρωσε τον Λαερτιάδη στο κυνήγι
στα μάτια μου τον κάνει συμπαθή,
πατέρα αληθινά φιλόστοργο.
Ή η εκδίκηση του Σιδερά τού Βαίλουντρ
που τσάκισε όσους τόλμησαν
πάνω του να σηκώσουν χέρι –
μπορεί να ’ταν φρικτή αλλά φανερώνει
το αδούλωτό του πνεύμα.
Πάνω απ’ όλα όμως θαυμάζω
του Ιησού το ξέσπασμα μες στον Ναό
που πήρε μόνος κι έπλεξε ένα φραγγέλιο
κι όρμηξε στους εμπόρους και τους τοκογλύφους·
«και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα»
μας λέει ο Ιωάννης,
«και τας τραπέζας ανέτρεψε» –
τι πράξη αξιομίμητη αυτή, «και τας τραπέζας»,
ιδίως στους καιρούς μας!
Αυτούς που αποστρέφομαι είναι τους καθωσπρέπει,
κάτι πολιτικάντες της φακής,
κάτι ιησουίτες φιλανθρωπιστές,
κάτι τραπεζορρήτορες χαρτογιακάδες παρασημοφόρους
μαικήνες ή τρεχέδειπνους, κάτι όρθια τούβλα
που αόκνως μάχονται υπέρ των αδυνάτων
κι έχουνε το μειδίαμα χαλκομανία στη φάτσα,
που το χειλάκι τους στάζει όλο μέλι κι έγνοια,
που όλο για το δίκιο σου λεν ότι βάζουν πλάτη –
και τα ίδια λεν και σ’ όλους τους εχθρούς σου.
Κι ακόμη, κάτι ποετάστρους και μποέμ
που κάνουνε καριέρα αντικομφορμιστή
και μάχονται δήθεν τα καθεστώτα
μα στο σινάφι είν’ όλο γαλιφιές
και δεν αφήνουνε αφίλητη ούτε μια
ποδιά κατουρημένη.
Ποτέ μην εμπιστεύεσαι τους «ευγενείς»,
τους ατσαλάκωτους, εκείνους
που ουδέποτε χάνουν τον έλεγχο – αυτός είν’ ο κανόνας.
Ποτέ μην εμπιστεύεσαι όσους μιλούν γι’ «Αγάπη»
«Caritas», «Liebe» και τα συναφή,
αν δεν μπορούν να σου μιλήσουνε ορθά κοφτά για μίσος.
Έτσι όπως μίλησε παλιά η Κασσιανή,
έτσι όπως μίλησε ο Κωστής ο Παλαμάς,
έτσι όπως μίλησε ο Γουίλλυ Μπάτλερ Γέητς –
έτσι όπως μίλησε ο ίδιος ο Χριστός
εκείνην την ημέρα στον Ναό,
ίσως για πρώτη και στερνή φορά του τότε,
ως Μέγας όντως και Αληθής Θεός.
~.~
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ
στον Θεοδόση Βολκώφ
Καλοί ’ναι οι σιγομίλητοι ποιητές.
Μα κι οι ψιθυριστοί και οι μινυρίζοντες
και οι κλαψιάρηδες ακόμη
αν είναι άξιοι τεχνίτες, είν’ ωραίοι.
Πολλούς αγάπησα απ’ αυτούς, τόσες φορές
ξενύχτισα επάνω στα γραφτά τους,
του Αναγνωστάκη η Χαμηλή φωνή
έγινε φύλλο και φτερό στα γόνατά μου.
Όμως στον Παρνασσό μου τον προσωπικό,
τον εντελώς δικό μου, δεν τους θέλω.
Δεν πα’ να λεν οι εστέτ και οι γραμματικοί,
άλλους χρειαζόμαστε ετούτο τον καιρό,
κάποιους που να μην μουρμουρίζουν διαρκώς
για τα παθήματά τους τα ιδιωτικά,
αλλά που νά ’χουνε φωνή σφοδρή
και να μην κλείνουνε τα μάτια εμπρός
στην αχρειότητα και τη φτήνια·
και που επιπλέον νά ’ναι σκώπτες, χλευαστές,
από εκείνους που όχι δόξες ή ευκλεή
βραβεία κι έδρανα συλλέγουν, μα γροθιές.
Πρώτον στων Πρώτων τη Χορεία αυτή καλώ
του Διαλόγου τον δημιουργό,
της σοφολογιοσύνης τον βραχνά,
τον άνδρα που έστησε στο γύναιο το αισχρό
έναν αγέραστο καθρέφτη στους αιώνες
και που κατάμουτρα είπε στον ψεύτη κόσμο,
σ’ άλλη περίσταση, να βγάλει τον σκασμό.
Πλάι του ισόθρονο βάζω τον ποιητή
των Γυμνασμάτων και των Λύκων·
όποτε χρεία επέστι, εν μέση Αγορά
στεκόταν μόνος του μ’ ένα καμτσίκι
και στους αργούς ριχνόταν και στους φανφαρόνους –
ήξερε εκείνος τον λαό να λιβανίζει
μα όταν υπήρχε λόγος και να τον μουντζώνει.
Τον ποιητή του Μώμου έπειτα καλώ
που περιλάβαινε εθνικόπουλα, γαϊδάρους,
καλαμαράδες, κορωνάτους και μαϊμούδες,
και δίπλα δίπλα του σαν δίδυμο αδελφό,
κι ας τον στοιβάξανε μαζί με τους δανδήδες,
τον ποιητή που τά ’βαλε με τους κανάγιες·
κι ακόμη έν’ άλλον ποιητή ισχυρό,
που σ’ ένα μόνο Απομεσήμερο
ζωγράφισε όλα τα σινάφια της βρωμιάς·
κι εκείνον που σιχτίρισε τα πλήθη,
τ’ απτεροδίποδα που παν μπουσουλιστά
και ρουθουνίζουν χαρωπά –ντέεεε όξ!–
κι όλους εκείνους που μιλήσαν ανοιχτά
για Γλυκοβούρκους και σοκολατόπαιδα,
για λέτσους-καρκαλέτσους κι αβρογάστορες,
για καθιστόζωα κι ανθρωπάκια του σωλήνα.
Και του Δεκάτου Ενάτου τούς σατιρικούς,
κι όσους μετέπειτα ήρθαν, ποιητές γερούς
που είχαν τα κότσια να ονομάσουν το χτικιό
που τρώει τα σπλάχν’ αυτού του τόπου απ’ την αρχή,
και τις ανδρείες τις φωνές τις τωρινές –
και τους μαζεύω και τους δίνω για οδηγό
τον Πάριο Αρχίλοχο, ψηλά στην κορυφή
του Όρους της Τέχνης μας για να τους ανεβάσει.
Γιατί όχι, ο κόσμος δεν τελειώνει θεατρικά,
με κλαψουρίσματα όπως έλεγε ο Θωμάς,
ούτε ταρατατζούμ και βρόντοι τού ταιριάζουν –
όσοι έχουν μάτια για να δουν το ξέρουν ήδη,
περίγελο ήτανε, περίγελο είναι
κι έτσι λοιπόν, περίγελο, ας ψοφήσει·
ούτε με τύμπανα ούτε με λυγμούς,
μα μ’ ένα κράξιμο γερό, μια πρόγκα, ένα βρισίδι.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ
*
