Ἡ φύση κι ἐμεῖς

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Τὸ καλοκαίρι εἶν’ ἡ ὥρα τῆς φύσης. Ὁ ἥλιος δὲν εἶναι ἀπόμακρος κι ἀκατάδεχτος. Κατεβαίνει κοντά μας. Κι ἀπὸ τοῦτο τὸ πλησίασμά του ὅλ’ ἀλλάζουνε γύρω μας: Τὰ σύννεφα, τοῦτοι οἱ σκυθρωποί, σταχτιοὶ κυρίαρχοι τοῦ χειμωνιάτικου οὐρανοῦ, ἀποτραβιοῦνται στὰ καταφύγιά τους, πέρα ἀπὸ τὶς μακρινὲς βορεινὲς χῶρες. Ἀνεμπόδιστο τὸ φῶς κουρνελίζει πάνω στὴ στεριὰ καὶ τὸ νερό, στὸ βουνὸ καὶ τὸν κάμπο, ποτίζει τὰ πάντα καὶ τὰ κάνει πιὸ χαρούμενα, πιὸ φιλικά. Τὰ δέντρα ἀνοίγουνε τὶς πράσινες ἀγκαλιές τους νὰ μπεῖ ὁ ἐραστής τους, ὁ ἥλιος, νὰ τὰ γεμίσει ἐρωτικὰ λουλούδια ποὺ θὰ γίνουνε χρυσοὶ καρποί. Ἡ θάλασσα γαληνεύει, παύει νὰ θωρεῖ σὰν ἐχθρό της τὸν ἄνθρωπο· ἀφήνει, ἀνεξίκακα, τὰ καράβια νὰ ὀργώνουνε τὸ κορμί της, παιζογελᾶ μὲ τοὺς κολυμβητές. Κι ἡ νύχτα, ἡ μαύρη μάγισσα, ἡ γεμάτη φαντάσματα καὶ κακὰ πνεύματα, ὁ τρόμος τοῦ ἀδύναμου πρωτόγονου, ἀκόμη κι αὐτὴ γίνεται κρυστάλλινα διάφανη ἡ δροσιά της εἶναι καλοδεχούμενη, ὕστερ’ ἀπὸ τὴ ζέστα τῆς μέρας.

Κι ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τῆς πολιτείας μὲ τὴν κονσερβαρισμένη ζωή, βγαίνομε, σὰν μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν οἱ δουλειές μας, νὰ περάσομε μερικὲς ὧρες μέσα στὴ φύση. Στὸ ὕπαιθρο, ὅπου ὅλα  ἔχουνε μιὰ ἀπροσποίητη ἁπλότητα, ὅπου ὅλα εἶναι νεανικά, καὶ δυνατὰ καὶ ξέγνοιαστα, νιώθομε σιγὰ σιγὰ κάτι ν’ ἀλλάζει μέσα μας. Γινόμαστε πιὸ νέοι, λιγότερο τυπικοί, λιγότερο ὑποκριτές, πιὸ χαρούμενοι. Τὸ συναίσθημα, τὸ καταπιεσμένο ἀπὸ τὴ λογική, ξαναβρίσκει τὴ θέση του στὴν καρδιά μας. Ἀνακαλύπτομε τὴν ὀμορφιά.

Ὅσοι ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς δουλειᾶς τους, στερηθήκανε τὸ ἀχνὸ πλησίασμα τῆς φύσης, αὐτοὶ ἴσως χαίρονται πιὸ βαθιὰ τὴν ἐπαφή μαζί της. Γίνονται οἱ ἐκστατικοί, οἱ ἐραστὲς τοῦ ἥλιου καὶ τοῦ ἀέρα, τῆς θάλασσας καὶ τοῦ λουλουδιοῦ. Θυμοῦμαι τώρα τὸν Παλαμᾶ. Τὶς σπάνιες φορὲς ποὺ ἄφησε τὴν «ἀσάλευτη ζωὴ» τοῦ γραφείου του, ποὺ βγῆκε ὄξω ἀπὸ τὴν ἄσφαλτο τῆς Ἀθήνας, ἀντίκρυσε τὸν κόσμο γύρω σὰν ἐρωτευμένος ἔφηβος: «Ὦ, Φύση, ὁλάκερη ζωὴ κι ὁλάκερη σοφία!».[1]

Κι ἕνας ἄλλος ποιητής, ὁ Ἐμὶλ Βεράρεν, σὲ μιά του λυτρωτική, ἀνέμελη πρωινὴ περιπλάνηση στὸ δάσος, στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, τόσο γεμίζει ἀπὸ εὐτυχία ποὺ νιώθει σὰ νὰ μὴν  ἔζησε ὣς ἐκείνη τὴ στιγμή.  Καὶ ρίχνει, σὰ σαΐτα, τὸν πικρὸ στίχο, σ’ ὅ,τι ὑπῆρξε ἡ ἴδια ἡ ζωή του: «Ὦ! τί τάφους ποὺ σκάβουν τὰ βιβλία!».[2]

Ποιός ἀπὸ μᾶς δὲν ἐλαχτάρησε κάποιες στιγμὲς νὰ περάσει τὰ χρόνια του «στὸν πυκνὸ ἴσκιο», «στὴν κλίνη τῶν ποταμῶν», σὰν τὸν Κένταυρο τοῦ Μωρὶς ντὲ Γκερέν;[3] Ὅμως γιὰ νὰ ζήσομε ἁπλὰ καὶ σοφὰ καθὼς  ζεῖ τὸ δέντρο ἢ τὸ ἀγρίμι, χρειάζεται ἡ ἀθωότητα ποὺ δὲν τὴν ἔχομε πιά. Χρειάζεται ἡ μακάρια ἀναισθησία. Χιλιάδες χρόνια τώρα τὸ δέντρο καὶ τ’ ἀγρίμι ἔρχουνται πάνω στὴ γῆ καὶ φεύγουν ἀπὸ τὴ γῆ,  δίχως ἐρωτηματικά, δίχως σκέψεις. Καὶ μόνον ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται καὶ ρωτᾶ. Καὶ πονεῖ. Γιατὶ ὁ στοχασμὸς φέρνει τὸν πόνο. Καὶ τοῦτο εἶναι τὸ μεγαλεῖο του καὶ τὸ μαρτύριό του.

Σκεφτόμαστε καὶ πονοῦμε. Καὶ θαρροῦμε κάποτε πὼς κι ἡ φύση παίρνει μέρος στὰ συναισθήματά μας. Κι ὅταν ἀνακαλύπτομε πὼς αὐτὴ συνεχίζει, παντοδύναμη κι ἀδιάφορη γιὰ μᾶς, τὴν πορεία της, ἀγανακτοῦμε. Δὲ μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει τὸ μυαλό μας πὼς πλησιάζει ἡ μέρα ποὺ θὰ φύγομε ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ πὼς τοῦτο θὰ γίνει δίχως νὰ ταραχθεῖ καθόλου ἡ φύση.

«Μὰ ποιός εἶπε πὼς ἐγὼ πρέπει νὰ πεθάνω; Νὰ πεθάνω; Κι ἐγώ, λοιπόν, θά ’πρεπε νὰ πάψω ξαφνικὰ ν’ ἀναπνέω, νὰ βλέπω, νὰ κινοῦμαι, νὰ ὑποφέρω; […] Θά ’πρεπε νὰ γίνω σὰν καὶ τοὺς ἄλλους, ἕνα παγωμένο σῶμα, ἕνα βρωμερὸ κουφάρι, μιὰ σκουληκοφωλιά, μιὰ κουταλιὰ σκόνη, μιὰ χούφτα βοῦρκο; Εἶναι ποτὲ δυνατὸ νὰ φανταστῶ γιὰ τὸν ἑαυτό μου παρόμοιο πρᾶμα; Μπορεῖ ποτὲ ὁ κόσμος νὰ πεθάνει ξαφνικὰ μαζί μου; Εἶναι σωστό, ὅλα ὅσα φέρνω στὸ μυαλὸ καὶ στὴν καρδιά, ὅλ’ αὐτὸ τὸ ἄπειρο μελισσουριὸ ἀπὸ σκέψεις καὶ ἀναμνήσεις, ἀπὸ εἰκόνες καὶ βάσανα νὰ σταματήσει καὶ νὰ τελειώσει γιὰ πάντα; Πῶς μπορῶ νὰ φανταστῶ πὼς ὁ κόσμος θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει, ἀφοῦ δὲν θὰ μπορῶ νὰ τὸ σκεφθῶ παρὰ μὲ τὴ σκέψη μου;»[4]

Τούτη ἡ γεμάτη ἀγωνία κραυγὴ τοῦ Τζιοβάνι Παπίνι εἶν’ ἡ κραυγὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅλων τῶν καιρῶν. Μὰ ἡ φύση δὲν ἔχει αὐτιὰ γιὰ νὰ τὴν ἀκούσει. Καθὼς δὲν ἀκούει καὶ τὰ παινέματά μας. Γιατὶ ἡ φύση δὲν εἶναι μήτε ὄμορφη μήτε άσκημη, μήτε καλὴ μήτε κακή. Τὴ βλέπουνε σὰν τέτοια τὰ μάτια μας κι ἡ καρδιά μας.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

Πρώτη δημοσίευση: ἐφημερίδα Κήρυξ  Χανίων, 2.7.1961

~.~

Ὑποσημειώσεις τῆς ἐπιμελήτριας

[1] Κωστής Παλαμᾶς (1859‒1943). Ὁ τελευταῖος  στίχος τοῦ ποιήματος «Ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου»: «θὰ εἶναι πὼς δὲ χάρηκα, σκυφτὸς μέσ᾿ στὰ βιβλία, / ὦ Φύση, ὁλάκερη ζωή, κι ὁλάκερη σοφία!», (συλλογὴ Ἡ πολιτεία κι ἡ μοναξιά).

[2] Ἐμὶλ Βεράρεν (Émile Verhaeren, 1855 – 1916). Βέλγος γαλλόφωνος ποιητὴς φλαμανδικῆς καταγωγῆς. Ὁ στίχος ἀπὸ τὸ ποίημα «Un matin»:  «Oh! Quels tombeaux creusent les livres» (συλλογὴ Les Forces Tumultueuses,1902).

[3] Μωρὶς ντὲ Γκερέν (Maurice de Guérin, 1810‒1839). Γάλλος ρομαντικὸς ποιητής. Φράσεις  ἀπὸ τὸ λυρικὸ πεζοποίημά του «Le Centaure»: «au plus épais de l’ombre» καὶ «Je me délassais souvent de mes journées dans le lit des fleuves».

[4] Τζιοβάνι Παπίνι (Giovanni Papini, 1881‒1956). Ἰταλὸς λογοτέχνης, κριτικὸς λογοτεχνίας καὶ δημοσιογράφος. Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἕνας ἐξωφλημένος ἄνθρωπος, μτφρ. Κώστα Λασσιθιωτάκη, Ἡράκλειο Κρήτης, Ἐργαστήριο υἱῶν Σπυρ. Ἀλεξίου, Ὀκτ. 1956, κεφ. xxxxiv «Ὁ θάνατος», σ. 225.

Τὸ ἐρώτημα τοῦ Παπίνι, θυμᾶμαι καλά, εἶχε κι ὁ Μανουσάκης μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.

~.~

*