*
Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ
Γνώρισα κάποτε έναν Τυνήσιο, ο οποίος ξεκινούσε κάθε πρότασή του με τη φράση «Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι». Όταν του είπα ότι είμαι συγγραφέας, ο Φουρτ –έτσι λεγόταν– με κοίταξε με απερίγραπτη λύπηση, λες και ήμουν κολοβό κουνέλι. «Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι», έσπευσε να ανακοινώσει, «οι έξυπνοι σπουδάζουν μαθηματικά και φυσική, οι λιγότερο έξυπνοι οικονομικά, και οι εντελώς βλάκες, μην όντας ικανοί για τίποτα, ασχολιούνται με τη λογοτεχνία. Έτσι για να ξέρεις, εγώ είμαι μαθηματικός». Πάντα, όταν μιλούσε, στόλιζε το λόγο του με ανάλογες σοφίες.
«Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι», συνήθιζε να λέει ο Φουρτ: «Ο μηχανικός κατασκευάζει το αεροπλάνο, ο οικονομολόγος υπολογίζει την αξία του και ο συγγραφέας το κοιτάζει κι αναφωνεί ‘αχ, τι ωραίο!’. Γιατί, ποια είναι η δουλειά σας, εσάς των συγγραφέων;! Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα. Ούτε μία λέξη δεν αληθεύει εκεί μέσα, όλα αποκυήματα της φαντασίας. Ψεύδεστε ασύστολα και για τα πάντα!»
Τον Φουρτ τον γνώρισα στα μαθήματα γερμανικών στη Βιέννη. Λατρεύω τα μαθήματα γερμανικών γιατί εκεί μπορεί να παρατηρήσει κανείς καλύτερα την ποικιλία και τη διαφορετικότητα της υφηλίου. Εκεί η υφήλιος συναντιέται έτσι, όπως είναι, συγκρούεται και απομακρύνεται άρον-άρον ανυπόμονη, ξεροκέφαλη, πολύξερη, προκατειλημμένη, αντιλέγει τα ίδια της τα λεγόμενα, τσακώνεται και περιφρονεί, εκεί η υφήλιος δεν αποδέχεται τον εαυτό της. Ο Φουρτ ονειρευόταν για παράδειγμα πως δεν θα υπήρχε ο κόσμος, παρά μονάχα μια μεγάλη, πολύχρωμη Τυνησία, και πως η Τυνησία θα βρισκόταν παντού, θα κάλυπτε τα πάντα. Ο Φουρτ κουβαλούσε, με άλλα λόγια, την πατρίδα του στον ώμο, τη μετέφερε διασχίζοντας τη Μεσόγειο, την έκανε φύλακα-άγγελο κι ασπίδα ενάντια σε κάθε φόβο που του επεφύλασσε το Άγνωστο. Έτσι ένιωθε πιο ήρεμος, έτσι έβρισκε παρηγοριά.
«Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι», έλεγε πραγματικά με κάθε ευκαιρία, πράγμα που μου την έδινε γερά στα νεύρα. Ώσπου ξεκίνησα κι εγώ μ’ αυτό.
Όταν εγκατέλειψα την Ουκρανία πριν εφτά χρόνια (οικειοθελώς, ουδείς λόγος ανησυχίας) φτάνοντας στο γερμανόφωνο χώρο δίχως να μιλάω λέξη γερμανικά, απέκτησα ξαφνικά την ανάγκη να διατηρήσω μέσα μου άσβεστη την Ουκρανία μου, ή –για την ακρίβεια– την ιδέα της Ουκρανίας, το ουκρανικό πνεύμα, την αυταπάτη μου περί Ουκρανίας. Εξήγησα ένα εκατομμύριο φορές ότι είμαι από την Ουκρανία, ακόμη και αν δεν με είχε ρωτήσει κανείς. Μαγείρευα με πείσμα πολύπλοκα ουκρανικά φαγητά κι εδέσματα, μπορς με παντζάρια για παράδειγμα, μια σούπα που απαξάπαντες γύρω μου είχαν προ πολλού σιχαθεί, λαχανοντολμάδες που δεν έλεγαν να μου πετύχουν, βαρενίκι, που άφηνε ολόκληρη την κουζίνα πασπαλισμένη στα λευκά από τ’ αλεύρι. Μέχρι και αγγουράκια πάστωνα, έψηνα γλυκά παμπούσκι με μαρμελάδα δαμάσκηνο και κατανάλωνα το ξινολάχανο με το κιλό, ανεξαρτήτως εποχής. Στην Ουκρανία, όλα αυτά ούτε τα έκανα ούτε και μου άρεσαν, ποτέ των ποτών. Στην Ουκρανία προτιμούσα να τρώω πίτσα ή μακαρόνια.
Και ουκρανικά ρητά μετέφραζα μετά μανίας, πιστεύοντας ότι έτσι θα γινόμουν καλύτερα κατανοητή. Σα θύμωνα, έλεγα «θα σου δείξω εγώ πού ξεχειμωνιάζουν οι κάβουρες» ή «πάω στοίχημα το δόντι μου» σαν ήθελα να πείσω κάποιον για κάτι. Παράλληλα, μπέρδευα συνέχεια το «schon» με το «schön»*, αφού κατά τη γνώμη μου δεν είχαν δα και καμία διαφορά. Γελούσαν οι φίλοι εις βάρος μου που το νομπελίστα φυσικό δεν τον έλεγα Αϊνστάιν αλλά Εγινστέγν και τον ψυχαναλυτή Φρέγντ αντί για Φρόυντ. Βασικά, σχεδόν όλα τα ονόματα λάθος τα πρόφερα, και ας γινόμουν έξω φρενών όταν άκουγα να λένε «Λέμπεργκ», «Λβοβ» ή «Λβουβ» αντί για «Λβιβ».
Αποφάσισα μάλιστα να κεντήσω με τα χεράκια μου μία παραδοσιακή πουκαμίσα (χρέος κάθε Ουκρανής), ωστόσο δεν έβρισκα κατάλληλο πατρόν και αντ’ αυτού αγόρασα μία έτοιμη, από ένα ασυνήθιστο παζάρι παραδοσιακών φορεσιών στην κωμόπολη Κολομίγια της Γαλικίας. Αυτό το παζάρι, με την ονομασία «Νυχτερινή αγορά Κολός», ανοίγει κάθε Πέμπτη τα μεσάνυχτα, σαν άλλο τελετουργικό μαγισσών, και κλείνει με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Γυναίκες από όλη την περιοχή φέρνουν εκεί τα κεντήματά τους προς πώληση, πολύ εντυπωσιακό. Η πουκαμίσα μου κόστισε εκατόν τριάντα ευρώ κι έκτοτε μένει στην ντουλάπα αφόρετη, πράγμα για το οποίο νιώθω ντροπή και ενοχές.
Και όπως ακριβώς ο Φουρτ, έτσι κι εγώ, επαναλάμβανα, με ή δίχως αφορμή, το ξόρκι με τις ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες: «Σε μας στην Ουκρανία είναι έτσι». Πολύ αλλιώτικα, δηλαδή, με πολύ περισσότερη κατανόηση, δέκα κι εκατό φορές καλύτερα. Σε μας τα μέλη της οικογένειας είναι πολύ πιο δεμένα μεταξύ τους απ’ ό,τι εδώ σε σας, αποφαινόμουν με μια αίσθηση ανωτερότητας και περηφάνειας, ποτέ δε νιώθει κανείς μοναξιά, και τη σόδα για το καθάρισμα τη βρίσκεις παντού, σε κάθε σούπερ μάρκετ, κοστίζει μόλις μερικά καπίκια, οπότε προς τι τα χημικά; Είναι που είναι δηλητήρια! Η γιαγιά μου μια ζωή με αυτήν καθάριζε, θες το μπάνιο, θες την κουζίνα, κάποτε μάλιστα και με τσουκνίδα, και μια χαρά τα κατάφερνε, τα χέρια έτσουζαν μόνο στην αρχή. Έλεγα πως σε μας το φαγόπυρο τυγχάνει μεγαλύτερης εκτίμησης, δεν μας έβγαλαν τυχαία το παρατσούκλι «σπορείς του φαγόπυρου». Ποτέ μου, βέβαια, δεν είδα κάποιον να σπέρνει φαγόπυρο στην Ουκρανία, αλλά τέλος πάντων. Εξάλλου, μάς φωνάζουν και «Ουκρόπ» που στα ρώσικα θα πει ‘άνηθος’, χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται υποτιμητικά για τους Ουκρανούς. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί.
Μια γνωστή μου από το Ρέγκενσμπουργκ πέρασε πρόσφατα τις διακοπές της στο παραπάνω αναφερθέν Λβιβ, στα δυτικά της Ουκρανίας. Καθώς τρώγαμε μαζί σε ένα εστιατόριο, πατάει ξάφνου τις φωνές: «Αυτό ήταν, τελείωσε! Δεν αντέχω άλλο άνηθο, νισάφι πια! Μα γιατί το κοτσάρουν εδώ παντού;» «Δείχνει πιο ωραία», της απάντησα, σχεδόν προσβεβλημένη.
Το αγρόκτημα των παππούδων μου σκεπαζόταν ολόκληρο το αποκαλόκαιρο από τις κίτρινες ομπρελίτσες των ανηθολούλουδων. Από παντού ξεφύτρωνε άνηθος, τόσο, που δεν μπαίναμε πια στον κόπο να τον μαζέψουμε ή να ξεβοτανιάσουμε. «Κοίτα τι ωραία», αναστέναζε η γιαγιά μου.
Και όντως, έτσι ήταν. Ωραία. Μοναδικά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ολάνθιστο αγρόκτημα των παππούδων μου, όπου τώρα μονάχα φυτρώνουν αγριόχορτα ή το σπίτι της γιαγιάς μου, όπου πλέον κατοικούν μονάχα σπουργίτες και ποντίκια ή το στεναγμό της που τόσο νοσταλγώ και θα τρώω άνηθο, άνηθο, άνηθο ώς το τέλος της ζωής μου.
Να κουβαλώ κι εγώ την πατρίδα στον ώμο; Να είμαι ανίκανη να δεχτώ το μεγάλο πολύχρωμο κόσμο έτσι όπως είναι, δίχως φόβο και προκατάληψη; Ή πρέπει κανείς πρώτα να χάσει την πατρίδα του προκειμένου να μάθει να αποδέχεται τη διαφορετικότητα των άλλων; Να είναι η ανεκτικότητα ζήτημα εξάσκησης; Γίνονται μαθήματα γι’ αυτό;
Όταν τα μαθήματα γερμανικών, όπου είχα γνωρίσει τον Φουρτ, τελείωσαν, με ρώτησε απρόσμενα: «Και πώς είναι στην Ουκρανία;» Μετά τις τόσες κουβέντες μας, ο Φουρτ ενδιαφερόταν για πρώτη φορά για κάτι διαφορετικό.
Συγκινήθηκα. Του απάντησα: «Να, λίγο-πολύ όπως στην Τυνησία.»
2017
* Στα γερμανικά «ήδη» και «ωραία», αντίστοιχα.
~.~

