Day: 09.08.2023

Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος ΙΑ΄: Ιωάννης Γεωμέτρης | Αποδόσεις Γιώργου Βαρθαλίτη (2/2)

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΩΤΗΣ Ο ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ

Αποδόσεις του Γιώργου Βαρθαλίτη  [2/2]

~.~

Στὸν σαρκικὸ ἔρωτα.

Ὁ τρομερὸς τὸν νοῦ μου ὁ ἔρωτας τυφλώνει
μὰ τὸ σκοτάδι διώχνει ὁ πόθος σου, Χριστέ μου.

~•~

Σὰν νὰ μιλάει κάποιος ποὺ ζήτησε νερὸ ἀπὸ μιὰ κοπέλα καὶ τὴν ἐρωτεύθηκε.

Ὢ τὸ πικρὸ νερὸ ποὺ πάλι ἤπια καὶ πάλι.
Διψῶ ἀκατάπαυστα. Ποιό τὸ νερὸ εἶναι ἐτοῦτο
ποὺ ἀνάβει πυρκαγιὰ καὶ καίει τὴν καρδιά μου;
Κρυβόταν τῶν ἐρώτων ὁ δαυλὸς ἐντός του.
Καὶ τώρα τί νὰ κάνω; Δῶσε μου ὅμως, κόρη,
τὰ χείλη σου νὰ πιῶ· μὰ ἀπὸ μακριὰ μὲ λιώνεις.
Κοντά σου τὴ φωτιὰ τοῦ πάθους πῶς θὰ ἀντέξω;
Μόνο ἕνα φάρμακο γιὰ αὐτὴ τὴ δίψα ξέρω:
τὸν ἔρωτα ἔρωτας πιὸ φλογερὸς τὸν σβήνει,
τὸν πιὸ μεγάλον ἔρωτα ἕνας πιὸ μεγάλος.
Χριστέ μου, ἁρπάζομαι ἀπὸ σένα τώρα, δῶσ᾽ μου
τὸ ζῶν νερό σου, αὐτὸ θὰ σβήσει καὶ τὴ φλόγα.

~•~

Στὸν ἑαυτό μου Α’.

Ἄχ! Ὁ τοξότης τῶν καρδιῶν καὶ τώρα πάλι,
φωτιὰν ἀνάβοντας, μοῦ ρίχνει τὰ πυρφόρα
τὰ βέλη τὰ φριχτὰ κι ἀγαπημένα. Μ᾽ ἔχει
βαριὰ λαβώσει καὶ δὲν θέλω νὰ τὰ βγάλω,
τὸ ξίφος μπήγω ἐντός μου, θέλω νὰ πεθάνω,
ποθῶ νὰ καῶ, νὰ λαβωθῶ καὶ ἄλλο ἀκόμα.
Ὢ συμφορὰ μεγάλη! Ποιό νερὸ τὴ φλόγα
θὰ σβήσει τὴν πικρή; Τὸ βέλος ποιός θὰ βγάλει;
Ὁ λόγος σου, Χριστέ μου, καὶ τὸ ζῶν νερό σου.
Τὰ φάρμακά σου ἀμέσως φέρε, λυτρωτή μου.

~•~

Στὸν ἑαυτό μου Γ΄.

Εἶσαι, Χριστέ μου, γῆ καὶ θάλασσα καὶ πόλος.
Στὴ γῆ βαδίζω ὅπως προστάζεις κάθε μέρα,
μὲ κυβερνᾶς ἐσὺ στὴ θάλασσα σὰν πλέω,
στὸν οὐρανὸ τοῦ νοῦ μου ὑψώνω τὸ κατάρτι.
Βλέπω ὅλο ἀνέμους μανιασμένους τὸ ταξίδι,
φοβᾶμαι ἀκόμα καὶ τὶς ἄγριες καταιγίδες,
τὶς τρικυμίες μὲ φρίκη βλέπω τῶν παθῶν μου
καὶ τρέμω καὶ τὴν ταραχὴ τῶν λογισμῶν μου.
Πῶς νὰ περάσω καὶ τὸν ἀέρα νὰ διασχίσω;
Πῶς νὰ ξεφύγω τόσα ἐμπόδια καὶ παγίδες,
χωρὶς νὰ πέσω καὶ χωρὶς νὰ ναυαγήσω
στῆς γῆς τὰ βάθη καὶ στὰ μύχια τοῦ ταρτάρου;
Μόνο ἂν κρατήσεις σὺ τοῦ πλοίου μου τὸ δοιάκι
κι ἅμα τοῦ πνεύματός σου ὁ ἀέρας τὰ πανιά μου
φουσκώσει τώρα καὶ στὸν θρόνο σου μὲ φέρει.

~•~

Στὴ ζωὴ Β΄.

Γιατί ἀποφεύγεις τὰ καθημερνά, ψυχή μου,
βάσανα; Δὲν θὰ βρεῖς τῆς ἀλυπίας τὴν τέχνη.
Θέσπισε ὁ Πλάστης νά ᾽χει ἀγκάθια ἡ γῆ ἀπὸ κάτω
καὶ μύριες ἔγνοιες ἡ ζωή μας. Βάσταξέ τες.

~•~

Στὸν πυλωρὸ τοῦ πατρικίου Ἠλιού.

Πές, ποιά εἶναι ἡ μάνα σου, ποιός ὁ πατέρας σου εἶναι.
Εἶσαι ἀπ᾽ ἀλάστορες, ἡ μάνα σου Ἐρινύα.
Ὁ Θεὸς νὰ σὲ μισήσει, βδέλυγμα καὶ τέρας,
ἔχιδνα, δράκαινα, πικρὲ σκορπιὲ καὶ φίδι,
θαλασσινὴ τρυγόνα, βδέλλα, γριὰ καὶ σκύλλα,
κι ὅ,τι θηρίο στάζει ἀπὸ φαρμάκι.

~•~

Στὴ Βάπτιση.

Συνάθροισα ὅλο τὸ νερὸ τῶν θαλασσῶν
ἐγὼ κι ὅλα τὰ βάθη τῆς ἀβύσσου.
Τὸ χέρι τὸ δικό μου πάλι μ᾽ αἷμα
τὸν θόλον ἅπλωσε ψηλὰ τῶν οὐρανῶν.
Βρέχω τὴ γῆ, μὰ ἐδῶ τὴν κεφαλή μου
μὲς στὸ νερὸ βουτάω καὶ βυθίζω
τὴν κεφαλὴ τοῦ δράκοντα μαζί μου.
Ὁ βασιλέας στὸν δοῦλο γέρνω τὸν αὐχένα
καὶ τοὺς θνητοὺς στ᾽ οὐράνια ἀνυψώνω.

~•~

Σὲ κάποιον μουσικό.

Κάποτε ὁ Θάμυρις κι ὁ Ὀρφέας κι ὁ Κινύρας
μὲ τὰ τραγούδια τους μάγευαν δέντρα, πέτρες
καὶ τ᾽ ἄγρια ζῶα. Μὰ οἱ τερπνές σου μελωδίες
τὰ πάντα μάγεψαν: τῆς θάλασσας τοὺς βράχους,
νομίζω, καὶ τὴ θάλασσα τὴν ἄγρια ἀκόμη
τήνε κοιμίζουν καὶ τοὺς δυνατοὺς ἀνέμους.
Κοίτα, σὰν ἄκουσεν ὁ αἰθέρας τὸ τραγούδι
πιὰ τὴν ἀμάχη τῶν ἀγέρηδων τελειώνει
κι ὅλα τὰ γνέφια ποὺ ἀντιστέκονται σκορπίζει.
Δὲς πῶς χαρούμενη χαμογελᾶ ἡ λιακάδα!
Καὶ κάτω ἡ θάλασσα ἡ φουρτουνιασμένη πρῶτα
αἴφνης ἠρέμησε κι ἁπλώθηκε σὰν λάδι,
τὴν ὕβρη πέταξε ὅπως ὁ φονιὰς πετάει
στὴ γῆ τὸ ξίφος, μαλακώνει κι ἡ ἀφορμή του·
ἀπ᾽ τὴ χαρὰ ποὺ μελωδεῖς σοῦ ἀνοίγει δρόμο.
Γλυκὰ ἡ Γαλήνη σὲ κοιτάζει καὶ γελάει.
Σκιρτοῦν τὰ ψάρια κι ἡ φιλόμουση Ἀλκυόνα
μὲ τὸ δικό της σοῦ ἀποκρίνεται τραγούδι.
Γύρω καὶ πλάι στὴ λύρα πλέει τὸ δελφίνι,
κρώζει κι ὁ σκάρος καὶ μπροστὰ χιμᾶ ὁ ναυτίλος,
φτάνει γοργὰ καὶ προβοδᾶ τὸ πλοῖο ὁ πομπίλος.
Ἀλλὰ φοβοῦμαι μὴ μαγέψεις τὸ καράβι
καὶ στὸ τραγούδι σου τὸ κάνεις νὰ χορέψει
καὶ τ᾽ ἄνω κάτω τὸ φέρεις μὲ τὴ βία,
ἢ κάνεις νὰ ἀνεβοῦν πουλιά, θεριὰ καὶ ψάρια
στὸ πλοῖο πάνω καὶ στὸν πάτο τὸ τραβήξεις,
ἢ μήπως πέτρες γίνουν αἴφνης ὣς κι οἱ ναῦτες
ἢ καὶ τὰ πάντα, ἂν θὲς νὰ μοιάσεις στὶς Σειρῆνες.
Βλέπεις αὐτὸς κάνει ὣς κι οἱ πέτρες νὰ σαλεύουν,
ζωὴ σὰν νά ᾽χουνε κι αὐτές, κι ἀπὸ τοὺς ζῶντες
μπορεῖ νὰ κάνει πέτρες ὅποιους κι ἂν θελήσεις.

~•~

[Μήτε ζωγράφου χέρια…]

Μήτε ζωγράφου χέρια μήτε λιθοξόου,
μά, δημιουργέ, ἡ δική σου τέχνη καὶ τὰ χέρια
τὴν ὀμορφιὰ τῶν πάντων σ᾽ ἕνα συγκεράζει.
Μὲ φῶς των ἄστρων τῶν πετρῶν ἡ λάμψῃ μοιάζει,
μὲ τὴ λαμπρὴ φωτιὰ τοῦ αἰθέρα ἡ χρυσὴ ἁψίδα,
τὰ μωσαϊκὰ τὰ ἐξαίσια καὶ τὰ χρώματα εἶναι
ζωγραφιστὸς καθὼς λειμώνας ὅλος μ᾽ ἄνθη.
Ἐδῶ κι ἡ τέχνη τῶν μορφῶν νικᾶ τὴ φύση
καὶ ζωγραφίζει σχῆμα, κίνηση καὶ βλέμμα,
θαρρεῖς ἀκόμα καὶ τὸ πνεῦμα παριστάνει.
Βουνὰ κινεῖ κι ἡ πίστη. Πιὰ τὸ βλέπω ἀλήθεια.
Τοῦ λάτρη σου Νικήτα ἡ ἀγάπη μὰ κι ὁ πόθος
σὰν ζωντανὲς νὰ μοιάζουν ἔκαναν οἱ εἰκόνες,
ὣς κι ἀστραπὲς νὰ ρίχνουν ἔπεισαν τὶς πέτρες
κι ὅλα γεμίσαν μὲ τὴ λάμψη σου, Χριστέ μου.

~•~

(περισσότερα…)