*
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ
Εφτά υπέροχα διηγήματα του Αλεξάντρ Γκριν περιλαμβάνει ο καλαίσθητος τόμος με τίτλο Το νησί Ρενό και άλλα διηγήματα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη σε εξαιρετική μετάφραση της Βιργινίας Γαλανοπούλου. Ήδη οι τίτλοι των διηγημάτων προϊδεάζουν τον αναγνώστη για τον θαυμαστό κόσμο στον οποίο θα περιηγηθεί αν αποφασίσει να διαβεί το κατώφλι του βιβλίου και αφεθεί να παρασυρθεί στην απολαυστική ανάγνωσή του: «Τα πορτοκάλια», «Ο γάμος του Αυγούστου Έσμπορν», «Το νησί Ρενό», «Το δηλητηριασμένο νησί», «Γη και νερό», «Εχθροί», «Ο σακάτης». Η έκδοση συμπληρώνεται από ένα κατατοπιστικό κι εμπεριστατωμένο επίμετρο της μεταφράστριας.
Ο Αλεξάντρ Γκριν γεννήθηκε το 1880 στη Βιάτκα (σημερινό Κίροφ), μια μικρή πόλη στα βορειοανατολικά της Μόσχας. Μόλις τέλειωσε το σχολείο, σε ηλικία δεκαέξι ετών, φεύγει για την Οδησσό, όπου θα κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού. Κυρίως όμως επιχειρεί να πραγματοποιήσει τ’ όνειρό του: να γίνει ναύτης και να ταξιδέψει. Η καριέρα του ωστόσο στα καράβια θ’ αποδειχτεί τελικά πολύ σύντομη. Αργότερα θα κληθεί να υπηρετήσει στον ρωσικό στρατό αλλά θα λιποτακτήσει, θα ενταχθεί στο κόμμα των Εσέρων, θα συλληφθεί για επαναστατική δραστηριότητα, θα φυλακιστεί και θα εξοριστεί. Δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα το 1906 και στη συνέχεια γράφει όλο και περισσότερα διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1920 γνωρίζει επιτυχία και εκδίδονται τα περισσότερα βιβλία του· έπειτα όμως το έργο του παύει να δημοσιεύεται, καθώς δεν εκτιμάται ιδιαίτερα απ’ τους Σοβιετικούς εκδότες. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Αλεξάντρ και η γυναίκα του Νίνα ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Πεθαίνει από καρκίνο του στομάχου το 1932 στο Στάριι Κριμ στην Κριμαία.
Τα τελευταία χρόνια, το έργο του Γκριν διαβάζεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα, χάρη στη γενναιότητα κάποιων εκδοτών και μεταφραστών, που φροντίζουν με αυταπάρνηση να φτάσει στα χέρια μας. Τον πρωτογνωρίσαμε με τη μετάφραση της νουβέλας Ο κυνηγός των αρουραίων από τον Γιώργο Τσακνιά (Στιγμή 1995)· ακολούθησε η νουβέλα Τα πορφυρά πανιά, μεταφρασμένη απ’ την Ιοκάστη Καμμένου (Κίχλη 2013)· και σ’ αυτές τις εκδόσεις έρχεται τώρα να προστεθεί το Νησί Ρενό και άλλα διηγήματα, στο οποίο περιέχεται μια επιλογή απ’ τα καλύτερα διηγήματα του Γκριν.[1]
Ξεχωριστή θέση κατέχει στην προκείμενη συλλογή το διήγημα «Το νησί Ρενό», απ’ το οποίο άλλωστε παίρνει τον τίτλο του ολόκληρο το βιβλίο. Ο ίδιος ο Γκριν θεωρούσε ότι με το συγκεκριμένο διήγημα, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1909, εγκαινιάστηκε η λογοτεχνική του δραστηριότητα.[2] Και αυτή δεν είναι η μόνη πρωτιά του διηγήματος. Το «Νησί Ρενό» είναι επίσης «το πρώτο έργο του Γκριν που εκτυλίσσεται σ’ έναν επινοημένο τόπο»[3]. Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά αυτή η φανταστική χώρα –ή, καλύτερα, η φανταστική ήπειρος– που επινόησε ο Γκριν, η Γκρινλανδία. Αυτή η φανταστική ήπειρος έχει τοπωνύμια άγνωστα και πρωτάκουστα, αλλά θα μπορούσε να τοποθετηθεί κανονικά στο χάρτη της υφηλίου, κάπου κοντά στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία καταπώς εικάζουν οι μελετητές. Εξάλλου, όλα όσα λαμβάνουν χώρα εκεί θα μπορούσαν να συμβούν και στον υπόλοιπο υπαρκτό κόσμο, όπως τον ξέρουμε. Ίσως αυτό που είναι διαφορετικό είναι ότι οι τόποι που περιγράφει ο Γκριν μάς φαντάζουν πιο εξωτικοί, καθώς δεν τους έχουμε επισκεφτεί ούτε τους έχουμε εντοπίσει στο χάρτη. Οι άνθρωποι όμως και η συμπεριφορά τους είναι όπως τα ξέρουμε από την καθημερινότητά μας.
[Ε]ίναι ένας κόσμος συγχρόνως διαφορετικός και όμοιος με τον κανονικό. Υπάρχουν [εκεί] κάτοικοι που μπορούν να πετάνε ή να περπατάνε στο νερό, οι οποίοι όμως διαθέτουν ταυτόχρονα όλες τις αρετές και τα ελαττώματα των ανθρώπων που ζουν στον γνωστό κόσμο. [Η Γκρινλανδία] δεν υφίσταται σ’ ένα σύμπαν ξεχωριστό από το δικό μας. [Δ]ίπλα στα φανταστικά τοπωνύμια […] απαντούν και η Σαγκάη, η Λισσαβώνα, το Βανκούβερ! Οι ναύτες […] πηγαινοέρχονται στον πραγματικό κόσμο – ο Γκριν έχει απλώς προσθέσει στο χάρτη της γης […] μια νέα ήπειρο.[4]
* * *
Στο «Νησί Ρενό», ένα πολεμικό πλοίο ρίχνει άγκυρα σ’ ένα ερημικό νησί, στη μέση του ωκεανού, προκειμένου ν’ ανεφοδιαστεί. Όταν όμως επιστρέφει, με μεγάλη καθυστέρηση, η βάρκα με τους ναύτες που στάλθηκαν να γεμίσουν τα βαρέλια νερό, ο ένας απ’ αυτούς είναι αδικαιολόγητα απών. Ο Ταρτ, εξηγούν οι τέσσερις ναύτες που επέστρεψαν, είχε εξαφανιστεί. Δεν μπόρεσαν να τον βρουν πουθενά, όσο κι αν τον αναζήτησαν. Έτσι, θα οργανωθεί ειδική αποστολή για να εντοπιστεί ο εξαφανισμένος Ταρτ μέσα στη ζούγκλα που καλύπτει το ερημονήσι. Ωστόσο, σιγά σιγά θα γίνει σαφές ότι ο Ταρτ το έσκασε με τη θέλησή του και δε χάθηκε, όπως είχαν νομίσει αρχικά. Όταν μάλιστα καταφέρουν να τον εντοπίσουν, θα δώσει λυσσώδη αγώνα για να μην αναγκαστεί να επιστρέψει στο πλοίο.
Η τέλεια γνώση της ζωής στο πλοίο που φανερώνεται στο διήγημα έχει κατακτηθεί από τον Γκριν κατά τη σύντομη θητεία του στα καράβια, όταν στα δεκάξι του εγκατέλειψε τη γενέτειρά του για το λιμάνι της Οδησσού προκειμένου να μπαρκάρει. Ο ίδιος ομολογεί ότι το ενδιαφέρον του για τα καράβια και τη ζωή του ναυτικού ήταν «επιφανειακό» και ποτέ δεν έμαθε όσα έπρεπε για να ασκήσει το επάγγελμα.[5] Καθώς φαίνεται, ήταν υπερβολικά απείθαρχος για μια τέτοια ζωή και για ένα τέτοιο επάγγελμα. Ήδη στο πρώτο του ταξίδι με το ατμόπλοιο «Πλάτων», το 1896, απολύθηκε. Τον επόμενο χρόνο έκανε το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το οποίο όμως ήταν και το τελευταίο, αφού απολύθηκε ξανά και αναγκάστηκε μάλιστα να επιστρέψει ως επιβάτης με το ίδιο πλοίο στο οποίο ταξίδευε ως ναύτης. Η επαφή του πάντως με τη ναυτοσύνη τού παρέσχε αρκετή γνώση και έμπνευση ώστε να δημιουργήσει τα θεσπέσια θαλασσινά διηγήματά του. Εδώ, στο «Νησί Ρενό» αποκαλύπτεται πόσο καλά γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες της ναυτικής ζωής, όπως επίσης και την εξειδικευμένη ναυτική ορολογία.
Ένα άλλο βίωμα του Γκριν που μεταστοιχειώνεται σε υψηλή λογοτεχνία στο «Νησί Ρενό» είναι η λιποταξία του από το στρατό. Ο Γκριν κατατάχτηκε στον ρωσικό στρατό την άνοιξη του 1902. Μετά όμως από έξι μόνο μήνες θητείας, το έσκασε, με τη βοήθεια κάποιων Εσέρων. Είχε προηγηθεί «μια αποτυχημένη απόπειρα, κατά την οποία ο συγγραφέας τριγυρίζει για λίγες μέρες μονάχος του στο δάσος, περίπου σαν τον ναύτη Ταρτ»[6]. Ο Ταρτ, στο «Νησί Ρενό», ξεφεύγει ακριβώς από τη στρατιωτική ζωή, καθώς το πλοίο στο οποίο υπηρετεί είναι πολεμικό, και κρύβεται στα δάση για να μην αναγκαστεί να επιστρέψει στην πειθαρχία, στην αποπροσωποποίηση και την πεζή ομοιομορφία της στρατιωτικής υπηρεσίας.
Το πλοίο έφευγε κι έπαιρνε μαζί του τους πατριώτες του, τη ρουτίνα της πειθαρχίας κι έναν μισθό της πείνας – αυτό ήταν όλο. Ο Ταρτ είχε ό,τι χρειαζόταν στη ζωή του. Μπορούσε να πάει όπου θέλει, να κάθεται όπως γουστάρει, να τρώει και να πίνει όποτε έχει κέφι και γενικά να κάνει ό,τι του καπνίσει χωρίς να βάζει σκοτούρες στο κεφάλι του. Δεν κουβαλούσε πια εκείνο το βάρος που αιτία του ήταν ένα κομμάτι γης, το οποίο οι άλλοι αποκαλούν «πατρίδα», χωρίς να συνειδητοποιούν ότι τούτη η μικρή αλλ’ εφιαλτική λέξη καθορίζει απλώς και μόνο τον τόπο όπου γεννιέται ένας άνθρωπος και τίποτα παραπάνω.[7]
Η δραπέτευση του Ταρτ προς το πουθενά, η ασίγαστη επιθυμία του να ξεφύγει μακριά από τους ανθρώπους και την κοινωνική ζωή, είναι έκφραση ενός διαρκώς επανερχόμενου μοτίβου στα έργα του Γκριν. Η κοσμοθεωρία του Γκριν είναι ατομιστική και μονήρης. Δε νοιάζεται για τη συμβίωση και την ένταξη στο κοινωνικό σύνολο, αλλά, αντίθετα, για τη μόνωση και τον ξεχωρισμό. Διαρκές μέλημά του, τόσο στη ζωή του όσο και στο έργο του, είναι η φυγή, η δραπέτευση, η έξοδος προς την ελευθερία.
Η δημιουργική πορεία του Γκριν μοιάζει με δρόμο που οδηγεί στη φυγή. Η αρχή γίνεται στα πρώτα κιόλας διηγήματα, που είναι γραμμένα σε πιο ρεαλιστικό ύφος […] εδώ ο ήρωας ονειρεύεται τη φυσική, την εξωτερική ελευθερία […] Επόμενος σταθμός είναι το «Νησί Ρενό», όπου ο ναύτης Ταρτ αναζητά μια ελευθερία εσωτερική και δραπετεύει από τη ζωή που του έχει επιβληθεί.[8]
* * *
Ο Γκριν είναι, πάνω απ’ όλα, μάστορας της ωραίας φράσης. Ο αναγνώστης των διηγημάτων του σκοντάφτει διαρκώς μαγεμένος σε αστραφτερές διατυπώσεις, σε γλώσσα πάλλουσα και πανέμορφη. Στο «Νησί Ρενό» μάλιστα, η μαγεία της γλώσσας που σαγηνεύει τον αναγνώστη συμβαδίζει με την εξωτική γοητεία της φύσης που έλκει τον ήρωα του διηγήματος. Ο Ταρτ παρασύρεται όλο και πιο πολύ μέσα στη ζούγκλα, μαγεμένος απ’ την απέραντη ποικιλία της βλάστησης και από τα διάφορα ζώα που βλέπει ή αισθάνεται την παρουσία τους, ακριβώς όπως ο αναγνώστης μαγνητίζεται από την εκθαμβωτική γραφή του συγγραφέα και δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της. Ο ήρωας του διηγήματος και ο αναγνώστης του βαδίζουν υπνωτισμένοι, χάνοντας όλο και περισσότερο τον έλεγχο του εαυτού τους.
Ο Ταρτ απομακρύνθηκε από τους άλλους προχωρώντας ανάμεσα σ’ ανθισμένους θάμνους και πυκνά κλαδιά· άφηνε να τον οδηγούν τα βήματά του και χαιρόταν, σαν μικρό παιδί, τούτη την πρωτόγνωρη αίσθηση που απέπνεε η οργιαστική βλάστηση. Κάποια στιγμή, βρέθηκε καταμεσής σ’ ένα άγνωστο, αδιαπέραστο, παρθένο δάσος, περιτριγυρισμένος από καφετιούς, γκρίζους κι ασημένιους κορμούς, οι οποίοι γυάλιζαν εδώ κι εκεί, τυλιγμένοι στο δίχτυ που έριχναν βαθιές αλλά και πιο ελαφριές σκιές, κι άπλωναν ψηλά τις κορυφές τους, που μπλέκονταν μεταξύ τους, με τις φυλλωσιές τους να παίρνουν όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, από την πιο σκούρα ως την πιο αχνή, σαν το χρώμα που έχει η χλόη όταν αρχίζει να ξεραίνεται. […] Μέσ’ από κάποια φωτεινά ανοίγματα χύνονταν ορμητικές, ζωηρές ηλιαχτίδες, όμοιες με χρυσά σπαθιά που άστραφταν πάνω στο πράσινο βελούδο. Ολόγυρα, αμέτρητα πολύχρωμα πουλιά τιτίβιζαν και φτεροκοπούσαν: σταχτιά με πορφυρά λοφία, κίτρινα με γαλάζιες φτερούγες, πράσινα με κατακόκκινες βούλες, μαύρα με μαβιές μακριές ουρές – στο δάσος πηγαινοέρχονταν χρωματιστά φτερά, μικρά πλασματάκια έβγαζαν απότομες κραυγές καθώς πετούσαν ή στριφογύριζαν στα κλαδιά ταρακουνώντας τα. […] Ολόδροσα λουλούδια με τα πιο παράξενα σχήματα ανάδιναν τα δυνατά τους αρώματα, που έσμιγαν όλα μαζί κι έφερναν γλυκιά ζάλη. Πολλά απ’ αυτά σκαρφάλωναν σε κορμούς, απλώνονταν ψηλά, προς τον ήλιο, και μπερδεύονταν μεταξύ τους, θυμίζοντας φύκια μέσα σε διαυγή, λαμπερά νερά· άσπρα, καφετιά, με διάφανα νεύρα στα φύλλα τους, απαλά ρόδινα, βαθυγάλανα, θάμπωναν το μάτι, το κούραζαν αλλά και το μάγευαν.[9]
Η λαμπερή πρόζα του Γκριν, ένα υπέροχο δείγμα της μοντερνιστικής λογοτεχνίας, προκαλεί βαθιά απόλαυση στον αναγνώστη, την απόλαυση που μπορεί να προκαλέσει μόνο η υψηλή λογοτεχνία. Χάρη στον κόπο της μεταφράστριας Βιργινίας Γαλανοπούλου, που έχει δώσει εδώ τον καλύτερό της εαυτό, μπορούμε τώρα να γίνουμε κι εμείς μέτοχοι αυτής της χαράς. Μπορούμε να ταξιδέψουμε νοητά σ’ εκείνον τον παράδεισο που βρήκε ο Ταρτ στο νησί Ρενό, σ’ εκείνον τον παράδεισο που οραματίστηκε και αποτύπωσε με λέξεις ο βασανισμένος, διαρκώς διαφεύγων και ουδέποτε αφικνούμενος Αλεξάντρ Γκριν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ
[1] Για την πληρότητα της βιβλιογραφίας, να προσθέσουμε ότι έχουν μεταφραστεί πρόσφατα δύο ακόμα συλλογές: Νερό και φωτιά (μτφρ. Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, s@mizdat 2019) και Καράβια στο Λις (μτφρ. Ξένια Καλαϊτζίδου, Τύρφη 2023), και επίσης κάποια μεμονωμένα διηγήματα, που έχουν δημοσιευτεί σποραδικά σε περιοδικά.
[2] Βλ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, «Η μαγική παντοδυναμία της μυθοπλασίας. Ο Αλεξάντρ Γκριν και τα Πορφυρά πανιά», στο Αλεξάντρ Γκριν, Τα πορφυρά πανιά, μτφρ. Ιοκάστη Καμμένου, Κίχλη, Αθήνα 2013, σελ. 201.
[3] Βιργινία Γαλανοπούλου, «Εκφράζοντας τ’ όνειρο, κινηματογραφώντας τη φυγή», στο Αλεξάντρ Γκριν, Το νησί Ρενό και άλλα διηγήματα, μτφρ.-σημ.-επίμ. Βιργινία Γαλανοπούλου, Κίχλη, Αθήνα 2023, σελ. 183.
[4] Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, «Η μαγική παντοδυναμία της μυθοπλασίας. Ο Αλεξάντρ Γκριν και τα Πορφυρά πανιά», ό.π., σελ. 180.
[5] Βιργινία Γαλανοπούλου, «Εκφράζοντας τ’ όνειρο, κινηματογραφώντας τη φυγή», ό.π., σελ. 176.
[6] Ό.π., σελ. 177.
[7] Αλεξάντρ Γκριν, «Το νησί Ρενό», στο Αλεξάντρ Γκριν, Το νησί Ρενό και άλλα διηγήματα, ό.π., σελ. 73-74.
[8] Βιργινία Γαλανοπούλου, «Εκφράζοντας τ’ όνειρο, κινηματογραφώντας τη φυγή», ό.π., σελ.186.
[9] Αλεξάντρ Γκριν, «Το νησί Ρενό», ό.π., σελ. 47-48.
*
