*
Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
*
ΚΟΡΗ
Είμαστε εδώ, στο ανατολικό Κερκέτιο, στο χωριό Κόρη, πάνω από την ανοιχτή θέα του Θεσσαλικού κάμπου. Ψάχνω για Δρυίδες και Αμαδρυάδες μέσα στο σκοτεινό δάσος με τα αιωνόβια δέντρα. Αν είμαι τυχερός θα πετύχω κάποια ξεχασμένη θεϊκή οντότητα να τριγυρίζει έξω από τις σπηλαιώδεις ραγισματιές των δέντρων, προτού ο φλοιός τους τις απορροφήσει ξανά μέσα στο εφτάδιπλο παρελθόν τους. Είναι μεσημέρι πνιγμένο μέσα σ’ ένα φως όλο μυστήριο. Από στιγμή σε στιγμή θ’ ακούσω τη συνοδεία του Πάνα ή του Διονύσου. Γιατί να φοβηθώ; Είμαι τόσο πιστός.
*
*
ΚΑΤΑΡΡΑΧΤΗΣ
Ναι, από αυτό το λεπτό σκοινί του καταρράχτη, από αυτή τη νερένια κορδέλα θέλω να κρεμαστώ. Κι ύστερα να αιωρηθώ σαν μια μικρή φυσαλίδα των υδρατμών του, ισορροπώντας ανάμεσα από το πνεύμα των βράχων και το πνεύμα του παρατηρητή. Πέφτει το νερό, κατρακυλάει στον γκρεμό και βιάζεται να γίνει ένα μεγάλο ράθυμο ποτάμι. Κι εκεί στην αγκαλιά της ακύμαντης πεδιάδας λίγο να ξεκουραστεί και ύστερα νηφάλιο να συνεχίσει το μακρύ ταξίδι του μέχρι τη θάλασσα.
Κι εμείς μαζί του.
Κι εμείς μαζί του κατρακυλάμε ολημερίς προς τη θάλασσα του ζόφου με μιαν ακατανόητη βιασύνη. Αυτή όμως είναι και η ροή των πραγμάτων.
Βλέπεις, ω μικρέ καταρράχτη, σε τι συμπλέγματα συσκοτισμένων περιοχών μας οδηγεί η ατμίζουσα φεγγοβολή σου πρωί πρωί;
*
*
ΣΤΙΣ ΣΙΤΑΡΙΕΣ
Θυμάμαι τα πληγιασμένα πόδια μου από τα τρεξίματα μέσα στα θερισμένα σιτάρια, όταν τα σκληρά κοτσάνια των σιταριών υψώνονταν σαν μικροσκοπικά δόρατα και κάρφωναν τις γάμπες μου. Τι γύρευα εκεί μέσα; Ίσως για να πλησιάσω κάποια κατακίτρινη σουσουράδα ή για ν’ ανακαλύψω τη μυστική πηγή του κελαηδήματος των ορτυκιών; Ίσως υπακούοντας στο κάλεσμα κάποιου γνωστού βοσκού, που έτρεχε με το κοπάδι του να προλάβει τη νομή του απελευθερωμένου πια βοσκότοπου; Ασυνάρτητα μυστήρια της παιδικής ηλικίας.
Ξαναμπαίνω και τώρα στους θερισμένους σιταγρούς, διασχίζοντας τα ηλιοψημένα χώματα, και νιώθω με μια επιθετική ορμή όλες τις αναθυμιάσεις των παιδικών μου χρόνων.
Άχνη χρυσή της ευλογημένης συγκομιδής, οσμές του ξηρού χορταριού, ήχοι μικρών κουδουνιών των αιγοπροβάτων, αλυχτίσματα σκυλιών και φωνές συγκεχυμένες και μακρινές των φασματικών ξωμάχων. Όλα χωνεμένα μέσα σε μια μαγεία του επάλληλου χρόνου, που ξέρει να τα προβάλλει μαζί με μια μίξη μυστηρίου, καθώς γυρίζει τον τροχό της νοσταλγικής ανακύκλησης.
Πόσο γρήγορα θα φύγουν όλα, πόσο γρήγορα θα φύγουμε κι εμείς. Φευ.
*
*
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΣΒΟΥΡΑ
Αν δεν το πειράξει κανένας και μεγαλώσει σωστά, θα γίνει το δέντρο-σβούρα, σκεφτόμουν μικρός και φαντασιωνόμουν το μελλοντικό του σχήμα με άδηλη προσμονή. Λοιπόν, νεράκι τα χρόνια πέρασαν και το δέντρο μεγάλωσε, χωρίς να πειράξει κανένας τις φυσικές του συμμετρίες. Το καμπανιστό του σχήμα δίνει σήμερα την εικόνα μιας μεγάλης ανάποδης σβούρας, όπως ακριβώς το φανταζόμουν μικρός. Αλλά, κοιτάζοντάς το καλύτερα, νομίζω πως έχει το σχήμα του καρπού του, δηλαδή του κουκουναριού, που κι αυτό πάλι είναι μια σβούρα. Πόσα μυστήρια κρύβονται μέσα σ’ αυτό το πυκνόφυλλο σχήμα. Κι όταν φυσά ο άνεμος νομίζω πως αρχίζει μυστικά να περιστρέφεται σαν ένας περιδινούμενος δερβίσης ή σαν μια ανερμήνευτη μελαγχολία που μας ανεβάζει σιγά-σιγά στους επάλληλους αναβαθμούς της.
*
*
ΔΙΑΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ
«Τώρα κλείσε τα παράθυρα και κάνε τα λιβάδια να σιωπήσουν» με προστάζει ο στίχος του Ρόμπερτ Λη Φροστ, αλλά εγώ, παιδιόθεν ον αδελφικό των λιβαδιών, αντιστέκομαι αρχικά, μέχρι να υποκύψω στη συνέχεια.
Εκείνος, όμως, αφού τελικά γίνεται το δικό του, συνεχίζει ανελέητος: «τώρα πέτα τα ποιήματα στο πάτωμα και κλείσε τον ποιητή απ’ έξω».
Μα πώς να υπακούσω;
Στα παράθυρα τα λιβάδια με πολιορκούν, στην πόρτα καραδοκούν οσμές της επιθυμημένης χλωρίδας, στη στέγη καλπάζουν τα όνειρα του επερχόμενου ύπνου. Μου φαίνεται ότι στη μέση θα κοπώ. Μισός εδώ στα ένδον και τα σκοτεινά και μισός εκεί έξω στα πάμφωτα λιβάδια.
Όλα τα θέλω και σε όλα δίνομαι.
*
*
Η ΒΟΥΡΚΩΜΕΝΗ ΓΡΑΝΑ
«Ἠώς εξ ἠοῦς παραπέμπεται, εἴτ’ ἀμελούντων ἡμῶν ἐξαίφνης ἥξει ὁ Πορφύριος», λέει ὁ Αμμιανός. Η αυγή την αυγή ακολουθεί κι εμείς είμαστε αδιάφοροι και απαθείς. Όμως αιφνίδια ο μαύρος θάνατος, ο πορφυρός, θα μας προφθάσει.
Αλλά, πριν με προλάβει, είπα να εξερευνήσω πρωί-πρωί την κατηφορική πλαγιά, δίπλα στο ρέμα. Τι άδειες που φαίνονται οι ώρες στον δημιουργό, όταν ψάχνει το θέμα του και δεν το βρίσκει. Όμως ο Ουάλλας Στήβενς σε βγάζει από την αμηχανία αυτή όταν σε πείσει ότι «η ποίηση είναι το θέμα του ποιήματος». Οπότε, ανά πάσα στιγμή, βλέπεις το κάθε τι μπροστά σου σαν ένα έτοιμο φτιαγμένο ποίημα. Ιδού:
Αυτές οι ροζ μαργαρίτες, που μακάρι να ήξερα το πραγματικό τους όνομα, ακολουθούν σαν περιδέραιο το κατηφορικό ρυάκι με τις πολυάνθιστες όχθες. Το μικρό χαντάκι, η γράνα, με το κρυφό ρυάκι μέσα στην κοίτη του δεν είναι μόνο βουρκώδες κατά σημεία, αλλά και βουρκωμένο από συγκίνηση. Μ’ ένα ελαφρό, πρασινωπό επανωφόρι συντροφεύεται στο διάβα του από πολυάριθμα αγριολούλουδα, που τα περισσότερα είναι σχεδόν αθέατα στο μάτι. Πανηγυρίζει για την αρχοντιά του. Και με τις φωνές των φρύνων και των νεροχελωνών το διαλαλεί. Γεγονός εξόχως ευφρόσυνο και προπαντός πραγματικό.
Οπότε σφραγίζεις το θέαμα μέσα στη μοναχική παρουσία σου και ψελλίζεις τον γνωστό ψαλμό: «Κατἀ μόνας εἰμὶ ἐγὼ ἕως ἂν παρέλθω….» Κι όχι μόνο δηλαδή, αλλά και προτού οι αδαείς φίλοι ενσκήψουν και σε εναγκαλιστούν, διαγράφοντας καλοπροαίρετα τον ορίζοντά σου.
*
Περιπλανήσεις με λόγο και εικόνα
Επιμέλεια στήλης ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
*




