Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος ΙΑ΄: Ιωάννης Γεωμέτρης | Αποδόσεις Γιώργου Βαρθαλίτη (1/2)

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΩΤΗΣ Ο ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ

Αποδόσεις του Γιώργου Βαρθαλίτη  [1/2]

Ένα ευρύτερο τμήμα των ποιητικών έργων του Ιωάννη Γεωμέτρη απέδωσε στη νεοελληνική για πρώτη φορά ο ποιητής Γιώργος Βαρθαλίτης (Ο τρομερός τον νου μου ο έρωτας τυφλώνει, Αρμός, 2012) τον οποίο και ευχαριστώ για την ευγενική άδεια αναδημοσίευσης εδώ. Προτίμησα να παραθέσω τις αποδόσεις του από το πιο πρόσφατο βιβλίο του Τρεις μεγάλοι Βυζαντινοί ποιητές (Αρμός, 2017), όπου συγκεντρώνει τη μεταφραστική του εργασία σε τρεις βυζαντινούς ποιητές, διότι έχει επεξεργαστεί ορισμένες μεταφράσεις του, έχοντας επιφέρει μικρές αλλαγές σε κάποιες από τις αποδόσεις των έργων του Γεωμέτρη, σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση.

~•~

Στὴν ἀποστασία.

Αἷμα νὰ ρίξεις σὰ βροχή, οὐρανέ μου, τώρα·
τώρα ντύσου μὲ πένθιμο σκοτάδι, ἀέρα·
ἡ γῆ, ἀπ’ τὸν πόνο μὲ τὰ νύχια σου ξεσκίσου,
ξερίζωσε τὰ δέντρα, ρίξ’ τα σὰν πλεξοῦδες
καὶ βόγγηξε, σκεπάζοντας μὲ μαῦρο ροῦχο
τὸ πρόσωπό σου τώρα ἀντὶ γιὰ τὸ χορτάρι.
Δικό μας αἷμα τὴν Μικρὰν Ἀσίαν ὅλη
τὴ διαφεντεύει καὶ τὸ ξίφος διαχωρίζει,
ὠιμέ!, γονεῖς καὶ συγγενεῖς, παιδιὰ κι ἀδέρφια.
Τρέχει ὁ πατέρας νὰ σκοτώσει τὸ παιδί του·
καὶ τὸ παιδὶ μετὰ φονεύει τὸν πατέρα·
μαχαίρι βγάζει ὁ ἀδερφός, ὢ πικρὴ τρέλα,
γιὰ νὰ τὸ μπήξει μὲς στὸ στέρνο τ᾽ ἀδερφοῦ του.
Κάτω ἀπό μᾶς ἡ γῆ σπαράζεται καὶ σειέται
ἀπὸ τὸν τρόμο κι ἀπὸ πάνω μας οἱ φλόγες
τῶν κεραυνῶν κάνουνε στάχτη καὶ τὴ σκόνη.
Οἱ πολιτεῖες τῆς Ρώμης τώρα τὰ μπεντένια
σὰν κόμη ρίχνουνε στὴ γῆ καὶ σπαραγμένες
κλαῖνε πικρὰ πῶς κλαῖνε κόρες μαυροφόρες.
Οἱ Ἀγαρηνοὶ νικᾶνε· οἱ πόλεις ποὺ ἦταν πρῶτα
στὴ δούλεψή μας πληρωμὴ τώρα ζητᾶνε
κι ἀπὸ τοὺς φόνους ἐναντίον μας καὶ γλεντᾶνε.
Κι αὐτὰ συμβαίνουν ὅπου ὁ ἥλιος ἀνατέλλει.
Μὰ ποιός μπορεῖ τί γίνεται νὰ πεῖ στὴ δύση;
Σμήνη Σκυθῶν σὰν νά ᾽τανε δική τους χώρα
ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τὴ διασχίζουν ὣς τὴν ἄλλη•
καὶ σὰν τὴ γῆ ποὺ εὐγενικὰ κλαδιὰ φυτρώνει
ἄνδρες ἀτρόμητους σὰν σίδερο γενναίους
ἀπὸ τὴ ρίζα κόβουνε καὶ βρέφη ξίφη
τὰ σφαγιάζουν· κι ἄλλα τά ᾽χει ἡ μάνα ἀκόμη,
κι ἄλλα ἀναρπάζουνε τὰ βέλη τῶν ἐχθρῶν μας.
Γίνανε σκόνη κι οἱ μεγάλες πολιτεῖες.
Πῶς θὰ μπορέσω δίχως δάκρυα νὰ ἀντικρίσω
Νὰ τρέφουν ἄλογα ὅσες πρὶν ἀνθρώπους τρέφαν;
Χῶρες ὁλόκληρες καὶ τόποι πυρπολοῦνται.
Κι ἐσύ, βασίλισσά μου, ἑστία τοῦ Βυζαντίου,
ποιά συμφορὰ σὲ βρῆκε τώρα, πές μου, πόλη,
πόλις ἡ πρώτη στὰ δεινά, καθὼς πρὶν ἤσουν
ἡ πιὸ τρανὴ τῆς γῆς; Δὲν τρέμεις κάθε μέρα,
ἢ μὴ δὲν πέφτουνε τὰ βάθρα ἀπὸ τὸν τρόμο;
Δὲν εἶδες τὰ κλαδιὰ ποὺ βλάστησε ἡ ἀγκαλιά σου
νεκρὰ νὰ πέφτουνε τὰ βάθρα ἀπὸ τὸν τρόμο;
Δὲν εἶδες τὰ κλαδιὰ ποὺ βλάστησε ἡ ἀγκαλιά σου
νεκρὰ νὰ πέφτουνε στὴ μάχῃ ἀπ᾽ τὸ μαχαίρι
τῶν συγγενῶν τους, ὢ τί φρίκη! Κι ἄλλοι πάλι
καταδικάστηκαν ἐξόριστοι νὰ μένουν,
ἀντὶ στ᾽ ὡραῖα καὶ τὰ λαμπρά τους τὰ παλάτια,
σὲ ἐρημονήσια καὶ σὲ βράχια καὶ φαράγγια
κι ἐκεῖ νὰ σβήνουνε; Κι (ὢ Θεέ μου, ἐσὺ τῶν πάντων
κριτή!) γιὰ αὐτὰ κανεὶς τὴν πέτρινη καρδιά του
δὲν μαλακώνει, δὲν φιλιώνει μὲ τὸν ἄλλον,
κανεὶς τῆς σωτηρίας τὸ φάρμακο ―τὸ δάκρυ―
δὲν χύνει. Μὰ ἔγινε σκοτάδι πιὰ κι ὁ ἥλιος
καὶ τῆς σελήνης κρύφτηκε μὲ μιᾶς τὸ φέγγος
καί, νέας θρησκείας παράξενο σημάδι, ἐφάνη
καινούργιο ἀστέρι, ὅμως ἐγὼ δὲν συλλογιέμαι
μηδὲ τὴ ραθυμιά, μηδὲ τὰ κρίματά μου.
Μὰ κοίταξέ με μ᾽ οἶκτο, Λόγε,
λυπήσου μας, σταμάτα πιὰ τὴ φρίκη ἐτούτη:
σφαγές, ἁλώσεις πόλεων, μάχες, ἀνταρσίες,
φυγές, διώξεις, ἁρπαγές, ποινὲς καὶ δίκες·
λυπήθηκες τὴ Νινευὴ τὴν πολιτεία
καὶ τὸν λαὸ ποὺ τότε ἁμάρτησε, τὸ ξέρω.
Τὸ ποίμνιο ποὺ ἐξαγόρασες μὲ τὸ αἷμα σου εἶμαι,
Χριστέ μου, ἡ μάντρα σου εἶμαι· αὐτὰ ἡ δική σου πόλη,
ἡ πόλη σου βοᾶ, τῶν συμφορῶν της κοίτα
τὴν ἄβυσσον· ὣς πότε θὰ ὑποφέρει;

~•~

Τί λόγια θὰ ἔλεγε ὁ ἐν Ἁγίοις βασιλιὰς Νικηφόρος,
ὅταν ἀποκεφάλιζαν τ᾽ ἀγάλματά του.

Ναί, ξίφος τὸ κεφάλι μου τό ᾽κοψε κι ἀνδροφόνος
τὴν ἐξουσία μου ἅρπαξεν ὁ βασιλιὰς τοῦ σκότους.
Μὰ τὰ νεκρά μου ἀγάλματα γιατί συντρίβει ὁ φθόνος;
Τοῦ Φάλαρι καὶ τοῦ Ἔχετου τὴν τρέλα ξεπερνᾶτε.
Ποιό μίσος τοὺς ἀνδριάντες μου μπορεῖ ὅμως νὰ γκρεμίσει,
τὴν Κρήτη τὴν εὐγενική, τὴ λαμπερὴ τὴν Κύπρο,
καὶ τὴν ἀνίκητη Ταρσό, τῆς Κιλικίας τὰ κάστρα,
τῆς Ἀντιόχειας τὰ τειχιά, τῆς Ἀσσυρίας τις πόλεις;
Πέρσες, Φοίνικες, Ἄραβες, ἔθνη τοῦ κόσμου μύρια,
ὅλα τους στὸ κοντάρι μου γονάτισαν, λυγίσαν.
Ποιός θὰ τὰ σακατέψει αὐτά; Ρίξτε τοὺς τοίχους! Σπάστε!
Μὲς στὶς καρδιὲς ἡ εἰκόνα μου, στὶς χῶρες πάντα μένει.

~•~

Σ᾽ ἕνα στολισμένο σπαθί.

Σπαθὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας σιδερένιο·
σπαθὶ γιὰ τοὺς δικούς μας χρυσαφένιο·
σπαθὶ ἐσὺ τρομερὸ γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας·
σπαθὶ κι ἐσὺ ἀρωγὸ γιὰ τοὺς δικούς μας·
σπαθί, ποὺ τὴν καρδιὰ δὲν κόβεις μόνον·
σπαθί, τὸ δίστομο τῆς Ρώμης ξίφος·
σπαθί, τοῦ κράτους τὰ δεινὰ ποὺ κόβεις.

~•~

*

*

Εἰς τὴν ἀποστασίαν.

Νῦν, οὐρανέ, στάλαξον ὄμβρους αἱμάτων,
ἀήρ, ἐπενδύθητι πένθιμον σκότος,
ἡ γῆ, καταξάνθητι καὶ ῥάγηθί μοι,
κόψον τὰ δένδρα, ῥίψον οἷα βοστρύχους,
ὅλην στολὴν μέλαιναν ἀντὶ τῆς χλόης
τὸ σὸν πρόσωπον ἀμφιέσασα, στένε.
τὸ συγγενὲς μὲν αἷμα πᾶσαν τὴν ἕω
πρῶτον μιαίνει, καὶ μερίζεται ξίφος
τὰ συμφυῆ, φεῦ, καὶ γένη τε καὶ μέλη·
πατὴρ μὲν ὀργᾷ πρὸς σφαγὴν τῶν φιλτάτων,
καὶ δεξιὰν παῖς πατρικῷ χραίνει φόνῳ·
αἴρει δὲ καὶ μάχαιραν, ὢ πικροῦ πάθους,
ἀνὴρ ἀδελφὸς εἰς ἀδελφοῦ καρδίαν·
ἡ γῆ δὲ πολλοῖς συσπαραχθεῖσα τρόμοις
κάτω δονεῖται, καὶ κεραυνῶν αἱ φλόγες
ἄνωθεν αὐτὴν ἐκτεφροῦσι τὴν κόνιν.
πόλεις δὲ Ῥώμης τὰς ἐπάλξεις ὡς κόμας
πρὸς γῆν βαλοῦσαι καὶ κατεσπαραγμέναι
θρηνοῦσι πικρόν, οἷα πένθιμοι κόραι.
οἱ τῆς Ἄγαρ κρατοῦσιν· αἱ πάλαι πόλεις
φόρους τελοῦσαι, τῶν καθ᾽ ἡμῶν νῦν φόνων
αἰτοῦσι μισθοὺς καὶ χορεύουσιν μέγα.
καὶ ταῦτα μὲν δὴ ταῦτα <τὰ> πρὸς τὴν ἕω.
τὰ πρὸς δύσιν δὲ ποῖος ἐξείποι λόγος;
Σκυθῶν μὲν αὐτὴν πλῆθος ὡς μὲν πατρίδα
διατρέχει τε καὶ περιτρέχει κύκλῳ·
ὡς γῆν δὲ βλαστάνουσαν εὐγενεῖς κλάδους
ἀνδρῶν ἀτρέπτων καὶ σιδηρέων φύσιν
πρόρριζον ἐκτέμνουσι, καὶ βρεφῶν γένη
ξίφος μερίζει· καὶ τὰ μὲν μήτηρ ἔχει,
τὰ δ᾽ ἐχθρὸς ἐξέσπασε τῶν βελῶν βίᾳ.
αἱ δὲ κραταιαὶ πρὶν πόλεις λεπτὴ κόνις,
ἱπποτρόφους δὲ τὰς πρὶν ἀνθρωποτρόφους,
οἴμοι, βλέπων νῦν, παύσομαι πῶς δακρύων;
χῶραι μὲν οὕτω πυρπολοῦνται καὶ τόποι.
σὺ δ᾽ ἡ βασιλὶς τοῦ Βύζαντος ἑστία,
ποῦ μοι τύχης ἕστηκας; εἰπέ μοι, πόλις,
‒πόλις κακοῖς κρατοῦσα, τοῖς καλοῖς ὅσον
νικῶσα τὸ πρίν‒ οὐ κλονῇ καθ᾽ ἡμέραν;
οὐ βάθρα πίπτει καὶ σπαράσσεται τρόμῳ;
οὐ τοὺς φυέντας ἀγκάλαις ταῖς σαῖς κλάδους
τοὺς μὲν μαχαίρας ἔργον εἶδες ἐν μάχαις
ἐκ συγγενῶν πίπτοντας, οἴμοι τοῦ πάθους,
τοὺς δ᾽ ἀντὶ λαμπρῶν καὶ καλῶν ἀνακτόρων
νήσους ἐρήμους καὶ φάραγγας καὶ πέτρας
κριθέντας οἰκεῖν, τὴν πνοὴν μετρουμένους;
καὶ ταῦτα, φεῦ, πάσχοντες –ὢ τῶν κριμάτων
τῶν σῶν, δικαστά– τὴν λιθώδη καρδίαν
οὐδεὶς μαλάσσει, σπένδεται τῷ πλησίον
καὶ δάκρυον χεῖ φάρμακον σωτηρίας.
ἀλλ᾽ ἥλιος μὲν εἰς σκότος μετεστράφη|
καὶ τῆς σελήνης φέγγος ἐξαπεκρύβη
καὶ καινὸς ἀστήρ, θαῦμα πίστεως ξένον,
καινῶς ἀνήφθη· τῆς δ᾽ ἐμῆς ῥαθυμίας
λογισμὸς οὐδείς, οὐδὲ τῶν ἐγκλημάτων.
«ἀλλ᾽ ἵλεών μοι δεῖξον, ἵλεων, Λόγε,
σὸν ὄμμα χρηστόν· παῦσον ἀλληλοφθόρους
σφαγάς, ἁλώσεις, δεσμίους, μάχας, στάσεις,
φυγάς, διώξεις, ἁρπαγάς, ποινάς, κρίσεις·
ᾤκτειρας, οἶδα, καὶ Νινευῒ τὴν πόλιν
καὶ λαὸν ἠλέησας ἡμαρτηκότα·
σὸν ποίμνιον γάρ, ὤνιον σῶν αἱμάτων.
σὴ μάνδρα κἀγώ, Χριστέ»· ταῦτα σὴ πόλις
βοᾷ· πόλιν σὴν μὴ παραβλέψῃ βλέπων
κακῶν ἀβύσσους· μέχρι γὰρ τίνος πόνοι;

~•~

τίνας ἂν εἴποι λόγους ὁ ἐν ἁγίοις βασιλεὺς κῦρ Νικηφόρος,
ἀποτεμνομένων τῶν εἰκόνων αὐτοῦ;

Ναί, κεφαλὴν ἀπέκερσεν ἐμὴν ξίφος, ἥρπασε δ’ ἀρχὴν
ἀνδροφόνῳ παλάμῃ κοίρανος ἐκ σκοτίης.

εἰς τί καὶ εἰκόσιν ὁ φθόνος, ἆ πάθος, † αἷσιν ἀνάσσειν †
κἂν Φάλαρίς τις ἐᾷ, κἂν Ἐχέτου μανίαι;

ἀλλά γ’ ἐμὰς στήλας τίς ἀϊστώσειε μεγαίρων·
εὐγενέτιν Κρήτην, Κύπρον ἀριπρεπέα,

Ταρσὸν ἀμαιμακέτην, Κιλίκων πτολίεθρα κλιθέντα
τείχεα τ’ Ἀντιόχου ἄστεά τ’ Ἀσσυρίων,

Πέρσας, Φοίνικας, Ἄραβας, ἔθνεα μυρία γαίης;
πάνθ’ ὑπόειξεν ἐμῷ δουρὶ κραδαινομένῳ.

τίς τάδε σιφλώσειεν; ἀνάσσετε, χαίρετε τοίχοις.
αὐτὰρ ἐγὼ χώραις καὶ κραδίαις γράφομαι.

~•~

Εἰς σπάθην κεκαλλωπισμένην.

Ἐχθροῖς σιδηρᾶ, τοῖς φίλοις χρυσῆ σπάθη.
Δεινὴ κατ᾽ ἐχθρῶν, τοῖς φίλοις καλὴ σπάθη.
Σπάθη τέμνουσα καρδίας αὐτῆς πλέον.
Σπάθη τὸ Ῥώμης δίστομον πάσης ξίφος.
Σπάθη τέμνουσα τῆς πολιτείας πάθη.

~.~ 

Το γενικό εισαγωγικό σημείωμα της Ανθολογίας

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ, 17.3.2021

*