*
Ήταν λίγο μετά τις τρεις, όταν μπήκε στην καφετέρια. Δεν είχε πολύ κόσμο τέτοια ώρα. Διάλεξε ένα από τα τραπέζια κοντά στη τζαμαρία. Νύσταζε πολύ. Είχε πάνω από έναν μήνα που δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια. Κοιμόταν για λίγο το χάραμα και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Παρ’ όλα αυτά δεν ήθελε να αλλάξει τη ρουτίνα της υπόλοιπης ημέρας. Πριν την καφετέρια είχε πάει στο σουπερμάρκετ. Είχε διαλέξει το ταμείο με τη μεγαλύτερη ουρά, για να έχει όσο γίνεται περισσότερο χρόνο να παρατηρήσει τους ανθρώπους που περίμεναν. Πριν από αυτόν ήταν μια γυναίκα γύρω στα σαρανταπέντε με σκουροκόκκινα μαλλιά. Κατά την προσφιλή του συνήθεια, άρχισε να φτιάχνει την ταυτότητά της. Ίσως τη λένε Μαίρη. Εργάζεται σε δημόσια υπηρεσία και πήγε στο σουπερμάρκετ μεσημέρι Παρασκευής για τα ψώνια της εβδομάδας. Έχει δύο παιδιά. Τα τρόφιμα για το πρωινό και το δεκατιανό στο καρότσι της ήταν πολλά για ένα παιδί και λίγα για τρία. Άραγε τι θα σκεφτόταν αν ήξερε ότι αυτός ήταν κατάσκοπος της καθημερινότητάς της;
Παρήγγειλε έναν εσπρέσο μέτριο. Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Αναστασία, η γραμματέας του εκδότη του. Πήρε να του θυμίσει την ομιλία του στο καφέ του εκδοτικού οίκου την επόμενη Τετάρτη. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του οίκου. Η τελευταία του συλλογή διηγημάτων είχε βγει την προηγούμενη χρονιά και είχε πάει πολύ καλά. Ήταν η τέταρτη συλλογή που είχε εκδώσει μέσα σε επτά χρόνια. Όχι κι άσχημα. Τον άλλο μήνα θα γινόταν τριανταεννέα. Νέος ακόμη ή και όχι τόσο πλέον.
Ένιωθε ότι είχε φτάσει στο τέλος ενός δρόμου. Δεν είχε άλλο. Οι μικρές ιστορίες σαν να μην μπορούσαν πλέον να στεγάσουν όλα όσα ήθελε να γράψει. Κάτι έμενε ακάλυπτο, ανείπωτο. Από καιρό τον πολιορκούσε η σκέψη της συγγραφής ενός μυθιστορήματος. Στην αρχή της καριέρας του το φοβόταν. Σαν να ήταν μια μάχη για την οποία δεν είχε ακόμη ούτε τα κατάλληλα όπλα ούτε το ανάλογο θάρρος. Τώρα όμως ίσως είχε έρθει η ώρα της αναμέτρησης.
Έβγαλε το σημειωματάριό του. Αποφάσισε ότι αυτή θα ήταν η αρχή της προετοιμασίας για αυτή τη μάχη. Έγραψε: «Παρασκευή, 15.29». Σκέφτηκε να το κάνει 30, αλλά μετά αποφάσισε να κρατήσει την ακρίβεια του 9. Σημαδιακός αριθμός, όπως αυτή η εκκρεμότητα του 9 στην ηλικία του. Θα άρχιζε τώρα αμέσως, το πρώτο του μυθιστόρημα.
Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον επισκέφθηκε η επιθυμία, η ανάγκη μάλλον της συγγραφής. Ήταν δέκα ετών περίπου και διάβαζε ένα εικονογραφημένο βιβλίο για την αργοναυτική εκστρατεία. Είχε θυμώσει που ο Ιάσονας έκλεψε το χρυσόμαλλο δέρας. Είχε καιρό που αυτό κειτόταν αναπαυτικά πάνω στη βελανιδιά, που έλαμπε στο πρωινό φως. Πάνω του φώλιαζαν πουλιά κι αυτό είχε αγκαλιάσει απαλά τα κλαδιά κι έβρισκε εκεί τη ζεστασιά του σώματος από όπου το είχαν βίαια αποκολλήσει. Έπαψε να είναι ανολοκλήρωτο, ελλιπές. Πόσο ήθελε να δώσει φωνή στη χρυσή προβιά! Μα δεν το έκανε. Θα το έκανε τώρα ίσως. Θα ξανάγραφε τη ζωή που δεν πήρε. Από κάπου πρέπει να αρχίζει κάποιος.
Ανέκαθεν οι ιστορίες έφταναν μέσα του με το ερωτηματικό της ακύρωσής τους. Δε σκότωσε τον Έκτορα ο Αχιλλέας αλλά ο Πάτροκλος∙ δεν έφτασε ποτέ ο Οδυσσέας στην Ιθάκη, αλλά έμεινε θεός στο νησί της Καλυψώς∙ ο Ρασκόλνικωφ δεν έκανε ποτέ τους δύο φόνους∙ η μαντάμ Μποβαρύ πέθανε σε βαθειά γεράματα από πλήξη∙ ο Ζορμπάς δεν έφυγε ποτέ από τον τόπο του. Μήπως ήρθε η ώρα οι ιστορίες να λοξοδρομήσουν; Να τις δέσει μία μία σα βαγόνια και να τις βάλει στις ράγες του δικού του μυθιστορήματος. Να τρυπώσει μέσα στις ιστορίες άλλων συγγραφέων, όπως εισβάλλει κάθε μέρα απαρατήρητος στις καθημερινές στιγμές αγνώστων που συναντά στον δρόμο, στο μετρό, στα μπαρ, στο φούρνο ή στο σουπερμάρκετ, να αρπάξει τις ζωές των χαρακτήρων και να τις κατευθύνει προς τα εκεί που θα του υποδείκνυε η επιθυμία του της στιγμής ή μάλλον προς τα εκεί που θα ήθελαν κι οι ίδιες, ίσως, να πάνε. Να επιστρέψει αυτός στους χαρακτήρες τις κλεμμένες από τους συγγραφείς επιλογές τους.
Θα άρχιζε από την αρχή, λοιπόν, από το χρυσόμαλλο δέρας. Όχι, πιο πριν. Το πριν ήταν δυο χρόνια πριν, όταν η αδελφή του, η Ηλέκτρα, ήρθε κλαίγοντας και του είπε «Ορέστη, είδα τη μαμά αγκαλιά με έναν άλλον άντρα, να τη φιλάει κι αυτή να κρέμεται από πάνω του». Κι αυτός της είπε: «λες ψέματα. Δεν ήταν η μαμά». Και μετά αυτή η σκηνή κάπου ξεχάστηκε σε ένα πατάρι που φύλαγαν τις ζωγραφιές τους από το δημοτικό. Αυτή ήταν η σωστή λύση. Να μείνει εκεί.
Από εκεί, λοιπόν, θα άρχιζε το μυθιστόρημα. Και μετά, ο Ορέστης θα έφευγε μακρινό ταξίδι και θα συναντούσε το χρυσόμαλλο δέρας. Θα το έβλεπε ικανοποιημένο πάνω στη βελανιδιά του και θα άκουγε την υπόκωφη παράκλησή του να το αφήσει εκεί. Ύστερα, ο χαρακτήρας του, θα ταξίδευε βορειότερα και θα έφτανε στη Ρωσία. Θα ήταν όμορφος, με ωραίο παράστημα και θα τον φλέρταραν οι γυναίκες. Μια μέρα θα συναντούσε την όμορφη Άννα Καρένινα μα την επόμενη μέρα θα έφευγε μακριά κι αυτή θα γερνούσε σιωπηλά μπροστά στο τζάκι δίπλα στον Καρένιν. Ίσως να αναρωτιόταν ώρες ώρες, έτσι για να χαράξει λίγο την πλήξη της, αν θα ήταν καλύτερα που έμεινε νωχελικά ξαπλωμένη στην πολυθρόνα της μπροστά στις φλόγες αντί να είχε ορμήσει μέσα σε αυτές και κάθε φορά θα την έπαιρνε ο ύπνος, πριν έρθει η απάντηση.
Ύστερα θα πήγαινε στο Παρίσι, θα ερωτευόταν τη Μαργαρίτα μα εκείνη θα τον άφηνε για έναν μεγαλύτερο άντρα και θα έκανε μαζί του παιδιά κι αυτός θα γύριζε παντού, σε όλο τον κόσμο και σε ένα μέρος δε θα είχε ποτέ την περιέργεια να πάει, στην Ιθάκη, στο σπίτι του.
Στο διπλανό τραπέζι κάθισε ένα ζευγάρι περίπου στην ηλικία του. Τα μαλλιά του άντρα είχαν αρχίσει να γκριζάρουν λίγο και του φάνηκαν κάπως αραιά στην κορυφή του κεφαλιού. Η γυναίκα ήταν ξανθή, αυτό το καλοκαιρινό ξανθό το ξασπρισμένο από τον ήλιο. Φώναξαν το γκαρσόνι για την παραγγελία. Εσπρέσο μέτριο, όπως αυτός, παρήγγειλε ο άντρας και καπουτσίνο με καστανή ζάχαρη η γυναίκα. «Πηνελόπη, πάρε τον μικρό να δεις αν πήγε στο φροντιστήριο», είπε ο άντρας.
Ανακάθισε στην καρέκλα του. Προσπάθησε να θυμηθεί πού ήταν ο χαρακτήρας του, σε ποια ιστορία ταξίδευε. Όλες οι ιστορίες είχαν ανοίξει τις πόρτες τους και μπαινόβγαιναν από εκεί τα πρόσωπα και οι σκηνές, τα χρόνια σέρνονταν στα πατώματα αθόρυβα σα σαύρες και τα λόγια πετούσαν απελευθερωμένα πάνω στα ταβάνια, από τη μια ιστορία στην άλλη.
Ξαφνικά, ήρθε στον νου του η γυναίκα μπροστά του στο ταμείο στο σουπερμάρκετ. Θα είχε φτάσει σπίτι της τώρα και θα έπινε ίσως καφέ, όπως κι εκείνος. Με αυτήν θα άρχιζε το μυθιστόρημά του. Από το σημείο μηδέν, το τώρα. Τελικά, τη βαφτίζει Μαίρη, όπως η μητέρα του μόνο που δεν έχει παιδιά ούτε θα αποκτήσει ποτέ. Αυτός δε θα γεννηθεί ποτέ.
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΤΣΑ
*
