Day: 23.07.2023

Το ταμείο

*

Ήταν λίγο μετά τις τρεις, όταν μπήκε στην καφετέρια. Δεν είχε πολύ κόσμο τέτοια ώρα. Διάλεξε ένα από τα τραπέζια κοντά στη τζαμαρία. Νύσταζε πολύ. Είχε πάνω από έναν μήνα που δεν μπορούσε να κοιμηθεί τα βράδια. Κοιμόταν για λίγο το χάραμα και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Παρ’ όλα αυτά δεν ήθελε να αλλάξει τη ρουτίνα της υπόλοιπης ημέρας. Πριν την καφετέρια είχε πάει στο σουπερμάρκετ. Είχε διαλέξει το ταμείο με τη μεγαλύτερη ουρά, για να έχει όσο γίνεται περισσότερο χρόνο να παρατηρήσει τους ανθρώπους που περίμεναν. Πριν από αυτόν ήταν μια γυναίκα γύρω στα σαρανταπέντε με σκουροκόκκινα μαλλιά. Κατά την προσφιλή του συνήθεια, άρχισε να φτιάχνει την ταυτότητά της. Ίσως τη λένε Μαίρη. Εργάζεται σε δημόσια υπηρεσία και πήγε στο σουπερμάρκετ μεσημέρι Παρασκευής για τα ψώνια της εβδομάδας. Έχει δύο παιδιά. Τα τρόφιμα για το πρωινό και το δεκατιανό στο καρότσι της ήταν πολλά για ένα παιδί και λίγα για τρία. Άραγε τι θα σκεφτόταν αν ήξερε ότι αυτός ήταν κατάσκοπος της καθημερινότητάς της;

Παρήγγειλε έναν εσπρέσο μέτριο. Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Αναστασία, η γραμματέας του εκδότη του. Πήρε να του θυμίσει την ομιλία του στο καφέ του εκδοτικού οίκου την επόμενη Τετάρτη. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του οίκου. Η τελευταία του συλλογή διηγημάτων είχε βγει την προηγούμενη χρονιά και είχε πάει πολύ καλά. Ήταν η τέταρτη συλλογή που είχε εκδώσει μέσα σε επτά χρόνια. Όχι κι άσχημα. Τον άλλο μήνα θα γινόταν τριανταεννέα. Νέος ακόμη ή και όχι τόσο πλέον.
Ένιωθε ότι είχε φτάσει στο τέλος ενός δρόμου. Δεν είχε άλλο. Οι μικρές ιστορίες σαν να μην μπορούσαν πλέον να στεγάσουν όλα όσα ήθελε να γράψει. Κάτι έμενε ακάλυπτο, ανείπωτο. Από καιρό τον πολιορκούσε η σκέψη της συγγραφής ενός μυθιστορήματος. Στην αρχή της καριέρας του το φοβόταν. Σαν να ήταν μια μάχη για την οποία δεν είχε ακόμη ούτε τα κατάλληλα όπλα ούτε το ανάλογο θάρρος. Τώρα όμως ίσως είχε έρθει η ώρα της αναμέτρησης.

Έβγαλε το σημειωματάριό του. Αποφάσισε ότι αυτή θα ήταν η αρχή της προετοιμασίας για αυτή τη μάχη. Έγραψε: «Παρασκευή, 15.29». Σκέφτηκε να το κάνει 30, αλλά μετά αποφάσισε να κρατήσει την ακρίβεια του 9. Σημαδιακός αριθμός, όπως αυτή η εκκρεμότητα του 9 στην ηλικία του. Θα άρχιζε τώρα αμέσως, το πρώτο του μυθιστόρημα.

Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον επισκέφθηκε η επιθυμία, η ανάγκη μάλλον της συγγραφής. Ήταν δέκα ετών περίπου και διάβαζε ένα εικονογραφημένο βιβλίο για την αργοναυτική εκστρατεία. Είχε θυμώσει που ο Ιάσονας έκλεψε το χρυσόμαλλο δέρας. Είχε καιρό που αυτό κειτόταν αναπαυτικά πάνω στη βελανιδιά, που έλαμπε στο πρωινό φως. Πάνω του φώλιαζαν πουλιά κι αυτό είχε αγκαλιάσει απαλά τα κλαδιά κι έβρισκε εκεί τη ζεστασιά του σώματος από όπου το είχαν βίαια αποκολλήσει. Έπαψε να είναι ανολοκλήρωτο, ελλιπές. Πόσο ήθελε να δώσει φωνή στη χρυσή προβιά! Μα δεν το έκανε. Θα το έκανε τώρα ίσως. Θα ξανάγραφε τη ζωή που δεν πήρε. Από κάπου πρέπει να αρχίζει κάποιος. (περισσότερα…)

Γιάννης Υφαντής, Φίλε

*

ΦΙΛΕ

Μακαρισμένε συ που αν δεν είσαι στα Νησιά μαζί με τον Σωκράτη, τον Ηρόδοτο, τον Όμηρο, που τόσο αγαπούσες
απολαμβάνεις σίγουρα την άπειρη γαλήνη αυτού που είναι Όλα και συνάμα είναι Τίποτε.
Αλλά εγώ έχω ανάγκη να μιλήσω κι ας μην έχεις την ανάγκη εσύ να σου μιλήσω όντας πλήρης μέσα στο αρχαίο κάλλος όπου έφτασες:

Θέλω να πω ευχαριστώ γι’ αυτό το σπίτι που σοφά επέλεξες τον τόπο να το χτίσεις
σοφά τον τρόπο να τον χτίσεις και σοφά
τα υλικά, τη διαρρύθμιση, τα πάντα.
Και βέβαια όχι δίπλα απ’ το δρόμο αλλά ούτε κι ένα μίλι μακριά.
Εκεί, ακριβώς στα 80, 100 περίπου μέτρα.

Και βέβαια το ’χτισες σε λόφο αλλά όχι υψηλόν όπου πηγαίνουν κεραυνοί για να κουρνιάσουν.
Να ’ναι σε λόφο χαμηλό που να ’χει στράγγιο πάντα κι ολοένα τα ρυάκια
τον παρακάμπτουν είτε κελαρύζουνε κυλώντας τον πολύμορφο καθρέφτη τους
είτε βουίζουν φουσκωμένα και θολά.

Και σταυροδρόμι να ’ναι αυτό ρευμάτων ώστε ουδέποτε να στέκονται κουνούπια κ’ η δροσιά να κατεβαίνει απ’ τα λαγκάδια που χωρίζουνε τους λόφους.
Και βέβαια το κάτω μέρος του σπιτιού να ’ναι χωμένο μες στο έδαφος του λόφου,
το πίσω μέρος του χωμένο για να έχει το ισόγειο δροσιά το καλοκαίρι και να έχει ζέστη το χειμώνα.
Δύο τα τζάκια του, το ένα στο ισόγειο και να ’ναι προς Βορράν, ενώ το άλλο
στον πρώτο όροφο και να ’ναι προς το Νότο.
Και βέβαια με πέτρα και με λάσπη, κεραμίδια και ξυλεία θαυμαστή.
Και πέτρινη αυλή και οι φραγμένοι του μπαχτσέδες.
Και η κληματαριά και τ’ άλλα δέντρα να ’ναι γύρω του τ’ ατίμητα στολίδια. Κ’ οι σκιές.
Και να ’ναι η πηγή κοντά και μακριά κάπου εκεί στα 80 μέτρα.
Δίπλα ο φούρνος του. Πιο πέρα η αποθήκη.

Και σε θυμήθηκα πατέρα εσένα που σε όλα ήσουν σοφός
–πάντοτε σε θυμάμαι και μιλώ μαζί σου, εννοώ,
μ’ αυτό το είδωλό σου πού ’χω μέσα μου–
σήμερα ιδιαιτέρως σε θυμήθηκα
γιατί ενώ η χώρα όλη βράζει μες στον καύσωνα
εγώ χάρη σ’ εσένα, «μπάρμπα Μήτσο», φίλε υπέροχε
χάρη σε σένα και μ’ αιτία τη σοφία σου
έχω το καταφύγιο τούτο της δροσιάς μακαρισμένε.

ΥΓ

Άντε να εξηγήσεις σε ηλίθιους τη σοφία τη δική σου
πώς όλα τα μελέτησε μ’ ακρίβειαν αυτή η φρόνησή σου
πως λάθος δεν ευρήκα στη ζωή σου εγώ ποτέ μου και ουδ’ εν
παρόλο που εσύ ποτέ σου δεν εσπούδασες το ζεν.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

*