ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Τρίπολη, 30 Οκτωβρίου 1896 – Πρέβεζα, 21 Ιουλίου 1928
~.~
του Δ. Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ
Στο παραλιακό καφενείο του Νιόνιου του Καλλίνικου ο «Ουράνιος Κήπος» το ρολόι έδειχνε 2 μ.μ.
«Καλώς τον κύριο Κώστα!» αναφώνησε ο καταστηματάρχης, βλέποντας τον νεαρό υπάλληλο της νομαρχίας που έμπαινε στο μαγαζί του.
Εκείνος αντιχαιρέτησε. Μα μην έχοντας διάθεση για κουβέντα, παρήγγειλε μια βυσσινάδα και βγήκε στο προαύλιο να καθίσει σ’ ένα απόμερο τραπεζάκι. Ο Καλλίνικος, ετοιμάζοντας την παραγγελία, σιγοκουβέντιαζε με τον Λισάτο – τον πορθμέα του τόπου εκείνου. Αυτός, σαν άλλος Χάροντας, πέρναγε απέναντι με την βάρκα του όσους πήγαιναν απ’ την Βρυσούλα στον Άγιο Σπυρίδωνα κι απ’ τον Άγιο Σπυρίδωνα στην Βρυσούλα.
Ο Λισάτος είχε κορμί τετράγωνο, γεροδεμένο κι ολόστητο, κεφάλι στρογγυλό και βαθιά κουρεμένο, στέρεη ματιά και ντόμπρα κουβέντα:
«Τι ’ναι τούτος, μωρέ Νιόνιο;» ρώτησε τον καφετζή, που εκείνη την ώρα έβαζε την βυσσινάδα στον δίσκο.
«Ο κύριος Κώστας;» είπε ο Καλλίνικος. «Εξαίρετος κύριος! Θα ’χει κάνα μήνα που ήρθε στην Πρέβεζα με το βαπόρι. Απ’ ό,τι λένε, δεν έχει πολλά-πολλά με κανέναν. Ο κουρέας, όμως, μου είπε προχτές πως είναι υπάλληλος της νομαρχίας. Κι ο Αναγνωστόπουλος – ξέρεις, αυτός με το οπλοπωλείο – άκουσε πως πριν έρθει εδώ είχε πάει για διακοπές στο Παρίσι… Ακούς, Λισάτο; Στο Παρίσι!»
Ο πορθμέας έξυσε με θαυμασμό την κεφάλα του.
«Στο Παρίσι, ε;» ψέλλισε. «Μα φαίνεται ο άνθρωπος, δεν φαίνεται; Κοίτα το κουστούμι του, φίνο πράμα! Γραβάτα, ψαθάκι, τι να λέμε τώρα… Πρωτευουσιάνος και γραμματιζούμενος, Νιόνιο! Θα κάτσει λίγο καιρό ’δω πέρα κι ύστερα θα τραβήξει μια μεταθεσούλα και τσουπ! στην Αθήνα πάλι. Αυτή είναι τύχη, ενώ εμάς θα μας φάνε οι ζέστες, οι υγρασίες κι οι πυρετοί!»
Ο Νιόνιος συμφώνησε, αναστενάζοντας βαθιά, και βγήκε στο προαύλιο για να σερβίρει τον πελάτη.
«Κύριε Καλλίνικε, μπορώ να έχω λίγο χαρτί κι ένα μολύβι;» είπε ο υπάλληλος της νομαρχίας, αφού ήπιε μια γουλιά απ’ την δροσερή βυσσινάδα που μόλις έφτασε.
«Άκου λέει, αμέσως κύριε Κώστα!» προθυμοποιήθηκε ο καφετζής.
Και πριν στρίψει να φύγει, ρώτησε διστακτικά:
«Θέλετε κάτι άλλο;»
«Αν σας βρίσκονται και τίποτα τσιγάρα…» είπε με κάποιο ύφος ενοχής ο νεαρός υπάλληλος.
*
Πέντε το απόγευμα. Κοντά στον Άγιο Σπυρίδωνα κόσμος αρκετός είναι μαζεμένος. Να, φτάνει τώρα κι η Χωροφυλακή. Φωτογραφίζουν τον νεκρό. Πάνω στο στήθος του, στο μέρος της καρδιάς, έχει έναν ματωμένο λεκέ – σαν παράσημο.
Ο Λισάτος παραμερίζει το πλήθος. Πλησιάζει το πτώμα δαγκώνοντας τα χείλη του.
«Ο κύριος Κώστας!» ψιθυρίζει έκπληκτος. «Τι του ήρθε του βλογημένου να σκοτωθεί! Κι ήτανε τόσο νέος, ο άμοιρος…»
Ένας χαμάλης φορτώνει το κουφάρι πάνω στο καρότσι του, λες κι είναι τσουβάλι. Ο κόσμος διαλύεται σιγά-σιγά. Φυσάει ελαφρά, κι οι ευκάλυπτοι γέρνουν τις κορφές τους σαν κεφάλια, λες και θέλουνε ν’ αφουγκραστούν τις κουβέντες των χωροφυλάκων.
«Το πιστόλι της αυτοκτονίας, το πήρες Καραγιώργη;»
«Μάλιστα, κύριε υπενωμοτάρχα!»
«Το σημείωμα που βρέθηκε στην τσέπη του αυτόχειρος ποιος το έχει;»
«Εγώ, κύριε υπενωμοτάρχα!» απαντάει ένας καχεκτικός δόκιμος χωροφύλακας.
«Για φέρτο ’δω, Λιάπη!»
«Αμέσως, κύριε υπενωμοτάρχα!» τσακίζεται να του το δώσει ο δόκιμος.
Ο κύριος υπενωμοτάρχης ακουμπά στον ευκάλυπτο και ξεδιπλώνει το χαρτί.
Συνοφρυωμένος διαβάζει, ακόμα μια φορά, το τελευταίο σημείωμα του Κωνσταντίνου Γεωργίου Καρυωτάκη: (περισσότερα…)
