Day: 17.07.2023

Ο σκηνοθετισμός αρρώστια του θεάτρου

*

Ζωηρή, κατατοπιστική και ερεθιστική η χθεσινοβραδινή συζήτηση του Δημήτρη Δημητριάδη με τον Μιχάλη Βιρβιδάκη εδώ στα Χανιά και στις «Νύχτες του Ιουλίου» για τη σημερινή θλιβερή κατάσταση του θεάτρου μας, και συγκεκριμένα για την πατέντα του σκηνοθετισμού, του λεγόμενου και «θεάτρου του σκηνοθέτη».

Την «ποιητική άδεια», δηλαδή, που έχουν δώσει κάποιοι στον εαυτό τους να μεταχειρίζονται τα κλασσικά κείμενα της παγκόσμιας δραματουργίας όπως τους αρέσει. Να τα ακρωτηριάζουν κατά το δοκούν, να τα νοθεύουν, να τα διαστρεβλώνουν, να τα παραμορφώνουν. Δεν χρειάζεται να δώσω παραδείγματα, ο Τύπος είναι γεμάτος τέτοια κάθε καλοκαίρι.

«Διαστροφή», «αρρώστια» αποκάλεσε το φαινόμενο ο διακεκριμένος φιλοξενούμενός μας. Και αναρωτήθηκε προς τι η στανική αυτή «επικαιροποίηση», υπό το πρόσχημα της οποίας γίνονται οι παρεμβάσεις, όταν γνώρισμα κεντρικό των κλασσικών κειμένων, από τους Τραγικούς ώς τον Ίψεν και τον Στρίντμπεργκ, είναι ακριβώς η διαρκής επικαιρότητά τους.

Οι δύο συνομιλητές ανέτρεξαν στην προϊστορία της τάσης αυτής, στον γερμανικό Μεταπόλεμο, και κατέδειξαν πώς σταδιακά το αίτημα της καινοτομίας μετέπεσε σε μανιέρα νεωτερομανιακή, με τις γνωστές συνέπειες. Και επισήμαναν επιπρόσθετα την ευθύνη του ίδιου του κοινού, που ενώ στο εξωτερικό συχνά πυκνά αντιδρά έντονα σε αυτούς τους εξωφρενισμούς, εδώ φαίνεται να αποδέχεται αδιαμαρτύρητα τα πάντα, υπό το χειροκρότημα των ΜΜΕ που δεν διστάζουν να διαφημίζουν και τη μεγαλύτερη εξαλλοσύνη ως ανανεωτική πρόταση.

ΚΚ

*

*

Μιὰ ἀστεία ἱστορία

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ἂς ποῦμε μιὰ εὔθυμη ἱστορία. Μιὰ ἱστορία κωμική, καλύτερα. Βέβαια ὅλες οἱ κωμικὲς ἱστορίες ἔχουνε καὶ τὴ σοβαρή, κάποτε τραγική τους ὄψη. Ἀλλ’ αὐτὴ εἶναι τέτοια μόνο γιὰ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς ἱστορίας. Ἐμεῖς σὲ τούτη τὴν περίπτωση δὲν εἴμαστε ‒εὐτυχῶς‒  παρὰ ἀκροατές. Ἂς ἐπωφεληθοῦμε, λοιπὸν κι ἂς διασκεδάσομε.

Ἀρχίζω. Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἤτανε σὲ κάποια ἐπαρχιακὴ πολιτεία μιὰ εὐτυχισμένη μικροαστικὴ οἰκογένεια. Εἶν’ ἀλήθεια πὼς τὸν τελευταῖο καιρὸ ὁ μπαμπὰς κι ἡ μαμὰ εἴχανε μιὰ νευρικότητα, γιατὶ ἡ μεγάλη κόρη ἤτανε πιὰ «σὲ ὥρα γάμου» κι ἔπρεπε νὰ γίνει ἡ «ἀποκατάστασή» της, ὅμως ἐλπίζανε πὼς δὲ θ’ ἀργοῦσε νὰ παρουσιαστεῖ ἡ «εὐκαιρία». Κι ἡ εὐκαιρία ἦρθε. Κάποιος γνωστὸς τῆς οἰκογενείας παρουσίασε ἕνα γαμπρὸ θαῦμα. Νέο, ἀπὸ καλὸ σπίτι, χαρακτήρα ἀψεγάδιαστο καί, τὸ σπουδαιότερο,  μ’ ἕνα ὁλόφωτο μέλλον μπροστά του. Ἀξιωματικὸς τῆς Ἀεροπορίας ‒ ἀνθυποσμηναγὸς γιὰ τὴν ἀκρίβεια‒ καὶ μαζὶ πτυχιοῦχος τῆς Νομικῆς.

Ὁ ἀγαθὸς μπαμπὰς  κι ἡ φιλόδοξη μαμὰ τὰ χάσανε ἀπὸ τὴ χαρά τους. Αὐτή, μάλιστα, ἤτανε τύχη! Βέβαια ὁ νέος ἤτανε ξένος, μὰ τί εἶχε νὰ κάμει στὴν ἐποχή μας! Θὰ φέρνουνταν κουτὰ ἂν ἀφήνανε νὰ φύγει μέσ’ ἀπὸ τὰ χέρια τους μιὰ τέτοια εὐκαιρία. Ρωτήσανε τὴν κόρη. Κι αὐτὴ ἔκλεισε τὰ μάτια, κι εἶδε τὸν ἑαυτό της κρεμασμένο σὲ κάποιο μπράτσο. Δὲν τὴν πολυενδιαφέρανε σὲ ποιόν ἀνῆκε, μιὰ καὶ στὴν ἄκρα τοῦ μανικιοῦ ἀστράφτανε τὰ χρυσὰ σειρίτια. Εἶδε τὸν ἑαυτό της ἀκόμη νὰ τρέχει μέσα σὲ ἰδιόκτητη κούρσα, ὅπου τὸ τιμόνι τὸ κρατοῦσε μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια. Βρέθηκε σὲ δεξιώσεις φορώντας τὴν πιὸ ὄμορφη τουαλέτα τῆς βραδιᾶς ἢ βρέθηκε καθισμένη γύρω στὸ τραπέζι τοῦ κουνκάν.  Τέλος πάντων ἔκαμε ἕνα πλῆθος ὄνειρα γύρω ἀπ’ ὅ,τι συνθέτει τὴ γεμάτη νόημα ζωὴ μιᾶς καθὼς πρέπει κυρίας στὸν τόπο μας.

Φυσικὰ ἡ ἀπάντηση ἦταν ἕνα ὁμόφωνο «Ναί». Κι ἔγινε ὁ ἀρραβώνας. Στὴν ἀρχὴ ὅλα πηγαίνανε παραπάνω ἀπὸ καλά.  Ὁ «μνηστήρας» ἦταν ἕνα θαυμάσιο παιδί. Ἡ μαμὰ δὲν ἔπαυε νὰ διαφημίζει τὶς χάρες του στὴ γειτονιὰ καὶ σ’ ὅλους τοὺς γνωστούς. Ἀκόμη καὶ στοὺς ἄγνωστους, σὰν τύχαινε ν’ ἀλλάξει μαζί τους δυὸ κουβέντες.

Ὥσπου, δὲν ξέρω πῶς, μαθεύτηκε κάποτε τὸ παραμύθι. Τὸ πτυχίο τῆς Νομικῆς ἦταν ἀνύπαρχτο.  Κι ὄχι μόνο αὐτό. Τὸ «παιδὶ» δὲν ἦταν ἀνθυποσμηναγὸς μὰ ἀρχισμηνίας. Μιὰ μικρὴ διαφορὰ στὸ σειρίτι, μιὰ λεπτομέρεια ποὺ δὲν τήνε γνωρίζουνε παρὰ οἱ μυημένοι, εἶχε ἐξαπατήσει καὶ τὸν ἴδιο τὸν προξενητή. Βέβαια, ὁ πραγματικὸς βαθμὸς βρίσκουνταν μόνο ἕνα σκαλοπάτι παρακάτω ἀπὸ κεῖνον ποὺ τοὺς εἴχανε πεῖ στὴν ἀρχή. Ἔλα ὅμως ποὺ αὐτὸ τὸ σκαλοπάτι ἤτανε τόσο ψηλὰ ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἐκατάφερνε σ’ ὅλη του τὴ σταδιοδρομία νὰ τ’ ἀνεβεῖ; Κι ἔτσι ὁ γεμάτος ὑποσχέσεις γιὰ τὸ μέλλον ἀξιωματικὸς καὶ πτυχιοῦχος, βγῆκε στὸ τέλος ἕνας κοινός, κοινότατος ὑπαξιωματικός. (περισσότερα…)