Δημήτρης Ε. Σολδάτος, Ο Φάνης

*

Τα Λευκαδίτικα διηγήματα (Fagotto books, 2016 και εμπλουτισμένη επανέκδοση 2017) είναι το μοναδικό βιβλίο με διηγήματα του Δημήτρη Ε. Σολδάτου ανάμεσα στις δεκαεπτά ποιητικές συλλογές που εξέδωσε στην διάρκεια σαράντα χρόνων. Η συνεργασία με το Νέο Πλανόδιον στην στήλη αυτή θα ξεκινήσει με κάποια από τα εκδομένα του διηγήματα (επιμελημένα εκ νέου) και θα συνεχιστεί με ανέκδοτο υλικό. Ο τίτλος της στήλης είναι παρμένος από μια κριτική του συγγραφέα Μιχάλη Μακρόπουλου για τα Λευκαδίτικα διηγήματα στις 28.6.2016 στον ιστοχώρο Bookpress (https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/6619-lekfaditikadiigimata-soldatos): «Ένα πνεύμα νοσταλγικό, παλιομοδίτικο ίσως, μα γνήσιο κι ανυπόκριτο, περασμένο στο χαρτί με ελληνικά που η ομορφιά και η καθαρότητά τους σπανίζουν πλέον».

~.~

Ο  ΦΑΝΗΣ

Βαμμένος κουμμουνιστής απ’ τα γεννοφάσκια του. Αγώνες, κυνηγητά, εξορίες… Δεν τον άφηκαν σε χλωρό κλαρί, άσπρη μέρα δεν είδε, γλυκό ψωμί δεν χόρτασε. Ακούει «καπιταλισμός» και «κατεβάζει καντήλια», ακούει «δεξιά» και στρέφει την κεφαλή του ζερβά.

Να σε πιάνει στο κουβεντολόι και σταματημό να μην έχει…

Κάθε τρεις λέξεις «ο άτιμος καπιταλισμός», κάθε τέσσερις «το γαμημένο ρουφιάνικο σύστημα».

Να σου λέει για το κόκκινο πουλόβερ που το ’στειλε ο αδερφός του απ’ την Αμερική και τονε σαλατιάσανε στο ξύλο οι μπασκίνες – οι χωροφύλακες – για να το βγάλει και του το κάμανε γνέμα, χειμώνα καιρό. Και τον κωλοσέρνανε στις λάσπες και του τρίβανε βουνιές στα μούτρα και τον κλωτσάγανε στ’ αχαμνά και τον φτύνανε μεσοστρατίς και του βρίζανε τ’ απαυτό της μάνας του και γελάγανε και βαράγανε κουμπουριές και τον αφήκανε να τρέξει μπροστά για να γλιτώσει κι ύστερα απολύσανε τα σκυλιά να τον προκάμουνε…

«Και σε προκάμανε, μωρέ Φάνη;» τον ρώταγες με προσποιητή αγωνία για την χιλιοειπωμένη ιστορία.

«Άμα με προκάνανε, ωρέ, πώς θα σ’ τα ’λεγα τώρα;» απάνταγε και τράνταζε το γέλιο του το τραμέντζο.

Σο’ ’δειχνε και το σημάδι στο κούτελο, ένα βαθούλωμα από κοπανιά. Κι άλλα σημάδια, διάσπαρτα παντού πάνω του – παλιά παράσημα κρεάτινης στολής, του ίδιου του δέρματός του.  Τον έρμο, τον Φάνη!

Είχε κι εκείνο το ύφος τ’ αλλοπαρμένο, λες και του σάλεψε το μυαλό απ’ το ξύλο, αν κι ήταν ολοφάνερο πως ο άνθρωπος αυτός ήταν ιδεολόγος. Μεταξωτή ψυχή, τυλιγμένη στο μπαλωμένο καραβόπανο του κορμιού του.

Τον υποληπτόμαστε όλοι, τον αγαπούσαμε δια μιας – και που τον βλέπαμε μόνον.

Δεν του κρατήσαμε κακία ούτε το ’87, όταν όλοι στο Ευρωμπάσκετ ήμαστ’ Ελλάδα – τι άλλο; – κι ο Φάνης Σοβιετική Ένωση! Πανηγυρίζαμε αγκαλιά – αριστεροί, δεξιοί – κι ο Φάνης κατασκασμένος μουρμούραγε μονάχος του: «Ωρέ, να λυγίσουν τα θηρία! Ωρέ, να γονατίσει η ρώσικη αρκούδα!»

*

Κάποιο σιρίπωμα τον συναπάντησα έξω απ’ το μαγαζάκι του Κωλομπούρη, μια χεσά δρόμο απ’ το κονάκι του. Σύρθηκε ως εκεί να κάμει το ψώνια του, γαντζωμένος σε δυο πατερίτσες. Πάει καιρός που δεν τον βαστάγανε τα ποδάρια του. Μ’ είδε και με χαιρέτησε. Έκατσε σ’ έναν όχτο κι ήταν ολοφάνερο πως ψόφαγε για κουβέντα.

Θ’ αρχίνιζε τις μισοφανταστικές ιστορίες του κι άντε πάλι τα ίδια: για την παντρειά του Αντώνη του Μπαλέρτα και της Γιαννούλας, παραδοσιακό χωριάτικο γάμο που άφησε εποχή, γιατί έγινε με άλογα και «ανταγωνισμό ταχύτητας» μεταξύ των καβαλάρηδων-συμπεθέρων, στον οποίο μάλιστα πρώτευσε ο πρώτος ξάδερφος του γαμπρού, δηλαδή ο ίδιος ο Φάνης, με μια κόκκινη φοράδα, κάνοντας υπερήφανους τους Νιχωρίτες κονσόλους που παρακολούθαγαν τους  διαγωνιζόμενους, Νιχωρίτες και Κατωχωρίτες, ν’ ανεβαίνουν στα Ριγάνια από την Βόλτα, ή θα μου ξανάλεγε πώς τον έκρυψε κάτω απ’ τις φουστάνες της η γριά Καουζάρω για να τον γλιτώσει, μικροπαίδι όταν ήτανε, απ’ τους καταδότες και μύριζε σαν μπακαλιάρος το πράμα της! Κι όπου δεν μπόρηγε να βρει την συνέχεια, να κομπιάσει το φανταστικό με το πραγματικό μέρος της ιστορίας, γύρευε τσιγάρο, φούμερνε και μονολογούσε: «Ωρέ, πράματα! Ωρέ πράματα…» μέχρι να του ҆ρθει η επιφοίτηση για την συνέχεια.

Πριν πιάσει το γαϊτανάκι απ’ την αρχή, για καλαμπούρι το περισσότερο, τον ρώτησα κάτι που δεκάδες φορές τον είχα ρωτήσει στο παρελθόν και η απάντησή του ήταν η αναμενόμενη: «Όχι, και πάλι όχι, τους παλιοκερατάδες! Και χίλιες φορές να έζηγα, όχι!» Αλλά ήταν ωραία η έκφραση που έπαιρνε όταν το έλεγε, και πέθαινα να την ματαϊδώ!

«Το λοιπόν, σύντροφε, αν ήμουν ο Θεός, που δεν πιστεύεις πως υπάρχει», τον ρώτησα, «αλλά ας πούμε πως υπάρχει, για να κάμουμε κουβέντα, κι έλεγα: Ρε, Φάνη, σου προτείνω μια συμφωνία. Θα σε ξανακάμω είκοσι χρονών παλληκαράκι, απαρνιέσαι τον κουμμουνισμό; Κι ακόμα καλύτερα, σου φέρνω πίσω και τον αδερφό σου που πέθανε στην Αμερική και δεν τον ματάειδες, γίνεσαι καπιτάλας;»

Ο Φάνης συγνέφιασε, έβλεπα κιόλας τις μακρινές αστραπές μέσα στο βλέμμα του κι άκουγα τους κεραυνούς να στριφογυρνούν, τυλιγμένους σε φασκιές φωτιάς, έτοιμους να εκσφενδονιστούν. Φανταζόμουν ήδη την ψιχάλα να ξεκολλάει απ’ τα βλέφαρά του, να ξεσπάει μπόρα και να γιομώζουν οι λάκκοι, να θολώνουν οι πηγές, να ξεχειλίζουν οι χείμαρροι, να κατρακυλούν τα ποτάμια και να παρασέρνουν σαν δέντρα ξεριζωμένα τα λόγια μου στο πέρασμά τους.

Με κοίταξε, όπως κοιτάζει ένα ζώο μισοξεκοιλιασμένο από αυτοκίνητο στην μέση του δρόμου. Η δριμιά μυρουδιά του αίματος άχνισε στα ρουθούνια μου. Και η φωνή του ακούστηκε σαν καμτσικιά σε γυμνή πλάτη που σκίζει δέρμα:

«Ναι, ρε, πούστη Θεέ, γίνομαι καπιτάλας! Κάμε με είκοσι χρονών, δώ’ μου πίσω τα ποδάρια μου, φέρε και τον αδερφό μου ζωντανό απ’ την Αμερική, και γίνομαι!»

Και λέγοντας αυτά, για πρώτη φορά στην ζωή μου, είδα τον Φάνη να κλαίει…

Η ψιχάλα που φανταζόμουν έφερε μπόρα και ξέσπασε, γιόμωσαν οι λάκκοι, θόλωσαν οι πηγές, ξεχείλισαν οι χείμαρροι, κατρακύλησαν τα ποτάμια και παρασέρνανε, σαν δέντρο ξεριζωμένο, κάθε ιδεολογία στο πέρασμά τους…

Έπιασα τον Φάνη απ’ τους ώμους και τον ταρακούνησα ελαφρά.

«Έλα, ρε Φάνη, μην κλαις, δεν είμαι ο Θεός, δεν χρειάζεται ν’ αποφασίσεις!»

Εκείνος σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού τα δάκρυά του.
«Δεν είσαι ο Θεός, ωρέ Μήτσο, αλλά κι εγώ είμ’ ένας σκατόγερος που σέρνει τα ποδάρια του! Είκοσι χρονώνε έπιανα την πέτρα και την έστυβα! Ας ερχόντανε τότενες ο Θεός να μο’ ’λεγε τέτοια, και θα τον έκανα κουμμουνιστή κι αυτόνε! Αλλά υπάρχει μαθές Θεός; Δεν υπάρχει! Αν υπήρχε Θεός, ωρέ, θ’ άφηνε να ’χει ο ένας πολλά κι ο άλλος λίγα; Θ’ άφηνε αυτουνούς που με σαλατιάσανε στο ξύλο να ’χουνε να μασήσ’νε και να φτύσ’νε κι εγώ να ’μαι για φτύσ’μο, π’ δεν ενόχλησα μπερμπήγκι;»

Και λέγοντας αυτά, ξανάπιασε τα μαγκούρια του – πατερίτσες δεν τις λες – και πήρε τον δρόμο σαν φίδι χτυπημένο από πέτρα που χάνεται στα χορτάρια…

*

Γυρνώντας – «γερνώντας» πήγα να γράψω – το βράδυ σπίτι, έπιασα το βιβλίο του Υφαντή Οι Μεταμορφώσεις του Μηδενός κι αναζήτησα το ποίημα που μου θύμισε η ιστορία:

ΓΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ
 
Ήταν ειλικρινής
συγκρατημένος
εύθυμος
αυτάρκης
δυνατός
γαλήνιος
θαυμάσιος.
Αυτός;
Δε λύγιζε ποτέ του όπως όλοι μας
στους 3 ή και στους 4 βαθμούς.
Όμως κι αυτός
λύγιζε στους 7 ή στους 8 ή έστω
στους 100.
Λύγιζε πάντως διάβολε κι αυτός.

( πρώτη δημοσίευση )

*

*