Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος Ι΄: Επιτάφιο Βασίλειου Β΄ Βουλγαροκτόνου – Νικόλαος Ειρηνικός

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Β΄ ΒΟΥΛΓΑΡΟΚΤΟΝΟΥ – ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ

Δύο αποδόσεις του Άρη Δικταίου

Παρουσιάζουμε σήμερα τις αποδόσεις δύο ιδιαίτερων βυζαντινών κειμένων του Άρη Δικταίου από την ανθολογία του της παγκόσμιας ποίησης, Σ᾽ ἀναζήτηση τοῦ ἀπόλυτου: Ἱστορικὴ Ἀνθολογία τῆς παγκοσμίου ποιήσεως, Ἀθήνα 1960. Γράφω για ιδιαίτερα κείμενα για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι πως και τα δύο ήταν την εποχή που τα διάβασε και τα απέδωσε ο Δικταίος σπάνια και γνωστά μόνον σε μια δράκα ιστορικών και βυζαντινολόγων. Και ο δεύτερος λόγος πως, ως εκ τούτου, φανερώνουν τον αξιοθαύμαστο ζήλο, την ευρύτατη παιδεία και την εξονυχιστική, σοβαρή και εξαντλητική έρευνα και μελέτη του ποιητή Άρη Δικταίου ώστε να καταφέρει να παραδώσει σε μια ανθολογία παγκόσμιας ποίησης (ας μην ξεχνιόμαστε!) ξεχωριστά και μοναδικά κείμενα της βυζαντινής ποιητικής δημιουργίας (όπως αυτά που δημοσιεύουμε σήμερα). Οπότε αυτή η δημοσίευση ας αποτελέσει κι εκ μέρους μου έναν δίκαιο –αν κι ελάχιστο– φόρο τιμής στον ποιητή και μεταφραστή Άρη Δικταίο, που ειδικά σε ό,τι αφορά τη βυζαντινή ποίηση, εν πρώτοις την αξιολογεί ως μια ιδιαίτερη ενότητα προς παρουσίαση εντός του ελληνικού λόγου, μα και επειδή διαλέγει και παρουσιάζει στους ανγνώστες της εποχής του μιαν αρμαθιά άγνωστα ως επί το πλείστον ποιήματα, ώστε να καταδείξει εμφανέστερα το ενδεχόμενο εύρος και την ποικιλία της.

Το πρώτο κείμενο είναι ένα επιτάφιο επίγραμμα από τον τάφο του Βασίλειου Β΄ που σώζεται σε διάφορες παραλλαγές, από χειρόγραφους κώδικες όμως μόνον. Η απόδοση του Δικταίου θεωρώ ότι μάλλον ακολουθεί την δημοσίευση του Ι. Σακκελίωνος στον Παρνασσό, τ. 11, 1888.

Το δεύτερο έργο είναι πράγματι ελάχιστα γνωστό (πολλώ δε μάλλον την εποχή της απόδοσής του), καθώς αφορά σε έναν παντελώς άγνωστο άλλοθεν συγγραφέα αφενός και αφετέρου έχει δημοσιευτεί στο έργο του Heisenberg, Aus Geschichte und Literatur der Paläologenzeit, Μόναχο 1920. Ο συγγραφέας, Νικόλαος Ειρηνικός, πρέπει να έζησε στη Νίκαια κατά το πρώτο μισό του 13ου αιώνα. Πρόκειται για ένα επιθαλάμιο τραγούδι για τους γάμους της –φυσικής, δηλονότι νόθας, παρότι αναγνωρισμένης νομίμως από τον πατέρα της– θυγατέρας του Φρειδερίκου Β΄ (Χοεστάουφεν ή Ωτβίλ ή Αλταβίλα) Κωνστάντζας-Κωσταντίας (που ονομάστηκε Άννα για τον ορθόδοξο γάμο) με τον αυτοκράτορα της Νικαίας Ιωάννη Γ΄Δούκα Βατάτζη. Ας σημειωθούν υπαινικτικά μόνον τα εξής ιστορικά στοιχεία. Αυτός ήταν ο δεύτερος γάμος του Ιωάννη Βατάτζη, ο οποίος είχε από τον πρώτο γάμο του αποκτήσει γιο που τον διαδέχτηκε στον θρόνο, τον περίφημο Θεόδωρο Β΄ Λασκάρι. Η Άννα ήταν μόλις 14 ετών όταν προσήλθε εις γάμου κοινωνίαν μετά του αυτοκράτορος, ο οποίος φαίνεται ότι προτίμησε τα κάλλη της γκουβερνάντας της από την παιδούλα, σύμφωνα με τον Γεώργιο Ακροπολίτη και τον Παχυμέρη, όπου μπορεί να ανατρέξει κανείς και για περισσότερες λεπτομέρειες για την κατάσταση που επικρατούσε στο παλάτι. Η δε Κωστάντζα ήταν ένας από τους καρπούς της –πλέον ηδείας και σταθερής, όπως όλα δείχνουν– ένωσης, παρά τους τρεις γάμους και τις τόσες και τόσες μη νόμιμες σχέσεις του, του Φρειδερίκου, “του θαύματος της οικουμένης” με την ερωμένη του Μπιάνκα Λάντσια. Για τον ίδιο τον Φρειδερίκο Β΄, τον βίο, την πολιτεία του, την πολύπλευρη πολιτική του, σε Ανατολή και Δύση, το πολιτιστικό και παιδευτικό του έργο στη Νότια Ιταλία και στη Σικελία (τη λατρεία του για τη Σικελία), έχουν ήδη γραφεί τόμοι και τόμοι.

~•~

Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος

Ἀπὸ τοὺς πιὸ παλιούς μου βασιλιάδες,
ἄλλοι, ἄλλους τόπους νὰ ταφοῦνε, ὁρίσαν.
Ἐγὼ ὅμως, ὁ Βασίλειος, τῆς πορφύρας γόνος,
κείτομαι ἐδῶ, σὲ μνῆμα ποὺ στὸν τόπο
τοῦ ἑβδόμου χιλιομέτρου εἶναι, κ’ ἐκεῖ
ἀπὸ ἀμέτρητους μόχθους ξαποστάζω,
ποὺ μὲ χαρὰ στὶς μάχες τοὺς δεχόμουν
καὶ τοὺς ὑπόμενα, γιατί, κανένας
τὸ δόρυ μου δὲν εἶδε νὰ ἡσυχάζει,
τῶν Οὐρανῶν ὁ Βασιλέας ἀπ᾽ ὅταν
μ᾽ ἔστεψεν Αὐτοκράτορα καὶ μένα
Βασιλιᾶ ἐδῶ στὴ γῆ. Μ᾽ ἄγρυπνος πάντα
σ᾽ ὁλόκληρη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μου,
προστάτευα τῆς Νέας Ρώμης τοὺς γόνους,
πότε στὴ Δύση πολεμώντας, πότε
στὴν μακρινὴν Ἀνατολή, ὣς ποὺ φτάνουν
τὰ σύνορα τῆς χώρας. Μάρτυρές μου
σ᾽ αὐτὸ Πέρσες καὶ Σκύθες, Ἰσμαηλίτες,
Ἀβασγοί, Ἴβηρες κι Ἄραβες ἀκόμη.
Περαστικέ, τὸν τάφο μου θωρώντας,
τοὺς μόχθους μου ἂς ἀμείβει ἡ προσευχή σου!

~•~

[Στίχοι ἐπιτάφιοι εἰς τὸν τάφον κυροῦ
Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου καὶ βασιλέως]

ἄλλοι μὲν ἄλλῃ τῶν πάλαι βασιλέων
αὑτοῖς προαφώρισαν εἰς ταφὴν τόπους,
ἐγὼ δὲ Βασίλειος, πορφύρας γόνος,
ἵστημι τύμβον ἐν τόπῳ γῆς Ἑβδόμου
καὶ σαββατίζω τῶν ἀμετρήτων πόνων
οὓς ἐν μάχαις ἔστεργον, οὓς ἐκαρτέρουν·
οὐ γάρ τις εἶδεν ἠρεμοῦν ἐμὸν δόρυ,
ἀφ’ οὗ βασιλεὺς οὐρανῶν κέκληκέ με
αὐτοκράτορα γῆς, μέγαν βασιλέα·
ἀλλ’ ἀγρυπνῶν ἅπαντα τὸν ζωῆς χρόνον
Ῥώμης τὰ τέκνα τῆς Νέας ἐρυόμην
ὁτὲ στρατεύων ἀνδρικῶς πρὸς ἑσπέραν,
ὁτὲ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ὅρους τοὺς τῆς ἕω,
ἱστῶν τρόπαια πανταχοῦ γῆς μυρία·
καὶ μαρτυροῦσι τοῦτο Πέρσαι καὶ Σκύθαι,
σὺν οἷς Ἀβασγός, Ἰσμαήλ, Ἄραψ, Ἴβηρ·
καὶ νῦν ὁρῶν, ἄνθρωπε, τόνδε τὸν τάφον
εὐχαῖς ἀμείβου τὰς ἐμὰς στρατηγίας.

~•~•~

*

*

Νικόλαος Εἰρηνικὸς

Εἰς μνηστείαν καὶ γάμους Κωστάντζης
θυγατρὸς αὐτοκράτορος Φρειδερίκου Β΄

μετὰ Ἰωάννου Γ΄ Δούκα Βατάτζη

1.

Τὴ λυγερὴ κυπάρισσο, κισσὸς τὴν ἀγκαλιάζει:
ἡ ρήγισσα κυπάρισσος, κισσὸς ὁ βασιλιᾶς μου,
ποὺ στὸν παράδεισο τῆς γῆς θάλλει ὄμορφα κι ἀξαίνει
κι ὅλα τὰ βλέπει καὶ γοργὰ ἁπλώνεται γύρω-γύρω,
πλέκεται καὶ συστρέφεται καὶ δυνατὰ ἀγκαλιάζει
κ᾽ ἔθνος καὶ χῶρες καὶ φυλὲς σὰ νά ᾽τὸν ἕνα δέντρο.
Τὴ λυγερὴ κυπάρισσο, κισσὸς τὴν ἀγκαλιάζει:
ἡ ρήγισσα κυπάρισσος, κισσὸς ὁ βασιλιᾶς μου.

Τὴ λυγερὴ κυπάρισσο, κισσὸς τὴν ἀγκαλιάζει:
ἡ ρήγισσα κυπάρισσος, κισσὸς ὁ βασιλιᾶς μου.
Στὸ δέντρο ἄρχισε σήμερα νὰ πλέκει τὰ δεσμά του,
μ᾽ αὔριο θὰ δείξει φανερὰ τὴν ὀμορφιά του ἀκέρια,
ποὺ θὰ τὴν πάρει σὰ γαμπρὸς καὶ θὰ τὴν ἀγκαλιάσει
καὶ θὰ τῆς λύσει τὰ μαλλιὰ καὶ θὰ τῆς πάρει τ᾽ ἄνθος.
Τὴ λυγερὴ κυπάρισσο, κισσὸς τὴν ἀγκαλιάζει:
ἡ ρήγισσα κυπάρισσος, κισσὸς ὁ βασιλιᾶς μου.

Τὴ λυγερὴ κυπάρισσο, κισσὸς τὴν ἀγκαλιάζει:
ἡ ρήγισσα κυπάρισσος, κισσὸς ὁ βασιλιᾶς μου.
Δρέψε κλαδάκια ἀπὸ κισσό, τοῦ βασιλιᾶ τοὺς ἄθλους,
στεφάνωσε τὴν κόμη σου κ᾽ ἐσὺ ρωμαίικο γένος,
καὶ χόρευε μαζὶ μ᾽ αὐτούς, σκίρτα κ᾽ ἐσὺ μαζί τους
κ᾽ ἕνα τραγούδι νυφικὸ στοὺς βασιλιάδες πλέξε:
Τὴ λυγερὴ κυπάρισσο, κισσὸς τὴν ἀγκαλιάζει:
ἡ ρήγισσα κυπάρισσος, κισσὸς ὁ βασιλιᾶς μου.

2.

Πῶς τὸν μαγνήτη ὁ σίδηρος, ποθεῖ ὁ γαμπρὸς τὴ νύφη,
ὁ δυνατὸς ἀρχόντισσα, τὴν ἐκλεχτή του ὁ Δούκας
κι ὁ ἀνίκητος στὸν πόλεμο τὸ τρυφερὸ κοράσι.
Τὸν σιδερένιο θώρακα γδύθηκε ἀπ᾽ τὸ κορμί του
κ᾽ ἔβαλε τὴ γαμπριάτικη, χρυσάνθινη πορφύρα,
γιατὶ οἱ πολέμοι πέρασαν κι ἀγάπης καιρὸς ἦρθε.
Πῶς τὸν μαγνήτη ὁ σίδηρος, ποθεῖ ὁ γαμπρὸς τὴ νύφη,
ὁ δυνατὸς ἀρχόντισσα, τὴν ἐκλεχτή του ὁ Δούκας.

Πῶς τὸν μαγνήτη ὁ σίδηρος, ποθεῖ ὁ γαμπρὸς τὴ νύφη,
ὁ δυνατὸς ἀρχόντισσα, τὴν ἐκλεχτή του ὁ Δούκας.
Ποιός σιδερένια ἔχει καρδιά, ποιός ἔχει πέτρα γνώμη,
νὰ μὴ γελάσει χαρωπά, ψηλὰ νὰ μὴ σκιρτήσει,
νὰ μὴ θαυμάσει τίς γενιὲς ποὺ γίνονται ἕνα τώρα,
τὸν κόσμο ἕνα νὰ κάνουνε κ᾽ ἡ ὁμόνοια σ᾽ ὅλους νά ᾽ρθει;
Πῶς τὸν μαγνήτη ὁ σίδηρος, ποθεῖ ὁ γαμπρὸς τὴ νύφη,
ὁ δυνατὸς ἀρχόντισσα, τὴν ἐκλεχτή του ὁ Δούκας.

Πῶς τὸν μαγνήτη ὁ σίδηρος, ποθεῖ ὁ γαμπρὸς τὴ νύφη,
ὁ δυνατὸς ἀρχόντισσα, τὴν ἐκλεχτή του ὁ Δούκας.
Χαίρου, δαφνάκι καὶ κισσέ, κληματαριὰ καὶ κέδρε,
χαίρου, σμαράγδι, μάλαμα, φῶς καὶ λυχνάρι, χαίρου,
μαργαριτάρι, στέφανε, χαίρου, ὀμορφιὰ καὶ ρώμη,
χαίρου λιθάρι, σίδερο, ποὺ τώρα σᾶς ὑμνοῦμε.
Πῶς τὸν μαγνήτη ὁ σίδηρος, ποθεῖ ὁ γαμπρὸς τὴ νύφη,
ὁ δυνατὸς ἀρχόντισσα, τὴν ἐκλεχτή του ὁ Δούκας.

3.

Διαλύσου, νέφος! Σύννεφο, γιατί τὸ φῶς μᾶς κρύβεις;
Γιατί τὸ φῶς του φεγγαριοῦ κρατᾶς φυλακισμένο;
Γιατί δυὸ φῶτα ἀστραφτερά, δυὸ φῶτα ἔτσι μεγάλα,
ποὺ μὲ τὸ φῶς του κάλλους των ὅλους μας ἐγιομίσαν,
κρατᾶς κλειστὰ στὴ φυλακὴ καὶ σκέπεις καὶ φυλάσσεις;
Ἥλιε, βασιλιᾶ γίγαντα κι ἀκούραστε φωστῆρα,
Μάτι τοῦ κόσμου ὁλάκερου καὶ τῶν ρωμιῶν λυχνάρι,
ἀνάτειλε πιά, ἀνάτειλε! Γιατί βραδαίνεις τόσο;

4.

Χαῖρε, ἥλιε μας, ὁπού ᾽λαμψες, χαῖρε, ἥλιε μας, ποὺ ἐφάνης!
Ποτέ σου πιὰ νὰ μὴν κρυφτεῖς, ποτὲ μὴ βασιλέψεις,
γιατί μαζί σου ἀνάτειλε τῆς εὐτυχιᾶς ἡ μέρα,
καὶ μετὰ σὲ φωτίστηκεν ἡ ρωμιοσύνη ἀκέρια!

~•~

Τοῦ λογιωτάτου χαρτοφύλακος κυροῦ Νικολάου τοῦ Εἰρηνικοῦ τετράστιχα εἰς τὸν ἀρραβῶνα τῶν εὐσεβεστάτων καὶ ἐκ θεοῦ ἐστεμμένων μεγάλων βασιλέων Ἰωάννου τοῦ Δούκα καὶ Ἄννης τῆς εὐγενεστάτης αὐγούστης, ἄνευ τῶν δύο πρώτων στίχων τοῦ καταλέγματος, οἷς καὶ τὰ τέλη ὅμοια.

Εἰς εὐφυῆ κυπάριττον κιττὸς συνανατρέχει,
ἡ βασιλὶς κυπάριττος, κιττὸς ὁ βασιλεύς μου,
ὁ παραδείσου κοσμικοῦ μέσον ὡραίως θάλλων
καὶ πάντα θέων καὶ κυκλῶν ἐν εὐλυγίστοις δρόμοις
καὶ συλλαμβάνων εὐφυῶς καὶ στρέφων καὶ συμπλέκων
ἔθνος καὶ χώρας καὶ φυλᾶς καὶ πόλεις ὥς(περ) δένδρον.
εἰς εὐφυῆ κυπάριττον κιττὸς συνανατρέχει,
ἡ βασιλὶς κυπάριττος, κιττὸς ὁ βασιλεύς μου.

Ὅμοιοι.
Εἰς εὐφυῆ κυπάριττον κιττὸς συνανατρέχει,
ἡ βασιλὶς κυπάριττος, κιττὸς ὁ βασιλεύς μου.
Ἤρξατο πλέκειν τοὺς δεσμοὺς σήμερον εἰς τὸ δένδρον,
αὔριον δείξει φανερὰν πᾶσαν αὐτοῦ τὴν χάριν
καὶ περιλάβῃ νυμφικῶς καὶ συγκαταδεσμήσει
καὶ καταστρέψει κορυφὴν καὶ τὸ πλοκάμων ἄνθος.
Εἰς εὐφυῆ κυπάριττον κιττὸς συνανατρέχει,
ἡ βασιλὶς κυπάριττος, κιττὸς ὁ βασιλεύς μου.

Εἰς εὐφυῆ κυπάριττον κιττὸς συνανατρέχει,
ἡ βασιλὶς κυπάριττος, κιττὸς ὁ βασιλεύς μου.
Δρέπου κλαδίσκους ἐκ κιττοῦ, τοὺς βασιλέως ἄθλους,
στέφου καὶ σὺ τὴν κεφαλήν, γένος Ῥωμαίων, στέφου
καὶ μετὰ τούτων χόρευε καὶ μετὰ τούτων σκίρτα
καὶ νυμφικὸν μελώδημα πλέκε τοῖς βασιλεῦσιν.
Εἰς εὐφυῆ κυπάριττον κιττὸς συνανατρέχει,
ἡ βασιλὶς κυπάριττος, κιττὸς ὁ βασιλεύς μου.

Ἕτεροι εἰς τὸ αὐτό.
Φιλεῖ μαγνῆτιν σίδηρος, τὴν νύμφην ὁ νυμφίος,
ὁ κραταιὸς τὴν εὐγενῆ, τὴν ἐκλεκτὴν ὁ Δούκας.
Ὁ πρὸς πολέμους ἀτειρὴς τὴν ἁπαλὴν νεᾶνιν.
Τὸν σιδηροῦν καὶ τὸν στρεπτὸν ἀπέθετο χιτῶνα
καὶ νυμφικὴν στολίζεται καὶ χρυσανθῆ πορφύραν,
καιρὸς καὶ γὰρ φιλότητος, οὐ μάχης, οὐ πολέμου.
Φιλεῖ μαγνῆτιν σίδηρος, τὴν νύμφην ὁ νυμφίος,
ὁ κραταιὸς τὴν εὐγενῆ, τὴν ἐκλεκτὴν ὁ Δούκας.

Φιλεῖ μαγνῆτιν σίδηρος, τὴν νύμφην ὁ νυμφίος,
ὁ κραταιὸς τὴν εὐγενῆ, τὴν ἐκλεκτὴν ὁ Δούκας.
Τίς σιδηροῦς γοὺν καὶ σκληρὸς τὴν γνώμην, τὴν καρδίαν,
ὀς οὐ γελάσει χαροπόν, ὀς οὐ σκιρτήσει μέγα,
ὅς οὐ θαυμάσει τὰς ἀρχὰς τὰς νῦν συναπτομένας
εἰς κόσμου μίαν ἁρμογήν, εἰς συνοχὴν τῶν πάντων;
Φιλεῖ μαγνῆτιν σίδηρος, τὴν νύμφην ὁ νυμφίος,
ὁ κραταιὸς τὴν εὐγενῆ, τὴν ἐκλεκτὴν ὁ Δούκας.

Φιλεῖ μαγνῆτιν σίδηρος, τὴν νύμφην ὁ νυμφίος,
ὁ κραταιὸς τὴν εὐγενῆ, τὴν ἐκλεκτὴν ὁ Δούκας.
Χαίρετε δάφνη καὶ κιττέ, χαίρετε, κέδρε, κλῆμα,
χαίρετε, σμάραγδε, χρυσέ, χαίρετε, κράτος, κάλλος,
χαίρετε, λίθε, σίδηρε, πρὸς οὓς διαβοῶμεν·
Φιλεῖ μαγνῆτιν σίδηρος, τὴν νύμφην ὁ νυμφίος,
ὁ κραταιὸς τὴν εὐγενῆ, τὴν ἐκλεκτὴν ὁ Δούκας.

Ἕτεροι, ὅτε ἐλθὼν ὁ βασιλεὺς εἰς τὰ ἀνάκτορα
εἰσέρχεται ἐντὸς τοῦ βήλου καὶ ἀνακαλυπτομένου
πάλιν φαίνεται τῷ λαῷ.
Τμήθητι, νέφος, τμήθητι, τί τὸν φωσφόρον κρύπτεις;
Τί τῆς σελήνης τὴν αὐγὴν ἔνδον ἐνθαλαμεύεις;
Τί τοὺς φωστῆρας τοὺς λαμπρούς, τοὺς δύο τοὺς μεγάλους,
τοὺς πάντας καταυγάσαντας μαρμαρυγαῖς χαρίτων
ἔνδον συνέχεις καὶ φρουρεῖς καὶ στέγεις καὶ συγκλείεις;
Ἥλιε γίγα βασιλεῦ, ἀκάματε φωσφόρε,
τῆς οἰκουμένης ὀφθαλμὲ καὶ τῶν Ρωμαίων λύχνε,
ἀνάτειλον, ἀνάτειλον, τί τοῦ λοιποῦ βραδύνεις;
Χαῖρε, φωστήρ, ἐξέλαμψας, χαῖρε, φωστήρ, ἐφάνης,
καὶ μὴ σβεσθείης μηδαμῶς, μηδέποτε κρυβείης,
ἐξ οὗ λαμπρὰν κατείδομεν ἡμέραν εὐκληρίας,
ἐξ οὗ κατεφωτίσθημεν τὸ γένος τῶν Ρωμαίων.

~.~ 

Το γενικό εισαγωγικό σημείωμα της Ανθολογίας

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ, 17.3.2021

*