*
της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
Τo απόσπασμα είναι από το Β΄ μέρος του ανέκδοτου βιβλίου Η Ελισάβετ της Κρήτης. Πιεσμένη από τους Χιλλ, ύστερα από όσα μεσολάβησαν στην Αθήνα, η Ελισάβετ επιστρέφει ακούσια στα Χανιά, ως ξένο σώμα, όπως πιστεύει· κι αμέσως προσπαθεί να ενταχθεί στην υψηλή κοινωνία της πόλης.
~ . ~
Ντυμένος ευρωπαϊκά, όπως πάντα, και φορώντας με χάρη το τούρκικο φέσι την περίμενε με ανυπομονησία στην κουνιστή πολυθρόνα. Πότε πότε σηκωνόταν να δει από το παράθυρο μήπως έρχεται. Του είχε πει ότι το σπίτι της γειτόνευε με την επισκοπή, με τα πόδια θα ερχόταν· το Διοικητήριο είναι σχετικά κοντά.
Κι όμως καθυστερούσε· προσπαθούσε μέσα του να τη δικαιολογήσει κι απέρριπτε την πιθανότητα να μην έλθει. Η νευρικότητα σκίασε το πρόσωπό του· ο υπηρέτης του θέλησε να τον ηρεμήσει και του έφερε γεμάτο τον ναργιλέ. Τον άναψε και του έδωσε το μαρκούτσι. Εκείνος το έφερε αργά στα χείλη του κι άρχισε να ρουφάει. Αφοσιωμένος στην ευχαρίστηση του καπνίσματος, η αδημονία του έσβηνε σιγά σιγά.
Μετά από ώρα άκουσε την πόρτα να κτυπά, είδε τον υπηρέτη να τη μισανοίγει· «ήλθε» του είπε. Ο Βελής άφησε το μαρκούσι και σηκώθηκε, καθώς η Ελισάβετ εισερχόταν στο μεγάλο γραφείο· εξαϋλωμένος ο πασάς στο θολό σύννεφο του δωματίου, «σας περιμένω πολλή ώρα» της είπε και την καλωσόρισε θερμά. Εκείνη, ελαφρά ζαλισμένη από την έντονη μυρωδιά που έβγαζε το πλούσιο χαρμάνι, απάντησε:
— Εξοχότατε, ζητώ ταπεινά να με συγχωρέσετε για την καθυστέρηση, δεν ήταν ηθελημένη. Θα σας εξηγήσω.
Την άκουσε να μιλεί κάπως πνιγμένα και χαμηλόφωνα. Κατάλαβε ότι την είχε πειράξει ο ναργιλές του. Κάλεσε τον υπηρέτη να ανοίξει τα παράθυρα και να πάρει τον ναργιλέ· βγήκαν στο μπαλκόνι, ώσπου να αεριστεί ο χώρος. Η Ελισάβετ ανέπνευσε βαθιά κι άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί στη θάλασσα.
— Ας καθήσουμε για λίγο εδώ, έχει ήλιο ζεστό σήμερα, της είπε και της έδειξε τις πολυθρόνες.
— Τι ωραίο μπαλκόνι! Δική σας η θάλασσα, δική σας και η πόλη, που ξανοίγεται πίσω, κάτω από τα πόδια σας, του είπε με θαυμασμό, υποκρύπτοντας τα υπονοούμενα των λέξεων.
— Αυτή την πόλη θέλω να την μεταμορφώσω σε ευρωπαϊκή… και τότε θα νιώσω ότι είναι δική μου…
— Η πόλη είναι και δική μου και θα σας βοηθήσω, αν πιστεύετε ότι μπορώ.
— Η ζωή στο Παρίσι μ’ έχει αλλάξει, αγαπητή μου Ελισάβετ. Τα λίγα χρόνια που έζησα εκεί φρόντισα να μάθω πολλά και επιθυμώ να τα κάνω πράξη εδώ.
— Οι τόποι που ζούμε μάς αλλάζουν, εξοχότατε. Κι εγώ άλλη θα ήμουν, αν η προσφυγιά δεν με είχε οδηγήσει πρώτα στην Ερμούπολη, μετά στην Αθήνα. Μια απλή νοικοκυρούλα στον Αλικιανό θα ήμουν, αν ήμουν τυχερή και δεν με άρπαζαν για κάποιο χαρέμι σας…
Ο Βελής ένιωσε το κάρφωμα στην καρδιά του, το μυαλό του πήγε στη Γαλλιδούλα του χαρεμιού του, που ’χε φέρει από το Παρίσι· δάγκωσε ελαφρά τα χείλη του και είπε:
— Τώρα όμως είσθε μια γυναίκα, που εγώ όμοια δεν έχω συναντήσει σε τούτον τον τόπο… και σας θέλω δίπλα μου… Γιατί όμως επιστρέψατε εδώ;
Ήταν η σειρά της να νιώσει το κάρφωμα στην καρδιά. Ασφαλώς και δεν θα του έλεγε την αλήθεια· όχι, δεν ντρέπεται για τον Πέτρο, αλλά τα αυστηρώς προσωπικά της θέματα δεν αφορούν κανένα και πολύ περισσότερο τον γενικό διοικητή. Η απάντησή της δεν φανέρωνε καμιά απολύτως υποκρισία.
— Δεν επέστρεψα. Κατέβηκα για λίγο και μόνο γιατί μου το ζήτησε η μητέρα μου, αφού ο αδελφός μου σπουδάζει ακόμη στο Κολέγιο της Μάλτας· πρέπει να ξεκαθαρίσομε την εκκρεμότητα με τα κτήματά μας, κάποια τα καρπώνουνται ξένοι· θα μείνω όσο χρειαστεί για την υπόθεση, δεν σκοπεύω να ζήσω εδώ για πάντα. Αλλά όσο θα παραμένω εδώ, θα είμαι δίπλα σας, αφού μου το ζητάτε, είναι τιμή για μένα.
Η απάντησή της τον ηρέμησε· «κακώς έβαλα το κακό στο μυαλό μου», είπε μέσα του κι απάντησε ήρεμα και με αρκετή δόση περηφάνιας.
— Σας ευχαριστώ θερμά, αγαπητή μου. Ακούστε, πριν αφήσω τη θέση μου στο Παρίσι, πήγα, ως όφειλα, να αποχαιρετήσω τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα και τη σύζυγό του Ευγενία. Ξέρετε τι μου είπε εκείνη; «Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα για ένα μεγάλο νησί είναι να έχει δρόμους, για να διευκολύνεται η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων». Κι αυτό θέλω να κάνω εδώ, χωρίς να παραμελήσω και τα άλλα. Έχω ήδη καλέσει τον βρετανό μηχανικό Woodward ν’ αναλάβει την ευθύνη της οδοποιίας· δεν είναι τυχαίος, αυτός έχει κάνει τους δρόμους στα Επτάνησα και τώρα έχει αναλάβει έργα στην Κριμαία.
—Παρακολουθώ καθημερινά την προσπάθειά σας. Βλέπω τη διαφορά στην πόλη μας, στην καθαριότητα κυρίως, και χαίρομαι που με το πρόγραμμά σας τα Χανιά θα μεταμορφωθούν και θα εκσυγχρονιστούν. Μα δυστυχώς υπάρχουν αντιδράσεις από ορισμένους.
— Θίγονται τα συμφέροντά τους και διαμαρτύρονται…
— Αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που καθυστέρησα να έλθω, εξοχότατε. Κάποιοι που έμαθαν ότι συζητούμε, έρχουνται στο σπίτι μου και μου εκθέτουν τις απόψεις τους για όσα ήδη εφαρμόζουνται. Και ξέρετε τι μου ζητούν; να πάρετε πίσω τουλάχιστον κάποια απ’ αυτά. Σήμερα ήλθε ο πρόεδρος της εκπαιδευτικής εφορίας…
Τη διέκοψε ανυπόμονα και τη ρώτησε:
— Πείτε μου, τι ζητούν; δεν σκοπεύω να ικανοποιώ αιτήματα παράλογα, ούτε μου αρέσει να υποκύπτω σε διαμαρτυρίες και πιέσεις…
— Δεν σας πιέζω. Σας αναφέρω όμως πρώτα το σημερινό αίτημα του προέδρου της εφορίας, το οποίο με βρίσκει απολύτως σύμφωνη και σας παρακαλώ να δώσετε λύση το γρηγορότερο.
— Του προέδρου; τίνος προέδρου;
— Σας είπα ήδη… της εκπαιδευτικής εφορίας. Ο προκάτοχός σας, με ψευδείς κατηγορίες κι ανόητες μαρτυρίες, που είχε οργανώσει ο κεχαγιάς του Χουσνής μπέης, απέλασε άδικα τον ελληνοδιδάσκαλο Βασίλειο Ψιλάκη και τοποθέτησε στη θέση έναν κυριολεκτικά αγράμματο που είχε φέρει από την Κωνσταντινούπολη.
Την κοίταξε με απορία και περίσκεψη και τη ρώτησε:
— Ποιες ήταν οι κατηγορίες;
— Θα σας αναφέρω αυτά που έμαθα από τον κ. Θεοδωρίδη: στον έλεγχο που έγινε στις αποσκευές του κυρίου Ψιλάκη, όταν ήλθε εδώ λίγο μετά το περασμένο Πάσχα. βρέθηκε το αντίτυπο της πασίγνωστης διατριβής περί του ανατολικού ζητήματος του γάλλου Ντε Ζιραρντέν, τον έχετε ακούσει φαντάζομαι· τη φαντάστηκε επαναστατική!
— Με έχει ήδη ενημερώσει ο κ. Θεοδωρίδης. Είχα διαβάσει τη διατριβή εκείνη, ήμουν στο Παρίσι, όταν κυκλοφόρησε. Ξέρετε τι γράφει; «L’ empire ottoman soit trop faible pour exister et se protéger par lui-même».[1]
— Όποιος έχει στη βιβλιοθήκη του ένα βιβλίο, σημαίνει ότι συμφωνεί και με τις ιδέες του συγγραφέα του; Και σεις το έχετε, αλλά προφανώς διαφωνείτε…
— Διαφωνώ και με αυτό και με την κακία που ακούγεται ότι η αυτοκρατορία μας είναι τάχα νεκρή και ότι μόνο η διπλωματία την κρατάει ζωντανή. Εσείς τι νομίζετε, αγαπητή μου; Συμφωνείτε με τη θέση του γάλλου δημοσιογράφου κα τις φημολογίες;
— Αυτή τη στιγμή, εξοχότατε, δεν έχει σημασία τι νομίζω εγώ. Αυτό για το οποίο είμαι βέβαιη είναι ότι ο κύριος Ψιλάκης έχει αδικηθεί. Ήμουν εδώ, γνωρίζω όσα έγιναν πολύ καλά. Αυτός που χάνει δεν είναι η αυτοκρατορία σας, αλλά το Ελληνικό Σχολείο και οι μαθητές της πόλης, που στερούνται έναν σπουδαίο δάσκαλο· οφείλετε να διατάξετε να επιστρέψει το συντομότερο, αν θέλετε να κερδίσετε τους Κρητικούς, του είπε με παρρησία, που δεν επιδεχόταν αντίρρηση.
— Θα ικανοποιήσω το αίτημά σας, της υποσχέθηκε, γοητευμένος από το πάθος της και από την ισχυρή προσωπικότητά της· πίστεψε ότι μπορεί να στηρίζεται σε κείνη, που έχει τη δύναμη να υποστηρίζει όσα πιστεύει ως ορθά και δίκαια.
— Πείτε μου όμως, τι άλλο έχετε ακούσει για όσα έχω αρχίσει να κάνω στην πόλη;
— Άλλοι διαμαρτύρουνται, γιατί θα επιβάλλετε να εργάζουνται στην κατασκευή των νέων δρόμων τρεις μέρες την εβδομάδα, «εθελοντικά». «Πότε θα πηγαίνομε στα χωράφια μας» παραπονιούνται, «δεν είναι σωστή αυτή η διαταγή»… Πάντως, πώς ταιριάζει η διαταγή με την εθελοντική εργασία, εγώ δεν μπόρεσα να το απαντήσω…
— Ας το πούμε υπόδειξη, αλλά πρέπει να προσφέρουν εργασία, αυτοί θα ωφεληθούν με τους δρόμους, απάντησε ενοχλημένος ο διοικητής. Και τι άλλο λένε;
— Δεν θέλω να σας πω τι λένε για τους δρόμους· μόνο ότι άδικα θα πληρώνουν υπερβολικά υψηλούς φόρους, αφού άμαξες εκείνοι δεν έχουν, όπως εσείς έχετε τις παριζιάνικες πολυτελέστατες και ακριβές… μήπως έχουν δίκιο για τους φόρους αυτούς, πασά μου; Κάποιοι άλλοι δεν θέλουν τον φωτισμό της πόλης, γιατί τάχα είναι πολύ επικίνδυνος! «θα πέφτουν στους λάκκους που θα ανοίγουνται για τους φανοστάτες!»… δεν σας κρύβω ότι πολύ γέλασα μ’ αυτό…
— Ε, δεν είναι για γέλια;. Συνεχίστε, παρακαλώ.
— Ενοχλούνται με την καινούργια αστυνομία των δρόμων, «θα μας παρακολουθούν λοιπόν όλη μέρα οι δικοί του;» λένε. Απειλούν μάλιστα ότι για όλα θα ενημερώσουν τις ελληνικές εφημερίδες.
— Ακούστε, αγαπητή μου· πρώτον, δεν είναι ακριβώς έτσι· δεύτερον, καμιά αλλαγή δεν γίνεται χωρίς διαμαρτυρίες· κάποιοι δεν καταλαβαίνουν την πρόοδο, τη φοβούνται· είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου να διστάζει μπροστά στο καινούργιο. Την ιδέα για την αστυνομία των δρόμων την πήρα από μια επίσκεψή μου στο Λονδίνο, όπου είδα για πρώτη φορά να λειτουργεί με επιτυχία, προστατεύει τους πολίτες.
— Τέτοιες καινοτομίες δεν είναι αποδεκτές, η άγνοια είναι μεγάλο εμπόδιο…
— Θα παλέψω για να εξευρωπαΐσω το νησί και τούτην την πόλη όπου κατοικούμε, πρωτεύουσα είναι πια… Και να σας πω ακόμη ότι στα μελλοντικά σχέδιά μου είναι η ίδρυση εδώ ιατρικής και νομικής σχολής… Ο σουλτάνος συμφωνεί και με στηρίζει, αλλά εγώ χρειάζομαι εσάς για την ενημέρωση των κατοίκων.
— Είμαι στη διάθεσή σας, εξοχότατε, αλλά για να γίνουν αποδεκτές οι προοδευτικές αλλαγές, απαιτείται συστηματική ενημέρωση. Μου ήλθε τώρα μια ιδέα, αλλά θα τη σκεφτώ καλύτερα και θα σας μιλήσω αναλυτικά άλλη φορά, του είπε η Ελισάβετ και του εξήψε την περιέργεια.
— Επειδή μου μιλήσατε για τις διαμαρτυρίες για τους φόρους, πρέπει να επισημάνω ότι τίποτε δεν γίνεται χωρίς χρήματα· όλοι πρέπει να συμβάλλομε με τους φόρους και κάποιοι με την εθελοντική εργασία που είπαμε. Είμαι κι εγώ ήδη εθελοντής! έχω παραγγείλει για τούτο το λιμάνι σημαδούρες πρόσδεσης και περιμένω από το Βέλγιο ένα μηχάνημα βυθοκόρησης για καθαρισμό του βυθού του λιμανιού, ώστε να μπορούν να μπαίνουν άφοβα τα μεγάλα καράβια· θα διευκολύνεται έτσι η εξαγωγή των αγροτικών προϊόντων μας· αυτά θα γίνουν με δικά μου χρήματα.
— Δίνετε το καλό παράδειγμα και πιστεύω ότι θα το εκτιμήσουν οι Κρητικοί, είναι φιλότιμοι άνθρωποι, ακόμη κι αυτοί που διαμαρτύρουνται.
— Μάθετε, αγαπητή μου, ότι οι χειρότεροι δεν είναι αυτοί που λέτε, αυτοί τουλάχιστον διαμαρτύρονται φανερά· οι χειρότεροι είναι όσοι διαμαρτύρονται, γιατί θίγονται τα άνομα οικονομικά συμφέροντά τους και ζητούν να εξαιρεθούν· είμαι βέβαιος ότι γνωρίζουν ότι δεν έχουν δίκιο, γι’αυτό βάζουν μέσον μήπως και τους γίνει χάρη…
Η Ελισάβετ τον κοίταξε απορημένη.
— Μην απορείτε, δεσποινίς Ελισάβετ, θα σας εξηγήσω. Ασφαλώς γνωρίζετε τον γραμματέα του αγγλικού προξενείου, τον κύριο Boone.
Η Ελισάβετ ένευσε καταφατικά κι εκείνος συνέχισε με οργισμένη φωνή:
— Έχω απαγορεύσει να παίζουν χαρτιά στα καφενεία· το ξέρετε. Κι επειδή οι περισσότεροι ιδιοκτήτες των καφενείων είναι Επτανήσιοι, που σημαίνει Άγγλοι υπήκοοι, πιστεύουν ότι πρέπει στην επικράτειά μου να εφαρμόσω γι’ αυτούς τον αγγλικό νόμο και να εξαιρεθούν από την απαγόρευση!…
— Πιστεύω ότι ο νόμος σε έναν τόπο πρέπει να ισχύει για όλους, χωρίς καμιά εξαίρεση και πολύ περισσότερο για ευνοούμενους, είπε απερίφραστα η Ελισάβετ.
— Μου αρέσουν οι απόψεις σας, Ελισάβετ, είπε και σηκώθηκε. Την άγγιξε ελαφρά στους ώμους, χαμογέλασε και με ήρεμη φωνή της είπε «πάμε μέσα, ο ήλιος αρχίζει να πέφτει, το θαλασσινό αεράκι φέρνει ψύχρα· εξάλλου τόση ώρα ο χώρος θα έχει αεριστεί».
Κάθισαν αναπαυτικά ο ένας απέναντι στον άλλο. Την κοίταζε, χωρίς να μιλάει. Η Ελισάβετ ένιωσε αμήχανα κι έβγαλε το μαντηλάκι της, το ξεδίπλωσε αργά και το ακούμπησε μαλακά στη μύτη της.
— Κρυώσατε, αγαπητή μου; Προχωρημένος Δεκέμβρης, αλλά ο καιρός εδώ είναι ακόμη γλυκός, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι χειμώνας. Όπου νά ’ναι θα μας σερβίρουν το τσάι, θα ζεσταθείτε, θα σας κάνει καλό, είπε και κτύπησε το κουδουνάκι. Ο υπηρέτης μπήκε κρατώντας τον ασημένιο δίσκο με τα γλυκίσματα και την τσαγιέρα· σέρβιρε αμέσως το τσάι στα πορσελάνινα φλυτζάνια και έφυγε, κλείνοντας μαλακά την πόρτα.
— Στην υγειά μας! είπε ο Βελής, ήπιε μια γουλιά και συνέχισε· λησμόνησα να σας πω κάτι που θα σας κάνει προσωπικά να χαρείτε πολύ.
Η Ελισάβετ τον κοίταξε παραξενεμένη· τι μπορεί να ήξερε ο διοικητής για τα προσωπικά της;
— Τι συμβαίνει που δεν το ξέρω και πρέπει να το μάθω από σας; είπε με κάποια έκπληξη εκείνη.
— Το ευχάριστο νέο έρχεται από το Παρίσι, από την Παγκόσμια Έκθεση, της είπε και πήρε ένα έντυπο που είχε βάλει πάνω στο γραφείο του. Το άνοιξε και διάβασε δυνατά και θριαμβικά: «Mentions Honorables: Contaxaki, Grèce. – Volume calligraphié et collection de fleurs».[2]
—Εύφημη μνεία για το λεύκωμά μου! Πραγματικά ως Ελισάβετ χαίρομαι και ως γυναίκα περισσότερο, πολύ μεγάλη τιμή. Είχατε επισκεφθεί την Έκθεση;
— Βέβαια, είχε εκθέματα και η Τουρκία, την επισκέφτηκα με την ιδιότητα του πρέσβη, και όχι μια φορά· με είχε συνοδεύσει ο σύμβουλός μου κύριος Ιωσήφ Καποράλ. Αναχώρησα από το Παρίσι, πριν τελειώσει…
— Ήμασταν εδώ και εσείς και εγώ, όταν θα γινόταν η βράβευση, αν θυμούμαι καλά, στις 15 Νοεμβρίου. Είχα εκθέσει δύο έργα μου, μια κούκλα με ελληνική φορεσιά και ένα χειροποίητο βιβλίο-λεύκωμα με τίτλο Κλασική Ἀνθοδέσμη, μάλλον δεν τα είδατε.
— Μπορεί και να τα είδα, αλλά ομολογώ δεν τα θυμούμαι· δεν σας γνώριζα εξάλλου τότε. Την καλή είδηση τη διάβασα στα νέα που μου έφτασαν σήμερα από το Παρίσι.
— Αν η Κλασική Ανθοδέσμη μου πουλήθηκε, δεν θα την ξαναδώ. Αν όμως δεν έχει πουληθεί και μου επιστραφεί, υπόσχομαι ότι θα είσθε ο πρώτος που θα τη δει. Είχα βάλει όλη την ψυχή μου· οι συνεργάτες μου κι εγώ δουλέψαμε αρμονικά και με μεράκι στην Αθήνα σε όλη τη διάρκεια της πολύ δύσκολης και καταθλιπτικής περιόδου του εγκλεισμού, λόγω της χολέρας.
— Θέλω να ξέρετε, αγαπητή μου Ελισάβετ, ότι σας θαυμάζω και σας εκτιμώ.
— Αμοιβαία η εκτίμηση, εξοχότατε, είπε και σηκώθηκε να φύγει.
— Θα σας περιμένω, όταν είσθε έτοιμη να μου μιλήσετε για την καλή ιδέα που πριν από λίγο είπατε πως σας γεννήθηκε.
— Ασφαλώς, για την εφαρμογή της θα είσθε απαραίτητος.
— Σύμφωνοι και να είσθε βεβαία ότι τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει να εφαρμόσω σχέδια, που πιστεύω ότι θα ωφελήσουν την κοινή πατρίδα μας, της είπε και την αποχαιρέτησε μέ θερμό χειροφίλημα.
«Και βέβαια κανείς δεν θα βρεθεί να εμποδίσει τα σχέδιά του, με τόση μόρφωση, εφτά γλώσσες μιλάει… ποιος θα τολμήσει;» σκεφτόταν η Ελισάβετ καθ’ οδόν. Είχε ενθουσιαστεί και είχε γοητευτεί από την ευγένεια και την ομορφιά του ανδρός. Τέτοιες συναντήσεις και συζητήσεις τις αισθανόταν ως μια ευχάριστη ανάπαυλα από τη μόνιμη επιθυμία της να επιστρέψει στην Αθήνα και στον Πέτρο. Θεωρούσε όμως συνετό να έχει καλές σχέσεις με τη Διοίκηση και με την υψηλή κοινωνία των Χανίων· «αν τυχόν ματαιωθεί η επιστροφή μου στην Αθήνα, είναι το μόνο περιβάλλον που θα μου ταίριαζε…» σκεφτόταν και καταλάγιαζε κάπως η αγωνία με την πιθανότητα ενός υποφερτού μέλλοντος στα Χανιά.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
~.~
[1]«Η οθωμανική αυτοκρατορία είναι πολύ ασθενής για να υπάρχει και να αυτοπροστατεύεται».
[2] Εύφημες μνείες: Κονταξάκη, Ελλάς ‒ [Λεύκωμα] για την καλλιγραφία και τη συλλογή ανθέων.
*
*

