*
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Φαντάσου να σου εύχεται
χρόνια πολλά ο «Μπαμπούλας» πού ’χει θάψει
χιλιάδες κόσμο σ’ όλα τα Βαλκάνια.
Ή να σου εύχεται ο «Χάνδακας» που έχαψε
όλο το Περιστέρι και το Ίλιον, ολόκληρη
τη Δυτική Αττική.
Φαντάσου να σου εύχονται υγεία οι γιατροί που περιμένουν
πότε θα πάθεις κάτι να σ’ τ’ αρπάξουνε
γιατί αυτοί χωρίς αρρώστους θα πεινάσουν.
Και τί να περιμένεις απ’ ανθρώπους
που έχουν συνεργείο αυτοκινήτων;
Αφού σαν φεύγεις πίσω σου μουτζώνουνε
για να τρακάρεις και να βγάλουνε λεφτά.
Οι δικηγόροι ανάβουνε κεριά στην Παναγία
για να μαλώνουνε οι άνθρωποι, να φτάνουν ως τον φόνο,
γιατί αυτοί απ’ το κακό πάντα κερδίζουν.
Δεν πάει άλλο βρε παιδιά με τους γρουσούζηδες,
μ’ αυτούς τους κερδοσκόπους, τα βαμπίρ, τους νεκροθάφτες,
τους παπάδες, τους γιατρούς, τους δικηγόρους, (ε;)
τα συνεργεία, ναι, δεν πάει άλλο,
μ’ όλους αυτούς
τους δημοσιογράφους στα κανάλια π’ όλο εύχονται
να γίνονται στον κόσμο τα φριχτότερα
ώστε να έχουνε αυτοί κακές ειδήσεις
για ν’ ανεβάζουν την ακρόαση. Γαμώ το!
Όχι σ’ αυτούς, μην τους σηκώνετε τηλέφωνο.
Κλείστε την τηλεόραση σα λένε τις ειδήσεις.
Μήνυμα όταν στείλουνε αυτοί στο κινητό
σβήστε το πριν να το διαβάσετε. Κι αν τύχει
κάρτα μ’ ευχές από αυτούς
να φέρει ο ταχυδρόμος, να την στείλετε
πίσω αμέσως γράφοντας στο φάκελο:
«Ευχαριστώ, επίσης, ρε καριόλη».
~.~
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΗ
Πια δεν ελπίζω τίποτε σε τούτο τον πλανήτη
που υπήρξε καταφύγιο κι όλων των ζώων σπίτι.
Δεν είν’ απ’ όσα βλέπω εγώ μες στα δοκιμαντέρια
δεν είναι τα στατιστικά στοιχεία στα τεφτέρια
των ειδικών, δεν είναι που οι φάλαινες ξωκέλνουν
κ’ οι πάγοι π’ όλο λειώνουνε, κι όσα το SOS μας στέλνουν,
δάση που αφανίζονται, και πλαστικά που πάνε
στους πάτους των ωκεανών, τα ψάρια που ψοφάνε.
Δεν είναι που ’χουμε συχνά παντού θεομηνίες
με τους τυφώνες, τα νερά που πνίγουν πολιτείες.
Μα είναι κι όσα ζω εγώ, π’ όσο περνούν τα χρόνια
χάνονται τσίχλες, κότσυφοι, δεν έχει πια τ’ αηδόνια
κούκους και γλαύκες, γέρακες, κόρακες, σιταρήθρες.
Μόνο στεκάμενα νερά που βγάζουν μπουρμπουλίθρες.
Έρχεται η Άνοιξη βουβή, βουβή και ξαναφεύγει
κι ένας μονάχα τζίτζικας στο δέντρο καταφεύγει
για να θρηνήσει ο δύστυχος τα πάθη αυτού του τόπου
με πυρκαγιές που ξαμολά ο δόλος του ανθρώπου.
Όσ’ απ’ τα δάση επέζησαν κι έχουν πυκνά τα δέντρα,
είναι αδειανά, πάει καιρός, που κυνηγών ενέδρα
σκότωσε τον στερνό λαγό, ως κ’ οι ασβοί χαθήκαν
και μόνο λίγα έντομα δεν εξαφανιστήκαν.
*
Είναι και οι ελάχιστοι που ακόμα επιμένουν
τις πόλεις ν’ αποφεύγουνε, στις εξοχές να μένουν,
να φτιάχνουν κήπους, να ’χουνε πουλερικά και γίδες,
και για εμπνεύσεις άγριες να στήνουνε παγίδες.
Που ζούνε μέσα στη δροσιά, ή στης φωτιάς της ζέστη
και δεν τους νοιάζει αν ο Χριστός ανέστη ή δεν ανέστη.
Π’ απολαμβάνουν της Χρυσής της Εποχής τα δώρα
και μακαρίζουν εαυτούς κάθε στιγμή και ώρα.
Αυτοί που ζούνε στους στερνούς της γης τους παραδείσους
και δεν βουτούν στου ίντερνετ τις θλιβερές αβύσσους.
