*
11.
Ακόμη έχεις τ’ όνομα, την όψη
εκείνης που αγάπησε, κι ωστόσο
στα δυο τον χρόνο έχει κατακόψει,
σε πριν και σε μετά, κι αυτό με πόσο
μεγάλη μάνητα, φρικτό μαχαίρι –
το «ύστερα» το «πρώτα» δεν γνωρίζει
και το παρόν το παρελθόν δεν ξέρει.
Ποια είσαι πλέον δεν αναγνωρίζει
κι όσο κι αν προσπαθεί να διακρίνει
το πρόσωπό σου, κάτι να μαντέψει
απ’ τη ζωή που πλέον θα ’χεις γίνει
ανήμπορη εκπίπτει κάθε σκέψη
στις μνήμες τις παλιές παντού και πάλι.
Έφυγες για να γίνεις κάποια Άλλη.
~.~
14.
Είσαι η πληγή απ’ όπου αναβλύζει
ό,τι αγαθό σε μένα κι ό,τι αχρείο,
ό,τι κι αν με λευκαίνει ή με μαυρίζει,
το ένα που γεννά παντού το δύο,
τον διχασμό αξήγητο και πλήρη
σε σκέψη, βούληση, ένστικτο και πράξη,
το σχίσμα ώς τη ρίζα μου που εγείρει
μυριάδες αντιθέσεις για να υπάρξει.
Είσαι ο έρωτας κι η άρνησή του
κι ακόμα η ζωή κι ο θάνατός της,
το μνήμα του νεκρού κι η ανάστασή του,
το άσκοπο της φύσης κι ο παλμός της.
Και θα ’σαι πάντοτε το πρόσωπό Του,
εσύ Θεός – μα και τ’ αντίθετό Του.
~.~
16.
Απ’ το σώμα σου πληρούται η γλώσσα,
τη μορφή σου γράφουνε τα χείλη
με ψιθύρους, κι οι ψυχές πετρώσαν,
όλες μου οι ψυχές, κι έγινα στήλη
πέτρινη επιτύμβια που ατενίζει
μόνο κι όλο εσένα· τίποτ’ άλλο·
είσαι Αυτή· Ερωμένη. Δεν σε ορίζει
τίποτε, κανείς κι έχεις την άλω
του θνητού, Ομορφιά, κι αυτό βαραίνει
πιο πολύ κι από τ’ αθάνατα όλα
κι είσαι το ένα που το παν σημαίνει,
σκοτεινή, πυκνή κι αστραποβόλα·
ορατών τε πάντων και αοράτων
έγινες το μέτρο των πραγμάτων.
~.~
19.
Το σώμα μου, όλο θύμηση, αθλείται
στη λήθη του κορμιού σου με μανία·
με κόπο το γυμνάζω να σε αρνείται
και ν’ αμαυρώνει κάθε σου οπτασία.
Άθλος που φέρνει τρόμο· επιστρατεύω
όλους της θέλησής μου τους μυώνες,
την ομορφιά σου μέσα μου παλεύω
να πνίξω σε ανιστόρητους αγώνες.
Πιο κόκκινο το αίμα κάνει ο χρόνος·
τίποτα δεν ξεχνώ, λησμονημένος,
στην ομορφιά μπροστά εκμηδενισμένος
και ήττα και ντροπή αυτός ο πόνος.
Το σώμα που εξόρισες στη φθίση
θέλει, μα δεν μπορεί να σε μισήσει.
~.~
20.
Στην ομορφιά σου μια σιωπή ταιριάζει·
αυτή που ενώ σωπαίνει εσένα λέει·
αυτή· και όχι εκείνη που της μοιάζει
κι όντως βουβή τη σήψη αποπνέει.
Σιωπή που από λέξεις μύριες βρίθει
σε ρήματα ανυπότακτα ξεσπάει·
και τολμηρή, δειλή, πυρώνει στήθη
εσένα δίχως λέξεις σαν μιλάει.
Ανόητα σιωπούν και φλυαρούν
μπροστά σου τη λαγνεία όσοι εκτρέφουν
και δίχως να σε αρθρώνουν σε καλούν
και παίρνουν μόνο δίχως να επιστρέφουν.
Μα εμένα ο πόνος με διασώζει απ’ την ντροπή,
αφού δι’ αυτού, ελάχιστα έστω, σ’ έχω πει.
~.~
22.
Για να υψωθείς εσύ, πρέπει να πέσω·
και για να ξαναζήσεις, να πεθάνω:
με τ’ άσαρκο τη σάρκα μου να δέσω,
τη μνήμη σου πυρήνα μου να κάνω.
Όλο να με αφαιρώ για να σε αυξάνω,
να λιγοστεύω εσύ για να πληθύνεις,
κι ενώ σε ανασυνθέτω να με λύνεις,
να εκμηδενίζομαι – και να μην φτάνω.
Ώς πότε η μνήμη θλίψη, ώς πότε ο πόνος·
ώς πότε η λέξη εχθρά κι εχθρός ο χρόνος.
Ματαίως σ’ ανατέλλω, πάντα εκλείπεις·
ματαίως στη σιωπή σε αφηγούμαι·
ματαίως και το ανάγνωσμα της λύπης.
Το μόνο που ζητώ – αυτό στερούμαι.
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ
Τ0 ΕΠ7Α, Sestina, 2022
*
*

