*
Είχαμε κότες στην αυλή, άσπρες, μαύρες, κόκκινες και λαθουράτες. Τις κυνήγαγα να τις πιάσω, να φιλήσω το ράμφος τους το γυριστό, να χαϊδέψω τα κοραλλένια νυχοποδαράκια τους και να δαγκάσω το μεταξένιο τους λειρί, που έμοιαζε σαν κρεατένια φράουλα, μα έτρεχαν δεξά-ζερβά και ξέφευγαν με κωμικούς αλλά επιδέξιους ελιγμούς, εκτός από μία. Αυτηνής της φώναζα «κάτσ’-κάτσ’» –«κάτσε- κάτσε» δηλαδή– κι αμέσως ανέκοπτε την τρεχάλα της και κάθονταν να την πιάσω. Γι’ αυτό την έβγαλα «Κάτση-κάτση». Δεν έκατσε, όμως, πολύ σ’ αυτόν τον κόσμο. Αρρώστησε. Και πριν πεθάνει, την έσφαξε ο μπάρμπας μου και την έφαγαν οι άλλοι. Εγώ πήρα τα κοκαλάκια της και τα ’θαψα κάτω απ’ την τριανταφυλλιά να μην τα βρουν οι γάτες.
Είχαμε και γαϊδουράκι, αγαθό και ράθυμο, με αυτιά χωνιά βελούδινα, που τα κουνούσε σαν κεραίες πρόσληψης ενός άγνωστου σήματος και ξάφνου αφήνιαζε και κλωτσοπατούσε στον αέρα, λες και πολέμαγε εχθρό αόρατο, που ήταν απλώς μια αλογόμυγα ή εγώ που ήθελα καλά και σώνει να σμίξουμε τις μουσούδες μας για να νιώσω το ζεστό του ρουθούνισμα στο πρόσωπό μου.
Είχαμε και γίδες, μια κερατούσα και μια σούτα, με γενάκι κάτω απ’ το σαγόνι και κρεατάκια, που εμείς τα λέμε σκουλαρίκια.
Τι πλάσμα η γίδα! Πώς τρώει, πώς μηρυκάζει, πώς βαδίζει, πώς στέκεται, πώς οσφραίνεται τον αέρα, πώς σκάφτει με το ποδάρι της το χώμα, πώς ξαπλώνει να πλαγιάσει, πώς σηκώνεται! Και τι νύχια τα νύχια της! Όταν μεγαλώνουν πολύ την λέμε τσουραπάτη. Κι όταν πέφτουν για να βγούνε άλλα, μοιάζουν με κερατένιες κουπίτσες – σκουτελίτσες τις λέμε στο χωριό – μες στα χορταράκια! Τις μάζευα και τις είχα για ποτηράκια μου στο ψευτονοικοκυριό μου, στην γωνιά του αχουριού που πλάγιαζα κι εγώ πάνω στ’ άχερα σιμά τους, ώσπου να με βρει η μάνα μου, να φάω κάνα τριομφίδι ή να με κατακεφαλίσει για την αποκοτιά μου να κάμω τ’ αχούρι σπίτι μου.
Κάποτε η γίδα γέννησε δύο κατσικάκια, ένα άσπρο κι ένα μπερδελό. Το άσπρο το έβγαλα Ασπρούλη –τι πρωτότυπο!– και το μπερδελό το υιοθέτησε ο αδερφός μου. (περισσότερα…)

